Αυτό που ακολουθεί είναι συνέντευξη. Κυκλοφόρησε, όμως, πρόσφατα από τις Εκδόσεις ΠΟΛΙΣ και το βιβλίο του καθηγητή Ξ. Κοντιάδη ” Η Σοσιαλδημοκρατία σήμερα”.

Και μια απλή παρατήρηση σήμερα του ευρωπαϊκού πολιτικού χάρτη φτάνει για να διαπιστώσει κανείς πως η Ευρώπη έχει στραφεί μονόπλευρα προς τα δεξιά. Και δεν μιλάμε εδώ για στροφή προς τα παραδοσιακά συντηρητικά, χριστιανοδημοκρατικά, φιλελεύθερα ή νεοφιλελεύθερα κόμματα που αποτελούν διαχρονικά συστατικό στοιχείο της ευρωπαϊκής πολιτικής φυσιογνωμίας. Η στροφή αφορά στις αρτισύστατες, υπερτροφικές “παραφυάδες” της μαζικής φοβίας και ανασφάλειας, της καχυποψίας και της καταπιεσμένης οργής, της προκατάληψης και του εθνοκεντρισμού που τρέφονται από την ατέρμονη κινητικότητα του παγκοσμιοποιημένου καπιταλισμού: την εργασιακή απορρύθμιση, την εξάχνωση του κοινωνικού κράτους, τα μεταναστευτικά ρεύματα, τους εθνικούς ανταγωνισμούς, τις απρόσωπες γραφειοκρατίες, τις ελίτ, τους “εντολοδόχους” τους, τους policy makers, εκείνους που παρουσιάζονται ως λύση στο πρόβλημα αλλά στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι το πρόβλημα πίσω από το πρόβλημα.

Στις εκλογικές αναμετρήσεις των τελευταίων χρόνων η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία συρρικνώθηκε κι άλλο.

Στις βουλευτικές εκλογές του 2015 στη Βρετανία, το ξενοφοβικό και εθνολαϊκίστικο Ukip του Νάιτζελ Φάρατζ αναδείχθηκε ο κυρίαρχος αντίπαλος των Εργατικών-αν ει δυνατόν- στη κοιτίδα του βρετανικού προλεταριάτου, τη βόρεια και κεντρική Αγγλία.

Στη Δανία, οι Σοσιαλδημοκράτες της πρώην πρωθυπουργού Έλεν Θόρινγκ-Σμίντ απωθήθηκαν από το Λαϊκό Κόμμα, στη Νορβηγία στις εκλογές του Σεπτεμβρίου, η πρωθυπουργός Έρνα Σόλμπεργκ (η σκανδιναβική εκδοχή της Άνγκελα Μέρκελ) κράτησε τον συνασπισμό της Δεξιάς στην εξουσία για δεύτερη θητεία, κάτι που έχει να ξαναγίνει από το 1985! Στις προεδρικές εκλογές της άνοιξης στη Γαλλία, το λιγότερο ρεφορμιστικό εκ των υπολοίπων αδελφών ευρωπαϊκών, Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS) υπέστη τα δεινά της “πασοκοποίησης”, στις εκλογές του περασμένου μήνα στη Γερμανία, το SPD του Μάρτιν Σουλτς και μαζί της η ιστορική γερμανική σοσιαλδημοκρατία κατέληξαν σε μια ακόμα συντριβή από το δεξιό μέτωπο της Μέρκελ.

Ενώ θα περίμενε κανείς, ότι η μετά το 2008 καπιταλιστική κρίση που ξανάκανε επίκαιρη τη συζήτηση για τις ταξικές και παγκόσμιες ανισότητες και αναβίωσε τα ακτιβιστικά κινήματα θα έστρεφε τα εκλογικά ακροατήρια προς τα αριστερά, συνέβη το ακριβώς αντίθετο. Ο προσδιορισμός αποτελεσματικών μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης αποτελεί φυσικό προνόμιο της Αριστεράς αλλά η Δεξιά ήταν αυτή που το καρπώθηκε τελικά. Τι συνέβη λοιπόν; Φταίνε οι εκλογικές στρατηγικές των σοσιαλδημοκρατών, οι αδύναμες ηγεσίες τους, η ντε φάκτο αποριζοσπαστικοποίηση τους και η εγκατάλειψη της κοινωνικής ατζέντας, οι συμβιβασμοί τους στις ετερόκλητες κυβερνητικές συμμαχίες που συνάπτουν; Γιατί χάνουν συνεχώς ακροατήριο και επιρροή;

