Η συνέντευξη-συζήτηση με τη Βάσω Κιντή, καθηγήτρια φιλοσοφίας…είναι μεγάλη. Ωστόσο διαβάζεται και αποσπασματικά αν σας κουράσει το μέγεθος. Το βέβαιον είναι ότι μιλήσαμε για την ενημέρωση και την εγκυρότητα της πληροφορίας, τις πεποιθήσεις και την ρητορική, την παιδεία στα μέσα και την ειδησεογραφική παιδεία, την αλήθεια και το ψέμα. Για ζητήματα, δηλαδή, που στις μέρες μας κάνουν την εμφάνισή τους ως πρωταγωνιστές στις εκλογές Αμερικής και Ευρώπης, στις δημοσιεύσεις όλων μας στα social media, στις αποφάσεις μας για την υγεία των παιδιών, στις αποφάσεις τελικά που καθορίζουν τη ζωή. Ολων μας.

 –Πολλοί αντιπαραβάλλουν την ενημέρωση που βασίζεται σε δεδομένα (datadriven) με την ενημέρωση που βασίζεται σε αφηγήματα (storydriven). Εχει νόημα ένα τέτοιο δίπολο;

Αυτό που βρίσκω πιο ενδιαφέρον αυτή την περίοδο είναι η συζήτηση του κατά πόσον ο δημόσιος διάλογος πρέπει να απευθύνεται στην λογική των πολιτών και να χρησιμοποιεί επιχειρήματα ή πρέπει να απευθύνεται στα αισθήματα και να να χρησιμοποιεί άλλα μέσα, όχι τα επιχειρήματα, αλλά περισσότερο την αφήγηση, δηλαδή κάποιες ιστορίες, οι οποίες να δίνουν μια συνολική εικόνα για το θέμα

Το επιχείρημα είναι ένας συλλογισμός όπου από κάποιες προκείμενες, όπως λέμε, από κάποιες παραδοχές, που συμμερίζονται και οι δύο πλευρές, προκύπτει ένα συμπέρασμα, και εφόσον έχεις δεχτεί τις προκείμενες και έχεις έναν στέρεο συλλογισμό, έγκυρο όπως τον λέμε πιο τεχνικά, τότε είσαι υποχρεωμένος να δεχτείς το συμπέρασμα, διότι αν δεν το δεχτείς, αυτό σημαίνει ότι παραλογίζεσαι. Αυτή είναι η δεσμευτικότητα και η επιτακτικότητα της λογικής και του επιχειρήματος.

Ειδικά το διάστημα πριν τις εκλογικές αναμετρήσεις, και στην Ελλάδα, αλλά και στην Βρετανία και στις ΗΠΑ, είδαμε ότι τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούσαν οι ειδικοί για τα επιμέρους θέματα, στην Ελλάδα πχ για το χρέος ή για την κρίση ή στην Βρετανία για το ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις από το Brexit στην οικονομία, αλλά και σε άλλες πλευρές της ζωής, ή στις ΗΠΑ για τι συμβαίνει με την κλιματική αλλαγή και τα εμβόλια ή τη μετανάστευση και τα λοιπά, ζητήματα ορισμένα εκ των οποίων άπτονται και επιστημονικών ερευνών και θεμάτων, δεν έπειθαν και δεν μπορούσαν να πείσουν τους ακροατές και τους πολίτες.

Είδαμε ότι για τους πολίτες, ειδικά στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, οι οποίοι κατά τεκμήριο είναι από τους πιο μορφωμένους στον πλανήτη και οι πιο εξοικειωμένοι στο δημόσιο διάλογο, γιατί έχουν από τις πιο ώριμες και αρχαιότερες δημοκρατίες, τα επιχειρήματα ήταν νεκρά, δεν έπειθαν και δεν μπορούσαν να πείσουν τους ακροατές να τους κάνουν να καταλάβουν ποιο είναι το πρόβλημα. Αντίθετα είδαμε ότι οι πολίτες άκουγαν με περισσότερη προσοχή, πιο απλοϊκές αφηγήσεις, οι οποίες αξιοποιούσαν και απευθύνονταν στο συναίσθημα και στο θυμικό, δηλαδή αξιοποιούσαν το φόβο ή καλλιεργούσαν το θυμό και την ανταγωνιστικότητα προς τους άλλους, το φθόνο την περιφρόνηση, δηλαδή χρησιμοποιούσαν τα αισθήματα για να μπορέσουν να προωθήσουν μια πολιτική. Και το ερώτημα είναι πώς πρέπει να γίνεται ο δημόσιος διάλογος και πώς πρέπει οι πολίτες να ενημερώνονται. Να παραιτηθούμε από τα επιχειρήματα, να δεχθούμε ότι είναι τελείως ανίσχυρος ένας ορθολογικός λόγος;

