Ο 21ος αιώνας φαίνεται πως οδεύει και πάλι σε μια πόλωση σε παγκόσμιο επίπεδο, που έχει σημαντικές διαφορές, αλλά και ομοιότητες με τις αντιπαραθέσεις που ζήσαμε στην εποχή του Ψυχρού Πολέμου.

Υπεράνω ιδεολογιών και πολιτειακών συστημάτων, έχει γίνει σαφές πως «η πολιτική είναι η τέχνη του εφικτού». To σκεπτικό αυτό αφήνει πολλές ερμηνείες, άλλες θετικές και άλλες αρνητικές. Με βάση την καλή πλευρά της ιστορίας, η κοινοβουλευτική δημοκρατία είναι το δικαιότερο όπλο διακυβέρνησης που έχουμε στη διάθεσή μας, καθώς συγκριτικά με άλλες μορφές άσκησης εξουσίας περιέχει τα καλύτερα στοιχεία: ανάδειξη κυβέρνησης με εκλογές, ελευθερία του Τύπου, ελεύθερη διακίνηση απόψεων και ιδεών, υπεράσπιση ανθρώπινων δικαιωμάτων, σεξουαλικές ελευθερίες, απόρριψη φυλετικών διακρίσεων, ισότητα των φύλων, κρατική πρόνοια και ίσες επαγγελματικές ευκαιρίες για όλους.

Χρειάστηκαν περισσότεροι από δύο αιώνες, από τον Πόλεμο της Ανεξαρτησίας στις ΗΠΑ και την Γαλλική Επανάσταση, για να φτάσουμε ως εδώ. Στο χρονικό αυτό διάστημα αδικήθηκαν δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι και χύθηκε πολύ αίμα, αλλά ωστόσο κάπου καταλήξαμε. Στις ημέρες μας, οι ισχυρότεροι εκπρόσωποι της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας είναι οι χώρες της δυτικής Ευρώπης συμπεριλαμβανομένων και των συνταγματικών μοναρχιών της, ο Καναδάς, οι ΗΠΑ, κάποιες από τις αναπτυγμένες βιομηχανικά χώρες της Ασίας και η Αυστραλία μαζί με τη Νέα Ζηλανδία. Όλα τα προαναφερόμενα κράτη, που κυβερνώνται μέσω των Κοινοβουλίων τους, μάθαμε να τα αναφέρουμε με τον αδόκιμο πλέον όρο «Δύση». Με αυτόν θα προχωρήσουμε το αφήγημά μας στη συνέχεια, χάριν συντομίας.

Έχουν οι δημοκρατίες ατέλειες;

Σε τούτη τη ζωή, τίποτα δεν είναι τέλειο. Πάντα θα υπάρχουν βάσιμοι λόγοι για να διαμαρτυρόμαστε και για να αναζητάμε το βέλτιστο. Το ίδιο ισχύει και για τις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, που έχουν αρκετά ελαττώματα, παρά τις καλές τους προθέσεις. Πρώτα και κύρια, τις αντιπαλεύονται αντικρουόμενα οικονομικά συμφέροντα, τα οποία φυσικά αντιμάχονται και μεταξύ τους. Αυτό έχει ως συνέπεια να κυριαρχεί σε αρκετές από αυτές ο πελατειακός χαρακτήρας, όπου ομάδες συμφερόντων ελέγχουν κομματικούς σχηματισμούς, οι οποίοι όταν ανέρχονται στην εξουσία τις ευνοούν μέσω φωτογραφικών νομικών διατάξεων και κανονισμών. Στις χειρότερες των περιπτώσεων, όλο αυτό αποκαλείται «διαφθορά».

