Ανθρώπινος κοινωνικός βίος και δημιουργία ιερού, δηλαδή τρόπος νοηματοδοτήσεως του βίου αυτού, φαίνεται ότι ταυτοχρονίζονται. Αυτό, το ιερόν, παρείχε και την περιβολή του, ως τελετουργία, στα σημαντικά γεγονότα της ζωής του ανθρώπου: γέννηση, θάνατος και αργότερα γάμος και ενηλικίωση.

Η δημιουργία των πρώτων κρατών φαίνεται να ανάγεται στην 4η π.Χ. χιλιετία,  και να ακολουθεί την εδραίωση της γεωργίας, αλλά οι πρώτοι, θρησκευτικού χαρακτήρα, ανθρώπινοι θεσμοί πρέπει να προηγήθηκαν κατά πολύ του πολιτισμού του παλαιότερου ναού της νεολιθικής εποχής, του οποίου τα ερείπια σώζονται στο Γκιομπεκλί Τεπέ (11.000 π.Χ.), και ο οποίος μπορεί ίσως να ιδωθεί συμβολικά ως ο τελευταίος του τροφοσυλλέκτη ανθρώπου και ο πρώτος του γεωργού-ποιμένος.

Όπως και νάχει,  αν όλοι οι θεσμοί συνεπάγονται εκχώρηση μέρους της ελευθερίας των ανθρώπων, στο Κράτος αναγνωρίστηκε το προνόμιο της βίας, ως το αντίτιμο για την ασφάλεια που προσφέρει η οργανωμένη συμβίωση.  Και όσο πολυπληθέστερες και πολυπλοκότερες γίνονταν οι κοινωνίες με το πέρασμα του χρόνου, τόσο πιο ειδικές απαγορεύσεις εμφανίζονταν στα πεδία των δραστηριοτήτων τους. Δημιουργήθηκαν θεσμοί και συμμετοχικές δραστηριότητες, άρρηκτα συνδεδεμένες με τον πολιτισμό, όπως τα σχολεία, ο στρατός, η αστυνομία, η εφορία, κλπ. Όλα, εξ ορισμού, απαιτούσαν και απαιτούν ειδικούς κανόνες των οποίων η παραβίαση κατ’ ανάγκη επέσυρε ποινές. Ποιο είναι όμως το όριο στην εκχώρηση της ελευθερίας μας, καθ’ ην στιγμήν, μάλιστα, η υπακοή στον νόμο δεν βασίζεται στην ηθική, αλλά στην απλή, εργαλειακή επιβολή του, και όταν ο νόμος στερείται άλλης αναφοράς-παραπομπής του ει μη μόνον στον τεχνικό έλεγχο της συμπεριφοράς, εντός μίας κοινωνίας, της οποίας τα άτομα έχουν απωλέσει προ πολλού την ικανότητα διακρίσεως σωστού και λάθους στην επιβολή της άνευ ορίων επιθυμίας τους;

Θέσαμε το παρακάτω ερώτημα σε πέντε γάλλους φοιτητές (οι τέσσερις είναι από τις τάξεις που προετοιμάζουν για  τις Grandes Ecoles που εμπνεύστηκαν οι Idéologues της Γαλλικής Επανάστασης για να αιμοδοτήσουν το νέο καθεστώς), και τους  ζητήσαμε να απαντήσουν με 150 λέξεις:

Αν η κοινωνική ζωή συνεπάγεται πάντα εκχώρηση ενός μέρους της ελευθερίας μας, η τρέχουσα πανδημία είναι μια τόσο οριακή περίπτωση, που μας κάνει να σκεφτόμαστε τους όρους της εκχώρησης αυτής. Πότε την δεχόμαστε οικειοθελώς ή ποια είναι τα αποδεκτά όρια της εξωτερικής επιβολής  της; Συλλογικά ή ατομικά, τα σύνορα ανάμεσα στα δύο πόσο σταθερά ή μετακινούμενα μπορεί να είναι; (Si dans la vie sociale nous cédons toujours une partie de notre liberté individuelle, la crise pandémique actuelle est un exemple si extrême qu’elle nous fait réfléchir sur les termes de cette cession. Quand est-ce que nous l’acceptons volontairement  ou quels sont les limites légitimes de son imposition forcée ? La frontière entre des deux, est-elle fixée une fois pour toutes, au plan collectif ou individuel, ou peut-elle bouger?)

