Καθώς πλησιάζει η γαλλική προεδρική εκλογή, η γαλλική αριστερά φαίνεται στις δημοσκοπήσεις να συγκεντρώνει ένα πρωτοφανώς χαμηλό ποσοστό: όλες της οι αποχρώσεις ενωμένες έχουν την υποστήριξη λιγότερων ψηφοφόρων από όσους είναι έτοιμοι να ψηφίσουν τις δύο πιο ακραίες μόνο εκπροσωπήσεις της δεξιάς, και δεν φαίνεται να ξεπερνούν το 27%. Η Γαλλία έχει γίνει λοιπόν δεξιά στην συντριπτική πλειοψηφία της;

Η αλήθεια είναι ότι η νεότερη Γαλλία, με κάποιες ιστορικές εξαιρέσεις, έγερνε πάντα πλειοψηφικά μάλλον προς τα δεξιά.  Ακόμα και ο Μιττεράν το 1981, παρά το αναμφισβήτητο ρεύμα που είχε, ίσως να μην είχε εκλεγεί αν δεν είχε πριμοδοτηθεί από το γκωλικό κόμμα που φοβόταν ότι μια δεύτερη θητεία του Ζισκάρ ντ’ Εσταίν θα το αδυνάτιζε μακροπρόσθεσμα (αν δεν επρόκειτο απλώς για την ανάγκη του Σιράκ να τον εκδικηθεί).

Η πραγματικότητα αυτή αντισταθμίζει όμως από αυτό που έχει ονομαστεί sinistrisme[1] (ας το πούμε αριστεροτροπία ή αριστερό τροπισμό) της γαλλικής πολιτικής (αποτελεί δε και εξαγόμενο προϊόν, μια από τις χώρες εισαγωγής του οποίου είναι και η μεταπολιτευτική Ελλάδα): μια κάθε φορά πιο ακραία αριστερά σπρώχνει την προηγούμενη προς το κέντρο και προς τα δεξιά, ώσπου εντέλει η δεξιά να είναι η παλιά αριστερά. (Στην Ελλάδα όπου υπάρχει ακόμα το, αμετακίνητο στις θέσεις του, ΚΚΕ, τη λειτουργία αυτή ανέλαβαν βέβαια τα άλλα κόμματα της αριστεράς).

Αν λάβει κανείς υπόψη του ότι στη Γαλλία η διαδικασία αυτή διαρκεί πάνω από δύο αιώνες, καταλαβαίνει ότι στην πραγματικότητα η αριστερά έχει διαποτίσει το γαλλικό πολιτικό σώμα σε βαθμό που να μην μπορεί να ειπωθεί ότι είναι σήμερα πιο δεξιό απ’ ό,τι ήταν άλλοτε, και αυτό δεν αφορά μόνο τις κατακτήσεις του κοινωνικού κράτους, που δεν αμφισβητούνται, αλλά και πιο ιδεολογικά ζητήματα.

Ακόμα κι έτσι, πάντως – ή, για το λόγο αυτό, περισσότερο ακόμα -η σημερινή καχεξία της αριστεράς ξενίζει: τα ποσοστά της αγγίζουν ένα ιστορικό χαμηλό, ενώ η δεξιά της δεξιάς, ακόμα κι αν στην πραγματικότητα δεν είναι η ακροδεξιά του παρελθόντος, ανακάμπτει. Το διπλό αυτό φαινόμενο χρειάζεται εξήγηση. Και, σε  πρώτο βαθμό, η εξήγηση, δεν είναι τόσο δύσκολη όσο φαίνεται. Περιέχεται σε μια απλή σύνοψη της τρέχουσας κατάστασης, αυτή που λέει ότι η δεξιά πρόδωσε το έθνος και η αριστερά πρόδωσε το λαό — οπότε η κεντροδεξιά έγινε κεντροαριστερά και η κεντροαριστερά κεντροδεξιά και οι δύο μαζί νέμονται την υποταγμένη στις Βρυξέλλες εξουσία ερήμην του γαλλικού λαού, αν δεν είναι εναντίον του.

Όσο επικρατεί  αυτό το σκεπτικό, μοιραία ενισχύονται η δεξιά της δεξιάς και η αριστερά της αριστεράς.

Αλλά δεν αρκεί να τις σκεφτούμε ως φυγόκεντρες δυνάμεις που, αναπόφευκτα, βρίσκονται πιο δεξιά και πιο αριστερά από την παραδοσιακή δεξιά και την παραδοσιακή αριστερά που έχουν γίνει το νέο κέντρο. Κάτι τέτοιο θα εγκαθίδρυε μια συμμετρία που η πραγματικότητα την διαψεύδει, αφού η δεξιά ενισχύεται ενώ η αριστερά φθίνει. Χρειαζόμαστε εκ των πραγμάτων ένα σχήμα που να εξηγεί αυτή τη δυσσυμμετρία.

Έθνος  και λαός είναι το δίπολο με το οποίο σκεφτόταν η Γαλλική Επανάσταση χωρίς να το καταλαβαίνει ακόμα ως διπολισμό δεξιάς-αριστεράς. Το κέντρο βάρους του βρισκόταν στο έθνος. Ο λαός είναι η παλαιά societas civilis seu populus, η τρίτη τάξη (ordre ή état) του Ancien Régime. Στο μέτρο που διεκδίκησε και κέρδισε πολιτικά δικαιώματα και πολιτική έκφραση, η τρίτη αυτή τάξη συγκροτήθηκε σε πολιτικό έθνος.

Στη νέα πραγματικότητα, ο λαός δηλώνει κατά κάποιο τρόπο το σύνολο των ενεργητικών και παθητικών πολιτών, το έθνος το σύνολο των ενεργητικών πολιτών – και ο διπολισμός εξηγείται από την αδρανειακή δύναμη που δεν επιτρέπει σε ένα υπόλοιπο λαού να αρθεί στο ύψος του έθνους.

