Τι είδους πολιτικής οντότητας είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση; Ο Jacques Delors έλεγε ότι η ενωμένη Ευρώπη είναι ένα πολιτικό UFO – ένα άγνωστης ταυτότητας πολιτικό αντικείμενο! Στα πλαίσια των διδακτικών δράσεων Jean Monnet Module και του μαθήματος EURopen «Για μια ανοικτή Ευρώπη: πολιτισμοί, φιλοσοφία και ιστορία» που οργανώθηκαν από το Τμήμα ΠΕΔΙΣ επί τρία χρόνια (2020-2023) με το συντονισμό της καθηγήτριας Βασιλικής Λαλαγιάννη, το ερώτημα της πολιτικής ταυτότητας της Ευρωπαϊκής Ένωσης έγινε αντικείμενο θεωρητικής διερεύνησης και διδασκαλίας.

Μια έμπνευση για αυτή την διερεύνηση ήταν η διάλεξη του Γάλλου καθηγητή φιλοσοφίας Vincent Descombes στο Γαλλικό Ινστιτούτο Αθηνών τον Οκτώβριο του 2017 ο οποίος ανέπτυξε με πιο συστηματικό τρόπο την ιδέα πίσω από το ευφυολόγημα του Delors. Δεν μπορούμε να περιγράψουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ένα Εθνικό Κράτος, ούτε ως μια απλή Συμμαχία ή Συνομοσπονδία Κρατών, ούτε ως ένα Ομοσπονδιακό Κράτος του τύπου των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Σύμφωνα με τον Descombes, η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν απολαμβάνει μίας εκ των ως τώρα παραδεκτών μορφών πολιτικής κυριαρχίας. Αυτές οι μορφές είναι, κατά την κλασσική κατάταξη του Henry Maine, η αρχαϊκή, φυλετική μορφή της κυριαρχίας η οποία δεν είναι συνδεδεμένη με μια εδαφική περιοχή, η αυτοκρατορική μορφή που επίσης δεν συναρτάται με την εδαφικότητα και τέλος η εδαφική μορφή κυριαρχίας των εθνικών κρατών από την Αναγέννηση περίπου ως σήμερα.

Για τον Descombes, είναι προφανές ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ασκεί μια κυριαρχία φυλετικού ή κρατικού τύπου. Και επίσης προφανές ότι δεν ασκεί μια κυριαρχία αυτοκρατορικού τύπου, δεδομένου ότι το έμβλημα των αυτοκρατοριών είναι το imperium, δηλαδή η επιβολή ενός λαού στην οικουμένη, σύμφωνα με το Ρωμαϊκό πρότυπο, όπως το συνοψίζει ο Βιργίλιος: «Tu regere imperio populus, Romane, memento».

Μια τέτοια επιβολή θα ήταν σύμφωνα με τον Descombes εξίσου αρχαϊκή όσο και η φυλετική ιδέα. Η μόνη μοντέρνα μορφή κυριαρχίας είναι αυτή του εθνικού κράτους, που έχει ως πρόδρομο την αρχή των εδαφικών βασιλείων που διαμορφώθηκε κατά τον 13ο αιώνα, κατά την οποία ο βασιλιάς είναι «imperator in regno suo ». Αυτή η κυριαρχία είναι μοντέρνα, διότι αν ο βασιλιάς δεν αναγνωρίζει κανέναν ανώτερο, αυτό ισχύει εντός της επικράτειάς του. Έξω από αυτήν, πρέπει να αναγνωρίσει την αντίστοιχη αυτονομία των άλλων κυρίαρχων. Αυτό σημαίνει ότι τα εδαφικά βασίλεια και τα κατοπινά εθνικά κράτη συνυπάρχουν σε ένα καθεστώς «ηθικής ισότητας». Συνυπάρχουν επίσης μέσα στο πλαίσιο ενός ευρύτερου πολιτισμού.