Η εθνικότητά τους δεν επελέγη τυχαία. Ο κύκλος της μεγάλης επανάστασης της νεολιθικής εποχής που μετέτρεψε τον άνθρωπο από τροφοσυλλέκτη σε γεωργό με μιαν έννοια έκλεισε με τη γαλλική επανάσταση του 1789, που σημαδεύει το πέρασμα από τη φεουδαλική στην αστική κοινωνία, την κοινωνία στην οποία ζούμε.  Την οποία επικαθόρισε, δευτερευόντως, ο Μάης του 68, όπου  τα παιδιά της μεγαλοαστικής τάξης, σε μια χειρονομία διεκδικήσεως μεγαλύτερων ελευθεριών, προσπάθησαν  να αποτινάξουν το βάρος της λογοκεντρικής κοινωνίας των πατεράδων τους, με τους καταναγκασμούς που αυτή συνεπαγόταν, και να θεμελιώσουν τον εκφρασιοκεντρικό τρόπο ζωής που μας χαρακτηρίζει και σήμερα.

Η σειρά παρουσίασης είναι αλφαβητική.

Ευχαριστούμε την Αναστασία Μαρσέλλου, συμφοιτητές της οποίας απεδέχθησαν ευγενικά την πρόσκληση και απάντησαν στο ερώτημά μας. Χωρίς τη συνεργασία της, το ρεπορτάζ δεν θα μπορούσε να ολοκληρωθεί. Ευχαριστούμε, επίσης, τους Νίκο Καλαποθάκο και Χρήστο Μαρσέλλο για τις σημαντικά καθοριστικές παρατηρήσεις τους. Στον Χ. Μαρσέλλο πρέπει να αποδοθεί επίσης η μετάφραση των κειμένων από τα γαλλικά στα ελληνικά. 


Η Elsa Galland, 20 ετών, από το Παρίσι, σπουδάζει φιλολογία (2o προπαρασκευαστικό έτος – khâgne).

Elsa Galland:  L’homme est un animal social selon Aristote. Pour combler ses besoins, pour s’épanouir en tant qu’homme il lui est nécessaire de vivre avec ses semblables. Seulement cette cohabitation ne vient pas sans concession, les récents événements nous le montrent bien.
Cependant, cette privation de liberté individuelle n’est vécue comme telle qu’en fonction de la conception de l’individu. Un individu qui se pense comme membre, partie d’un tout, comprend ce que certains appellent privation comme nécessité, il se subordonne à la totalité sociale pour assurer son bien-être qui dépend de cette totalité.
Or aujourd’hui, la société et la pensée qui la domine prennent la liberté de l’individu comme valeur suprême et s’y réfèrent pour décréter ou non la moralité d’une action, ainsi on entendra dire « il est libre de faire ce qu’il veut s’il n’embête personne ». Cependant cette conception individualiste occulte le fait qu’un individu est toujours engagé dans une communauté, en interaction, aussi faibles soit-elle, avec autre que lui, et qu’en se nuisant à lui-même il nuit au tout. On peut espérer que les questions environnementales qui s’imposent chaque jour comme une urgence, fassent reconsidérer la conception commune de l’individu et son impact sur la totalité.

Elsa Galland, Προπαρασκευαστική τάξη Φιλολογίας , 2ο έτος (khâgne): O άνθρωπος είναι, κατ’ Αριστοτέλη, κοινωνικό ζώο. Για να ικανοποιήσει τις ανάγκες του, για να αναπτυχθεί ως άνθρωπος, του χρειάζεται να ζει με τους ομοίους του. Μόνο που η συνύπαρξη αυτή δεν γίνεται χωρίς παραχωρήσεις, τα πρόσφατα γεγονότα το αποδεικνύουν. Αυτή όμως η στέρηση της ατομικής ελευθερίας δεν βιώνεται ως τέτοια παρά μόνο κατ’ αναλογία  του πώς καταλαβαίνει κανείς την ατομικότητα. Ένα άτομο που καταλαβαίνει τον εαυτό του ως μέλος, μέρος ενός συνόλου , καταλαβαίνει αυτό που ορισμένοι αποκαλούν στέρηση ως αναγκαιότητα, υποτάσσεται στο κοινωνικό σύνολο για να εξασφαλίσει το ευ ζην του, που εξαρτάται από το σύνολο.
Σήμερα όμως, η κοινωνία και η κυρίαρχη σκέψη θεωρούν την ελευθερία του ατόμου υπέρτατη αξία και αναφέρονται σε αυτήν για να χαρακτηρίσουν μια πράξη ως ηθική ή όχι,  γι’ αυτό και βλέπουμε να λένε « είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει αν δεν ενοχλεί τους άλλους ». Αυτή η ατομιστική αντίληψη συσκοτίζει το γεγονός ότι ένα άτομο είναι πάντως δέσμιο μιας κοινότητας, σε αλληλεπίδραση, όσο ασθενής κι αν είναι αυτή, με άλλους, και ότι βλάπτοντας τον εαυτό του βλάπτει και το σύνολο. Μπορούμε να ελπίζουμε ότι τα περιβαλλοντικά προβλήματα που προκύπτουν κάθε μέρα και πιο επείγοντα, θα οδηγήσουν σε επανεξέταση της τρέχουσας αντίληψης για το άτομο και την επίδρασή του στο σύνολο.