Αν αφεθούμε στο να αξιοποιούμε και να απευθυνόμαστε στα αισθήματα, τότε αυτά πολύ εύκολα μπορεί να χειραγωγηθούν από κάποιον επιτήδειο, κάποιον ο οποίος έχει μια συγκεκριμένη στόχευση, και να περάσουμε στην επικράτεια της προπαγάνδας, δηλαδή σε προβλήματα όπως πλύση εγκεφάλου, όπως λέγαμε παλιά, χειραγώγηση – διότι το θυμικό μπορείς να το χειραγωγήσεις με μη ορθολογικούς τρόπους, δηλαδή ακόμα και με μη γλωσσικά μέσα, με εκφοβισμό ή υποβολή. Για παράδειγμα, όταν ακούς τις ειδήσεις και από κάτω υπάρχει ένα υποβλητικό μουσικό χαλί που σε καθηλώνει, προσλαμβάνεις διαφορετικά την είδηση από το να την προσλάβεις με έναν απλό, αντικειμενικό, ουδέτερο τρόπο που σου επιτρέπει να σκεφθείς. Αυτό είναι το μεγάλο κατά τη γνώμη μου θέμα της εποχής, γιατί κατά κάποιον τρόπο ακυρώνει, αν το δεχτούμε αυτό, όλη την αντίληψη που είχαμε από τον διαφωτισμό και μετά, ότι απευθυνόμαστε στη λογική των ανθρώπων, ότι καλλιεργούμε τη λογική, προσπαθούμε να ελέγξουμε τα πάθη μας και τα αισθήματά μας με βάση τη λογική, διότι διαφορετικά, αν η λογική είναι ανίσχυρη και τα επιχειρήματα δεν μπορούν να πείσουν, τότε γινόμαστε έρμαια του οποιουδήποτε.

Η παιδεία στα μέσα (media literacy), βοηθά τους πολίτες να μπορούν να κρίνουν πώς χρησιμοποιούνται τα μέσα ενημέρωσης, τα σύγχρονα και τα παραδοσιακά, αλλά και το περιεχόμενο που μεταδίδεται μέσα από αυτά; Δηλαδή, ένας τρόπος να ενδυναμωθούν οι πολίτες, είναι να αποκτήσουν αυτές τις μεταγνωσιακές δεξιότητες;

Βέβαια, αυτό είναι πολύ σημαντικό, διότι η παιδεία στα μέσα είναι σαν μιας δεύτερης τάξης γνώση, δηλαδή δεν μένεις στις πληροφορίες, τι λέει ο ένας και ο άλλος, αλλά μαθαίνεις να κρίνεις, να διακρίνεις τι θέλει να κάνει αυτός που σου προσφέρει αυτές τις πληροφορίες ή αυτό το λόγο [discourse]. Εδώ είναι ένα άλλο θέμα που είναι πολύ σημαντικό κατά τη γνώμη μου και που σε όλη την ιστορία της νεώτερης ιστορίας έχει υποτιμηθεί: ο ρόλος της ρητορικής, που είναι το όχημα του λόγου και των εννοιών. Τα ρητορικά σχήματα που χρησιμοποιεί κανείς στον λόγο του επιτρέπουν τη μεταφορά πληροφορίας, γνώσης και κάνουν δυνατή την πειθώ.