Αντίθετα, μια αυτοκρατορία διεκδικεί πάντοτε την ηθική ανωτερότητα μιας «εκπολιτιστικής αποστολής» και αντιλαμβάνεται τα πολιτικά της σύνορα ως σύστοιχα των ορίων του πολιτισμού που εκπροσωπεί. Και καθώς αυτός ο πολιτισμός τίθεται ως οικουμενικός, τα σύνορά της είναι πάντα προσωρινά. Η επέκτασή της και η πολιτισμική της υπεροχή είναι επομένως μορφές επιβολής τις οποίες το εδαφικό κράτος έχει αποποιηθεί. Στοχαστές όπως ο Carl Schmitt έχουν συνδέσει τη νεωτερικότητα με την «χρυσή εποχή» του «Ευρωπαϊκού Δημοσίου Δικαίου» μετά τη συνθήκη της Βεστφαλίας στα μισά του 17ου αιώνα, κατά τη οποία η αμοιβαία αναγνώριση της ηθικής ισότητας των κρατών οδήγησε σε έναν μετριασμό των βίαιων αντιπαραθέσεων και σε έναν «εκπολιτισμό του πολέμου».

Θα μπορούσε η Ευρωπαϊκή Ένωση, απαύγασμα των νεωτερικών αντιλήψεων, πολικός αστέρας του εκσυγχρονισμού σε χώρες όπως η Ελλάδα, προϊόν της επιθυμίας για ειρήνη μετά τις εκατόμβες των παγκοσμίων πολέμων, να απεκδυθεί αυτών των κεκτημένων του ευρωπαϊκού κόσμου;

Η αρνητική απάντηση είναι σχεδόν αυτονόητη, καθώς το σχέδιο της Ευρωπαϊκής ενοποίησης στηρίχτηκε εξ αρχής στην εθελοντική προσχώρηση σε ένα πολιτικό οικοδόμημα του οποίου η λειτουργία βασίστηκε στη συναίνεση.

Η αυτοκρατορική λογική συνεπώς είναι εξ ορισμού ξένη προς τη σύλληψη της ενωμένης Ευρώπης… εκτός και αν αλλάξουμε τον ορισμό της αυτοκρατορίας!

Και είναι πράγματι αυτό που επιχειρεί ο καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής και Κοινωνίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης Jan Zielonka σε μια σειρά από βιβλία και άρθρα. Η ιδέα του είναι ότι πράγματι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπορεί να αποκληθεί «αυτοκρατορία» με το πνεύμα της επιβολής ενός «άμεσου καταναγκασμού» μέσω του οποίου μια περιφέρεια υποτάσσεται σε ένα κέντρο.

Όμως αυτός ο καταναγκασμός είναι χαρακτηριστικό ενός συγκεκριμένου τύπου αυτοκρατορίας, τον οποίον αποκαλεί «Βεστφαλιανή αυτοκρατορία». Σε αυτόν, συγκεντρωτικά εθνικά κράτη έγιναν αυτοκρατορίες μέσω «στρατιωτικών κατακτήσεων, εδαφικών προσαρτήσεων ή οικονομικής εκμετάλλευσης». Είναι οι γνώριμές μας αποικιακές αυτοκρατορίες του 18ου και 19ουαιώνα. Εδώ η αυτοκρατορική ιδέα είναι το ανάπτυγμα μιας «θέλησης για δύναμη» και επιδίωξης ισχύος που μόλυνε εκ νέου τα εδαφικά κράτη όταν αυτά ήρθαν σε επαφή με λαούς πέραν του ευρωπαϊκού πολιτισμικού περιβάλλοντος. Δεν είναι όμως αυτό, κατά τον Zielonka, το χαρακτηριστικό όλων των μορφών αυτοκρατορικής συνένωσης των λαών. Προπαντός δεν είναι το χαρακτηριστικό της αυτοκρατορίας όπως αυτή επικρατούσε, ως πολιτική μορφή, στην μεσαιωνική Δύση.

