Από την αρχή της Πανδημίας του Covid – 19 ξεκίνησε ένας ανταγωνισμός αφηγημάτων ανάμεσα σε κράτη, όπως η Κίνα και οι ΗΠΑ. Ο ανταγωνισμός αυτός ήταν είτε αποτέλεσμα προσπάθειας υπονόμευσης και αποσταθεροποίησης της εσωτερικής κατάστασης ενός κράτους είτε μια διαδικασία απάντησης σε επιθέσεις και κατηγορίες. Η πρώτη αιτία σχετίζεται με τους πολιτικούς ανταγωνισμούς των κρατών σε επίπεδο διεθνούς πολιτικής, δηλαδή ορισμένα κράτη χρησιμοποίησαν την εξάπλωση της πανδημίας και την αποσταθεροποίηση που αυτή επέφερε στην ομαλή λειτουργία των κρατών προκειμένου να αποσταθεροποιήσουν τους αντιπάλους τους ή να επιτύχουν συγκεκριμένα κέρδη. Η δεύτερη αιτία κινητοποιήθηκε από μια διαδικασία διεθνούς απόδοσης ευθυνών για την προέλευση της πανδημίας και για την ελλιπή αντιμετώπιση και τον περιορισμό της στην αρχική χώρα προέλευσης, την Κίνα. Η απόδοση ευθυνών αποτελεί μια συνήθη διαδικασία κατά το ξέσπασμα κρίσεων με τη διαφορά πως στην προκειμένη περίπτωση οι εμπλεκόμενοι φορείς ήταν οι ηγεσίες των μεγάλων δυνάμεων που φέρονταν η μία εναντίον της άλλης.

Ο ρόλος του καλού και του κακού

Η ανάδειξη των ψευδών ειδήσεων σε (ψευδή) αφηγήματα αποτελεί μια νέα σχετικά διαδικασία παραπληροφόρησης. Η διαφοροποίηση έγκειται στο ότι οι ψευδείς ειδήσεις αφορούν μεμονωμένα γεγονότα τα οποία μεταφέρονται είτε με λάθος τρόπο είτε εσκεμμένως παραποιημένα. Οι αφηγήσεις αποτελούν πιο εκτεταμένες μορφές παρουσίασης θέσεων και ιστοριών που ξεπερνούν την απλή περιγραφή γεγονότων και περιλαμβάνουν δράσεις, σχέσεις, ταυτότητες, πρόσωπα και αντιπαλότητες (π.χ. ο ρόλος του καλού και του κακού). Οι αφηγήσεις αποτελούν ένα εργαλείο νομιμοποίησης των δράσεων των κρατών στη διεθνή πολιτική και χρησιμοποιούνται πολλές φορές στοχευμένα, προκειμένου να δομήσουν μία κοινωνική πραγματικότητα γύρω από τις δράσεις τους. Ως εκ τούτου ονομάζονται «στρατηγικές αφηγήσεις».

Οι στρατηγικές αφηγήσεις είναι αναπαραστάσεις της συνέχειας των γεγονότων και ταυτοτήτων, ένα επικοινωνιακό εργαλείο μέσω του οποίου οι πολιτικοί δρώντες επιχειρούν να νοηματοδοτήσουν  το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον, προκειμένου να επιτύχουν πολιτικούς στόχους. Η προβολή των στρατηγικών αφηγήσεων είναι απαραίτητη για την κατασκευή της συλλογικής μνήμης, η οποία αποτελεί συστατικό της εθνικής ταυτότητας. Η πρακτική των διεθνών σχέσεων περιλαμβάνει την κατασκευή σεναρίων από την πρώτη ύλη, δηλαδή από τα γεγονότα ή την πολιτική ιστορία, που φιλτράρεται (στρατηγικά), όπως απαιτεί η κατάσταση.

