Ένα παιδί, όταν ήταν ένδεκα ετών βρέθηκε μαζί με τον πατέρα του έξω από τη Βουλή τη νύχτα της Μεταπολίτευσης. Για πρώτη φορά, ύστερα από 50 χρόνια, γράφει όσα έζησε

Τα καλοκαίρια, οι μετανάστες έρχονταν στην Ελλάδα. Συνήθως, έφταναν στη χώρα με μια παλιά Mercedes ή με μια BMW δεκαετίας, όπως κάνουν όλες οι εθνικότητες όταν δουλεύουν εργάτες στην Ευρώπη. Ήταν σημαντικό να δει ο συγχωριανός πόσο καλά τα κατάφερες με τα οικονομικά σου. Κι αν δεν είχες τη δυνατότητα να δώσεις λίγες εκατοντάδες μάρκα για να αποκτήσεις ένα αμάξι γοήτρου, μπορούσες να το νοικιάσεις για λίγες εβδομάδες και να κάνεις το «κομμάτι» σου στο χωριό. Οι μετανάστες δεν καταλάβαιναν πολλά από απαγορεύσεις. Θες από αντίδραση, θες επειδή φέρνανε το συνάλλαγμα στην πατρίδα και είχαν άλλο αέρα στα φερσίματά τους, έβαζαν Θεοδωράκη στις μεγάλες κασέτες των 8 track κι έφταναν στις παραλίες με τον ήχο στο τέρμα. H «Mαργαρίτα η Μαργαρώ» ακουγόταν παντού, όπως και διάφορα αντιστασιακά τραγούδια, τα οποία οι υπάλληλοι της χούντας παρίσταναν πως δεν άκουγαν, επιβεβαιώνοντας με τη στάση τους αυτή πως τα λεφτά είναι ανώτερα της πολιτικής. Οι Έλληνες, τότε, έκαναν οικογενειακές διακοπές. Μαζεύονταν στα χωριά, κοντά στις γιαγιάδες και στους παππούδες. Θείοι, ανήψια, γαμπροί, νύφες, αδέλφια και εγγόνια έτρωγαν όλοι μαζί και ύστερα πήγαιναν για μπάνιο ή έστηναν ένα μεγαλοπρεπή καυγά, που ξεχνιόταν στην πρώτη ευκαιρία. Ήταν η εποχή που έρχονταν πιο κοντά τα ξαδέλφια. Μπορούσες ελεύθερα να αγαπήσεις χωρίς ανταπόκριση μια ξαδέλφη σου, αλλά και χωρίς να το μάθει κανένας, ώσπου να έρθει ο Σεπτέμβριος και να αρχίσει ξανά το σχολείο. Ωστόσο, το καλοκαίρι του 1974, δεν έμοιαζε με κανένα από τα προηγούμενα…

Το πρωινό της 20ης Ιουλίου, η άσφαλτος της οδού Κυψέλης κοντά στη συμβολή της με την Ευελπίδων, θύμιζε σκηνικό αρχαίας τραγωδίας: Τρεις μαυροφορεμένες γριές με μαντήλα στο κεφάλι, έτρεχαν πάνω-κάτω στο δρόμο φωνάζοντας «πόλεμος! πόλεμος!». Μέσα σε λίγα λεπτά, δεκάδες άνθρωποι εισέβαλλαν στο supermarket της περιοχής, κατεβάζοντας από τα ράφια τα πάντα. Είναι εντυπωσιακό το πόσο γρήγορα άδειασε το μαγαζί από προϊόντα, ωστόσο υπήρχε ένας πολύ ισχυρός λόγος για να συμβεί αυτό, αφού τριάντα και κάτι χρόνια νωρίτερα η Αθήνα είχε ζήσει την πείνα με τον χειρότερο τρόπο. Μέχρι και σήμερα, κανείς δεν είναι σε θέση να πει πόσοι χάθηκαν στην πρωτεύουσα, από έλλειψη τροφής, στα πρώτα χρόνια της Κατοχής.