Αντίθετα, ό,τι ιδιάζει στην μεσαιωνική μορφή της αυτοκρατορίας είναι η διάχυση της εξουσίας και της κυριαρχίας, πράγμα που την φέρνει πολύ πιο κοντά από το νεωτερικό κράτος στην πολιτική υφή της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Έχοντας έτσι αποφύγει αυτό το εννοιολογικό εμπόδιο, ο Zielonka κατορθώνει να κατασκευάσει έναν ιδεότυπο αυτοκρατορικής οργάνωσης ο οποίος αντλεί τα βασικά του σημεία από την μεσαιωνική του ενσάρκωση αλλά είναι επίσης σε θέση να περιγράψει την μετα-μοντέρνα συνθήκη της Ευρωπαϊκής ενοποίησης κατά τις τελευταίες δεκαετίες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι το κεντρικό βιβλίο στο οποίο αναπτύσσει αυτή την αναλογία γράφτηκε με αφορμή την διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς ανατολάς στις αρχές του 21ου αιώνα (Europe as Empire. The Nature of the Enlarged EuropeanUnion [2006]). Τα κατοπινά γεγονότα στις ανατολικές παρώρειες της Ευρωπαϊκής Ένωσης επιβεβαίωσαν την ανάγκη να εμπλουτιστεί η θεωρητική αναζήτηση για την ταυτότητά της με νέες έννοιες.

Η έννοια λοιπόν της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας για τον Zielonka αρθρώνεται κατά την ειδοποιό της διαφορά προς το νεωτερικό κράτος πρωταρχικά ως προς τα «σημεία της κυριαρχίας».

Σε αυτήν απουσιάζει μια πυραμιδική δομή εξουσίας με ένα «ενιαίο και ισχυρό κέντρο εξουσίας, σαφή ιεραρχία και αποτελεσματικούς μηχανισμού καταναγκασμού∙ σε αυτήν η κυβέρνηση είναι περιορισμένη και αποκεντρωμένη»∙ η δημόσια αρχή δεν είναι «ούτε ενοποιημένη ούτε αποκλειστική», αλλά κερματισμένη σε ένα «μωσαϊκό αλληλοκαλυπτόμενων και ατελών δικαιωμάτων διακυβέρνησης».

Η ιεραρχία των εξουσιών διαχέεται σε «ανταγωνιστικές δικαιοδοσίες και ασύμμετρες πολιτικές αφοσιώσεις», καθώς οι Αυτοκράτορες μοιράζονταν την κυριαρχία τους με τον Πάπα, τους βασιλείς, τους ημι-αυτόνομους φεουδαρχικούς άρχοντες και τους θύλακες των «ελεύθερων» πόλεων. Δεν υπήρχε σύμπτωση των «διοικητικών, οικονομικών, στρατιωτικών και πολιτισμικών συνόρων», καθώς τα δίκτυα της πατρωνείας των κυρίων και των υποτελών υπερχείλιζαν τα «γεωγραφικά όρια της κεντρικής εξουσίας».

Καμία πολιτισμική ή εδαφική ομοιογένεια δεν οριοθετούσε αυτά τα διάχυτα «δίκτυα εξουσίας», εντός των οποίων η ποικιλία των τοπικών παραδόσεων και εθίμων ευνοούσε τις συνεχείς υποδιαιρέσεις της πολιτικής αφοσίωσης. Αντιθέτως, τα εδαφικά κράτη που επικράτησαν μετά την συνθήκη της Βεστφαλίας χαρακτηρίζονται από μια αδιαίρετη κυριαρχία εντός της επικράτειάς τους , από καθορισμένα και αδιαπέρατα σύνορα, από ένα ομογενές κοινωνικό και οικονομικό σύστημα και μια κυρίαρχη εθνική κουλτούρα. Έχουν μια σαφή ιεραρχική δομή εξουσίας με ένα κέντρο ελέγχου που μονοπωλεί τους μηχανισμούς του καταναγκασμού και εναρμονισμένες νομικές, φορολογικές, διοικητικές, οικονομικές, στρατιωτικές ιεραρχίες που εκπορεύονται από αυτό και λογοδοτούν σε αυτό.

Για τον Zielonka, τα «θολά σύνορα», οι «αλληλοκαλυπτόμενες εξουσίες» και οι «πολλαπλές αφοσιώσεις» είναι και μόνιμα χαρακτηριστικά της Ευρωπαϊκής Ένωσης τα οποία μάλιστα με τον χρόνο παίρνουν και περισσότερο βάρος.