Μπορεί λοιπόν να πει κανείς ότι το νόημα της Γαλλικής επανάστασης ήταν να μετατρέψει τον λαό σε έθνος, και αυτή η πρώτη κατανόηση των σχέσεων έθνους-λαού άφησε ανεξίτηλο ίχνος στη γαλλική πολιτική σκέψη και πραγματικότητα, που, στηριζόμενη στην πολιτική βέβαια (και όχι φυλετική) έννοια του έθνους, εκφραζόταν από έναν δεξιό και έναν αριστερό ρεπουμπλικανισμό που εξακολουθούν να υπάρχουν και σήμερα ακόμα.

Έτσι που, όταν, λόγω ασφαλώς της ανάδυσης του βιομηχανικού προλεταριάτου (που δεν είναι απλώς η συνέχεια της οιονεί τέταρτης ordre των φτωχών της επανάστασης, που η συμμετοχή τους στο έθνος ήταν μειωμένη επειδή δεν κατάφερναν να γίνουν αστοί, bourgeois, επειδή στο μεταξύ έχουμε περάσει στην ιστορική πραγματικότητα της πάλης των τάξεων, classes), αλλά και ελέω sinistrisme, θεωρήθηκε ότι η δεξιά εκφράζει το έθνος και η αριστερά τον λαό, η από τα αριστερά προς τα δεξιά κίνηση πάνω στο διάνυσμα λαός-έθνος είχε το νόημα μιας δημοκρατικής διεύρυνσης της πολιτικής ιδιότητας – η οποία αποδεχόταν την υπέρθεση της πολιτικής σφαίρας στη σφαίρα της αστικής κοινωνίας (bürgerlicheGesellschaft) που γίνεται όλο και πιο πολύ η κοινωνία των πολιτών (société civile με τη νεότερη απόχρωση), χωρίς να δίνει την προτεραιότητα στην αστική κοινωνία/κοινωνία των πολιτών (όπως ο φιλελευθερισμός) αλλά και χωρίς να αμφισβητεί τη διάκριση των σφαιρών (όπως ο νεαρός Μαρξ που πίστευε ότι ο διχασμός της πραγματικής ιδιοτέλειας και της αφηρημένης ιδιότητας του πολίτη αναπαρήγε τον διχασμό πραγματικού και μεταφυσικού κόσμου, όπου ο δεύτερος ήταν βέβαια η εξιδανικευμένη αρνητική προβολή του πρώτου, ένα είδος αντικατοπτρισμού): η δεξιά αφομοίωνε την αριστερά στον βαθμό που ο «αστικός» κόσμος αφομοίωνε τον «λαό» – και αυτό τον στόχο υπηρετούσε το ρεπουμπλικανικό σχολείο ξεπερνώντας, όχι χωρίς αντιστάσεις ασφαλώς, τα στεγανά της κοινωνίας.

Γι’ αυτό άλλωστε η δεξιά συνήθως δεν αποδεχόταν τον ρόλο στον οποίο ήθελε να την περιορίσει η αριστερά, όπως άλλωστε (ακριβώς λόγω του sinistrisme) δεν αποδεχόταν πάντα και την επωνυμία της δεξιάς, που της επιβαλλόταν και πάλι από την αριστερά (Να αυτοκαταφάσκεται ως δεξιά décomplexée, όπως το είπαν, είναι η εξαίρεση και όχι ο κανόνας). Αλλά η πεποίθηση ότι η διαδικασία με την οποία η εκάστοτε πιο ακραία θέση αυτοανακηρύσσεται αριστερή (περίπου κατά το Γιάννης κερνάει, Γιάννης πίνει) ονομάζοντας τις άλλες κεντρώες ή δεξιές σε σχέση με τον εαυτό της, μπορεί να συνεχίζεται επ’ άπειρον, είναι ψευδαισθητική.

Βέβαια συμβαδίζει κατά κάποιο τρόπο με την πεποίθηση ότι η δεξιά πολιτική είναι πολιτική της γεωγραφίας, ενώ η αριστερή της ιστορίας – και αφού η ιστορία δεν έχει τέλος δεν θα έχει τέλος και η πρόοδος της αριστεράς. Αλλά η αυτοκατανόηση της αριστεράς είναι, σε μια τέτοια σκέψη της ιστορίας, παράδοξα ανιστορική.

Η πραγματική ιστορικότητα επιβάλλει να δει κανείς ότι η αντιπαράθεση δεξιάς-αριστεράς κάποτε γεννήθηκε και  κάποτε, για καλό ή για κακό, θα πεθάνει (και ίσως ήδη πεθαίνει, και όχι για τους καλύτερους λόγους), ότι δεν είναι μια άχρονη, αλλά μια ιστορική αλήθεια, και μια ιστορική αλήθεια έχει πάντα ένα πεπερασμένο ιστορικό διάνυσμα. Στη γαλλική περίπτωση το διάνυσμα αυτό κινείται μεταξύ έθνους και λαού. Φαίνεται να φτάνει σήμερα σε ένα όριο που δεν μπορεί να υπερβεί.

Ότι η σημερινή ανισορροπία οφείλεται στο γεγονός ότι το κέντρο βάρους της γαλλικής πολιτικής έχει πέσει έξω από αυτό το προκαθορισμένο από τη Γαλλική επανάσταση διάνυσμα της κίνησής της, που πάει από το έθνος ώς το λαό, ή αντίστροφα –  φαίνεται στις τρέχουσες συζητήσεις γύρω από την απώλεια και την επιθυμία ανάκτησης της κυριαρχίας. Το διάνυσμα έθνος-λαός εγκαθιδρύει μια διπλή έννοια της κυριαρχίας: το έθνος είναι κυρίαρχο στις σχέσεις του με τα άλλα έθνη,  ο λαός είναι κυρίαρχος στο μέτρο που συγκροτείται σε έθνος και το έθνος τον εκφράζει πραγματικά.