Ο πατέρας έμαθε για τον πόλεμο, έξω από το Βελιγράδι, καθώς το ταξίδι του για την Ελλάδα είχε ξεκινήσει. Στη Δυτική Γερμανία δούλευε οδηγός στα μεγάλα φορτηγά, που κουβαλούσαν οικοδομικά υλικά. Ήταν πολύ καλός στο τιμόνι, το δίπλωμά του είχε επάνω του όλες τις σφραγίδες που μπορούσε να αποκτήσει ένας οδηγός. Επίσης, είχε και διαφορετική νοοτροπία, δεν ήθελε να επισκέπτεται την Ελλάδα με τον τρόπο που το έκαναν όλοι. Αντί για BMW ή Mercedes, εκείνος προτίμησε ένα εξακύλινδρο Opel Commodore των 2.5 λίτρων με κόκκινο αμάξωμα και μαύρη οροφή. Έφτασε στο σπίτι μέσα στη νύχτα, φανερά αναστατωμένος. Ύστερα από λίγες ώρες πήρε το γιό του και έφυγε για την Κόρινθο, για να δει κάποιους συγγενείς του, που είχαν επιστρατευτεί. Προηγούμενα, παρουσιάστηκε στο στρατολογικό γραφείο της πόλης, για να μάθει αν τον χρειάζονταν. Τελικά, δεν υπήρχε κάποια κλήση γι αυτόν, καθώς είχε περάσει τα 45 και σε αυτή τη φάση δεν θα τον καλούσαν. Μπορεί αργότερα, αν χειροτέρευαν τα πράγματα.

Στο στρατόπεδο των επιστρατευμένων βασίλευε η σκόνη, καθώς δεκάδες στρατιωτικά οχήματα έμπαιναν και έβγαιναν από την πύλη, φορτωμένα με εφόδια και κόσμο. Οι άνδρες που είχαν βρεθεί τόσο απρόοπτα εκεί, δεν φαίνονταν καθόλου ψύχραιμοι. Κάποιοι έβριζαν, κάποιοι άλλοι έκλαιγαν και τίποτα δεν φαινόταν να πηγαίνει καλά. Πολλοί προσπαθούσαν να στήσουν τις σκηνές που τους δόθηκαν για να κοιμηθούν το βράδυ, καθώς δεν χωρούσαν όλοι στους θαλάμους, ενώ άλλοι έψαχναν να βρουν από πού θα τις προμηθευτούν. Οι φήμες έδιναν και έπαιρναν στις μεταξύ τους συζητήσεις, ορισμένοι έλεγαν ότι τα κιβώτια με τα όπλα είχαν μέσα πέτρες, ότι το παιχνίδι ήταν χαμένο και άλλα τέτοια. Ήταν μια δυσάρεστη κατάσταση, η οποία δεν έδειχνε σημάδια βελτίωσης. Πατέρας και γιός έμειναν εκεί ως αργά το βράδι, προσπαθώντας να δώσουν κουράγιο στους συγγενείς. Ύστερα, μπήκαν στο Commodore και έφυγαν. Στο δρόμο, ο πατέρας δεν μιλούσε καθόλου, δεν υπήρχε κάτι να πεις, οι περιστάσεις ήταν δραματικές. Η σιωπή έσπασε λίγο πριν την Κακιά Σκάλα, όταν τους προσπέρασαν κάποια αυτοκίνητα κορνάροντας επίμονα και ρυθμικά. Σε λίγο, ακούστηκαν και φωνές «ε-ε-έρχεται», «ε-ε-έρχεται». «Ποιος έρχεται ρε παιδιά;» ρώτησε ο πατέρας κατεβάζοντας το παράθυρό του «έρχεται ο Καραμανλής, η χούντα πέφτει απόψε» του απάντησαν.