Ο Ludovic Kakufi, 20 ετών, από το Παρίσι, είναι πρωτοετής φοιτητής Νομικής.

Ludovic Kakufi: En général, il faut qu’il y ait une raison valable pour que j’accepte qu’on exerce une autorité sur moi. Je m’intéresse donc à l’intention de celui qui prétendra exercer son autorité sur moi, plus précisément, je me demande si son autorité est légitime, si elle a lieu d’être ou pas.  De plus, je me questionne sur l’intérêt que je peux avoir à obéir à l’autorité en question, puis dans un second temps sur ce que cela apportera à l’intérêt général.

Cependant lorsque l’autorité entrave excessivement ma liberté j’observe scrupuleusement lequel des intérêts (intérêt personnel et intérêt général) prime sur l’autre d’un point de vue morale. Si l’intérêt général prime alors j’accepterai de restreindre ma liberté dans la mesure où cette action soit bénéfique au profit du plus grand nombre.

Toutefois les sanctions me dissuadent de m’opposer à une autorité, néanmoins si le caractère de l’autorité s’avère être trop illégitime, il se peut que j’aille tout de même à l’encontre de celle-ci.

Ludovic Kakufi,1ο έτος Νομικής: Κατά γενικό τρόπο, πρέπει να υπάρχει κάποιος καλός λόγος για να δεχθώ την επιβολή μιας εξουσίας πάνω μου. Με ενδιαφέρει λοιπόν η πρόθεση αυτού που θα θελήσει να ασκήσει πάνω μου την εξουσία του. Ακριβέστερα, διερωτώμαι αν η εξουσία του είναι νόμιμη, αν πρέπει να υπάρχει ή όχι.  Επιπλέον, μου θέτω το ερώτημα, σε τι μπορεί να με συμφέρει να υπακούσω στην εξουσία αυτή, και, σε δεύτερο χρόνο, τι ωφελεί το κοινό συμφέρον.

Όταν όμως η εξουσία εμποδίζει υπερβολικά την ελευθερία μου, παρατηρώ σχολαστικά ποιο συμφέρον (το προσωπικό ή το κοινό) έχει προτεραιότητα από ηθική άποψη. Αν το κοινό συμφέρον έχει προτεραιότητα, θα δεχθώ τον περιορισμό της ελευθερίας μου στο μέτρο που η ενέργεια αυτή θα είναι επωφελής στους περισσότερους.

Μπορεί οι ποινές γενικά να με αποθαρρύνουν από το να αντιταχθώ σε μια εξουσία, όταν όμως ο χαρακτήρας της εξουσίας αποδεικνύεται ακραία μη νόμιμος, μπορεί και να της αντιταχθώ.


Η Salma Pijjou, 19 ετών, από το Παρίσι, σπουδάζει φιλολογία (2o προπαρασκευαστικό έτος – khâgne).

Salma Pijjou: Quand il est question de sauver des vies en brisant la chaîne de contamination, il me semble légitime de renoncer à certaines de nos libertés individuelles telles que celle de circulation. À condition, évidemment, que ce renoncement soit provisoire et que nous retrouvions notre liberté de mouvement une fois la pandémie passée. Cependant, en tant que citoyens, il nous faut rester vigilants : si nous nous assujettissons complètement, ne serait-ce que temporairement, au pouvoir en place, rien ne nous permet d’affirmer que les droits dont nous avons été privés pour des raisons sanitaires, nous seront restitués indemnes. En effet, si la décision d’ordonner à la population de rester confinée n’est pas arbitraire, des dérives sont possibles. C’est pourquoi, notre responsabilité est de ne pas baisser la garde. Car tant que nous jouerons un rôle de contre-pouvoir face à nos gouvernements, cela ne se produira pas. C’est donc collectivement que nous devons défendre nos libertés individuelles.