Έξω από το διάνυσμα έθνος-λαός γίνονται προβληματικές και η εθνική και η λαϊκή κυριαρχία – είτε την ευρωπαϊκή ενοποίηση θεωρήσει κανείς υπαίτια, είτε την παγκοσμιοποίηση (και, σαν να μην ήταν αρκετός αυτός ο δυισμός, η σύγχυση επιτείνεται με μια τρίτη συνδυαστική μορφή που ισχυρίζεται ότι η Ευρώπη μας προετοιμάζει για την παγκοσμιοποίηση, όπου συνήθως υπονοείται ότι την προωθεί ανομολόγητα και ύπουλα).

Πάντως αυτό είναι το φαινόμενο που υπάρχει πίσω από τη σημερινή συζήτηση περί κυριαρχίας, που εκφράζεται με ένα δεξιό και ένα αριστερό souverainisme. Κυρίως, αυτό εξηγεί τη δυσαναλογία των φυγοκεντρισμών: Η δεξιά της δεξιάς θέλει να επαναφέρει τη γαλλική πολιτική στο προκαθορισμένο της διάνυσμα, ενώ η αριστερά της αριστεράς  θέλει να την σπρώξει ακόμα πιο πέρα, και το πολιτικό σώμα δεν ακολουθεί.

Γι’ αυτό και δεν είναι λίγες οι φωνές που υψώνονται σήμερα για να πουν ότι η διόγκωση της δεξιάς οφείλεται στην εσφαλμένη στρατηγική της αριστεράς, στην επικράτηση της αριστεράς της αριστεράς, και ότι ο υπερτονισμός της εθνικής ταυτότητας και ενότητας προκύπτει ως υπεραναπλήρωση απέναντι στον υπερτονισμό των μειονοτικών, εθνοτικά ή κοινωνικά, ταυτοτήτων, και ότι ο εθνικισμός είναι η (λίγο ή πολύ αταβιστική) απάντηση στον (διπλό: πραγματιστικό, της δεξιάς, και ιδεολογικό, της αριστεράς) διεθνισμό.

Έτσι η δεξιά της δεξιάς, που στην πραγματικότητα είναι λιγότερο δεξιά απ’ ό,τι παλαιότερα, έχει μια ευκαιρία ιδεολογικής αναδίπλωσης ως υπερασπιστής του κοινού νου, ενώ έχει δημιουργηθεί στους κόλπους της αριστεράς μια κρίση, διότι δεν αναγνωρίζονται όλοι σε αυτό που παρουσιάζεται σήμερα ως αριστερό, και ορισμένοι θεωρούν ότι η σημερινή αριστερά, αντικαθιστώντας την υπεράσπιση καθολικών ιδεών, που χαρακτήριζε την ιστορικά γνώριμη εκδοχή της, με την υπεράσπιση μειονοτήτων, προδίδει μια δεύτερη φορά τον λαό, αφού δεν θέλει να τον συγκροτήσει σε έθνος, δίνοντάς του κυριαρχία –  προσθέτοντας στην πρώτη, πραγματική, προδοσία μια δεύτερη, ιδεολογική.

Όσον αφορά την πρώτη προδοσία, η πραγματικότητα είναι πως όσοι πιστεύουν πως η αριστερά (χοντρικά μετά την πρώτη διετία του Μιττεράν) πρόδωσε τον λαό καταλαβαίνουν πολύ εύκολα ως πολιτική μικρότητα την αντίσταση της πραγματικότητας.  Θα έπρεπε να βρεθούν στην κατάσταση όπου βρέθηκε ο Μιττεράν μετά από τρεις υποτιμήσεις νομίσματος (μέσα στον ενάμιση πρώτο χρόνο της προεδρίας του) και εθνικοποιήσεις που δεν απέφεραν τίποτα, για να δούμε τι θα έκαναν αυτοί που εκ των υστέρων χτίζουν ανώγια και κατώγια με τα λόγια.

Οι εκπρόσωποι του σοσιαλιστικού κόμματος τη στιγμή εκείνη, βέβαια, δεν μπορούσαν ακόμα να δουν την δρομολογημένη, εντούτοις, εξέλιξη: ότι, καθώς τίποτε μεγάλο ή άξιο λόγου δεν κάνει ο άνθρωπος χωρίς ελπίδα, όταν η ελπίδα εξέλιπε, το σοσιαλιστικό κόμμα δεν μπορούσε παρά, σταδιακά και μοιραία, να μεταβληθεί σε ένα κυνικό μηχανισμό εξουσίας που έμελλε να απογοητεύσει με τις εσωτερικές αντιπαραθέσεις στελεχών τα οποία ενδιέφερε κυρίως η καριέρα τους, και τα οποία, για να την εξυπηρετήσουν, θα έφταναν, κατά βάσιμη υποψία, μέχρι και τη νοθεία στις εσωτερικές του εκλογές, κλπ.

Αν όμως η δεξιά της δεξιάς αποχτούσε ποτέ την εξουσία, θα βρισκόταν και αυτή στην ίδια θέση και θα γνώριζε και αυτή την ίδια φθορά. Γιατί η παγκοσμιοποίηση η ίδια, και όχι απλώς η Ευρώπη, έχει δημιουργήσει ένα πλέγμα εξαρτήσεων τέτοιο που καθιστά αδύνατες τις λύσεις που οι εκπρόσωποι της ευρωσκεπτικιστικής, όπως λέγεται καμιά φορά, δεξιάς βλέπανε να δουλεύουν στα νιάτα τους, ιδίως τη νομισματική ευελιξία. Από κεκτημένη ταχύτητα συνεχίζουν να κατηγορούν τις Βρυξέλλες για την οικονομική δυσπραγία της Γαλλίας ακόμα και όταν έχουν πάψει να δηλώνουν ότι θα εγκαταλείψουν το ευρώ.