Ο πατέρας ενθουσιάστηκε και μέσα σε μια στιγμή αποφάσισε να ακολουθήσει το «καραβάνι» των αυτοκινήτων. Δεν είχε κάποια συγκεκριμένη ιδεολογία, ούτε ήταν οπαδός κάποιου κόμματος, τα είχε μέσα του μάλλον μπερδεμένα και οι πολιτικές του απόψεις ήταν συγκεχυμένες. Εκείνη τη βραδιά όμως, ήταν υπέρ της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας όπως κι αν ερχόταν αυτή, αφού η χούντα κατάφερε να φέρει τη χώρα στα πρόθυρα μιας εθνικής τραγωδίας. Ο μικρός, δεν θυμάται πολλά πράγματα από τη διαδρομή ως τη Βουλή, παρά μόνο κορναρίσματα και συνθήματα. Ο κόσμος ήταν πολύς, τα αυτοκίνητα πάρα πολλά κι ο ενθουσιασμός μεγάλος. Βέβαια, η Αθήνα ήταν διαφορετική τότε και οι συγκρίσεις με το σήμερα, είναι μάλλον ατυχείς. Για παράδειγμα, η αυθόρμητη κινητοποίηση για την κατάκτηση του Euro το 2004 ήταν πολύ πιο ογκωδέστερη, αφού ο πληθυσμός της Αθήνας είχε πλέον αυξηθεί και τα κυκλοφορούντα αυτοκίνητα ήταν πολύ περισσότερα.

Το δίδυμο του Commodore έφτασε στο κέντρο της Αθήνας, την ώρα που τα ραδιόφωνα μετέδιδαν πως σε λίγο το αεροπλάνο του προέδρου της Γαλλίας που έφερνε τον Καραμανλή, θα προσγειωνόταν στο αεροδρόμιο του Ελληνικού. Πατέρας και γιός παράτησαν το Opel σε ένα στενό στις αρχές της λεωφόρου Συγγρού και ύστερα κατευθύνθηκαν με τα πόδια προς τη Βουλή. Σταμάτησαν μπροστά στην πύλη του Αδριανού, ήταν αδύνατο να προχωρήσουν περισσότερο, καθώς το πεζοδρόμιο και το οδόστρωμα στην βασιλίσσης Αμαλίας από το σημείο εκείνο έως το ξενοδοχείο της Μεγάλης Βρετανίας ήταν γεμάτο από κόσμο. Αναγκαστικά, έμειναν εκεί, μαθαίνοντας πως η μαύρη Mercedes που έφερνε τον Καραμανλή είχε ήδη ξεκινήσει από το αεροδρόμιο. Το ραντεβού τους με την Ιστορία, είχε κλειστεί…

Λίγο πριν τις 4 το πρωί, η γερμανική λιμουζίνα έφτασε στο ύψος των στηλών του Ολυμπίου Διός, ενθουσιάζοντας το πλήθος που περίμενε πέριξ της πλατείας Συντάγματος. Το αυτοκίνητο κατευθυνόταν προς τη Βουλή, αργά και με προσοχή, να μη τραυματίσει κανέναν. Ο μικρός δεν θυμάται πόσα λεπτά χρειάστηκαν, ώσπου η Mercedes να φτάσει ακριβώς μπροστά τους. Σε μια σκανδαλωδώς ευνοϊκή συγκυρία που κράτησε λίγες στιγμές, βρέθηκαν σε απόσταση εκατοστών από τη λιμουζίνα, που ακινητοποιήθηκε για να μη χτυπήσει τα άτομα που είχαν σχεδόν ανέβει στον προφυλακτήρα της. Την ίδια ώρα, δημιουργήθηκε ένα μικρό κενό από κόσμο στην αριστερή πλευρά του αυτοκινήτου, ενώ πίσω από τον οδηγό καθόταν ο Καραμανλής. Ο πατέρας δεν έχασε την ευκαιρία και βγάζοντας τον αυθορμητισμό του όρμησε στο πίσω τζάμι, φιλώντας το δυνατά, αφού δεν μπορούσε να φιλήσει τον ίδιο. Ο γιός, με μια έκφραση απορίας, στεκόταν λίγο πιο πίσω, προσπαθώντας να προστατέψει τα μάτια του από τα φλας των φωτογράφων.

