Παρά την τεράστια επιρροή της γαλλικής επανάστασης και, αρχικώς, της δράσης του Ναπολέοντα, που έστρεψαν τους Έλληνες επαναστάτες και διανοουμένους, όπως ο Ρήγας και ο Κοραής, προς την Γαλλία, και παρά τον φλογερό φιλελληνισμό της γαλλικής κοινής γνώμης στη διάρκεια της επανάστασης του 1821, η γαλλική εξωτερική πολιτική θα κινηθεί για πολλές δεκαετίες στο πλαίσιο μιας ημιαποικιοκρατικής σχέσης προς την Ελλάδα. Γαλλικός στρατός αποβιβάστηκε στην Πελοπόννησο, κατά την «Expédition de Morée», πρωτίστως για να ελεγχθεί ο Καποδίστριας, και αποχώρησε μόλις το 1833∙ γαλλικά στρατεύματα συμμετείχαν στην κατοχή της Αθήνας και του Πειραιά το 1854-1857∙ το Παρίσι είχε κυρίαρχο ρόλο στον εθνικό διχασμό του 1915∙ «Γάλλοι» Σενεγαλέζοι, Ζουάβοι και Βιετναμέζοι στρατιώτες κατέλαβαν στην Αθήνα το 1917∙ τον Κεμάλ Ατατούρκ στήριξαν οι Γάλλοι μετά το 1920, στην μοιραία μικρασιατική εκστρατεία. Ασφαλώς, οι ιδεολογικές, λογοτεχνικές και πολιτικές γαλλικές επιρροές στον ελληνικό κόσμο παρέμειναν πολύ έντονες κατά το ίδιο διάστημα.
Στενή και ισότιμη ελληνο-γαλλική σχέση θα αρχίσει να οικοδομείται από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, κατά την πρώτη οκταετία της διακυβέρνησής του, ως μια στρατηγική επιλογή επιδίωξης σταδιακής απεξάρτησης από τον ασφυκτικό ατλαντικό εναγκαλισμό. Η Γαλλία ήταν η μοναδική χώρα στη Δυτική Ευρώπη που αντιστεκόταν σθεναρά στην αμερικανική ηγεμονία και είχε τουλάχιστον την πρόθεση να δημιουργήσει τις βάσεις για μια χειραφετημένη Ευρώπη, που θα συμπεριελάμβανε εν καιρώ και τον ανατολικό της βραχίονα.
Διαβάστε για την αφορμή αυτού του άρθρου εδώ
Διαβάστε επίσης τα άρθρα του Χρήστου Μαρσέλλου που γράφτηκαν με την ίδια αφορμή εδώ (Μπορεί η Ευρώπη να στηρίξει μια ευρωπαϊκή ταυτότητα;), εδώ (η ανεύρετη ισορροπία) και εδώ (η διπλή καταγωγή της Ευρώπης).
Η ντεγκωλική στάση μπορούσε ακόμη τότε να βρίσκει ερείσματα σε μια ευρωπαϊκή κουλτούρα που παρέμενε ζωντανή την επαύριον του παγκοσμίου πολέμου, μεταξύ άλλων και στην ίδια την Δυτική Γερμανία.
Η υπονόμευση του ευρωπαϊκού οράματος από κινήματα ανατροπής που το έφθειραν ιδεολογικά, οδήγησε στην μερική αμερικανική πολιτική και ιδεολογική επικράτηση. Παρ’ όλα αυτά η Γαλλία κατάφερε να διατηρήσει έναν ηγετικό ρόλο μέχρι και την γερμανική επανένωση του 1989. Ο γαλλο-γερμανικός άξονας έως τότε λειτουργούσε συμπληρωματικά.