Έξω από τον χορό όλοι νομίζουν ότι θα χορέψουν καλύτερα από τους άλλους. Καταλαβαίνουν όμως ανάποδα τη φορά της αιτιότητας: δεν προωθεί, από ιδεολογία, όπως νομίζουν, η ευρωπαϊκή ενοποίηση την παγκοσμιοποίηση – η παγκοσμιοποίηση, δηλαδή η αντίσταση της πραγματικότητας, προωθεί την ευρωπαϊκή ενοποίηση.

Η γραφειοκρατία των Βρυξελλών, από την άλλη, και οι κυβερνήσεις που την ακολουθούν, μπορεί, όντας στα πράγματα, να γνωρίζουν καλύτερα την αντίσταση της πραγματικότητας, αδυνατούν όμως να την μεταγράψουν σε μια ικανοποιητική ιδεολογία:  για τους εκπροσώπους τους είναι κυρίως η επαρκής δικαιολόγηση των παχυλών μισθών τους, που όμως τους δίνονται για να κάνουν μια δουλειά, χωρίς την υποχρέωση να πρέπει επιπλέον και να σκεφτούν, πράγμα για το οποίο άλλωστε συνήθως δεν έχουν και τον χρόνο, οπότε αρκούνται να προσποιούνται ότι αν δεν λένε τίποτα ενδιαφέρον, είναι από ανωτερότητα – ως επαγγελματίες που δεν έχουν χρόνο για τους ερασιτέχνες.

Πολύ περισσότερο που για την επιπλέον αυτή δουλειά πληρώνονται άλλοι επαγγελματίες: λογογράφοι, επικοινωνιολόγοι, κλπ. Το αποτέλεσμα τόσου επαγγελματισμού είναι ότι η ιδεολογία που προβάλλεται είναι συνήθως προσχηματική και ανίκανη να εμπνεύσει. Αν όμως η αμφισβήτησή της από τα δεξιά είναι ευρέως φαντασιωτική, γιατί η αμφισβήτησή της από τα αριστερά να είναι καχεκτική; Το ερώτημα αυτό παίρνει συνήθως τη μορφή: πώς αποκόπηκε η αριστερά από τις λαϊκές μάζες;

Υπάρχει ένα μέρος αυτής της ιστορίας που είναι πια ευρέως γνωστό. Στις δυτικές κοινωνίες, η τεχνολογική εξέλιξη οδήγησε στη συρρίκνωση των εργατικών μαζών και τη διόγκωση του τριτογενούς τομέα, στον οποίο η εργατική μάζα κονιορτοποιείται. Αυτό σημαίνει εκ των πραγμάτων ότι δεν υπάρχει πια η συμπαγής πλειοψηφία στην οποία μπορούσαν να απευθυνθούν άλλοτε τα αριστερά κόμματα, ενώ, από την άλλη, η προώθηση της παγκοσμιοποίησης εξουδετέρωσε τα εργαλεία πίεσης μέσω των οποίων επιτυγχανόταν παραδοσιακά η ικανοποίηση των αιτημάτων των εργαζομένων (της απεργίας πρώτα πρώτα), και αυτό απέκοψε την αριστερά και από όση εργατική τάξη, με τη στενότερη έννοια, εξακολουθεί να υπάρχει.

Αντί όμως η αριστερά να αναλύσει την αδυναμία εναλλακτικών πολιτικών σε περιβάλλον παγκοσμιοποίησης, που την εξωθούσε στην εντύπωση ότι προδίδει τον «λαό», βάλθηκε να αναζητάει ποιος θα μπορούσε να είναι ο «λαός», δηλαδή, πιο πεζά, η δεξαμενή των ψηφοφόρων της, σήμερα.  Στο ερώτημα: «ποιος είναι ο λαός σήμερα;» υπάρχουν όντως δύο απαντήσεις: η ιδεολογικά διεθνιστική και η ψηφοθηρική.

Αριστερά της αριστεράς, η παλαιά ιδέα του επαναστατικού διεθνισμού (που βρίσκεται ήδη έξω από το ειδικό διάνυσμα της γαλλικής πολιτικής ζωής) μπορεί να συνεχίζει τη διαδρομή της παρατηρώντας ότι το προλεταριάτο, συνολικά στον πλανήτη, δεν έχει μειωθεί καθόλου, αντιθέτως έχει αυξηθεί, και οι μάζες των μεταναστών αυτό εκφράζουν. Η συμμαχία εσωτερικού και εξωτερικού προλεταριάτου, ενδιάμεσο στάδιο της οποίας είναι η πολιτογράφηση ορισμένης μάζας μεταναστών, θα μπορούσε επομένως να ανατρέψει τα κουρασμένα καθεστώτα του δυτικού κόσμου – για να φέρει όμως τι;

Αν η μαρξική ιδέα ότι αυτοί που δεν εκπροσωπούν κανένα ιδιωτικό συμφέρον γιατί δεν έχουν τίποτα, αυτοί θα εκπροσωπήσουν τον άνθρωπο συνολικά, εξέφραζε κάποια ιστορική στιγμή το προλεταριάτο των δυτικών χωρών (κι αυτό ακόμα είναι αμφίβολο, αλλά μπορεί κανείς να το δεχτεί προσωρινά για χάρη της συζήτησης), τίποτε δεν της είναι πιο απομακρυσμένο από το σημερινό ανομοιογενές διεθνές προλεταριάτο που δεν έχει καμιά συνείδηση μιας τέτοιας διεθνιστικής αποστολής.