Μετάλλαξη;

Σε ένα άρθρο του το 2013, o Ινάσιο Ραμονέ, καθηγητής Θεωρίας της Επικοινωνίας στο Πανεπιστήμιο Pari-VII και πρώην διευθυντής της Le Monde Diplomatique στηλίτευε με σκληρή γλώσσα την αποκήρυξη των θεμελιωδών αρχών της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας από τους ηγέτες της, γράφοντας χαρακτηριστικά:

“Οι Ευρωπαίοι σοσιαλδημοκράτες ήταν εκείνοι που αποφάσισαν πριν πολλά χρόνια να ανοίξουν τον χορό των ιδιωτικοποιήσεων.

Να απαιτήσουν περικοπές στους προϋπολογισμούς σε βάρος των πολιτών, να ζητήσουν αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, να διαλύσουν τον δημόσιο τομέα ενώ πίεζαν για γιγάντιες εταιρικές συγχωνεύσεις, δείχνοντας παράλληλα την εύνοιά τους στις τράπεζες (…) Σταδιακά μεταλλάχθηκαν δίχως τύψεις σε σοσιαλ-νεοφιλελεύθερους εγκαταλείποντας προτεραιότητες και διακηρυγμένους στόχους που αποτελούν κομμάτι του ιδεολογικής ταυτότητάς τους όπως η πλήρης απασχόληση, η υπεράσπιση των κοινωνικών κατακτήσεων, η ανάπτυξη του δημόσιου τομέα, η εξάλειψη της πείνας και της φτώχειας”.

Κατά τον Ραμονέ, η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν μπορεί πια να προσελκύσει τα εκατομμύρια των ψηφοφόρων που έχουν πέσει θύματα του βάναυσου μεταβιομηχανικού κόσμου της παγκοσμιοποίησης. Δεν μπορεί πια να μιλήσει “στις μάζες των αναλώσιμων εργαζομένων, στους νέους φτωχούς των πόλεων, στους κοινωνικά αποκλεισμένους, σ’ όσους συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα και βρίσκονται ακόμα σε παραγωγική ηλικία, στους νέους που κινδυνεύουν απ’ την ανεργία, στις οικογένειες της μεσαίας τάξης που απειλούνται από την φτώχεια, σε όλες τις ομάδες των κολασμένων του νεοφιλελεύθερου σοκ”.

Την ίδια περίοδο, ένα άρθρο του Τόνι Μπλερ στο New Statesman έμοιαζε να είναι το επίμετρο αυτών των σχολίων, υπό την έννοια της επιβεβαίωσης τους. “Οι Εργατικοί πρέπει να ψάξουν για απαντήσεις κι όχι απλά να φιλοδοξούν να γίνουν η αποθήκη για τον θυμό του κόσμου. Τα συστήματα που δημιουργήσαμε μετά το 1945 πρέπει να αλλάξουν ριζικά”, έγραφε ο πρώην πρωθυπουργός των (πρώην) “Νέων Εργατικών”. Αλλά για ποια “συστήματα” μιλούσε ο Μπλερ;

Τα τελευταία χρόνια έχει αναπτυχθεί μια θεωρητική συζήτηση για το κατά πόσον το ευρωπαϊκό μοντέλο σοσιαλδημοκρατίας είναι βιώσιμο στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Υπάρχουν αναλυτές που υποστηρίζουν ότι οι απαρχές της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας ανάγονται στα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’70, όταν το ξέσπασμα της πρώτης πετρελαϊκής κρίσης και η εγκατάλειψη του συστήματος ισοτιμιών του Μπρέτον Γουντς άρχισαν να αποδυναμώνουν το κορπορατίστικο μοντέλο παραγωγής της μεταπολεμικής περιόδου.

Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία οικοδομήθηκε πάνω στη δυναμική βιομηχανική παραγωγή της χρυσής εποχής της οικονομικής μεγέθυνσης της Ευρώπης απ’ το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου ως την δεκαετία του ΄70, γεγονός που επέτρεψε την αύξηση των δημόσιων δαπανών και την εφαρμογή αναδιανεμητικών πολιτικών. Όμως, η μείωση των μέσων ρυθμών ανάπτυξης από 6% στη δεκαετία του 1960 σε λιγότερο από 2,5% πριν το 2008, περιόρισε σημαντικά τα περιθώρια για παροχές και ανάγκασε την σοσιαλδημοκρατία σ’ έναν “ιστορικό συμβιβασμό”. Άλλοι καθοριστικοί παράγοντες, που κατά την ίδια ανάλυσή κατέστησαν μη βιώσιμο το σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο, ήταν η γήρανση του πληθυσμού, η σταδιακή μείωση της απόδοσης των κεφαλαιαγορών, η αύξηση του κόστους των πρώτων υλών, η άνοδος των τιμών των τροφίμων και της ενέργειας.

Ωστόσο, τα ερωτήματα παραμένουν: Τι είναι αυτό που “κατατρώει” σήμερα την εκλογική βάση των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων; Είναι η κρίση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας αποτέλεσμα ενός λογιστικού αδιεξόδου, νομοτελειακή κατάληξη της παρακμής του συστήματος, ή μια ξεκάθαρη, απόλυτα συνειδητή πολιτική επιλογή υπέρ του νεοφιλελεύθερου μοντέλου απ΄ όσους κατεύθυναν τις τύχες της στην προ κρίσης περίοδο;

Μιλήσαμε για τα θέματα αυτά και βεβαίως πολύ περισσότερο, λόγω επικαιρότητας, για το συναφές εγχείρημα δημιουργίας του νέου πολιτικού φορέα της Κεντροαριστεράς, με τον κ. Ξενοφώντα Κοντιάδη καθηγητή Συνταγματικού Δικαίου και πρόεδρο του Ιδρύματος Τσάτσου.

Από τις θέσεις που διατυπώνει ίσως αυτή που ξεχωρίζει περισσότερο -καθώς μάλιστα μαίνεται ο “διάλογος” για παρελθοντικές ταυτότητες και ιδεολογικές διολισθήσεις- είναι η επισήμανση πως ο πρώτος που συνειδητοποίησε τη σημασία αποριζοσπαστικοποίησης του ΠΑΣΟΚ και στροφής του προς τη σοσιαλδημοκρατία, ήταν εντέλει ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου.

-Στη Γερμανία, οι εκλογικές επιδόσεις του SPD ήταν απογοητευτικές, το Spiegel έκανε λόγο για τον “αργό θάνατο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας” και χαρακτήρισε το κόμμα του Σουλτς “τα μινιόν της Μέρκελ”. Υπάρχουν προοπτικές σήμερα για την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία;

Τα περί «αργού θανάτου της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας», που γράφει το Spiegel, έρχονται και επανέρχονται στο προσκήνιο τα τελευταία 40 χρόνια. Όμως η σοσιαλδημοκρατία έχει ασκήσει μεγαλύτερη επίδραση από οποιοδήποτε άλλο πολιτικό και αξιακό πρόταγμα στην Ευρώπη και τον κόσμο. Οι θέσεις και οι δημόσιες πολιτικές της έχουν υιοθετηθεί από κυβερνήσεις και κόμματα σε όλο το εύρος του πολιτικού φάσματος. Αυτή η οικειοποίηση αποτελεί μια μεγάλη νίκη της σοσιαλδημοκρατίας, παρότι κατά κανόνα συνοδεύεται από παραχάραξη και διαστρέβλωση των ιδεών και του προγράμματός της. Θεωρώ συνεπώς εύστοχο τον χαρακτηρισμό του 20ού αιώνα ως «σοσιαλδημοκρατικού».

Τα αίτια της χαμηλής εκλογικής επίδοσης του SPD είναι πολύπλευρα και πιστεύω ότι με την επιστροφή του στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης θα έχει την ευκαιρία να ανανεώσει τον πολιτικό λόγο του. Ας μην ξεχνάμε ότι η Angela Merkel εκπροσωπεί την αριστερή πτέρυγα του κεντροδεξιού, χριστιανοδημοκρατικού κόμματος και οικειοποιήθηκε μεγάλο μέρος του σοσιαλδημοκρατικού προγράμματος.

Η πίεση που θα δεχθεί τώρα η γερμανική Κεντροδεξιά από το ακροδεξιό AfD θα αποτελέσει μία σημαντική ευκαιρία για το SPD να αναδείξει σε όλο το εύρος τους τις σημαντικές πολιτικές διαφορές της σοσιαλδημοκρατίας από την Κεντροδεξιά και τη ριζοσπαστική Αριστερά.