Και αυτό διότι η ανάγκη της σταθεροποίησης του εξωτερικού του περιβάλλοντος την οδηγεί στην άσκηση ενός ελέγχου πάνω στην περιφέρειά της, που δεν γίνεται βεβαίως μέσω του καταναγκασμού, αλλά μέσω της ελκυστικότητας που ασκεί στους γείτονες η προοπτική της προσχώρησης σε αυτήν. Αυτός ο έλεγχος «μέσω κινήτρων» συνδυάζεται με την «δημιουργική ασάφεια» που χαρακτηρίζει την εσωτερική της δομή: τα κράτη που γίνονται μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης γνωρίζουν ότι μπορούν να συνεχίσουν να υπάρχουν στο εσωτερικό της ως τέτοια, διατηρώντας ένα μεγάλο βαθμό αυτονομίας παράλληλα με τη νομοθετική, δικαστική και εκτελεστική εξουσία που έχει παρασχεθεί στα κεντρικά όργανα διακυβέρνησης. Με τη σειρά τους αυτά είναι μακράν του να ενοποιηθούν σε ένα σχήμα σαφούς ιεραρχίας και αρμοδιοτήτων.

Ο Vincent Descombes είχε επίσης υπογραμμίσει την συστατική ασάφεια που δημιουργούν οι ίδιες οι ιδρυτικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης όπως αυτές εκφράζονται στο Προοίμιο του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης: «… η Ευρωπαϊκή Ένωση θεμελιώνεται στις αδιαίρετες, οικουμενικές αξίες της ανθρώπινης αξιοπρέπειας, της ελευθερίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης∙ βασίζεται στις αρχές της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου».

Εξ ορισμού, τέτοιες οικουμενικές αξίες δεν αποκλείουν κανέναν∙ επομένως τίποτε δεν μπορεί να εμποδίσει έναν λαό, ακόμα και αν δεν  είναι Ευρωπαϊκός με την ιστορική έννοια του όρου, να εγκολπωθεί αυτές τις αξίες και να προσχωρήσει στην Ένωση.

Μια «Ιδέα της Ευρώπης» βασισμένη σε αυτές τις αξίες ακυρώνει τον γεωγραφικό της προσδιορισμό∙ τα όποια σύνορα διαθέτει δεν μπορεί παρά να είναι «προσωρινά», ικανά να επεκταθούν ανάλογα με την απήχηση των οικουμενικών αξιών. Αλλά αυτή η απήχηση, σύμφωνα με τον Zielonka δεν είναι ένα τυχαίο παρεπόμενο της ακτινοβολίας τους – είναι ένα αποτέλεσμα της ενεργούς διάδοσης και προώθησής τους στα πλαίσια μιας «εκπολιτιστικής αποστολής» την οποία αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να «νομιμοποιήσει» τον έλεγχο τον οποίο ασκεί πάνω στην περιφέρειά της και εν τέλει την ίδια της την ύπαρξη.

Βεβαίως η «εκπολιτιστική αποστολή» για τον Zielonka δεν είναι μια καινοφανής πρακτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κάθε αυτοκρατορία ορίζει τον εαυτόν της με βάση την διαστολή του πολιτισμού που είναι αποστολή της να υπερασπιστεί απέναντι στην βαρβαρότητα που την περιβάλλει. Και βεβαίως αυτό ήταν χαρακτηριστικό των μεσαιωνικών αυτοκρατοριών. Στην οπτική που προτείνει, σε αυτές τις αυτοκρατορίες, όπως και στη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση, η «εκπολιτιστική αποστολή» είναι τρόπον τινά μια φιγούρα «ήπιας ισχύος» που επιδρά εκεί που δεν είναι επιθυμητή ή δυνατή η άμεση δράση και η χρήση του καταναγκασμού.