Salma Pijjou, Προπαρασκευαστική τάξη Φιλολογίας, 2ο έτος (khâgne): Οταν το θέμα είναι να σώσουμε ζωές σπάζοντας την αλυσίδα της μετάδοσης, μου φαίνεται θεμιτό να εγκαταλείψουμε ορισμένες από τις ατομικές μας ελευθερίας, όπως αυτή της ελεύθερης κίνησης. Υπό τον όρο, προφανώς, ότι η παραχώρηση αυτή θα είναι προσωρινή και ότι θα ανακτήσουμε την ελευθερία της κίνησής μας όταν περάσει η πανδημία. Ωστόσο πρέπει, ως πολίτες, να παραμένουμε σε εγρήγορση : αν υποταχθούμε ολοκληρωτικά, ακόμα και πρόσκαιρα, στην εκάστοτε εξουσία, τίποτα δεν μας επιτρέπει να πούμε με βεβαιότητα ότι τα δικαιώματα που στερηθήκαμε για λόγους υγείας, θα μας επιστραφούν άθικτα. Πράγματι, μπορεί η απόφαση να διαταχθεί ο πληθυσμός να παραμείνει σε περιορισμό να μην είναι αυθαίρετη, οι καταχρήσεις όμως είναι δυνατές. Γι’ αυτό και η ευθύνη μας είναι να μένουμε σε επιφυλακή. Γιατί όσο ασκούμε ρόλο αντισταθμιστικής εξουσίας απέναντι στις κυβερνήσεις μας, οι καταχρήσεις δεν θα συμβούν. Πρέπει λοιπόν, συλλογικά, να υπερασπιστούμε τις ατομικές μας ελευθερίες. 


O Ugo Tardieu, 19 ετών, είναι τριτοετής φοιτητής Νομικής στο πανεπιστήμιο Paris I Panthéon-Sorbonne. Έχει κάνει δύο προπαρασκευαστικά έτη Φιλολογίας και ένα προπαρασκευατικό έτος νομικής.

Ugo Tardieu: « La liberté consiste à faire tout ce qui ne nuit pas à autrui » (DDHC). Elle n’est donc pas absolue, et le collectif en est la première borne.
La situation actuelle montre que le rôle de l’Etat dans la restriction des libertés individuelles et collectives prend une importance majeure. Les limitations des libertés sont fixées par la loi, par nature évolutive ; ainsi, la frontière entre limites légitimes et imposition forcée est également changeante, collectivement, comme le montrent les mesures de confinement, et individuellement comme l’a montré l’état d’urgence.
Toutefois, le rôle du législateur dans la restriction des libertés ne doit pas outrepasser l’intérêt général et s’abandonner à l’intérêt politique. Le confinement, par essence liberticide, l’a montré, les dérives – policières, systémiques (rôle restreint du parlement au profit de l’exécutif) – de ces privations de libertés, font évoluer radicalement la cession volontaire de libertés bien au delà de ce qui est initialement consenti par l’individu. Ainsi, cela doit être hautement exceptionnel, contrôlé, et surtout temporaire. La frontière entre consentement et imposition ne doit évoluer que par la force majeure, et en ayant pour seul objectif la protection des libertés, et non le renforcement du contrôle de l’Etat sur celles-ci.

Ugo Tardieu, Προπαρασκευαστική τάξη Φιλολογίας, 3ο έτος (khâgne) – Νομική, 3ο έτος: Η ελευθερία έγκειται στο να κάνει κανείς ό,τι δεν βλάπτει τον άλλο » (ΔΔΑΠ). Επομένως δεν είναι απόλυτη, και το πρώτο της όριο είναι η συλλογικότητα.
Η τρέχουσα κατάσταση δείχνει το ρόλο του Κράτους στον περιορισμό των ατομικών και συλλογικών ελευθεριών να γίνεται ιδιαίτερα σημαντικός. Οι περιορισμοί των ελευθεριών καθορίζονται από τον νόμο, που από τη φύση του εξελίσσεται, οπότε, το σύνορο ανάμεσα στα νόμιμα όρια και τη βίαιη επιβολή αλλάζει και αυτό, συλλογικά, όπως το δείχνουν τα περιοριστικά μέτρα, και ατομικά, όπως το δείχνει η κατάσταση εκτάκτου ανάγκης.
Εντούτοις, ο ρόλος του νομοθέτη στον περιορισμό των ελευθεριών δεν πρέπει να ξεπερνάει το γενικό συμφέρον και να υποχωρεί στο πολιτικό συμφέρον. Ο περιορισμός, ελευθεριοκτόνος από τη φύση του, έδειξε ότι, οι εκτροπές – αστυνομικές, συστημικές (περιορισμός του ρόλου του Κοινοβουλίου εις όφελος της εκτελεστικής εξουσίας) – αυτών των στερήσεων της ελευθερίας, μετατοπίζουν ριζικά την εκούσια εκχώρηση ελευθεριών πολύ πέρα από αυτό που ατομικά έχει κανείς αρχικά αποδεχθεί. Επομένως μια τέτοια κατάσταση πρέπει να είναι ιδιαίτερα έκτακτη, ελεγχόμενη, και προπάντων προσωρινή. Το σύνορο ανάμεσα στην συγκατάθεση και την επιβολή δεν πρέπει να μετακινείται παρά μόνον ανωτέρᾳ βίᾳ, και με μόνο στόχο την προστασία των ελευθεριών, και όχι την ενίσχυση του ελέγχου του Κράτους επ’ αυτών.