Ένα ακόμη «φάουλ» είναι τα σύνθετα εκλογικά συστήματα, με βάση τα οποία διεξάγονται ανά τον κόσμο οι ψηφοφορίες. Λογιστικά τερτίπια, bonus στα κόμματα που προηγούνται σε απόλυτους αριθμούς, πλαφόν εισόδου στο Κοινοβούλιο και διάφορες εξαιρέσεις τοπικιστικού χαρακτήρα συχνά αλλοιώνουν αυτά που αποφάσισε το εκλογικό σώμα με την ψήφο του. Για παράδειγμα, πολλές φορές βλέπουμε ένα κόμμα που συγκέντρωσε το 32% των ψήφων, να καταλαμβάνει το 55% των εδρών του Κοινοβουλίου και να κυβερνά ως πλειοψηφία (ενώ στην πραγματικότητα, με βάση τους αριθμούς είναι μειοψηφία).

Ακόμη, στις λιγότερο εξελιγμένες κοινοβουλευτικές δημοκρατίες παίζεται πολύ το χαρτί της «αυτοδυναμίας», παρά το γεγονός ότι μια χαρά τα καταφέρνουν στη λειτουργία τους και οι πολυκομματικές κυβερνήσεις (στην Ελλάδα αυτό το μοντέλο δεν έχει «περπατήσει», μελλοντικά όμως τίποτε δεν αποκλείεται).

Επίσης, σε πολλές περιπτώσεις ο Τύπος δεν έχει σταθεί στο ύψος του, καθώς ελέγχεται από τα κόμματα εξουσίας μέσω αμφισβητήσιμων για τις προθέσεις τους κρατικών επιχορηγήσεων για την οικονομική ενίσχυσή του. Aυτό έχει ως συνέπεια τη δημιουργία «στρατοπέδων» στην ενημέρωση, με τους χαρακτηρισμούς «κυβερνητικός Τύπος» και «αντιπολιτευόμενος Τύπος». Το αποτέλεσμα είναι να παρατηρούνται φαινόμενα υποστήριξης των κυβερνητικών ενεργειών από τη δική τους μερίδα του Τύπου, ακόμα κι αν αυτές είναι καταφανώς λανθασμένες. Το αντίστοιχο συμβαίνει και από την άλλη πλευρά, όπου ακόμη κι η πιο στείρα αντιπολίτευση τυχαίνει ένθερμης υποστήριξης σε κάθε περίπτωση.

Αυτό υποβιβάζει την δημοσιογραφία από λειτούργημα σε επάγγελμα, οδηγώντας την συχνά στα όρια του παρασιτισμού.

Επιπλέον, υπάρχει το γεγονός ότι εκατομμύρια ψηφοφόροι σε όλο τον κόσμο επιλέγουν αυτούς που θα τους κυβερνήσουν με κριτήρια που απέχουν παρασάγγας από την πολιτική σκέψη (ο υποψήφιος κρίνεται από το πόσο «τσαμπουκά» βγάζει προς τα έξω, άσχετα από το πολιτικό του πρόγραμμα, που μπορεί να είναι «για τα πανηγύρια»). Τέλος, υπάρχει και το φαινόμενο της κατάληψης κυβερνητικών θέσεων από άτομα που ουδεμία σχέση έχουν με το αντικείμενο και την αποστολή που τους ανατίθεται, με συνέπεια λάθος αποφάσεις και πρακτικές, οι οποίες συνήθως κοστίζουν εκατομμύρια.

Αυτά είναι μόνο, τελειώσαμε;

Ατυχώς, όχι. Η «Δύση» βαρύνεται και από μια σειρά αρνητικές πρωτοβουλίες, της εποχής κυρίως του Ψυχρού Πολέμου: στήριξη δικτατορικών γεγονότων για την ανάσχεση του άλλοτε υπαρκτού σοσιαλισμού, πτώση μη φιλικών της δημοκρατικά εκλεγμένων κυβερνήσεων μέσω συνομωσιών, υποστήριξη σε κυβερνήσεις-μαριονέτες που καταπατούσαν στοιχειώδη ανθρώπινα δικαιώματα, ξεκίνημα πολέμων πολύ μακριά από την έδρα της (ΗΠΑ-Βιετνάμ), απομύζηση πολύτιμων πόρων από ασθενέστερα κράτη, οικονομικοί αποκλεισμοί και στέρηση αγαθών σε βάρος εκατομμυρίων ανθρώπων με μοναδικό σκοπό το κέρδος, δημιουργία χάους στη Μέση Ανατολή, στήριξη αποικιοκρατίας σχεδόν ως τα μέσα της δεκαετίας του ’60 (σταματάμε εδώ, γιατί υπάρχουν κι άλλα).