Οι Γάλλοι κατείχαν τα ηνία της πολιτικής και οι Γερμανοί αυτά της οικονομίας. Έκτοτε, όμως, ο γερμανικός κολοσσός παραμέρισε μια παρακμάζουσα Γαλλία, η οποία δεν μπορούσε να ανταπεξέλθει στους ρυθμούς της παγκοσμιοποίησης, διατηρώντας ένα απαρχαιωμένο μοντέλο κοινωνικής πολιτικής. Η γερμανική οικονομία βρήκε νέες αγορές σε ολόκληρη την Μεσευρώπη, ενώ αποκατέστησε ιδιαίτερες σχέσεις τόσο με την Ρωσία όσο και την Κίνα. Παράλληλα, σε συνεργασία με τις ΗΠΑ αναμείχθηκε στην διάλυση της Γιουγκοσλαβίας επεκτείνοντας την πολιτικο-οικονομική της επιρροή και στα Βαλκάνια. Το Παρίσι όλ’ αυτά τα χρόνια αγωνιζόταν να κρατήσει τα τελευταία του ερείσματα στην Αφρική και στην Μέση Ανατολή, έχοντας ως τελικό καταφύγιο την Μεσογειακή λεκάνη. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να κατοχυρωθεί στην νέα διάταξη δυνάμεων διέπραξε το λάθος να συμμετάσχει στις ανατροπές της «αραβικής άνοιξης». Το αποτέλεσμα ήταν όχι μόνον να εξαφανισθεί εντελώς η γαλλική επιρροή από τη Συρία, όπου εγκαταστάθηκαν νέοι παίκτες, όπως η Ρωσία και η Τουρκία, αλλά και από την Λιβύη.
Απέναντι στο κίνδυνο ενός πρωτοφανούς υποβιβασμού της, η Γαλλία επιχειρεί μια επιστροφή στον ντεγκωλισμό. Ο Μακρόν επιτίθεται στο ΝΑΤΟ, καταγγέλλοντάς το ως «εγκεφαλικά» νεκρό, επιζητά προνομιακές σχέσεις με τη Ρωσία, που θέλει να την εντάξει στον νέο ευρωπαϊκό σχεδιασμό, και αντεπιτίθεται στην Τουρκία δημιουργώντας ισχυρές αμυντικές συμμαχίες με Ελλάδα και Κύπρο.
Ίσως, κι αυτό είναι κάτι που θα φανεί στο μέλλον, η γαλλική δραστηριότητα να ενταχθεί στο μακροπρόθεσμο σχεδιασμό της δημιουργίας μιας μεσογειακής ένωσης, με τη συμμετοχή και του Ισραήλ, χωρίς όμως την Γερμανία.
Σχέσεις Τουρκίας-Γερμανίας
Οι γερμανο-τουρκικές σχέσεις είναι ζωτικές και για τις δύο μέρη, κι αυτό προκαθορίζει την γερμανική εύνοια προς την Άγκυρα, παρά τις όποιες λεκτικές εξάρσεις του Βερολίνου. Είναι ενδεικτικό ότι περίπου 7.500 γερμανικές επιχειρήσεις δραστηριοποιούνται στην Τουρκία και περίπου 80.000 γερμανοτουρκικές επιχειρήσεις στην Γερμανία, με ετήσιο τζίρο περί τα 52 δισ. ευρώ. Επιπλέον, η Τουρκία παραμένει ο σημαντικότερος προορισμός γερμανικών όπλων, καθώς το 2019 από τα 832 εκ. ευρώ που εισέπραξε για εξαγωγές όπλων τα 345 εκ. ευρώ αφορούσαν εξαγωγές στην Τουρκία. Τα 3-4 εκατομμύρια Τούρκων που ζουν στην Γερμανία είναι επίσης ένας σημαντικός παράγων που καθορίζει την πολιτική στάση του Βερολίνου, όπως και οι μεταναστευτικές ροές από την Τουρκία προς την Ευρώπη, τη στρόφιγγα των οποίων κρατάει η Άγκυρα όχι μόνον από το έδαφός της αλλά, πλέον, και από την Λιβύη.
Ταυτόχρονα, για την Γερμανία η Τουρκία είναι το μοναδικό «παράθυρο» στην Μέση Ανατολή και στην Ανατολική Μεσόγειο. Η επιρροή της στις στρατηγικές επιλογές στην ευρύτερη περιοχή είναι σχεδόν μηδαμινή – ακόμη και στην Ελλάδα, παρά τον απόλυτο έλεγχο που ασκεί επί της οικονομίας της. Χωρίς την Άγκυρα ο γερμανικός παράγων θα παραμείνει εκτός του μεσογειακού «νυμφώνος».