Και αν ο φιλόσοφος μπορεί καμιά φορά να αντιτάσσει τη μορφή του μετανάστη-προλετάριου στον ασύνειδο κομφορμισμό της κάθε κοινωνίας, για να του δείξει, σαν σε καθρέφτη, τον εαυτό του, όμως πίσω από τη μάζα των διανοουμένων που ακολουθούν αδυνατώντας να δουν αυτό που βγάζει μάτι, ότι το σημερινό προλεταριάτο δεν έχει καμία συνείδηση διεθνιστικής αποστολής, διακρίνει κανείς κάτι άλλο: μια ανικανοποίητη δίψα εξουσίας που μετατρέπεται σε δίψα καταστροφής.

Η βούληση προτιμάει να θέλει το μηδέν παρά να μην θέλει, έλεγε ο Νίτσε, και οι διψασμένοι για εξουσία διανοούμενοι, όσο βλέπουν την εξουσία στα χέρια αυτών που μόνο διανοούμενοι δεν μπορούν να χαρακτηριστούν, κατατρώγονται από το πάθος της καταστροφής, μέσα από την οποία ελπίζουν ότι θα αναδυθεί κάποια ευκαιρία γι’ αυτούς – πολλή φασαρία, μεγάλο καλό είναι η αριστερή εκδοχή της σουμπετεριανής δημιουργικής καταστροφής.

Και αν ο Σαρτρ, στον καιρό του, επεσήμαινε ως παράδοξο ότι αγωνιζόταν για την επικράτηση ενός καθεστώτος στο οποίο δεν θα μπορούσε να ζήσει, του κομμουνιστικού, κάποιοι σημερινοί διανοούμενοι, ακολουθώντας το παράδειγμα της υποστήριξης της ιρανικής επανάστασης από τον Φουκώ, οραματίζονται την καταστροφή του δυτικού κόσμου με τη συνέργεια καθεστώτων ή θεοκρατικών ή τέτοιων στα οποία είναι ξένη η οποιαδήποτε ιδέα σεβασμού των οποιωνδήποτε δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η ανθρωπολογική διαφορά που υπάρχει ανάμεσα στον παριζιάνο και τον Ωβερνιάτη δεν είναι μικρότερη από αυτήν που υπάρχει ανάμεσα στον παριζιάνο και τον πακιστανό, μας λένε, γιατί να πάρει λοιπόν κανείς το μέρος του Ωβερνιάτη; Μετά το όμαιμο, μετά το ομόθρησκο, ακυρώνεται πλέον ακόμα και το ομόγλωσσο ως ανθρώπινος δεσμός – τουλάχιστο στη φαντασία τους, γιατί η πραγματικότητα δεν ακολουθεί απολύτως.

Ίσως η εξέλιξη αυτή βρίσκεται ήδη καθ’ οδόν από όταν ο άνθρωπος αυτοκατανοήθηκε ως εργατική δύναμη – και εδώ υπάρχει μια συμπληρωματικότητα καπιταλισμού-σοσιαλισμού, με τον δεύτερο να αναδεικνύει ό,τι στον πρώτο υπάρχει ανομολόγητο και να καταφάσκει όσα εκείνος δεν τολμούσε.  Το πράγμα παίρνει όμως μια κωμικοτραγική χροιά όταν άνθρωποι που θα ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητοι στην εξαφάνιση λ.χ. ενός λεπιδόπτερου, για την οποία υπεύθυνος θα κηρυσσόταν ο καπιταλισμός, και η οποία θα διατάρασσε και το οικοσύστημα, δεν συγκινούνται ποσώς από το αν θα εξαφανιστεί λ.χ. ο Ωβερνιάτης – με το σκεπτικό μάλλον ότι η ύπαρξή του εμποδίζει την υπέρβαση του καπιταλισμού, ενώ εξάλλου η εξαφάνισή του  δεν θα διαταράξει το οικοσύστημα, καθώς δεν πρόκειται για αριθμητική εξαφάνιση, αλλά για απόσβεση ενός πολιτισμικού χαρακτήρα, πράγμα όντως δευτερεύον αν ο άνθρωπος οριστεί ως εργατική δύναμη.

Έχουν άδικο οι άνθρωποι που δυσκολεύονται να το πάρουν απόφαση ότι δεν είναι τίποτε άλλο από εργατική δύναμη, όταν θεωρούν ότι τέτοιοι πολιτικοί τους ζητούν να αυτοκτονήσουν για να ικανοποιήσουν την δική τους ανικανοποίητη δίψα για εξουσία;

Όταν ένας υποψήφιος της αριστεράς στην προεδρική εκλογή τους προτρέπει να μην πιστεύουν τις ακροδεξιές θεωρίες της αντικατάστασης του πληθυσμού γιατί απλώς θα υποστούν μια créolisation heureuse– δεν είναι καθόλου βέβαιο, είναι μάλλον αμφίβολο, αν βλέπουν κάποια διαφορά ανάμεσα στα δύο. Θα προτιμήσουν ασφαλώς την πιο συγκαταβατική αριστερά που τους αναγνωρίζει ένα δικαίωμα να υπερασπιστούν το «πολιτισμικό τους κεφάλαιο». Φαίνεται ότι πρέπει να μετονομαστεί σε κεφάλαιο ο πολιτισμός (πράγμα που είναι με μια έννοια ακριβές, αφού μέσα στο χρόνο σχηματίστηκε με την κεφαλαιοποίηση τόκων που ήταν πάντα η αφομοίωση της νέας δημιουργίας) για να γίνει κάτι υπερασπίσιμο!