Η κατάσταση βελτιώθηκε μετά την κατάρρευση του άλλοτε υπαρκτού σοσιαλισμού, ωστόσο πλήρης αποθεραπεία δεν υπήρξε, όπως αποδεικνύεται από τα γεγονότα στη Συρία, στο Ιράκ και στο Αφγανιστάν (οι διαχρονικοί παρεμβατισμοί της «Δύσης»σε αυτά τα κράτη αποδείχτηκαν καταστροφικοί).

Στις ημέρες μας, οι κοινοβουλευτικές δημοκρατίες λειτουργούν καλά από θεσμικής πλευράς, αλλά μόνο εντός των εθνικών τους συνόρων. Έξω από αυτά συνεχίζονται οι αντιξοότητες, αφού το εθνικό συμφέρον του κάθε κράτους που αυτοπροσδιορίζεται ως «μοντέλο», συνεχίζει να υπερισχύει του γενικού. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύει μέχρι στιγμής η αντιμετώπιση του προσφυγικού προβλήματος από τις δυτικοευρωπαϊκές δημοκρατίες. Από όλα αυτά συμπεραίνεται ότι θα χρειαστούν πολλά ακόμα χρόνια ώσπου να καλλιεργηθεί ένα γενικευμένο κλίμα εμπιστοσύνης, σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις της «Δύσης».

O υποβιβασμός της δημοκρατίας

Στον αντίποδα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας συσπειρώνεται ένας αριθμός από κράτη, που αυτοπροσδιορίζονται ως «δημοκρατίες», χωρίς να έχουν τα τυπικά προσόντα. Και, εν τάχει, εξηγούμεθα: περιορισμός των ανθρώπινων δικαιωμάτων, καταπίεση μειονοτήτων, υπερεξουσίες σε ένα και μόνο πρόσωπο, προσωπολατρεία, λογοκρισία και περιορισμός της ελευθερίας του Τύπου, κατάληψη νευραλγικών θέσεων στο κράτος από στενούς συγγενείς του «ηγέτη», κατάργηση ή χειραγώγηση εκλογικής διαδικασίας, αναξιοκρατία, φυλακίσεις και δολοφονίες δημοσιογράφων, υπέρμετρη αστυνομική και στρατιωτική βία, κηρύγματα μίσους και διχαστικές συμπεριφορές, εξουδετέρωση αντιπολιτευτικών φωνών με δηλητηριάσεις, εκπαραθυρώσεις και εκμπαλκονίσεις, κατηγορίες για τρομοκρατία σε όσους αντιπολιτεύονται.

Το «μοντελάκι» αυτό του τρόπου άσκησης της εξουσίας είναι σχετικά πρόσφατο και μας προέκυψε αρκετά χρόνια μετά τη λήξη του Ψυχρού Πολέμου. Επί της ουσίας κάπου μας αιφνιδίασε, αφού οι περισσότεροι δεν το περιμέναμε (αν και, όπως θα δούμε παρακάτω, υπέβοσκε στο παρασκήνιο). Σε κάθε περίπτωση, αυτού του είδους οι «δημοκρατίες», έχουν χάσει το ηθικό δικαίωμα να χαρακτηρίζονται ως τέτοιες. Κατόπιν αυτού, ο πιο δόκιμος όρος είναι μόνο ένας: καθεστώτα.