 

-Κάποιοι υποστηρίζουν ότι η κρίση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας είναι αποτέλεσμα ενός «λογιστικού αδιεξόδου» του συστήματος – αυτό που θα λέγαμε απλοϊκά παραφράζοντας τη διάσημη ρήση πρώην πρωθυπουργού, «λεφτά δεν υπάρχουν». Άλλοι θεωρούν ότι είναι η συνέπεια μιας ξεκάθαρης, απόλυτα συνειδητής επιλογής όσων κατεύθυναν τις τύχες της στην προ κρίσης περίοδο, υπέρ του νεοφιλελευθερισμού; Τι από τα δύο ισχύει;

Η κρίση της σύγχρονης σοσιαλδημοκρατίας έχει ποικίλα αίτια και δεν αποτελεί νέο φαινόμενο. Ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, μετά το τέλος της λεγόμενης «κεϋνσιανής συναίνεσης», τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη μπήκαν σε μια περίοδο παρατεταμένης κρίσης. Παρ’ όλα αυτά, παρέμειναν κόμματα εξουσίας και πέτυχαν να αφομοιώσουν τις νέες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στη λεγόμενη εποχή της παγκοσμιοποίησης. Δεν είναι ίδια τα αίτια της κρίσης της σοσιαλδημοκρατίας σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, δεν συγκρίνεται για παράδειγμα η συρρίκνωσή της στη Γερμανία με την εκλογική της καθίζηση στην Ελλάδα. Ωστόσο, είναι προφανές ότι η μείωση των ρυθμών οικονομικής ανάπτυξης επηρεάζει παντού τη σοσιαλδημοκρατία, της οποίας κεντρική επαγγελία αποτελούν το ισχυρό κοινωνικό κράτος και οι διευρυμένοι θεσμοί κοινωνικής ασφάλειας. Σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον όπου αυτά υποχωρούν, ο πολιτικός λόγος της σοσιαλδημοκρατίας αμφισβητείται. Η σοσιαλδημοκρατία είχε όμως το θάρρος να επιχειρήσει μεταρρυθμίσεις που επέτρεψαν τη διάσωση του ευρωπαϊκού κοινωνικού προτύπου και σημαντικών εγγυήσεων για τον κόσμο της εργασίας. Αντίθετα, οι επιλογές των κομμάτων της φιλελεύθερης Δεξιάς οδήγησαν σε συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους και διεύρυνση των ανισοτήτων. Η συνειδητοποίηση αυτής της πραγματικότητας αποτελεί αναγκαίο όρο για την ανάκαμψη των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων.

-Όσον αφορά στην Ελλάδα, πόσο πιθανόν θεωρείτε να πετύχει το «πείραμα» ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς; Υπάρχει η αναγκαία λαϊκή μαζικότητα στην όλη προσπάθεια, ή έχουμε απλά ένα in vitro πολιτικό εγχείρημα;

Η ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς έχει όλες τις προϋποθέσεις για να πετύχει. Ο νέος διπολισμός που επιχειρήθηκε να κατασκευαστεί, αυτός μεταξύ φιλελεύθερης Δεξιάς και ριζοσπαστικής Αριστεράς, αποτέλεσε ένα συγκυριακό γεγονός. Μετά από τη διάψευση των εξαγγελιών της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ για κατάργηση των Μνημονίων και των περιοριστικών πολιτικών, η ελληνική κοινωνία έχει συνειδητοποιήσει την αναγκαιότητα να ενισχυθεί η Κεντροαριστερά ως μια πολιτική παράταξη που συνδυάζει τον σεβασμό προς το δημοκρατικό κράτος δικαίου, την προτεραιότητα στην άμβλυνση των ανισοτήτων και τον πραγματισμό στην οικονομική πολιτική. Υπό αυτό το πρίσμα, θεωρώ ότι το νέο πολιτικό εγχείρημα θα έχει μία μαζικότητα που θα διευρύνεται με την πάροδο του χρόνου, όσο επιβεβαιώνεται η βούληση ενιαίας έκφρασης του χώρου.

-Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία συγκρότησης του νέου φορέα δεν είναι ούτε μια προσωποπαγής επιδίωξη ούτε όμως και μια διαδικασία βάσης. Πώς μπορεί αυτή η ιδιαιτερότητα να επηρεάσει την πολιτική μοίρα του;

Το εγχείρημα ξεκίνησε τυπικά μετά την απόφαση του Συνεδρίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης τον περασμένο Ιούλιο, με τη σύμπραξη του ΠΑΣΟΚ, της ΔΗΜΑΡ, του ΚΙΔΗΣΟ, της ΕΔΕΜ και των Κινήσεων Πολιτών για τη Σοσιαλδημοκρατία, στην πορεία όμως είδαμε να διευρύνεται, καθώς πλέον μετέχει σε αυτό το ΠΟΤΑΜΙ, αλλά και προσωπικότητες χωρίς προηγούμενη κομματική ένταξη. Μέσα σε λίγους μήνες αποδεικνύεται ότι η διαδικασία αυτή εμπλουτίζεται και, ενόψει της διαβεβαίωσης που έχει ρητά και επίσημα διατυπωθεί από όλες τις πλευρές και τους υποψηφίους ότι ο χώρος θα παραμείνει ενωμένος και μετά την εκλογή του επικεφαλής του νέου κόμματος, το «πείραμα» μπορεί να αποτελέσει τομή για το ελληνικό κομματικό σύστημα. Πρόκειται για κάτι εντελώς νέο, του οποίου η εξέλιξη δεν είναι προδιαγεγραμμένη και πιθανολογώ ότι θα συνεχίσει να μας εκπλήσσει θετικά, μόλις ξεπεραστούν τα διαδικαστικά ζητήματα των εκλογών.

-Ποια εκτιμάτε ότι θα είναι τα «φυσιογνωμικά χαρακτηριστικά» του νέου κόμματος; Θα είναι ένα παραδοσιακό, συγκεντρωτικό σχήμα συσπειρωμένο γύρω από τον αρχηγό του, ή το βάρος του θα πέφτει περισσότερο στις πολιτικές προτάσεις και τον προγραμματικό λόγο; Κατά πόσον η πολιτική φυσιογνωμία του αρχηγού θα επηρεάσει και τη φυσιογνωμία του κόμματος;

Τα χαρακτηριστικά του νέου κόμματος θεμελιώνονται στις αξίες και τον προγραμματικό λόγο που εκφράζει η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Όπως ήδη ανέφερα, επιδιώκει να καλύψει όλο το εύρος του πολιτικού χώρου ανάμεσα στη ριζοσπαστική Αριστερά και τη φιλελεύθερη Δεξιά, επιχειρώντας τη σύνθεση των θεμελιωδών αξιών της ελευθερίας και της ισότητας, του κράτους με την επιχειρηματικότητα, της προόδου με τη βιώσιμη ανάπτυξη, του πολιτικού φιλελευθερισμού με την κοινωνική δημοκρατία. Στη φυσιογνωμία του περιλαμβάνεται επίσης ο στόχος για εμβάθυνση της δημοσιονομικής, οικονομικής και πολιτικής ένωσης της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, το νέο κόμμα θα έχει την ευκαιρία να αναπτύξει νέα οργανωτικά σχήματα, που θα απομακρυνθούν από τις ιεραρχικές δομές των παραδοσιακών κομμάτων. Ασφαλώς η επιλογή του επικεφαλής θα επηρεάσει την φυσιογνωμία του κόμματος. Κάθε υποψήφιος έχει θέσει διαφορετικές προτεραιότητες και δίνει έμφαση σε διαφορετικές όψεις του αξιακού κόσμου της Κεντροαριστεράς. Όμως τα σημεία στα οποία συμπίπτουν όλοι αποτελούν επαρκή βάση για τη διαμόρφωση μιας πολιτικής φυσιογνωμίας που θα επιτρέπει τη συστέγαση όλων στον νέο φορέα.

Ποιο μπορεί να είναι το ακροατήριο της Κεντροαριστεράς σήμερα στην Ελλάδα;

Η Κεντροαριστερά απευθύνεται σε ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα απέκτησαν ιστορικά τον χαρακτήρα «διευρυμένων συνασπισμών» του κόσμου της εργασίας. Ταυτόχρονα, έχουν την ικανότητα να ενσωματώσουν τις νέες μορφές κοινωνικής οργάνωσης, όπως τα οικολογικά και φεμινιστικά κινήματα, διατηρώντας την επιρροή τους στα κατώτερα και μεσαία μεσοταξικά στρώματα. Έτσι στο ακροατήριο της Κεντροαριστεράς περιλαμβάνονται τόσο η μεσαία τάξη που πλήττεται από την κρίση όσο και οι μακροχρόνια άνεργοι, οι παγίως υποαπασχολούμενοι, οι κοινωνικά αποκλεισμένοι και όλοι όσοι συγκροτούν τις λεγόμενες νέες κατηγορίες κοινωνικών υποκειμένων που διακατέχονται σήμερα από διογκούμενη ανασφάλεια και απελπισία.