O Tancrède Thiellay, 19 ετών, από το Παρίσι, σπουδάζει οικονομία (δεύτερο προπαρασκευαστικό έτος).

Tancrède Thiellay: Afin d’éviter « la guerre de tous contre tous » décrite par Hobbes, chacun accepte de céder une partie de sa liberté afin de (bien) vivre en société. Il semble ainsi légitime que l’État fixe un certain nombre d’entraves à notre liberté, définies à l’avance, afin de maximiser le bien-être collectif, d’un point de vue sécuritaire comme économique.

Toutefois, il semble logique d’insérer une certaine flexibilité dans la prise de ces décisions, dans la mesure où notre monde est en constante évolution, et que les dangers qui menacent nos sociétés changent aussi vite que celle-ci. Certaines nouvelles entraves à notre liberté peuvent ainsi sembler légitimes à mettre en place face à ces nouveaux dangers : on peut penser à celles mises en place après les nouvelles crises (immigration de masse, terrorisme, Covid…) et en imaginer de nouvelles face à la menace climatique.

Ces décisions doivent toutefois s’inscrire dans un cadre démocratique et rationnel, et la nécessité de laisser la possibilité au peuple de s’exprimer quant aux évolutions de ses libertés semble absolument incontournable afin d’éviter la mise en place de mesures liberticides, en aucun cas favorables au bien-être collectif.

Tancrède Thiellay,  Προπαρασκευαστική τάξη Οικονομικών και Διαχείρισης, 2ο έτος:  Για να αποφευχθεί ο «πόλεμος όλων εναντίον όλων» που περιέγραψε ο Χομπς, ο καθένας μας αποδέχεται να εκχωρήσει ένα μέρος της ελευθερίας του για να ζήσει (καλά) εν κοινωνία. Επομένως φαίνεται νόμιμο το Κράτος να εμποδίζει σε κάποιο βαθμό την ελευθερία μας, με κανόνες που ορίζονται εκ των προτέρων, για να μεγιστοποιήσει τη συλλογική ευζωία, από την άποψη της ασφάλειας, όσο και από την άποψη της οικονομίας.

Η εισαγωγή μιας ορισμένης ευελιξίας στη λήψη των αποφάσεων φαίνεται πάντως λογική, στο μέτρο που ο κόσμος μας βρίσκεται σε συνεχή εξέλιξη, και οι κίνδυνοι που απειλούν τις κοινωνίες μας αλλάζουν το ίδιο γρήγορα. Η υιοθέτηση κάποιων νέων περιορισμών της ελευθερίας μας μπορεί να φανεί νόμιμη μπροστά στους καινούργιους αυτούς κινδύνους∙ μπορούμε να σκεφτούμε όσους εφαρμόζονται μετά από νέες κρίσεις (μαζική μετανάστευση, τρομοκρατία, Covid…) και να φανταστούμε κάποιους ακόμα ενόψει της κλιματικής απειλής.

Οι αποφάσεις αυτές πρέπει εντούτοις να εγγράφονται μέσα σε ένα δημοκρατικό και ορθολογικό πλαίσιο, και η ανάγκη να αφεθεί στο λαό η δυνατότητα να εκφράζεται για τις εξελίξεις που αφορούν τις ελευθερίες του, είναι η απόλυτη προϋπόθεση για να αποφεύγεται η καθιέρωση ελευθεριοκτόνων μέτρων, που σε καμία περίπτωση δεν ευνοούν τη συλλογική ευημερία.