Μια ευρωπαϊκή συνείδηση, που να υπερβαίνει τις εθνικές συνειδήσεις, με την διπλή έννοια ότι θα αποτελεί ένα ανώτερο στρώμα που θα τις διατηρεί στους κόλπους του ή, σε περίπτωση σύγκρουσης συμφερόντων, θα τις υποσκελίζει, ανήκει άραγε στη σφαίρα του δυνατού, ή είναι μια επιθυμία χωρίς δυνατότητα πραγμάτωσης;

Ζούμε την περίεργη κατάσταση όπου αυτό που φαίνεται να την επιδιώκει, αυτό φαίνεται συγχρόνως να την εμποδίζει∙ το ονομάζουμε, μερικές φορές, ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης. Θέλει να πετύχει τον ευρύτερο δυνατό παρονομαστή, στον οποίο θεωρεί ότι όλοι μπορούν να συναντηθούν, και βλέπει την Ευρώπη ως τοποτηρητή των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του κράτους δικαίου.


Διαβάστε εδώ την αφορμή με την οποία γράφτηκε αυτό το άρθρο


Η ενότητα της Ευρώπης δεν θα ήταν, στην περίπτωση αυτή, η ενότητα μιας ουσίας, ένα περιεχόμενο, που αποκλείει άλλα, αλλά η ενότητα  μιας λειτουργίας, μια μορφή ανοιχτή σε όλα τα περιεχόμενα. Ποιος μπορεί να πει όχι σε κάτι τέτοιο; Αλλά πώς μπορεί η καθολική μορφή να στηρίξει μια μερική ταυτότητα, δεν υπάρχει εδώ μια καταστατική αντίφαση; Μπορεί, αν η ειδοποιός διαφορά, η ευρωπαϊκότητα εδώ, μετακινηθεί από τη θέση του ουσιώδους στη θέση του τυχαίου.  Χωρίς την τυχαία ειδοποιό διαφορά, αν η Ευρώπη συμπίπτει με το καθολικό, οι άλλοι, λ.χ. οι Κινέζοι, οι Ρώσοι ή οι Αμερικανοί δεν θα ήταν παρά εν δυνάμει Ευρωπαίοι. Αλλά με την ειδοποιό διαφορά τους να είναι απλώς τυχαία, οι Ευρωπαίοι οι ίδιοι, στην εμπειρική τους ύπαρξη, είναι απλώς εν δυνάμει κάτι άλλο που πρέπει να γίνουν. Η εμπειρική ύπαρξη πρέπει να θυσιαστεί. Άρα η επιλογή της μορφής είναι συγχρόνως αυτό που δεν θέλει να είναι, ή δεν θέλει να ομολογήσει ότι είναι: επιλογή περιεχομένου. Απλώς το περιεχόμενο αντί να αντλείται από το παρελθόν, προβάλλεται στο μέλλον.  Υπάρχει όμως προβολή χωρίς παρελθόν, χωρίς καταβολές;

Στην πραγματικότητα, η υιοθέτηση της ιδεολογίας της παγκοσμιοποίησης από την ευρωπαϊκή ένωση δεν είναι μόνο το αποτέλεσμα της ελκτικής δύναμης που δημιουργεί η φορά της παγκοσμιοποίησης, όταν εκών άκων αποφασίζει κανείς να μην πάει κόντρα στο ρεύμα∙ είναι συγχρόνως η ορατή συνισταμένη μιας πραγματικής αμηχανίας, και ορισμένων πραγματικών καταβολών.

Όποιος βλέπει τη συνισταμένη δεν βλέπει κατανάγκη και τις συνιστώσες και τις μεταξύ τους εντάσεις, μόλις όμως τεθεί το ερώτημα: ποια είναι η εμπειρική της ύπαρξη την οποία η Ευρώπη πρέπει να αρνηθεί για να συμπέσει με την ουσία της; αυτές επανέρχονται στην επιφάνεια της ιστορίας ως ιδεολογικές αντιπαραθέσεις. Η ιδεολογία πρέπει να εννοηθεί εδώ ως παραμορφωτική συνείδηση, σε όποιο μέτρο το βάθος δεν γίνεται συνειδητό∙ οι άνθρωποι υποστηρίζουν, συνήθως καλοπροαίρετα, ό,τι στη συνείδησή τους είναι οι απόψεις τους, χωρίς να βλέπουν τις υποκείμενες πραγματικότητες που οι απόψεις αυτές αντανακλούν. Η ολοκλήρωση της Ευρώπης μπορεί όμως να επιτευχθεί όσο οι υποκείμενες συνιστώσες της ιδεολογίας της δεν έρχονται στο φως;

Η συνιστώσα της αμηχανίας είναι η λιγότερο κρυμένη∙ προκύπτει από την αδυναμία της Ευρώπης να βρει το κέντρο βάρους της και να ισορροπήσει.