Η χρήση της ρητορικής δεν είναι κατ’ ανάγκην παραπλάνηση. Η ρητορική, δηλαδή ο τρόπος χειρισμού του λόγου, είναι το μέσον για να επιτύχεις την επικοινωνία, να πείσεις τον άλλον, να του κάνεις γνωστές τις απόψεις σου. Σε μαθαίνει η ρητορική να είσαι αποτελεσματικός, χωρίς κατ’ ανάγκην να παραπλανάς.   Διότι στόχος της χρήσης του λόγου είναι, μεταξύ άλλων, η επικοινωνία με τον άλλον, να μπορείς να τον πείθεις, να του κάνεις γνωστές τις απόψεις σου.

Και γι΄αυτό πρέπει να μάθεις να είσαι αποτελεσματικός στον χειρισμό του λόγου. Αυτή η κατανόηση της ρητορικής έχει τελείως υποτιμηθεί, έχει εξοβελιστεί και από την εκπαίδευσή μας, όχι μόνον στην Ελλάδα, αλλά διεθνώς, ως κάτι περιττό, επιφανειακό και απλώς καλολογικό , ή ως κάτι επικίνδυνο.

Εχει εξοβελιστεί από την εκπαίδευσή μας;

Στην αρχαιότητα και στην αναγέννηση η ρητορική ήταν μέρος της εκπαίδευσης. Μάθαινε κανείς πώς να απευθύνεται σε διαφόρων τύπων ακροατήρια, εξοικειωνόταν με διαφόρων τύπων λόγους. Με την καθιέρωση του επιστημονικού λόγου ως κυρίαρχου, θεωρήθηκε ότι μέσω της επιστήμης και μέσω της λογικής καθαρά, χωρίς τα ενδύματα των λέξεων, -επειδή πίστευαν ότι οι λέξεις είναι κάτι περιττό κάτι που κρύβει συσκοτίζει τις έννοιες και την ουσία-, δια της επιστήμης και δια της καθαρής λογικής θα μπορέσουμε να κατακτήσουμε τη γνώση και να προοδεύσουμε, αλλά και να απαλλαγούμε από προκαταλήψεις, και μεροληψίες. Αλλά φαίνεται ότι επανερχόμαστε σε αυτό που ισχυριζόταν ο Σκωτσέζος φιλόσοφος David Hume, ότι ο λόγος από μόνος του είναι αδρανής, ότι είναι (και πρέπει να είναι, έλεγε βέβαια ο Hume) δούλος των παθών. Το λέει και ο Αριστοτέλης στη Ρητορική: Χρειάζεται λόγος (δηλαδή τα επιχειρήματα) αλλά χρειάζεται και ήθος και πάθος.

Δεν μπορεί να κινητοποιήσει ο λόγος από μόνος του. Αυτό που κυρίως μας κινητοποιεί είναι τα πάθη μας και τα αισθήματά μας και το ζήτημα είναι πώς η ρητορική, η οποία απευθύνεται και στα αισθήματα, θα μας μάθει, άμα εξοικειωθούμε με τα εργαλεία της, να χειριζόμαστε καλύτερα το λόγο αλλά και να διακρίνουμε πώς τον χειρίζονται οι άλλοι, και άρα να μπορούμε να βλέπουμε τι θέλει κάποιος να επιτύχει, λέγοντας το ένα ή το άλλο.

Διότι όπως λέμε και στη φιλοσοφία της γλώσσας, σύμφωνα με ορισμένους φιλοσόφους, οι λέξεις είναι πράξεις, δηλαδή με αυτά που λέμε, συγχρόνως κάνουμε κάτι. Έχουμε τα λεγόμενα speech acts, τα ομιλιακά ενεργήματα, ή αυτό που λέμε επιτελεστική (performative) διάσταση της γλώσσας. Δηλαδή την ώρα που λέω κάτι, κάνω συγχρόνως κάτι, π.χ., προσπαθώ να εξαπατήσω, ή προσπαθώ να κολακεύσω, ή να ειρωνευτώ, να συγκινήσω, να σε κινητοποιήσω, δηλαδή ο λόγος μας δεν είναι απλώς μια εκφορά ήχων ή καταγραφή σημείων με νόημα αλλά συγχρόνως μια ή περισσότερες πράξεις. Και όταν εξοικειωθούμε με αυτές τις διαστάσεις του λόγου, δηλαδή την επιτελεστική αλλά και τη ρητορική, πιστεύω αυτό θα μας επιτρέψει να γίνουμε σοφότεροι στο χειρισμό και αυτών των νέων μέσων αλλά και των πιο παραδοσιακών ή κλασσικών μέσων.