Οι στρατηγικές αφηγήσεις ενσωματώνουν τα ενδιαφέροντα και τους στόχους, ορίζουν τις καταστάσεις και προτείνουν τρόπους συμπεριφοράς. Ορισμένες αφηγήσεις γίνονται κυρίαρχες και επηρεάζουν σε μεγαλύτερο βαθμό τις συμπεριφορές ή τις αντιδράσεις των εκάστοτε ακροατηρίων. Οι αφηγήσεις αυτές διαμορφώνονται είτε από τις επίσημες κυβερνητικές ηγεσίες των κρατών, οπότε σε αυτή την περίπτωση υπάρχει μια κρατική στρατηγική αφήγηση είτε από διάφορα κανάλια μέσων μαζικής ενημέρωσης και κοινωνικής δικτύωσης, οι οποίες παρά τον ανεπίσημο χαρακτήρα τους μπορεί να έχουν μεγάλη επίδραση και να επηρεάσουν τις επίσημες αντιδράσεις άλλων κρατών.

Ένα τέτοιο στρατηγικό αφήγημα αποτέλεσε το αφήγημα του πολέμου κατά της τρομοκρατίας που δομήθηκε μετά το χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου από τον πρόεδρο Μπους. Με βάση το αφήγημα αυτό, νομιμοποιήθηκαν και νοηματοδοτήθηκαν μια σειρά από ενέργειες στην εξωτερική πολιτική των ΗΠΑ και άλλων χωρών της Ευρώπης, αλλά και της ίδιας της Ρωσίας που επιχείρησε να βασίσει σειρά δικών της ενεργειών σε αυτό το αφήγημα, προκειμένου να κερδίσει τη νομιμοποίηση από τη Δύση. Τέτοιου είδους στρατηγικά αφηγήματα αποτελούν επιδιώξεις της πολιτικής ηγεσίας ενός κράτους και συνήθως σχεδιάζονται ως μέρος της επικοινωνίας της εξωτερικής τους πολιτικής.

Η ευθύνη και τα εργαστήρια

Στις αρχές της πανδημίας του Covid -19 παρατηρήθηκε μία έντονη σύγκρουση αφηγήσεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα με κύριο άξονα την προέλευση και διάδοση του ιού. Η μία αφήγηση των ΗΠΑ αφορούσε την ανάληψη ευθυνών εκ μέρους της κινεζικής κυβέρνησης για την απώλεια ελέγχου και την εξάπλωση της ασθένειας σε ολόκληρο τον κόσμο. Η άλλη αφήγηση ασχολήθηκε με τη διακίνηση των θεωριών συνομωσίας για την εξάπλωση της πανδημίας από εργαστήριο στην κινεζική επαρχία Ουχάν.

Ο συνδυασμός των δύο διαφορετικής προελεύσεως αφηγημάτων στην πραγματικότητα διαμόρφωνε ένα ενιαίο, γενικό αφήγημα το οποίο αμαύρωνε τη διεθνή εικόνα της Κίνας. Για το λόγο αυτόν, η Κίνα μέσω δημοσιευμάτων επιχείρησε να αντιστρέψει το αφήγημα και να το οδηγήσει πίσω στις ΗΠΑ.

Το επόμενο διάστημα εμφανίστηκαν αφηγήματα τα οποία ενοχοποιούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες για τη διασπορά του ιού στην Ουχάν, μέσω ενός τμήματος του αμερικανικού στρατού που είχε επισκεφτεί την πόλη λίγες εβδομάδες πριν το αρχικό ξέσπασμα. Ταυτόχρονα με την αφήγηση αυτή που προήλθε από κυβερνητικούς παράγοντες εμφανίστηκαν, χωρίς ωστόσο να αποτελούν την επίσημη θέση της κινεζικής κυβέρνησης, διάφορες θεωρίες συνομωσίας οι οποίες στοχοποιούσαν τις ΗΠΑ, υποστηρίζοντας πως ο ιός παράχθηκε σε μυστικά αμερικανικά εργαστήρια και μεταφέρθηκε στην Κίνα μέσα από τους Αμερικανούς στρατιώτες.