Τέλος, η γενικότερη σύγχυση στην ανατολική Μεσόγειο και η αναβολή της δημιουργίας νέων δικτύων ενέργειας στην περιοχή, βολεύει τον γερμανικό σχεδιασμό για την ολοκλήρωση του Nord Stream 2 και της κυρίαρχης θέσης που θα κατέχει στην διανομή του φυσικού αερίου στην Ευρώπη. Θα συνιστούσε, επομένως, ασυγχώρητο λάθος η υποτίμηση των οικονομικών και στρατηγικών συμφερόντων των δρώντων οντοτήτων, που είναι ακόμη τα έθνη-κράτη, σε ένα νεφελώδες ιδεολογικό πεδίο. Το «τουρκικό πρόβλημα» είναι πιθανότερο να διχάσει ακόμη περισσότερο την Ε.Ε. και τον άξονα Παρισιού-Βερολίνου, παρά να τους φέρει εγγύτερα.
Μεγάλη Βρετανία και Brexit
Η άποψη ότι η Μ. Βρετανία θα αποσυρθεί από την Ανατολική Μεσόγειο λόγω του BREXIT είναι απολύτως αυθαίρετη. Η βρετανική παρουσία στην Μεσόγειο είναι εντονότατη από το Γιβραλτάρ, την Μάλτα, την Κύπρο – όπου συνεχίζει να διατηρεί τις βάσεις της, τις οποίες εκσυγχρονίζει διαρκώς- μέχρι το Ισραήλ, την Ιορδανία, τις μοναρχίες του Κόλπου και, πρωτίστως, την Τουρκία, της οποίας παραμένει βασικός συμπαραστάτης και σύμμαχος.
Η βρετανική πολιτική σε αυτόν τον χώρο δεν είναι πρόσφατη∙ έχει ρίζες αιώνων και δεν στηρίχθηκε ποτέ στην γαλλική ή, ακόμη περισσότερο, στην γερμανική διαμεσολάβηση για να επιβληθεί, και για τούτο δεν προτίθεται το βρετανικό κατεστημένο να αποχωρήσει οικειοθελώς. Αντιθέτως, η έξοδος από την Ε.Ε. επιτρέπει στο Λονδίνο να κινείται με μεγαλύτερη ακόμη άνεση, χωρίς καν τις τυπικές δεσμεύσεις που λαμβάνονται στις χαοτικές συνόδους κορυφής της Ένωσης.
Ελλάδα και Κύπρος ήδη έχουν αντιληφθεί ότι στη διελκυστίνδα που παίζεται αυτή τη στιγμή, τα βρετανικά συμφέροντα είναι, εν πολλοίς, στην άλλη πλευρά. Σε κάθε περίπτωση, η νέα κατανομή σφαιρών επιρροής σε μια τόσο κρίσιμη περιφέρεια θα συμπεριλαμβάνει απαρεγκλίτως και τους Βρετανούς.
«Ευρωπαϊκή εθνική συνείδηση»;
Η προσδοκία ότι ένα «ευρωπαϊκό κράτος» θα δημιουργήσει μια «ευρωπαϊκή εθνική συνείδηση» ή έναν έστω συμπαγή ευρωπαϊκό πατριωτισμό συνιστά μάλλον μια επιθυμία παρά μια πιθανότητα. Μπορεί η άποψη αυτή να συνάδει με τις τρέχουσες θεωρίες περί γέννησης των εθνών, ωστόσο η πραγματικότητα αποδεικνύει ότι η εθνική συνείδηση είναι κάτι πολύ πιο περίπλοκο και με βαθύτερο ιστορικό βάθος από το αποτέλεσμα κάποιων διοικητικών μεταρρυθμίσεων.
Η στάση άλλωστε των ευρωπαϊκών κοινωνιών τις τελευταίες δεκαετίες αποδεικνύει ότι το ευρωπαϊκό όραμα των ελίτ των Βρυξελλών δεν συγκινεί. Αντιθέτως, υπάρχει σαφέστατη στροφή προς τις εθνικές ταυτότητες, η οποία ενισχύθηκε έτι περαιτέρω από τις τάσεις που επικράτησαν στα κράτη της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης.