Η δεύτερη απάντηση στο ερώτημα: ποιος είναι ο λαός σήμερα είναι λιγότερο ιδεολογική και περισσότερο πραγματιστική – ψηφοθηρική θα ήταν μια ρεαλιστική ονομασία. Την ανάγκη φιλοτιμία ποιούμενη, η αριστερά το πήρε απόφαση ότι δεν μπορούσε πια να στηριχτεί στην εργατική τάξη που αποδεικνυόταν εμφορούμενη από ταπεινές προσδοκίες κοινωνικής ανόδου και ακατάλληλη ως φορέας της αλλαγής της κοινωνίας, μικροαστική και συντηρητική εν ολίγοις.

Το 2011, το think tank της γαλλικής αριστεράς Terra nova, διαπιστώνοντας, μαζί με την συρρίκνωσή της, και τη σταδιακή αποξένωση της εργατικής τάξης από τις νέες ιδέες που έφερε στην επιφάνεια ο Μάης του 68, εντόπιζε ως νέες δεξαμενές ψήφων τους διπλωματούχους, τους νέους, τις μειονότητες, τις γυναίκες, τους μη-καθολικούς και τον γενικότερο αστικό πληθυσμό, σε αντίθεση προς τον αγροτικό[2]. Αλλά και  η λιγότερο ακραία αυτή θέση δεν εκφράζει αβίαστα την αριστερά που κινούνταν εντός των ορίων του γαλλικού της διανύσματος.

Η ρεπουμπλικανική αριστερά ζητούσε από τον εργάτη, όσο και από τον αστό, να ενδυθεί την ταυτότητα του πολίτη (που ο Μαρξ επέκρινε ως απλώς αφηρημένη), τόσο επίμονα, όσο ο παραδοσιακός αριστερός διεθνισμός ζητούσε από τον προλετάριο να αποβάλει την όποια του ιδιαιτερότητα, για να εκφράσει τον όλο άνθρωπο. (Και όχι μόνο ο προλετάριος. Πίσω από το νεανικό κείμενο του Μαρξ για το Εβραϊκό ζήτημα υπάρχει η ίδια αντίληψη: δεν τον ενδιαφέρει η πολιτική χειραφέτηση του Εβραίου ως Εβραίου, αλλά η απελευθέρωση του Εβραίου από την μερικότητά του, από την επιμέρους ταυτότητά του.)

Στο μέτρο που η σημερινή αριστερή ιδεολογία επιζητεί αντιθέτως να τονίσει τις ιδιαιτερότητες δεν προκύπτει από καμία από αυτές τις δύο παραδόσεις. Γι’ αυτό και η ίδια αποκηρύσσει τις καθολικές ιδέες ως δυτικοκεντρισμό και ως λαθραία επιβίωση της αποικιοκρατίας. Δεν είναι λοιπόν λάθος, όταν λέγεται ότι η νέα αυτή αριστερά μεταφέρεται στην Ευρώπη από τις αμερικανικές πανεπιστημιουπόλεις, αλλά συνήθως δεν γίνεται κατανοητό τι σημαίνει αυτό, και γιατί αυτό που λέει είναι κάτι περισσότερο από τη διαπίστωση ενός γεγονότος.

Η νέα χειραφέτηση στηρίζεται στην αγγλοσαξονική αντίληψη της ελευθερίας, που διαμορφώθηκε στα νομιναλιστικά πλαίσια της αγγλοσαξονικής σκέψης. Στα πλαίσια αυτά, η θεία ελευθερία, πρώτα, εννοήθηκε ως θεία αυθαιρεσία: ο θεός αγαπά όποιον θέλει και σώζει όποιον θέλει. Αυτής της αυθαιρεσίας αναλογία είναι και η ανθρώπινη ελευθερία. Η οποία αφορά την πράξη — δεν τίθεται θέμα ελευθερίας της βουλήσεως. Αν η ελευθερία ήταν ελευθερία του να θέλω κάτι, θα συνοδευόταν από μια εις άπειρο αναγωγή, γιατί αν έπρεπε να ασκήσω την ελευθερία μου για να θελήσω κάτι, θα έπρεπε επίσης να θελήσω να ασκήσω την ελευθερία μου να θελήσω, κοκ.

Αυτή την αυτοαναφορικότητα θέλει να αποκλείσει η αγγλοσαξονική αντίληψη της ελευθερίας, όπου η ελευθερία της βουλήσεως δεν είναι η ικανότητα να θέλω κάτι ελεύθερα, σαν να ήταν ελεύθερη η βούληση — είναι η ελευθερία να θέλω αυτό που θέλω, δηλαδή η ελευθερία να πραγματοποιώ αυτό που θέλω — αφορά μόνο την πράξη, και αποτελεί αυθαίρετη έκφραση, εκδήλωση της ουσίας μου, της ταυτότητάς μου. Από δω προκύπτει η αγγλοσαξονική υπεράσπιση των ταυτοτήτων. Είμαι ελεύθερος σημαίνει: είμαι ελεύθερος να είμαι αυτός που είμαι (με την τετριμμένη προσθήκη βέβαια ότι η ελευθερία μου σταματάει εκεί που αρχίζει η ελευθερία του άλλου).

Η ηπειρωτική ευρωπαϊκή σκέψη στηριζόταν σε μια τελείως διαφορετική έννοια της ελευθερίας. Ελεύθερος δεν είμαι όταν απλώς είμαι ό,τι είμαι, και θέλω ό,τι θέλω, δηλαδή αγνοώντας τους παράγοντες που με καθορίζουν, αλλά όταν ακριβώς τους γνωρίζω, και η γνώση αυτή με βγάζει από την ιδιαιτερότητά μου δίνοντάς μου πρόσβαση στο καθολικό. Μόνο η κατώτερη μορφή της ελευθερίας έχει τη μορφή της αυθαιρεσίας, η ανώτερη είναι η έλλογη, καθολική ελευθερία. Αν από την πρώτη προκύπτει η υπεράσπιση των ταυτοτήτων, από τη δεύτερη προκύπτει η τοποθέτησή τους στον ορίζοντα της καθολικότητας.