-Ποιες είναι εκείνες οι ταξικές ανακατατάξεις στο εκλογικό σώμα που έπαιξαν ρόλο στον πολιτικό μαρασμό και την εκλογική συρρίκνωση της Κεντροαριστεράς;

 Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η απότομη φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας συνολικά και, ιδιαιτέρως, η παρακμή της μεσαίας τάξης τα τελευταία χρόνια επηρέασαν καταλυτικά τις επιλογές του εκλογικού σώματος. Ταυτόχρονα είδαμε να καταρρέει αυτό που έχει αποκληθεί από τους κοινωνιολόγους «αίσθηση πολιτισμικής συνέχειας και ασφάλειας». Το σοκ που έχει υποστεί η ελληνική κοινωνία, εξαιτίας της απότομης μετάβασης από την εποχή της επίπλαστης ευμάρειας στην απώλεια κάθε βεβαιότητας και δυνατότητας προγραμματισμού ενός σχεδίου ζωής, είχε ως συνέπεια την έξαρση των φαινομένων λαϊκισμού και δημαγωγίας, τη στροφή στα άκρα και, κατ’ επέκταση, την εκλογική συρρίκνωση της Κεντροαριστεράς. Η διάψευση των υποσχέσεων που καλλιεργήθηκαν από τα λαϊκιστικά κόμματα της Δεξιάς και της Αριστεράς και η αφομοίωση των αιτιών που οδήγησαν στην κρίση θεωρώ ότι θα οδηγήσουν στην εκλογική ανάκαμψη της Κεντροαριστεράς.

 -Είναι γνωστό ότι ο Ανδρέας Παπανδρέου είχε απορρίψει τη σοσιαλδημοκρατία ως ιδεολογική ταυτότητα για το πρώιμο ΠΑΣΟΚ και το ευρωπαϊκό σοσιαλδημοκρατικό μοντέλο δεν είχε θέση στο πολιτικό αφήγημά του. Μήπως τελικά δημιούργησε ο ίδιος μια θεμελιώδη αντίφαση (με δεδομένη την σταδιακή αποριζοσπαστικοποίηση του κόμματός του) που εξηγεί και τη μετέπειτα προβληματική πορεία της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα;

Στην Ελλάδα, όπως και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, όπου οι θεσμοί του δημοκρατικού και κοινωνικού κράτους δικαίου σταθεροποιήθηκαν μετά τα μέσα της δεκαετίας του 1970, το σοσιαλδημοκρατικό πρόταγμα αναπόφευκτα αναπτύχθηκε με αρκετή καθυστέρηση σε σύγκριση προς τις άλλες χώρες της Ευρώπης. Για παράδειγμα, στη Γερμανία η αποριζοσπαστικοποίηση της σοσιαλδημοκρατίας ολοκληρώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1950. Στην Ελλάδα αυτό έγινε μέσα σε πολύ μικρότερο χρονικό διάστημα και η στροφή του ΠΑΣΟΚ προς την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία πραγματοποιήθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ο Ανδρέας Παπανδρέου πρωταγωνίστησε στα πολιτικά πράγματα της χώρας από τις αρχές της δεκαετίας του 1960 μέχρι τον θάνατό του το 1996. Ο πολιτικός λόγος που διατύπωσε δεν μπορούσε παρά να συμβαδίζει με τις προκλήσεις της εποχής του. Ας μην ξεχνάμε ότι είναι εκείνος ο οποίος διατύπωσε στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με τον πιο αυστηρό και ηχηρό τρόπο, αυτό που εμείς βιώσαμε είκοσι χρόνια αργότερα, το 2010, όταν υποστήριξε ότι «είτε η Ελλάδα θα εξαφανίσει το χρέος είτε το χρέος θα εξαφανίσει την Ελλάδα». Κατά τη γνώμη μου, ο Ανδρέας Παπανδρέου συνειδητοποίησε πρώτος τη σημασία της αποριζοσπαστικοποίησης του κόμματος που δημιούργησε και της στροφής του προς τη σοσιαλδημοκρατία.