Διαβάστε ακόμη: Γαλλία, Αγγλία, Γερμανία: η ανεύρετη ισορροπία

Διαβάστε ακόμη: Η διπλή καταγωγἠ της Ευρώπης

Διαβάστε ακόμη: Κανένα ευρωπαϊκό κράτος δεν μπορεί να μας διασώσει


Η ιδεολογία της παγκοσμιοποίησης, που αντί να αναζητεί μια ουσιαστική ταυτότητα στο παρελθόν, προβάλλει μια λειτουργική ταυτότητα στο μέλλον, μοιάζει, από την άποψη αυτή, σαν φυγή προς τα εμπρός. Αλλά αυτή η φυγή προς τα εμπρός δεν παύει να καθορίζεται από τις αόρατες συνιστώσες των ευρωπαϊκών καταβολών, θετικά και αρνητικά. Ποιες είναι οι καταβολές που την ευνοούν, ποιες αυτές που την αρνούνται; Τι υπάρχει πίσω από την αντίδραση της Μ. Βρετανίας ή των ανατολικών χωρών στην εξουσία των Βρυξελλών; Υπάρχει μια ευρωπαϊκή διφυία την οποία καλούμαστε να εννοήσουμε.

Ο εσωτερικός διχασμός της Ευρώπης οφείλεται, στην πραγματικότητα, στη σύγκρουση του σχεδίου της από πάνω θεσμικά επιβεβλημένης ολοκλήρωσης, που εμπνέεται από τη λατινική-αυτοκρατορική συνιστώσα, με το σχέδιο της από τα κάτω ενότητας που αντιστοιχεί στη γερμανική-φεουδαρχική συνιστώσα.

Η σύγκρουση είναι λιγότερο έντονη εκεί όπου η λατινογερμανική μεσαιωνική σύνθεση είχε επιτευχθεί από παλιά, στο μεγαλύτερο μέρος δηλαδή της Γερμανίας και της Γαλλίας, περισσότερο έντονη εκεί όπου δεν ολοκληρώθηκε ποτέ, στην κεντρο-ανατολική Ευρώπη ακριβώς. Η Αγγλία, όπου μια κάποια σύνθεση είχε επιτευχθεί, αλλά αφήνοντας το κέντρο βάρους στο γερμανικό της στοιχείο, αποχώρησε.

Αυτός ο εσωτερικός διχασμός που, στο μεταξύ, δεν τέμνει μόνο οριζόντια τον χάρτη, αλλά και εγκάρσια τις επιμέρους κοινωνίες, είναι το κύριο εμπόδιο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πολύ περισσότερο από τα συμφέροντα των επιμέρους εθνών, άλλοτε κρατικά ολοκληρωμένων, άλλοτε λιγότερο, άλλοτε βαθύτερα ριζωμένων στην ιστορία, άλλοτε επιφανειακότερων – τα οποία όμως θα μπορούσαν να εναρμονιστούν για να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της παγκοσμιοποίησης, αν ήταν αυτά το μόνο πρόβλημα. Αλλά διχασμένη είναι η ψυχή της Ευρώπης.

Αυτό τον διχασμό η Ευρώπη πρέπει να τον εννοήσει σε βάθος, αν είναι να βρει στον δρόμο της λιγότερα αδιέξοδα και να αναγκαστεί σε λιγότερες παλινδρομήσεις. Και να τον εννοήσει συγχρόνως στις ιστορικές του διαστάσεις και στη συγκεκριμένη μορφή που παίρνει σήμερα.

Όπως η ρωμαϊκή res publica έδωσε τη θέση της στην αυτοκρατορία, έτσι η γαλλική république που χτίστηκε στα πρότυπά της (και ο Σιεγές ρητά αρνιόταν ότι η Γαλλία θα μπορούσε να είναι δημοκρατία με την ελληνική έννοια) δεν δίστασε να αναθέσει την προφύλαξη των κεκτημένων της σε μια δικτατορία που έγινε η βάση μιας αυτοκρατορίας.

Η σημερινή Ευρώπη των Βρυξελλών επίσης δεν έχει σχέση με την δημοκρατία και προσπαθεί να προφυλάξει τα κεκτημένα της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας με θεσμούς που μπορεί κανείς να ονομάσει, όπως το κάνουν οι αντίπαλοί της, δικτατορικούς, ή, μπορεί κανείς να πει ότι εφαρμόζει ακόμα την ιδέα της ενοποίησης των διαφορετικών κάτω από κοινούς θεσμούς, όπως κάθε αυτοκρατορία.  Με μια διαφορά.

