Όταν η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ “άνοιξε τις πόρτες” της χώρας της σε απελπισμένους πρόσφυγες τον Αύγουστο και τον Σεπτέμβριο του 2015, ήξερε ότι έκανε το σωστό. Επέδειξε ηγετική στάση σε επίπεδο ΕΕ, αποκάλυψε την ανθρώπινη πλευρά της και απέτρεψε περισσότερα προσωπικά και οικογενειακά δράματα σε ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη, όπου οι εκτοπισμένοι άνθρωποι ήταν προσωρινά φυλακισμένοι και ηττημένοι από τα συρματοπλέγματα. Η Μέρκελ γνώριζε επίσης ότι η πολιτική της ενδέχεται να έχει ορισμένες μεσοπρόθεσμες επιπτώσεις και να βλάψει τη Χριστιανοδημοκρατική Ένωση (CDU) της. Μια αύξηση της ροής των προσφύγων που επιθυμούν να ζήσουν στη Γερμανία, εν μέσω του χάους στη Μέση Ανατολή και στη Βόρεια Αφρική, θα μπορούσε να πυροδοτήσει τη ξενοφοβία και να εξελιχθεί σε πραγματικό δώρο για τους δημαγωγούς ενός νέου δεξιού, λαϊκιστικού κόμματος: της Εναλλακτικής για τη Γερμανία (AfD).
Αν και ιδρύθηκε μόλις το 2013, το AfD κατάφερε να εκλεγεί στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ένα χρόνο αργότερα με ποσοστό 7,10%. Στη συνέχεια αναζητούσε παρόμοια επιτυχία εντός της Γερμανίας . Πράγματι βρήκε την καλύτερη ευκαιρία για να επιτεθεί, εκμεταλλευόμενο την πολιτική «ανοιχτών θυρών» της Μέρκελ. Η αλλαγή της ηγεσίας του το καλοκαίρι του 2015 ήταν σημείο καμπής. Ο τέως ηγέτης του, Μπερντ Λούκε, επικριτής της παραμονής της Ελλάδας στην ευρωζώνη αλλά και των πακέτων διάσωσης τα οποία υποστήριζε η Γερμανία, παραιτήθηκε και έδωσε τη θέση του στην Φράουκε Πέτρι. Η Πέτρι συνειδητοποίησε ότι ο αγώνας κατά του ευρώ δεν ήταν πλέον ελκυστικός και υιοθέτησε μια διαφορετική προσέγγιση. Επένδυσε σε μια ρητορική εναντίον των προσφύγων για μια περίοδο δυο ετών, κερδίζοντας έδαφος από τις τρομοκρατικές επιθέσεις που άρχισαν να πραγματοποιούνται στη Γερμανία.
Η πολιτική άνοδος του AfD αντανακλάται και στα αποτελέσματα των ομοσπονδιακών εκλογών του 2017. Κατάφερε για πρώτη φορά να εισέλθει στην Ομοσπονδιακή Βουλή της Γερμανίας.
Με το διψήφιο ποσοστό του 12,6% το AfD είναι τώρα το τρίτο ισχυρότερο κόμμα της χώρας, επισκιάζοντας εν μέρει τη νέα νίκη της Μέρκελ. Αν ο μεγάλος συνασπισμός μεταξύ του CDU και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) του Μάρτιν Σουλτς παραταθεί, θα αποτελέσει την κύρια αντιπολίτευση, αν και αυτό το σενάριο δεν φαίνεται πιθανό λόγω του σκεπτικισμού του Σουλτς.
Ο Tobias Bütow, διευθυντής του ευρωμεσογειακού κλάδου του Centre International de Formation Européenne (CIFE), θέτει το ζήτημα χωρίς περιστροφές: «η επιτυχία της Μέρκελ είναι η ήττα της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας. Για πρώτη φορά μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο εισέρχεται σε αυτήν ένα ακροδεξιό κόμμα».
Πιο συγκεκριμένα αρκετοί συντηρητικοί ψηφοφόροι αποφάσισαν να εγκαταλείψουν το CDU και το αδελφό κόμμα του στη Βαυαρία, τη Χριστιανοκοινωνική Ένωση (CSU), και να προχωρήσουν προς την άκρα δεξιά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις ανέρχονται στους 980.000.
Αλλά το AfD πήρε επίσης ψήφους από υποστηρικτές του SPD και του αριστερίζοντος κόμματος Die Linke. Οι αρχικές μετεκλογικές δημοσκοπήσεις περιγράφουν συνοπτικά τις ανησυχίες των Γερμανών πολιτών που ενίσχυσαν το AfD. 70% λέει ότι η γερμανική κοινωνία αποσυντίθεται, 62% βλέπει την εγκληματικότητα να αυξάνεται, 46% πιστεύει ότι αυξάνεται η επιρροή του Ισλάμ και 38% δεν είναι ευχαριστημένο με την έλευση πολλών αλλοδαπών στη Γερμανία.