Τι προσλαμβάνει ο αναγνώστης και τι μπορεί να πιστέψει από όλα αυτά, ποια στοιχεία από όσα διαβάζει μπορεί να θεωρεί ότι αντανακλούν (κάποια) πραγματικότητα του κόσμου;

Τα data παράγονται από τις διάφορες επιστήμες, αν μιλήσουμε για το χώρο των επιστημών, δηλαδή με βάση κάποιες θεωρίες παράγονται κάποια δεδομένα. Παλαιότερα, στο χώρο της φιλοσοφίας, το δεδομένο (‘the given’) ήταν κάτι που ερχόταν, δινόταν από τον κόσμο, κατευθείαν, χωρίς θεωρία. Επίσης μιλούσαμε για sense data, για τα δεδομένα των αισθήσεων, αυτά που περιέχουν πληροφορίες για τον κόσμο στο πιο στοιχειώδες επίπεδο (τι είναι κόκκινο, ζεστό, τραχύ, αλμυρό, κλπ) και προέρχονται από την εντύπωση (με την κυριολεξία του όρου) που προκαλεί ο κόσμος πάνω μας μέσω των αισθήσεων. Είναι, ένας τουλάχιστον από τους τρόπους να έχουμε πρόσβαση στον κόσμο για να τον γνωρίσουμε. Τι σημασία είχε αυτό; Ότι, όταν υπάρχουν διαφωνίες επιστημονικές και άλλες για διάφορα θέματα, θα μπορούμε πάντα να αναγόμαστε σε αυτά τα δεδομένα των αισθήσεων που είναι κοινά για όλους όσοι έχουν φυσιολογική όραση και φυσιολογικές αισθήσεις γενικά, ότι κι αν σημαίνει αυτό, και να ελέγξουμε ποιος έχει δίκιο. Προστρέχουμε δηλαδή σε αντικειμενικά ή απλώς κοινά δεδομένα που έρχονται από τον κόσμο και τα οποία προσλαμβάνουμε μέσω των αισθήσεων για να ελέγξουμε θεωρίες και πεποιθήσεις. Έτσι θα λύνονταν υπέρ της μιας ή της άλλης θεωρίας το πρόβλημα της διαφωνίας. Τα data, δηλαδή, στην παλαιότερη αντίληψη έρχονταν από τον κόσμο, ήταν γυμνά από θεωρία και μπορούσαν να παίξουν τον ρόλο του κριτή, να δικαιολογήσουν τις πεποιθήσεις μας, να αποφασίσουν ποιες είναι σωστές και ποιες όχι, να δώσουν εμπειρικό περιεχόμενο στις προτάσεις μας. Μετά όμως είδαμε ότι τα δεδομένα από τον κόσμο, κατά κάποιο τρόπο, δεν είναι ποτέ «γυμνά», δεν μπορούν από μόνα τους να μας μιλήσουν, είναι αδρανή και βουβά, πρέπει να έχουμε κάποια ερωτήματα, με βάση τα οποία να μπορούμε να αξιοποιήσουμε κάποια δεδομένα, και υπό αυτή την έννοια τα ντύνουμε αυτά τα δεδομένα με τις προσδοκίες μας, τις θεωρίες μας, τις έννοιές μας, γι αυτό και πολλές φορές κοιτάζοντας προς την ίδια πλευρά, ή κοιτάζοντας κάτι που δύο άτομα έχουν μπροστά τους μπορεί να βλέπουν διαφορετικά πράγματα. Πχ αν ένας βιολόγος κοιτάξει μέσα από ένα μικροσκόπιο ένα πλακίδιο, μπορεί πάνω του να δει ένα κύτταρο με όλα τα στοιχεία του, τις μεμβράνες, τα στοιχεία golgi, κλπ , ενώ εάν κοιτάξω εγώ δεν θα δω παρά μια μουτζούρα. Το ίδιο ισχύει για μια ακτινογραφία: αλλιώς τη βλέπει ένας άσχετος κι αλλιώς ένας γιατρός. Οπότε τα δεδομένα πρέπει να απαντούν σε κάποιες προσδοκίες που ήδη έχουμε για να γίνουν κατ΄αρχάς κατανοητά, αλλιώς είναι βουβά και αδρανή. Αυτό βέβαια οδηγεί σε άλλα προβλήματα, αυτά που θα λέγαμε…