Το καθεστώς Ερντογάν και το σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότωφ

Ξεχωριστή περίπτωση, έως και μεμονωμένη μεταξύ αυτών, αποτελεί το καθεστώς Ερντογάν. Συγκεντρώνει όλα τα προαναφερόμενα χαρακτηριστικά, με την επισήμανση ότι εκτός των άλλων επιδιώκει να μεταβληθεί και σε υπερδύναμη μεταξύ των μουσουλμανικών κρατών, φιλοδοξία που το φέρνει σε αντιπαράθεση με τους πρωταγωνιστές της παγκόσμιας πολιτικής σκηνής (διάσταση απόψεων με τις ΗΠΑ, υποτονικές αντιδράσεις εκ μέρους της ΕΕ, αμηχανία σε συνδυασμό με ενόχληση από την πλευρά της Ρωσίας).

Επιπλέον, το «χώσιμο» στα εσωτερικά της Λιβύης, η διατήρηση στρατιωτικής δύναμης στην υποσαχάρια Αφρική και στο Κέρας της (Σομαλία), αλλά και οι συχνές επιδρομές χωρίς τη συγκατάθεση κανενός στην βορειοδυτική Συρία με το πρόσχημα της εξόντωσης των «τρομοκρατών» Κούρδων, δείχνει πως ακολουθεί μια παλιομοδίτικη στρατηγική, μη αντιλαμβανόμενο ότι ακόμα κι ο ιμπεριαλισμός έχει εκσυγχρονιστεί. Ημιαπομονωμένο πολιτικά για την ώρα, το καθεστώς του οποίου ο ηγέτης κυβερνά με διατάγματα (όπως ο Αδόλφος Χίτλερ) είναι το μοναδικό από την εποχή της υπογραφής του συμφώνου Ρίμπεντροπ-Μολότωφ (Αύγουστος 1939) που με επίσημες δηλώσεις του απειλεί ξεκάθαρα τα κυριαρχικά δικαιώματα ευρωπαϊκού κράτους.

Παλιές δοκιμασμένες λύσεις

Στα τέλη της δεκαετίας του ’40 όλες οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, που είχαν κατακτηθεί από τους Ναζί και απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό, απέκτησαν σοσιαλιστικού τύπου κυβερνήσεις. Με τον χρόνο να πιέζει, για να γίνει αυτό χρησιμοποιήθηκαν (εκτός από κομμουνιστές και συντηρητικούς ή ακροδεξιούς πολιτικούς) και αρκετοί δοσίλογοι ναζιστές, τους οποίους τα SS είχαν τοποθετήσει σε κυβερνητικές θέσεις. Μέσα σε μια νύχτα, όλοι αυτοί μεταβλήθηκαν σε «πρωτομάστορες» του υπαρκτού σοσιαλισμού, προκειμένου να δημιουργηθεί ένα νέο status quo στην Ευρώπη. Δεκαετίες αργότερα, όταν ο υπαρκτός κατέρρευσε και οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες ανεξαρτητοποιήθηκαν, η ιστορία επανελήφθη.

Για όσους πίστευαν ότι όταν συμβαίνει αυτό πρόκειται για φάρσα, δυστυχώς διαψεύστηκαν, για μία και μοναδική φορά ήταν αλήθεια: οι πρώην σοβιετικές δημοκρατίες βρέθηκαν σύντομα να έχουν στην πλειοψηφία τους ως ηγέτες μεγαλοστελέχη του πρώην υπαρκτού σοσιαλισμού, οι οποίοι «κατσικώθηκαν» στην εξουσία για δεκαετίες, καταλαμβάνοντας και απολυταρχικά ποσοστά στις όποιες εκλογικές διαδικασίες.