Αν ωστόσο ανατρέξουμε στην ιστορική αφετηρία, θα δούμε ότι στο μοντέλο της μεσαιωνικής αυτοκρατορίας η «εκπολιτιστική αποστολή» δεν ήταν εξ αρχής συνδεδεμένη με μια διάχυση της εξουσίας.

Αντίθετα, στην ιδρυτική στιγμή της Αυτοκρατορίας του Καρλομάγνου, συνδέθηκε με ένα μοντέλο εξουσίας «από τα πάνω» το οποίο επιβλήθηκε στην πανσπερμία των φραγκικών φυλών και τοπικών δικτύων πατρωνείας. Αυτό μας προκαλεί να προβούμε σε μια ιστορική και εννοιολογική διαλεύκανση προκειμένου να εκτιμήσουμε την ακρίβεια της αναλογίας που μας προτείνει ο Zielonka.

Συχνά η Αυτοκρατορία του Καρλομάγνου προβάλλεται σαν το πρόπλασμα της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης. Hαναλογία βέβαια με την Ευρωπαϊκή Ένωση δεν περιορίζεται στην γεωγραφική διάσταση.  Αν ήταν έτσι, θα αφορούσε μόνο την Ευρωπαϊκή Κοινότητα όπως ήταν το 1975, τον καιρό της Συνθήκης της Ρώμης, όταν ο Καρλομάγνος επιλέχθηκε ως το σύμβολο της Ευρωπαϊκής ενότητας. Ήδη, όταν δινόταν στον Κωνσταντίνο Καραμανλή το Βραβείο Καρλομάγνου το 1978, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα έπαιρνε ένα γεωγραφικό σχήμα που υπερχείλιζε κατά πολύ την Καρολίγγεια αυτοκρατορία. Βεβαίως, η γεωγραφική αναλογία δεν παροπλίστηκε εντελώς, αφού «η καρδιά και ο νους» της Ευρωπαϊκής Ένωσης και σήμερα χτυπά μεταξύ Βρυξελών, Στρασβούργου και Μάαστριχτ, στην «καρδιά της Φράγκικης γης».

Όμως η αναλογία έχει μια βαθύτερη δικαιολόγηση.

Η Καρολίγγεια αυτοκρατορία μπορεί να θεωρηθεί ως η ιδρυτική στιγμή της «Ευρώπης» στο βαθμό που αυτή παύει να είναι μια απλή γεωγραφική έκφραση και δηλώνει πλέον έναν διακριτό πολιτισμό, που έχει συνείδηση της διακριτής του ύπαρξης.

Και αυτό διότι η τήξη του Γερμανικού και του Λατινικού κόσμου που πήρε το όνομα της «Ανακαίνισης» της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας κατέστη δυνατή χάρη στην υπέρβαση όλων των φυσικών θεμελιώσεων της εξουσίας – πάνω στα έθιμα, τις κοινές εμπειρίες, την παράδοση, την ιστορία, την γλώσσα, τους τοπικούς δεσμούς. Αυτή η υπέρβαση ήταν μια ζωτική ανάγκη για τον Καρλομάγνο. Βεβαίως, ειχε οικοδομήσει την εξουσία του με τα υλικά της «φεουδο-βασαλικής» αφοσίωσης κατά την πρακτική της δυναστείας των βόρειων γαιοκτημόνων που εγκαινίασε ο παππούς του Κάρολος Μαρτέλος μετά την επέλαση του Ισλάμ και την παρακμή της Γαλατο-ρωμαϊκής αριστοκρατίας του Νότου. Όμως η νομιμοφροσύνη των βασάλων χρειαζόταν την αμοιβή τους με πολεμικά λάφυρα. Γύρω στο τέλος του 8ου αιώνα η στρατιωτική επέκταση του Φραγκικού βασιλείου εξαντλήθηκε.