Η Κίνα βέβαια δεν έμεινε μόνο στην αντίκρουση των αφηγημάτων αυτών. Μέσα από κινήσεις, όπως η αποστολή μασκών, ιατρικού υλικού και γνώσεων στις χώρες της δύσης που είχαν ανάγκη, επιδίωξε την ανάταξη της διεθνούς εικόνας της και τη δημιουργία ενός αφηγήματος του «καλού Σαμαρείτη» που βοηθάει ενεργά τη διεθνή κοινότητα. Η προσπάθεια αυτή ήρθε, προκειμένου να αντιταχθεί στην πολιτική απομόνωσης που ακολούθησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες μετά το ξέσπασμα του ιού στη χώρα τους. Η πολιτική αυτή της Κίνας αποσκοπούσε στην ενίσχυση της ήδη εδραιωμένης πεποίθησης ότι η Κίνα ασκεί τη διεθνή της επιρροή με ήπια μέσα, ενώ ταυτόχρονα θα ενισχύονταν η διεθνής εικόνα της, εγείροντας παγκόσμια ευγνωμοσύνη. Η Κίνα επιχειρούσε να δομήσει την εικόνα της μεγάλης δύναμης που ενδιαφέρεται για το κοινό καλό και να αναπληρώσει κατά κάποιον τρόπο το κενό που άφηνε η Αμερικανική ηγεσία στη διεθνή πολιτική.

Ο Αμερικανός πρόεδρος από την πλευρά του χρησιμοποιούσε σε μεγάλο βαθμό τον όρο «κινεζικός ιός», όταν αναφερόταν στο νέο κορωνοϊό, στιγματίζοντας με αυτόν τον τρόπο την Κίνα ή θεωρώντας την έστω και εμμέσως υπεύθυνη για την εξάπλωση του ιού. Σε σχετική ερώτηση που του υποβλήθηκε από δημοσιογράφους απάντησε πως ο λόγος που χρησιμοποιούσε τον όρο γινόταν καθαρά για διευκρινιστικούς λόγους ως προς την προέλευση του ιού, καθώς, όπως ανέφερε, είχε ειπωθεί ότι ο ιός προκλήθηκε από αμερικανούς στρατιώτες. Φαίνεται, επομένως, πως και ο Αμερικανός πρόεδρος επιχείρησε να βάλει ένα επίσημο «φρένο» στις φήμες για την προέλευση του ιού που αφορούσαν τις Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα και αν αυτές δεν προερχόταν από επίσημους ισχυρισμούς κάποιας άλλης χώρας.

Μέσα από αυτά τα παραδείγματα, φαίνεται πως οι πολιτικές ηγεσίες της Κίνας και των ΗΠΑ επιχείρησαν να επαναπροσδιορίσουν τα αφηγήματα τα οποία κυκλοφόρησαν μέσα από ανεπίσημες ή ημιεπίσημες πηγές και επιβάρυναν την υφιστάμενη εικόνα της χώρας τους. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας, οι αρχικοί πολιτικοί ανταγωνισμοί που επιδιώχθηκαν, εκφράστηκαν μέσα από επίσημα ή ανεπίσημα στρατηγικά αφηγήματα για την ερμηνεία ή τη νοηματοδότηση της δράσης των κρατών.

Αυτό που έχει ενδιαφέρον, ωστόσο, είναι πως, ενώ δεν υπήρχε πάντοτε μια συστηματική επίσημη στρατηγική αφήγηση, κεντρικά σχεδιασμένη, για την επίτευξη πολιτικών στόχων στην εξωτερική πολιτική, οι ηγέτες των δύο χωρών κατά μία έννοια χρησιμοποίησαν αφηγήσεις που κυκλοφορούσαν και αναμιγνύονταν με στοχευμένη παραπληροφόρηση και θεωρίες συνομωσίας. Όταν οι αφηγήσεις αυτές αφορούσαν τον αντίπαλό τους, τότε επιδίωκαν να τις ενισχύσουν. Αντίθετα, όταν αφορούσαν την ίδια τη χώρα τους, επιδίωκαν να την αντικρούσουν. Η πρακτική αυτή ξεπερνούσε τα όρια της απλής αντίκρουσης των διαφόρων θεωριών συνομωσίας που υπήρχαν διάσπαρτες και μπορούσαν να διαψευστούν θεσμικά μέσα από τους κρατικούς οργανισμούς. Στην ουσία, εν απουσία κάποιου συγκεκριμένου στρατηγικού αφηγήματος οι ηγέτες των δύο χωρών επιδίωξαν να χρησιμοποιήσουν τα αφηγήματα, ανεξάρτητα εάν επρόκειτο για ψευδή ή μη, προκειμένου να πλήξουν τους αντιπάλους τους.

πηγή κεντρικής φωτογραφίας