Επίσης σύντομα, στόλισαν με τα αγάλματά τους κεντρικά σημεία των πρωτευουσών τους, όπως γινόταν επί σταλινισμού. Ακόμη πιο σύντομα, βρέθηκαν με τεράστιες περιουσίες. Η οικογένεια Ναζαρμπάγεφ, για παράδειγμα, απέκτησε ακίνητα αξίας 530 εκατομμυρίων λιρών στο Λονδίνο (τα οποία προφανώς πληρώθηκαν από τον μηνιαίο μισθό του προέδρου).

Εξυπακούεται ότι οι χώρες αυτές απέκτησαν η κάθε μία το δικό της «καθεστώς» υπό τις ευλογίες της Μόσχας, που δεν γνώρισε ποτέ τίποτε άλλο από ολοκληρωτισμούς (από τους τσάρους οδηγήθηκε στο ΚΚΣΕ) και δεν ήθελε στο γεωγραφικό υπογάστριό της λαούς με αντιρρήσεις και δημοκρατικές ευαισθησίες.

Από το Σύμφωνο της Βαρσοβίας στην CSTO

Τα πρόσφατα γεγονότα στο Καζακστάν, με τους εκατοντάδες νεκρούς, έφεραν στην επικαιρότητα και μια στρατιωτική συμμαχία έξι κρατών, με το ακρωνύμιο CSTO: Collective Security Treaty Organization, ο Συνασπισμός Συλλογικής Ασφαλείας που αποτελείται από τη Ρωσία και ακόμη πέντε πρώην σοβιετικά κράτη (Αρμενία, Κιργιστάν, Τατζικιστάν, Kαζακστάν, Λευκορωσία).

Ο συνασπισμός αυτός μέσω των Ρώσων αλεξιπτωτιστών έκανε αισθητή την παρουσία του στο Καζακστάν τις ημέρες της κρίσης, χωρίς να παρέμβει, άλλωστε δεν χρειαζόταν (η κυβέρνηση νίκησε και η τάξη αποκαταστάθηκε).

Παρά το ότι δεν χρησιμοποίησε βία η παρουσία του την υπονόησε, φέρνοντας στο νου των παλαιότερων το καταργημένο σήμερα Σύμφωνο της Βαρσοβίας, οι στρατιωτικές δυνάμεις του οποίου κατέπνιξαν τις λαϊκές εξεγέρσεις στη Βουδαπέστη το 1956 και στην Πράγα το 1968.

Έτσι, ακόμη μια δοκιμασμένη λύση από το παρελθόν επανήλθε στην επικαιρότητα, δίνοντας περαιτέρω «πόντους» στην αναβάθμιση του Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), που από απομεινάρι του Ψυχρού Πολέμου απέκτησε σταδιακά ξανά ρόλο στα πράγματα, ιδιαίτερα μετά την έναρξη της πολύχρονης κρίσης στις σχέσεις Ουκρανίας και Ρωσίας, προσπαθώντας να προσεταιριστεί την πρώτη. Να λοιπόν που είμαστε ξανά εδώ, όλοι μαζί, όπως πρώτα!

Τις επόμενες ημέρες, ο μιμητής του σουλτάνου στην εργαλειοποίηση των προσφύγων «αεροπειρατής» από το Μινσκ και τα καθεστώτα του Ερντογάν και της Κίνας εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για την πάταξη των «συμμοριτών». Όλα είναι πάλι τέλεια, όπως παλιά, αρκεί να μην αναφέρονται επικίνδυνες λέξεις, όπως η δημοκρατία, η ελευθεροτυπία και η ελεύθερη διακίνηση των ιδεών.

Τί μπορεί να φέρνουν όλα αυτά;

Προφανώς μια νέα αντιπαλότητα, που αυτή τη φορά δεν ενδύεται με τον ψευδή, όπως εκ των υστέρων αποδείχτηκε, μανδύα της αντιπαράθεσης ιδεολογιών και πολιτειακών συστημάτων. Στο ένα στρατόπεδο θα βρίσκονται οι δυτικές δημοκρατίες και στο άλλο τα καθεστώτα, με βασικούς πρωταγωνιστές από τη μία πλευρά τις ΗΠΑ και από την άλλη τη Ρωσία (άλλαξε ο Μανωλιός κι έβαλε τα ρούχα αλλιώς; Ίδωμεν).