Ωστόσο αυτές οι μεταβολές, που σε άλλες χώρες απαίτησαν δεκαετίες, δεν ήταν εύκολο να πραγματοποιηθούν μέσα σε λίγα χρόνια στην Ελλάδα. Θεωρώ ότι σήμερα υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις πλέον για τη δημιουργία ενός νέου κόμματος εξουσίας, που θα εντάσσεται πλήρως στον αξιακό κόσμο της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας και θα συμβάλει στην επαναθεμελίωση και την ανανέωση του προγραμματικού της λόγου.

-Υπό το πρίσμα της αντικειμενικής πολιτικής ανάλυσης και κάτω από το μικροσκόπιο της πολιτικής επιστήμης, είναι τελικά ο ΣΥΡΙΖΑ το «νέο ΠΑΣΟΚ»;

Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σχέση ούτε με το «παλαιό ΠΑΣΟΚ» ούτε με αυτό που θα μπορούσε κάποιος να ορίσει ως «νέο ΠΑΣΟΚ». Η περίοδος κατά την οποία το ΠΑΣΟΚ εξέφρασε έναν ριζοσπαστικό, κοινωνικά απελευθερωτικό λόγο και πραγματοποίησε μεγάλες θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές στη χώρα μας, δηλαδή οι δεκαετίες του 1970 και του 1980, δεν έχει καμία σχέση ούτε με τη σημερινή εποχή, ούτε με όσα επαγγέλλεται ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε με τα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Η δεύτερη περίοδος του ΠΑΣΟΚ, δηλαδή αυτή που ξεκινάει τη δεκαετία του 1990, συνοδεύθηκε επίσης από μεγάλες θεσμικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις για τη χώρα, την πλήρη ενσωμάτωση της Ελλάδας στον σκληρό πυρήνα του ευρωπαϊκού ενωσιακού οικοδομήματος και πρωτοφανή επίπεδα ευμάρειας. Τα λάθη και οι αστοχίες του ΠΑΣΟΚ, καθ’ όλη τη μακρά παρουσία του στην πολιτική σκηνή, κάθε άλλο παρά αμελητέα είναι. Φοβούμαι όμως πως δεν συγκρίνονται με τις ατυχείς επιλογές της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τα τελευταία δυόμισι χρόνια, που δυσφήμησαν την πολιτική ταυτότητα της «Αριστεράς» και έχουν καταστήσει τη χώρα μας ουραγό στην Ευρώπη, τη στιγμή που άλλα κράτη, συμπεριλαμβανομένων της Πορτογαλίας και της Ιρλανδίας, έχουν εξέλθει από τα Μνημόνια.

-Η διαδικασία συγκρότησης του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς συντελείται με φόντο την κατάρρευση, οικονομική και αξιοπιστίας, του ελληνικού Τύπου. Πιστεύετε ότι αυτή η κατάσταση επηρεάζει την ποιότητα των πολιτικών διεργασιών;

Η ερώτησή σας είναι πολύ εύστοχη. Η κατάρρευση του ελληνικού Τύπου έχει πολλά αίτια. Ασφαλώς η μία διάσταση είναι η οικονομική. Μία άλλη διάσταση είναι τεχνολογική και συνδέεται με την ανάπτυξη του διαδικτύου και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Ως γνωστόν, ζούμε πλέον στην εποχή της «μετα-αλήθειας» και των fake news. Υπάρχει όμως και μία τρίτη διάσταση, που έχει να κάνει με την δυσθυμία και την απογοήτευση των πολιτών, την ενίσχυση των αντισυστημικών τάσεων και την αδυναμία των συλλογικών πολιτικών υποκειμένων να αναδείξουν μία ελκυστική όψη του μέλλοντος. Ασφαλώς οι συνθήκες αυτές, στη χώρα που η κρίση έπληξε περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη, δεν είναι ιδανικές για τη συγκρότηση του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς. Πιστεύω όμως ότι υπάρχουν ακόμα, έστω και με αποδυναμωμένη επιρροή, σημαντικές φωνές και θύλακες στον ελληνικό Τύπο, έντυπο και ηλεκτρονικό, που συνεχίζουν να προσφέρουν υψηλού επιπέδου δημοσιογραφικό λόγο και πολιτικές αναλύσεις.

πηγή κεντρικής φωτό