Η πρώτη περί ελευθερίας αντίληψη κωδικοποεί την εμπειρία των πατριαρχικών λαών που έφτιαξαν τον (παλαιοδιαθηκικό) προτεσταντισμό που διαμόρφωσε, ως η κύρια συνιστώσα, και την βορειοαμερικανική ήπειρο, και αντιστοιχεί στον ζηλωτή θεό της Παλαιάς Διαθήκης. Η δεύτερη προέκυψε στα πλαίσια του (χριστοκεντρικού) καθολικισμού, όπου ο Πατέρας μεσολαβούμενος από τον Υιό και Λόγο απωθεί την αυθαιρεσία του, και διαμόρφωσε τον κορμό της ηπειρωτικής ευρωπαϊκής σκέψης. Μεταξύ των δύο, και πέρα από την σημερινή παρόξυνση του ανταγωνισμού τους, υπάρχει μια συμπληρωματικότητα, γιατί ούτε η αυθαιρεσία είναι πλήρης ελευθερία, ούτε η υποταγή στην λογική — που αν είναι συστηματική είναι απλώς απεμπόληση της ελευθερίας, και στην πραγματικότητα δεν μπορεί να είναι συστηματική, γιατί πρέπει πάντα να πει, στο επίπεδο του συγκεκριμένου, τι είναι τι.

Γι’ αυτό υπάρχει και μια τρίτη διάσταση της ελευθερίας που εκφράζεται μέσα από έναν πνευματοκεντρικό (κυρίως ορθόδοξο, αλλά όχι μόνο) Χριστιανισμό όπου η αγάπη καλείται να συμπληρώσει τα κενά της αυθαιρεσίας και της λογικότητας. Αν υπάρχει μια βαθύτερη ενότητα της Ευρώπης, οφείλεται στη διαλεκτική συμπληρωματικότητα των εμπειριών της και των εννοιολογήσεών τους μέσα στις διαφορετικές της παραδόσεις, και αυτό είναι κάτι πολύ διαφορετικό από την αντιπαράθεση μιας ιδεολογικά χρησιμοποιούμενης θρησκευτικής ταυτότητας σε μια άλλη.

Η Ευρώπη όμως πολύ απέχει από την αναμόχλευση των συστατικών της εκείνη που θα μπορούσε να ενισχύσει την αυτοσυνειδησία και να εμβαθύνει την ενότητά της απέναντι στους αταβιστικούς εθνικισμούς και τις κενές διακηρύξεις των πιο γενικών αρχών που έρχονται σήμερα σε αντιπαράθεση. Όχι χωρίς ευθύνη της αριστεράς της, η οποία απέχει από αυτό το ίδιο και περισσότερο: έχοντας επί μακρόν θεωρήσει τον πολιτισμό ως αντανάκλαση των οικονομικών σχέσεων, όταν δεν τον καταδίκαζε συνολικά στο όνομα του νέου τον υπερασπιζόταν αρνητικά μόνο: ένας συγγραφέας, ένας καλλιτέχνης, παρόλο που ήταν προϊόν των «ξεπερασμένων» σχέσεων αλλοτρίωσης, μας συγκινούσε ακόμα «από κάποια πλευρά του», και μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι όλο το παρελθόν περιείχε κάποια θραύσματα ομορφιάς, ή νοήματος, που θα ολοκληρώνονταν στη μελλοντική κοινωνία.

Η συστηματική ιστορική αντιμετώπιση του πολιτισμού ήταν λοιπόν η οικονομική, αλλά υπήρχε και μια έκκεντρη, ανιστορική, αντιμετώπιση που δεν έβλεπε πολιτισμούς, αλλά τα περιτρίμματά τους. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι μερικές φορές αμείλικτη, και η καθεστωτική αριστερά δημιούργησε έτσι, ως κάτι απολιτικό στο εσωτερικό της, ή από αντίδραση, το αντίστοιχο της ρομαντικής καλοκάγαθης ψυχής (schöne Seeele) που βλέπει την ιστορία ως κάτι ακάθαρτο στο οποίο δεν θέλει να συμμετέχει, και την οποία ο Έγελος συνέκρινε με ένα είδος πνευματικής φθίσης: η κουλτούρα, ο πολιτισμός ήταν το άλλοθί της, ο αντικατοπτρισμός μιας πραγματικότητας που θα ερχόταν μετά την άρση της πρωτοκαθεδρίας της οικονομίας, που εξακολουθούσε αμείλικτη την ιστορική της διαδρομή.

Ούτε η αριστερά που θεωρεί μόνη πραγματικότητα την οικονομία, ούτε αυτή που καταφεύγει στο άλλοθι του πολιτισμού μπορούν να εγκεντρίσουν την αγγλοσαξονική χειραφετητική αριστερά στην ηπειρωτική ευρωπαϊκή, γιατί δεν ξέρουν ούτε ποια είναι η μία, ούτε ποια είναι η άλλη, στους ουσιώδεις χαρακτήρες τους — πράγμα που δεν εμποδίζει μια ορισμένη ώσμωση να υπάρχει στην πράξη, όχι  όμως χωρίς μεγάλες αντιστάσεις.

Η αγγλοσαξονική νομιναλιστική προοπτική στην Αμερική αυτονομήθηκε και τέθηκε στην υπηρεσία μιας νέας πραγματικότητας, λιγότερο στην δεξιά αναγνωρίσιμη εκδοχή της που φέρει μέσα της, σε βαθμό αναχρονισμού, το θρησκευτικό παρελθόν του αυστηρού προκαθορισμού που κήρυσσε ο προτεσταντισμός, και περισσότερο στην αριστερή, όπου εκπτύσσεται η νέα ιδεολογία της παγκοσμιοποιημένης αμερικανικής αυτοκρατορίας. Γι’ αυτό το περιεχόμενό της είναι μια ηθική μάλλον, παρά πολιτική, αμφισβήτηση των καθεστώτων μας, η οποία πολύ εύκολα αφομοιώνεται από την κουλτούρα της παγκοσμιοποίησης.