Από μια άλλη πλευρά η συμμετοχή ανήλθε από 71,5% το 2013 σε 76,3% στις φετινές ομοσπονδιακές εκλογές. Παραδόξως, όπως μας εξηγεί ο Philipp Sälhoff από το Berlin Progressive Zentrum (DPZ) η υψηλότερη προσέλευση σε μια δημοκρατική διαδικασία συνέβαλε στο θρίαμβο ενός δεξιού, ξενοφοβικού κόμματος. Περίπου 1.2 εκατομμύρια άνθρωποι που δεν είχαν ψηφίσει πριν από τέσσερα χρόνια, πήγαν στις κάλπες και ψήφισαν για το AfD την περασμένη Κυριακή.
Όπως συμβαίνει με όλα τα δεξιά κόμματα της Ευρώπης, το προφίλ των περισσότερων ψηφοφόρων του AfD συμπεριλαμβάνει πολίτες που δεν έχουν ανώτερη εκπαίδευση, όντας εργάτες και προερχόμενοι από σχετικά φτωχές ή υποανάπτυκτες περιφέρειες.
Αυτά τα χαρακτηριστικά μπορούν να σκιαγραφηθούν γεωγραφικά. Το ποσοστό του AfD ήταν πολύ υψηλότερο στην Ανατολική Γερμανία (22,5%) συγκριτικά με τη Δυτική Γερμανία (11,10%). Στη Σαξονία ήταν το κόμμα με τους περισσότερους ψήφους με ποσοστά άνω του 30%. Το αποτέλεσμα δεν προκαλεί έκπληξη. Αλλά δημιουργεί σημαντικά ερωτήματα για την επόμενη μέρα.
Ο Julian Plottka, ερευνητικός συνεργάτης του Berlin Institute for European Politics (IEP), αντλεί από την εμπειρία των τοπικών κοινοβουλίων, στα οποία συμμετέχει ήδη το AfD, προκειμένου να προβλέψει ενδεχομένως πώς θα εξελιχθεί ο τρόπος λειτουργίας της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας. Πάνω σε αυτήν τη βάση αναμένονται σκληρότερες συζητήσεις για τα επόμενα τέσσερα χρόνια. Αλλά, κατά την άποψη του, ίσως ακόμη πιο ενδιαφέρον θα είναι πως θα επηρεάσει το AfD τα άλλα πολιτικά κόμματα. Κάποια αρχικά σημάδια δεν είναι αισιόδοξα. Οι πολιτικοί του CSU, για παράδειγμα, που διαφώνησαν ανοικτά με την Μέρκελ για το πώς διαχειρίστηκε την προσφυγική κρίση, θα ακολουθήσουν ενδεχομένως μια πιο επιθετική προσέγγιση. «Η μεταναστευτική πολιτική, καθώς και η εσωτερική ασφάλεια, θα βρίσκονται στο επίκεντρο μια τέτοιας αλλαγής στρατηγικής», υποστηρίζει ο Plottka.
Είναι πρόωρο να συμπεράνουμε ότι το AfD θα εδραιωθεί ή όχι στη γερμανική πολιτική σκηνή. Η ετερογένεια και οι εσωτερικές διαφωνίες – η Πέτρι έχει ήδη ανακοινώσει την αποχώρηση της – δεν εγγυώνται απαραίτητα την αρμονία. Η σημαντικότερη πρόκληση για το κόμμα θα είναι επίσης η Γερμανία,διατήρηση της δημόσιας υποστήριξης του, η οποία οφείλεται κυρίως στη διαμαρτυρία αντί στην εμπιστοσύνη σε εναλλακτική πολιτική σκέψη. Τέλος, τα υπόλοιπα πέντε κόμματα της Ομοσπονδιακής Βουλής της Γερμανίας θα είναι σίγουρα πρόθυμα να απομονώσουν το AfD, ανταποκρινόμενα στη γενική κατακραυγή και το στιγματισμένο παρελθόν της χώρας. Όλες αυτές οι παράμετροι δεν μειώνουν φυσικά τις ανησυχίες και δεν μπορούν να αλλάξουν τη νέα πολιτική πραγματικότητα. Η Γερμανία δεν αποτελεί πλέον εξαίρεση στην αποτροπή της ανόδου της ευρωπαϊκής ακροδεξιάς.