Όταν η αυτοκρατορία είχε μια συγκεκριμένη ιστορική και γεωγραφική διάσταση, ένα συγκεκριμένο περιεχόμενο, καθετί που αφομοιωνόταν στην αυτοκρατορία, δηλαδή μια καινούργια γεωγραφική περιοχή, αποτελούσε, ταυτολογικά, μέρος του πολιτισμού και ό,τι έμενε εκτός ήταν εξ ορισμού βαρβαρικό (μπορούμε να ονομάσουμε τη σχέση αυτή «αυτοκρατορική ταυτολογία»). Όταν όμως η αυτοκρατορία αυτοκατανοείται ως μορφή, η οποία πρέπει να αφομοιώσει κάθε εξωτερικότητα, που δεν είναι πλέον γεωγραφική, αλλά πολιτισμική, συμβαίνει το εξής παράδοξο: σε κάθε εξωτερικότητα, πρέπει να τονίσει τα καθολικά στοιχεία, για να την αφομοιώσει, στο εσωτερικό της όμως πρέπει να απορρίψει αρχαϊκά στοιχεία. Αυτό συμβαίνει επειδή κάθε ταυτότητα είναι διαφορική και η διαφορά που δεν μπορεί να βρεθεί έξω, όταν η ειδοποιός διαφορά είναι πια το τυχαίο, πρέπει να βρεθεί μέσα: η αυτοκρατορία πρέπει να βρει μέσα της αρχαϊκά στοιχεία για να προσδιοριστεί σε αντιδιαστολή προς αυτά – και το κάνει ονομάζοντας, ταυτολογικά και πάλι, αρχαϊκά απλώς όσα δεν υποτάσσονται στην ίδια. Η αντίθετη πλευρά, που δεν αναγνωρίζει τον εαυτό της ως αρχαϊσμό, καταγγέλλει στην άνωθεν επιβολή των θεσμών την αποψίλωση της πολιτικής (αυτό που έχει ονομαστεί «ενιαία σκέψη», pensée unique, είναι στην πραγματικότητα η «αυτοκρατορική ταυτολογία» με την οποία αυτοκρατορία και πολιτισμός συμπίπτουν, και είναι όντως η σκοτεινή πλευρά της «αυτοκρατορίας» την οποία η ίδια δεν θέλει να δει) — αλλά πολύ εύκολα αναπτύσσει συνείδηση θύματος και βλέπει όλη την ιστορία ως εξέλιξη μιας συνωμοσίας.

Όσο οι δύο πλευρές δεν καταλαβαίνουν η μία την άλλη, ή, καλύτερα, δεν χρησιμοποιούν η μία την άλλη για να καταλάβουν αυτό που στον εαυτό τους τούς διαφεύγει αμοιβαία, τόσο περισσότερο είναι καταδικασμένες να παλεύουν φανταστικούς εχθρούς.  Αυτό είναι το εμπόδιο που πρέπει να αρθεί, αν είναι ποτέ η Ευρώπη να μπορέσει να συνθέσει τις πτυχές που της δημιούργησε η διαλεκτική της ιστορίας, αλλιώς βαθύτερες από τις γεωλογικές πτυχές που της δημιούργησε ο φυσικός χρόνος.

Το πρώτο μόνο βήμα αυτής της διαδικασίας θα είναι να μάθουν οι ευρωπαϊκοί λαοί τις διαφορές τους χωρίς να αρκούνται σε στερεότυπα, αντί να πιστεύουν ότι οι διαφορές θα αρθούν στο σκοτάδι με το οποίο θα τις καλύψει ο μανδύας της καθολικότητας.

Χρειαζόμαστε περισσότερη και όχι λιγότερη ιστορική συνείδηση. Αλλά η ιστορική συνείδηση είναι μνήμη και λήθη συγχρόνως – μνήμη νοήματος που προϋποθέτει πολλές φορές τη λήθη της επιφάνειας των γεγονότων.

Η ποίηση είναι φιλοσοφικότερη από την ιστορία, όπως το έλεγε ο Αριστοτέλης, και το ευρωπαϊκό ποίημα χρειάζεται τη μνήμη του πολιτισμού, και μια ορισμένη λήθη της πολιτικής επιφάνειας της ιστορίας και των αντιπαραθέσεων που γέννησε στο παρελθόν.

Αλλά μπορεί κανείς να αμφιβάλλει αν η Ευρώπη έχει τη δύναμη να επιτελέσει το έργο αυτό.

Εκεί που λείπουν οι θεοί περιπλανώνται φαντάσματα, έλεγε ο Νοβάλις, και πολλά είναι τα σημάδια που μας κάνουν να φοβόμαστε ότι τη θέση των παλιών πίστεων, θεσμών, ιδεών έχουν πάρει σήμερα απλώς τα φαντάσματά τους.


Χρήστος Μαρσέλλος

Ο Χρήστος Μαρσέλλος έχει ολοκληρώσει σπουδές φιλοσοφίας στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Έχει στο ενεργητικό του μεταφράσεις έργων, μελέτες και άρθρα φιλοσοφίας. Πιο πρόσφατη αυτοτελής δημοσίευση: Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι (εκδ. Περισπωμένη 2019).

πηγή κεντρικής φωτογραφίας