Αν το κοινωνικό πρόβλημα ήδη στένευε τον ορίζοντα του πολιτικού, τα κοινωνιακά (societal) τον στενεύουν ακόμα περισσότερο. Το αμάρτημα της σημερινής αριστεράς δεν είναι λοιπόν η υπεράσπιση των μειονοτήτων, αλλά ότι, χωρίς την ηπειρωτική ιδέα της ελευθερίας ως ελευθερίας από τον εαυτό, δεν δίνει καμία προοπτική υπέρβασης των επιμέρους σε ένα όλο, ότι έχει εγκαταλείψει όχι μόνο την ιδέα του να συγκροτήσει τον λαό σε έθνος, αλλά ακόμα και την ιδέα του να συγκροτήσει λαό.

Μόνο μια σκέψη που δεν βλέπει τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά ως κάτι δευτερεύον θα μπορούσε να συνθέσει, στους κόλπους της αριστεράς, την αγγλοσαξονική και τις άλλες ευρωπαϊκές παραδόσεις της.

Εννοούμενη ως ελευθερία πράξης και όχι ελευθερία της βούλησης, η αγγλοσαξονική ευνοεί βέβαια τον ακτιβισμό, αντί για την ενδοσκόπηση, και αυτό το χαρακτηριστικό μπορεί να είναι κατά περίπτωση προβληματικό, φέρνοντάς την σε αντίθεση με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς (όταν παίρνει τη μορφή της cancel culture λ.χ.). Αλλά δεν είναι κάτι που έχει χάσει κάθε δυνατότητα επικοινωνίας με τις ευρωπαϊκές παραδόσεις – αν μπορέσει κανείς να σκεφτεί τις πραγματικές και τις ενδεχόμενες αρθρώσεις τους.

Το προβληματικό λοιπόν με το πρόγραμμα της Terra nova είναι ότι αντί να θέλει να προτείνει κάτι για το σύνολο της κοινωνίας, μοιάζει να θέλει απλώς να εκμεταλλευτεί εκλογικά τη δυσφορία των μη προνομιούχων ομάδων, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι αυτό την σπρώχνει έξω από το διάνυσμα της γαλλικής πολιτικής.  Θερίζει κανείς όμως ό,τι σπέρνει και όταν σπέρνει τη διάλυση δεν θα θερίσει την ενότητα.

Αυτή μπορούσε να είναι η τακτική της διεθνιστικής αριστεράς η οποία ήταν έτοιμη, αφού εκμεταλλευτεί εκλογικά τη δυσφορία κάποιων ομάδων, να τους επιβάλει εκ των υστέρων την ενότητα με τη βία – με μια κλασική δικτατορία του προλεταριάτου. Αν θέλει κανείς και τη συγκατάθεση της κοινωνίας, θα πρέπει να την πείσει με κάτι θετικό – αν η ιδέα της πειθούς έχει ακόμα κάποια πραγματικότητα και δεν είναι και αυτή ένα κατάλοιπο του παρελθόντος εντελώς ξεπερασμένο από τις σημερινές τεχνικές χειραγώγησης και διαμόρφωσης consensus.

Όπως και νά ’χει, μόνο αφελείς (όταν δεν πρόκειται απλώς για ιδιοτελείς) πιστεύουν ότι μόλις η αριστερά πάρει την κυβέρνηση, οι άνθρωποι θα μεταστραφούν αυτομάτως προς την ενότητα – όπως ένας έλληνας πανεπιστημιακός πίστευε ότι οι ψηφοφόροι τους οποίους η αριστερά έσπρωχνε σε κάθε είδους υπονομευτικές διεκδικήσεις όσο ήταν αντιπολίτευση, μόλις η αριστερά γινόταν κυβέρνηση θα χαίρονταν να πληρώνουν φόρους. Η δίψα της εξουσίας δημιουργεί κάθε είδους ονειρώξεις μεγαλείου.

Οι ιδεολογικές περιπλανήσεις της αριστεράς επέτρεψαν στο μεταξύ την άνοδο ενός μέρους της γαλλικής δεξιάς, που οφείλεται στην άρνησή της να θεωρήσει τα πολιτισμικά χαρακτηριστικά ως δευτερεύοντα. Το κάνει όμως με τρόπο ιδεολογικό και ανεπαρκή. Η εξέταση των πολιτισμικών χαρακτηριστικών θα μπορούσε, και θα έπρεπε, να γίνει για την εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενότητας και όχι για μια στείρα αντιπαράθεση εθνών και Ευρώπης.

Μόνο μετά από αυτήν θα αποχτούσε πραγματικό νόημα η συζήτηση αν η Ευρώπη πρέπει να είναι ομοσπονδία ή συνομοσπονδία. Αλλά οι ανεπάρκειες της γαλλικής δεξιάς και της γαλλικής αριστεράς –και όχι μόνο της γαλλικής- είναι απολύτως συμμετρικές.

Παρίσι, 11.02.2022

[1] Φαίνεται πως ο όρος εφευρέθηκε από τον Albert Thibaudet· τον αξιοποίησε ιδίως ο François Goguel παλαιότερα, και χρησιμοποιείται σήμερα από τον Marcel Gauchet.

[2] https://tnova.fr/site/assets/files/11494/rapport_terra_nova_strat_gie__lectorale.pdf?10xp0

πηγή κεντρικής φωτογραφίας