Η Δύση θα έχει το μειονέκτημα της αμφισβήτησης των καλών προθέσεών της, λόγω των παλαιών της αμαρτιών, τις οποίες θα τις υπενθυμίζουν σε κάθε ευκαιρία οι εκπρόσωποι των καθεστώτων.

Άλλωστε, αυτό ήδη συμβαίνει, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι ελάχιστα χρόνια πριν ο ημιμαθής περί της Ιστορίας Ερντογάν χαρακτήρισε τους σημερινούς Γερμανούς «εγγόνια του Χίτλερ». Ένα ακόμη μειονέκτημα στον αγώνα κατά των καθεστώτων είναι η έλλειψη βούλησης από την ΕΕ, καθώς οι λαοί της Ευρώπης δεν χρειάζονται ένα οργανωμένο λογιστήριο, αλλά μια ενιαία πολιτική πλατφόρμα που θα τους εκφράζει (και δεν την έχουν). Στον αντίποδα, τα καθεστώτα θα αναγκαστούν να εντείνουν τους μηχανισμούς καταστολής τους, αφού οι εξεγέρσεις τύπου Καζακστάν θα επαναληφθούν με μαθηματική βεβαιότητα και σε άλλες χώρες. Για να αντιμετωπιστούν οι λαϊκές εξεγέρσεις, υπάρχει μια πιθανότητα η Ρωσία στο μέλλον να αναγκαστεί να επιστρέψει στα σύνορα της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών, με ειρηνικό ή όχι τρόπο. Με όλα αυτά τα σενάρια, ο Ψυχρός Πόλεμος μοιάζει να επιστρέφει, σε διαφορετική μορφή. Με τα πυρηνικά συστήματα απενεργοποιημένα (δεν παίρνουμε και όρκο ότι θα παραμείνουν έτσι) ο κόσμος που έρχεται μάλλον δεν θα ζήσει την αγωνία του 1962 (κρίση των πυραύλων στην Κούβα), θα βρίσκεται όμως για πολύ καιρό σε μόνιμο άγχος, με την ανάπτυξη ακόμη περισσότερων συμβατικών όπλων και την κινητοποίηση μεγαλύτερου σε αριθμό ανθρώπινου δυναμικού.

Θα αρκεί μια σπίθα για να ανάψει το φυτίλι και δεν ξέρεις σε ποια γωνιά του πλανήτη θα συμβεί αυτό.

Όλα αυτά δεν σημαίνουν οπωσδήποτε ότι θα φτάσουμε σε έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο, οι πιθανότητες όμως να βρεθούμε πολύ κοντά σε ένα τέτοιο σενάριο περισσότερες από μία φορές, είναι υπαρκτές.

Ο κόσμος της βίας

Θεωρητικά η ανθρώπινη ζωή είναι πολύτιμη, όμως η Ιστορία έχει αποδείξει ότι για αυτούς που γυρίζουν ανάποδα τον τροχό της δεν έχει καμία αξία. Το είδος μας είναι κατά βάση βίαιο, σχεδόν δεν υπάρχει ούτε μέτρο σε αυτόν τον πλανήτη, που να μην έχει χυθεί άδικα αίμα. Η παγκόσμια ειρήνη θα αργήσει πολύ ακόμη, ελπίζουμε να μην έχει σβήσει ο ήλιος μέχρι τότε. Χρέος όσων μπορούν ακόμα να σκεφτούν πέρα από το ατομικό συμφέρον τους, είναι να μείνουν στην καλή πλευρά, χωρίς να περιμένουν κάποιο όφελος ή μια μορφή ανταμοιβής. Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μιαν Ελένη…

πηγή κεντρικής φωτογραφίας