Από ένστικτο, γύρισε το κεφάλι του ξανά προς το αυτοκίνητο και μέσα στην αθωότητα της παιδικής του ψυχής κοίταξε τον Καραμανλή στα μάτια. Ήταν τόσο κοντά άλλωστε, ούτε μισό μέτρο δεν απείχε από αυτόν. Ο άνθρωπος που κλήθηκε να σώσει τη χώρα, είχε ακουμπήσει στο παράθυρο και κοίταζε προς τα έξω. Στο πρόσωπό του σχηματιζόταν κάτι σαν αδιόρατα θλιμμένο χαμόγελο και είχε το χέρι του κάτω από το πηγούνι. Το βλέμμα του ήταν απλανές, ήταν σίγουρο πως δεν τον είδε. Χρόνια αργότερα, σε μια συνέντευξή του ο Καραμανλής ρωτήθηκε τι σκεφτόταν, όταν έφτασε έξω από τη Βουλή. Η απάντησή του, τα έλεγε όλα: «Έπρεπε να σταματήσω την εισβολή των Τούρκων στην Κύπρο, να δω τι θα κάνω με το ΝΑΤΟ, να δικάσω τη χούντα, να φτιάξω νέο Σύνταγμα, να προκηρύξω εκλογές, να νομιμοποιήσω το ΚΚΕ και να ξαναβάλω τη χώρα σε δημοκρατική πορεία».

Ο μικρός δεν ξέρει πόσα δευτερόλεπτα κράτησε αυτό το ισόβια διατηρημένο στη μνήμη επεισόδιο, αλλά θυμάται πάρα πολύ καλά όλη την αργή λόγω της πολυκοσμίας πορεία της Mercedes μέχρι την είσοδο της Βουλής, εν μέσω συνθημάτων που δονούσαν την ατμόσφαιρα. Κάποια στιγμή, το αυτοκίνητο έστριψε δεξιά και χάθηκε από τα μάτια του, είχε φτάσει η ώρα η κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας να ορκιστεί μέσα στο κτίριο που κάποτε ήταν ανάκτορα και τώρα έδρα της Βουλής των Ελλήνων. Χρειάστηκαν δεκαετίες για να συνειδητοποιήσει πόσο σημαντικό για την Ελλάδα ήταν το γεγονός, του οποίου υπήρξε αυτόπτης μάρτυρας.

Υ.Γ. Η φωτογραφία του πατέρα και του γιού στην πύλη του Αδριανού, δίπλα στο αυτοκίνητο, δημοσιεύτηκε τις επόμενες ημέρες σε μια εφημερίδα, που δεν θυμόμαστε καν ποια είναι. Μη αντιλαμβανόμενοι τότε την ιστορικότητα της στιγμής, δεν φυλάξαμε εκείνο το φύλλο. Η εφημερίδα έκλεισε πριν το ξεκίνημα της ψηφιακής εποχής, οπότε περιμένουμε κάποιο αφιέρωμα να την αποκαλύψει ξανά. Αν δείτε κάπου έναν κύριο με φαλακρίτσα να φιλά το παρμπρίζ της Mercedes κι έναν κοντοκουρεμένο μικρούλη με κοντό παντελονάκι δίπλα του να κοιτάζει στο εσωτερικό της, στείλτε μας ένα μήνυμα. Είμαστε εμείς. Ο πατέρας δεν ζει πλέον, αλλά κάποιο τρόπο θα σκεφτούμε, μήπως μάθει πως τη βρήκαμε…