Με τη στέψη του ως Αυτοκράτορας από τον Πάπα Λέοντα ΙΙΙ, ο Καρλομάγνος μπορούσε να αντλήσει μια νέα νομιμοποίηση για την εξουσία του, η οποία πλέον δεν θα όφειλε τίποτε στην φυσική ανθρωπότητα. Θα προερχόταν από μια υπερφυσική πηγή και ο σκοπός που θα υπηρετούσε η Αυτοκρατορίας θα ήταν επίσης υπερφυσικός: η υπεράσπιση της πίστης από αιρετικούς και απίστους, η σωτηρία των πιστών και η δημιουργία μιας αναγεννημένης ανθρωπότητας (που ήταν και το περιεχόμενο της Καρολίγγειας «Αναγέννησης» όπως την περιγράφουν οι ιστορικοί).

Ο Αυτοκράτορας, επιφορτισμένος με αυτή την αποστολή, δεν θα λογοδοτούσε σε κανένα ανθρώπινο θεσμό∙ θα ήταν κεφαλή μιας υπερφυσικής κοινότητας, η οποία δεν θα προσδιοριζόταν από τα φυσικά και τα γεωγραφικά της σύνορα. Ακριβώς σε αυτόν τον βαθμό, ονομάστηκε και «apex Europa»: η Ευρώπη δεν θα μπορούσε να περιλαμβάνει το Βυζάντιο, καθώς αυτό ήταν η απλή φυσική, ιστορική συνέχεια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και δεν είχε δημιουργηθεί με ρητό σκοπό την διάδοση του Ευαγγελίου.

Το Βυζάντιο, όπως και οι άλλες πολιτικές οντότητες, βασίλεια και πριγκηπάτα, ήταν για τον Καρλομάγνο τυχαία ιστορικά μεγέθη, μεγέθη «του κόσμου τούτου», συνομαδώσεις φυσικής ζωής και συσσωματώσεις φυσικής ισχύος.

Ως τέτοια, είχαν μια συστατική έλλειψη νομιμοποίησης. Αντίθετα η Αυτοκρατορία του έπλεε σε μια πληρότητα, θα έλεγε κανείς υπερτροφία νομιμοποίησης πάνω στην οποία οικοδόμησε και μια δομή δημόσιας και συγκεντρωτικής εξουσίας.

Πρέπει να σκεφτούμε ότι σε αυτό το σημείο η ιστορία διαψεύδει την ιστορική αναλογία με το σήμερα και ακυρώνει το μοντέλο της «νέο-μεσαιωνικής αυτοκρατορίας»; Οι διάδοχοι του Καρλομάγνου, στερούμενοι χαρίσματος και αιχμάλωτοι των παραδοσιακών και φυγόκεντρων τάσεων της φεουδο-βασαλικής αριστοκρατίας, δεν μπόρεσαν να διατηρήσουν την ενότητα της «υπερφυσικής» αυτής οντότητας.

Όμως η διαίρεσή της με τη συνθήκη του Verdun το 843 δεν σηματοδότησε, όπως κάποτε υποστηρίζεται, τον κατακερματισμό της από την ανάδυση της εδαφικής κυριαρχίας. Αντίθετα, με ενδιάμεσο σταθμό το καθεστώς της «συναδελφότητας» μετοίκησε σε μορφές «οικουμενικής μοναρχίας» οι οποίες έμαθαν να συνυπάρχουν με τις φυσικές διαιρέσεις των εγκόσμιων πολιτικών μεγεθών, βασιλείων ή πόλεων στη βάση ενός καταμερισμού λειτουργιών μεταξύ της «αναγκαίας, υπερβατικής οντότητας» και των «συμπτωματικών», φυσικών και ιστορικών πολιτικών οντοτήτων».

Τουλάχιστον μέχρι την εποχή της Αναγέννησης, η Αυτοκρατορία μεταβλήθηκε σε μια ιδεατή οντότητα, που δεν υποδήλωνε την εντατικοποίηση της ισχύος, διόλου δεν παρέπεμπε στο φαινόμενο του «Καισαρισμού» αλλά τουναντίον, όπως γράφει ο Schmitt, ήταν η εκπλήρωση μιας συγκεκριμένης λειτουργίας στην υπηρεσία της πίστης, μετά την οποία, ο εστεμμένος με το αυτοκρατορικό στέμμα «θα μπορούσε να εγκαταλείψει τα ανώτερα ύψη» και να επιστρέψει, έμπλεος χριστιανικής ταπεινότητας, στη «φυσική του θέση ως βασιλιάς της χώρας του».