Το εγχείρημα της ενιαίας ευρωπαϊκής ταυτότητας δυσκολεύεται επιπλέον και από το γεγονός ότι στην πραγματικότητα η ταυτότητα που επιχειρείται να επιβληθεί εμπεριέχει ελάχιστα από τα θεμελιακά στοιχεία του ευρωπαϊκού πολιτισμού, τα οποία έχουν αντικατασταθεί, σε μεγάλο βαθμό, με τον αξιακό κώδικα της παγκοσμιοποίησης. Ως εκ τούτου, η απροθυμία των ευρωπαϊκών κοινωνιών να αποδεχθούν την τεχνητή ευρωπαϊκή ταυτότητα που τους προτείνεται σε συνδυασμό με τα αποκλίνοντα συμφέροντα των κρατών μελών προδιαγράφουν μάλλον ζοφερό το μέλλον της Ε.Ε.
Η ψυχοσύνθεση “Ερντογάν” και η πραγματική αξία της
Ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία είναι οπωσδήποτε καταλυτικός. Ωστόσο, θα ήταν λάθος να θεωρούμε ότι μόνοι τους οι ηγέτες καθορίζουν την ιστορία. Η ψυχοσύνθεση του Ερντογάν είναι ένας σημαντικός παράγων για την κατανόηση της παρούσας ισλαμιστικής νεο-οθωμανικής πολιτικής της Τουρκίας. Αλλά δεν είναι ο μοναδικός και δεν είναι ο καθοριστικός. Το «φαινόμενο Ερντογάν» συνιστά την κορύφωση των διεργασιών που λαμβάνουν χώρα στο τουρκικό κράτος από την ίδρυσή του. Αντανακλά τη συνεχή διαπάλη μεταξύ των δύο μεγάλων υποεθνικών ομάδων στην τουρκική επικράτεια, που έχουν διαφορετική φυλετική καταγωγή και ανόμοιες κοσμοθεωρίες.
Ο σημερινός Τούρκος πρόεδρος εκπροσωπεί τις μάζες της Ανατολίας, που δεν αποδέχθηκαν τον εκδυτικισμό που τους επέβαλε ο κεμαλισμός, και προσπαθούν από την εποχή του Μεντερές να κατακτήσουν την εξουσία. Και το κατάφεραν λόγω της δημογραφικής τους αύξησης. Οι κάτοικοι της Ανατολίας τοποθετούν την θρησκευτική τους ταυτότητα υπεράνω της εθνικής. Κι αυτό τους κάνει να νοιώθουν συγγενείς με έναν πραγματικό «ωκεανό» σουνιτικών πληθυσμών, που ξεκινούν από το ανατολικό Τουρκεστάν στην Κίνα, το Καζάν και την Ινδονησία και φθάνουν στο Μαγκρέμπ και μέσω των μουσουλμανικών νησίδων των Βαλκανίων στους μουσουλμάνους μετανάστες της Ευρώπης. Για το λόγο αυτό και ο Ερντογάν δεν αισθάνεται καθόλου απομονωμένος.
Όταν μιλά, γνωρίζει ότι απευθύνεται σε εκατομμύρια ακροατές, που είναι πρόθυμοι να ακούσουν και να αποδεχθούν τον εμπρηστικό λόγο του. Οι εισβολές στο Ιράκ, στη Συρία και στην Λιβύη έγιναν με την συμβολή μη Τούρκων ισλαμιστών. Το πρότυπο του σουλτάνου, που φαντάζει τόσο απεχθές στον δυτικό άνθρωπο, είναι οικείο σε μεγάλο βαθμό στα πλήθη αυτά της ανατολής, γιατί ταυτίζουν τη δική τους ύπαρξη και μοίρα με αυτή του ηγέτη, που είναι σχεδόν ο αντιπρόσωπος του θεού στη γη. Κι αυτόν τον ηγέτη, που μέχρι τώρα τους έχει δώσει συλλογική αυτοπεποίθηση και απτό όραμα, δύσκολα θα τον εγκαταλείψουν. Επιπλέον, η Άγκυρα εκμεταλλεύεται περίτεχνα την αντίθεση ΗΠΑ-Ρωσίας. Η μεν Μόσχα πιστεύει ότι βρήκε τον αδύναμο κρίκο του ΝΑΤΟ για να απαντήσει στην ευθεία επίθεση στην αυλή της με την ουκρανική επανάσταση∙ η δε Ουάσιγκτον κλείνει τα μάτια στις τουρκικές «αταξίες» για να μην χαθεί από το «δυτικό μαντρί» μια τόσο πολύτιμη γεωστρατηγικά χώρα.
Η Τουρκία, όμως, έχει στήριξη, εμφανής ή κεκαλυμμένη, και από άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, η Μεγάλη Βρετανία, το Κατάρ. Η απειλή εξ ανατολών για την Ελλάδα και την Ευρώπη δεν θα εκλείψει ακόμη και αν ο Ερντογάν φύγει από το προσκήνιο.
Εκτός κι αν το τουρκικό κράτος πάψει να είναι ενιαίο. Κι αυτό μπορεί να συμβεί μόνον μετά από μια σοβαρή στρατιωτική ήττα -όχι τυχαία άλλωστε η Τουρκία δεν έχει αναμειχθεί σε καμία πολεμική αναμέτρηση από το 1923 μέχρι σήμερα, εφόσον δεν ήταν βέβαιη ότι θα την κερδίσει- και μόνον αν το επιτρέψουν οι δυτικές δυνάμεις, του Ισραήλ συμπεριλαμβανομένου, γιατί πλέον δεν θα μπορεί να παίξει ποτέ ξανά το ρόλο του «κυματοθραύστη» στη ρωσική κάθοδο στην Μεσόγειο.
Η ελληνική αποφασιστικότητα
Πράγματι, η Άγκυρα δεν ανέμενε την ελληνική αποφασιστικότητα. Προσπάθησε μάλλον με πρόχειρη οργάνωση να προωθήσει στην Ελλάδα δεκάδες χιλιάδες μετανάστες μέσω του Έβρου, για να εκβιάσει την Ευρώπη, όταν βρέθηκε σε δύσκολη θέση στη Συρία. Η επιχείρηση απέτυχε, και επιπλέον λειτούργησε ως καμπανάκι συναγερμού για την ελληνική πολιτική ηγεσία αλλά και την κοινωνία. Έκτοτε, έχουν αποκρουστεί επιτυχώς οι προσπάθειες επανάληψης της επιχείρησης προώθησης μεταναστών στα νησιά, ενώ ο ελληνικός στόλος είναι σε διαρκή επιφυλακή στις δράσεις των Τούρκων για έρευνα στην ελληνική υφαλοκρηπίδα και ΑΟΖ.
Η αποφασιστικότητα αυτή, που έχει διάρκεια, συνιστά ένα πρώτο πολύτιμο κέρδος. Παράλληλα, όμως, η ελληνική στάση ευνόησε τη δημιουργία ενός ευρύτατου πλέγματος συμμαχιών, που ξεφεύγει από τα γνωστά ως σήμερα πλαίσια, καθώς πλέον προσανατολίζεται και προς τον λησμονημένο νότο. Η επιτυχία της Αθήνας συνίσταται στο ότι επιτέλους έδρασε, κι όποιος δρα βρίσκει και συμμάχους. Αλλά αυτό δεν φθάνει. Ο εχθρός σου καθορίζει και το επίπεδο της δικής σου ετοιμότητας. Η ελληνική κοινωνία οφείλει να υπερβεί το πεδίο των ψευδαισθήσεων μιας εξασφαλισμένης ειρήνης και μιας βέβαιης έξωθεν προστασίας.
Κανένα «ενιαίο ευρωπαϊκό κράτος», αν ποτέ αυτό δημιουργηθεί, δεν μπορεί να μας διασώσει. Από το μοντέλο παραγωγής έως την εκπαίδευση, και από την άμυνα έως και τον τρόπο λειτουργίας των θεσμών η χώρα πρέπει να αναγεννηθεί, αν επιθυμεί να επιζήσει. Όλα τα μεγέθη, και πρωτίστως τα δημογραφικά, είναι εναντίον μας. Η προσπάθεια που πρέπει να καταβληθεί είναι τιτάνια, αλλά δεν υπάρχει άλλη οδός σωτηρίας, αν δεν θέλουμε να ακυρωθούν όλα όσα πέτυχε η επανάσταση του 1821, δύο μόλις αιώνες από την εκδήλωσή της
Ο Σωτήρης Δημόπουλος είναι Διδάκτωρ Κοινωνιολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου & Πτυχιούχος του Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων του Κιέβου. Εργάζεται ως Πολιτικός Αναλυτής.