Σήμερα μιλάμε για το «ανολοκλήρωτο σχέδιο» της πολιτικής ενοποίησης της Ευρώπης∙ εμπνεόμενοι από το μεσαιωνικό προηγούμενο, θα μπορούσαμε να σκεφτούμε ότι εκεί όπου βλέπουμε ένα κενό, υπάρχει στην πραγματικότητα μια πληρότητα∙ η ιστορία μας επιτρέπει να σκεφτούμε ότι το περιεχόμενο της «Ιδέας της Ευρώπης» είναι ακριβώς η Ευρώπη ως Ιδέα.

Βρισκόμαστε ακόμα μακριά από το σήμερα; Πιθανώς όχι, αν αντικαταστήσουμε την χριστιανική πίστη με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τη δημοκρατία. Πριν από λίγα χρόνια – αλλά ακριβώς την εποχή της Πτώσης του Τείχους του Βερολίνου, δηλαδή την εποχή που εγκυμόνησε το σήμερα, ένας διαπρύσιος Ευρωπαϊστής, πρωτότοκος γιος του τελευταίου Αυτοκράτορα της Αυστρο-ουγγρικής Αυτοκρατορίας, ο Πρίγκηπας Όθωνας του Αψβούργου και της Λωραίνης, ως Βαυαρός βουλευτής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, έγραφε:

Η Αυτοκρατορία δεν πρέπει να είναι αυτού του κόσμου, με την Βιβλική έννοια∙ ως υπερβατική αρχή, θα έπρεπε να διαπερνά τον κόσμο. Αυτός είναι ο λόγος γιατί κάθε Ευρωπαίος, οποιασδήποτε προέλευσης, πρέπει να νιώθει ότι η αυτοκρατορική ιδέα τον αφορά.

[Σε αυτήν] η έννοια της κυριαρχίας που εφαρμόζεται σε μια περιορισμένη επικράτεια υπόκειται σε μια ηθική, κοινωνική, κρατική τάξη που δεν στοχεύει στην επιβολή αλλά στο σεβασμό του νόμου και την άσκηση μιας εξουσίας προς χάριν της καθοδήγησης και της διαιτησίας∙ εν ολίγοις, σε μια τάξη που δεν απορρέει από θεσμούς φτιαγμένους από την ανθρώπινη αυθαιρεσία, αλλά που απορρέουν από μια θεϊκή πηγή».

Η αυτοκρατορική ιδέα σε αυτήν την οπτική δεν είναι άλλη μια «υπερεθνική δικαιϊκή τάξη η οποία δεν διακρίνει ανάμεσα στις φυλές και τις τάξεις και έτσι προστατεύει τον πιο αδύναμο από τον ισχυρό». Βεβαίως, αυτή η «κένωση από την επιδίωξη της ισχύος» δεν παραιτείται από την κατοχή επικράτειας, αλλά υπό την προϋπόθεση ότι αυτή επενδύεται με την «αποστολή η οποία στεφάνωνε τα αυτοκρατορικά αξιώματα: να εκτείνει την αυτοκρατορία στην οικουμένη».

Πρόσφατα στην εφημερίδα Le Figaro, η Εugénie Bastié αντιπαρέβαλλε τον «κοσμοπολιτισμό» της Αυτοκρατορίας των Αψβούργων με τον «άριζο και καταναλωτικό κοσμοπολιτισμό» της σημερινής Ευρώπης των Βρυξελών. Ωστόσο, το νέο πρόσωπο που υιοθετεί η Ευρωπαϊκή Ένωση απέναντι στο Ουκρανικό δράμα, μας εξουσιοδοτεί να στραφούμε στο μεσαιωνικό της παρελθόν και να διερωτηθούμε: βρισκόμαστε μακριά από το σήμερα;

Ο κ. Δημήτρης Ροζάκης είναι Επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Φιλοσοφίας, Πολιτικής και Κοινωνικής Θεωρίας, Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου

photo credits