Cognitive bias, όπως λέγεται στην γνωσιακή ψυχολογία.

Ναι, που σημαίνει ότι θέλω να ελέγξω μια υπόθεσή μου και επειδή πιστεύω ότι είναι αληθής – ο William James ένας αμερικανός φιλόσοφος χρησιμοποιούσε την έκφραση “ pet hypothesis”, δηλαδή, όπως έχουμε τα οικόσιτα ζώα, τα σκυλάκια, έτσι και καθε επιστήμονας έχει his or her pet hypothesis-, θέλω να τη διασώσω και γίνομαι biased υπέρ της. Μεροληπτώ υπέρ της χωρίς να το κάνω συνειδητά. Κι αυτό μπορεί να γίνει ακόμη και από το γεγονός ότι για να μιλήσω για τα δεδομένα των αισθήσεων ή εν γένει τα δεδομένα που θα ελέγξουν τη θεωρία μου, χρησιμοποιώ τις ίδιες τις έννοιες της θεωρίας μου. Τα βλέπω με έναν συγκεκριμένο τρόπο, από μία συγκεκριμένη οπτική, τα εντάσσω σε ένα δεδομένο πλαίσιο, τα κάνω να μου «μιλούν» με έναν συγκεκριμένο τρόπο. Αλλά ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι δεν είναι προσδεδεμένα υποχρεωτικά σε μία συγκεκριμένη θεωρία λόγω των εννοιών που έχουμε και της γλώσσας που χρησιμοποιούμε, υπάρχουν και άλλα ζητήματα που εγείρονται. Τα ίδια data μπορεί να υποστηρίξουν πολύ διαφορετικές μεταξύ τους θεωρίες. Είναι αυτό που λέμε στη φιλοσοφία the underdetermination of theories by data (ο υποκαθορισμός των θεωριών από τα δεδομένα), δηλαδή τα ίδια δεδομένα μπορούν να στηρίξουν διαφορετικές θεωρίες και μπορούν να ερμηνευθούνμε διαφορετικούς τρόπους– Αν θεωρείς ότι τα δεδομένα δεν είναι αμιγή και γυμνά, ότι δεν προέρχονται απευθείας από τον κόσμο, αλλά είναι σημαδεμένα, κατά κάποιον τρόπο, από τη θεωρία και τις έννοιες που έχεις, τότε, οδηγείσαι σε προβλήματα σαν αυτό, του cognitive bias.

Και του confirmation bias, που σημαίνει κάτι λίγο διαφορετικό, στις γνωσιοεπιστήμες, δηλαδή με ψυχολογικούς όρους: σημαίνει την τάση που έχουμε να πιστέψουμε αυτό που πιστεύουν όσοι επιβεβαιώνουν αυτό που ήδη πιστεύουμε!

Ναι, πρόσφατα είδα ότι κυκλοφόρησε ακόμα και στο New Yorker ένα άρθρο που αναφερόταν σε ψυχολογικά πειράματα που έχουν γίνει στο Stanford και δείχνουν ακριβώς το confirmation bias όπως το είπες, ότι άπαξ και έχεις σχηματίσει μια εντύπωση, τείνεις να πιστέψεις αυτούς που επιβεβαιώνουν αυτή την εντύπωση. Θα ήθελα να επανέλθω όμως σε αυτό που είπα στην αρχή, ότι τα data παράγονται από τις διάφορες επιστήμες . Δηλαδή, η επιστήμη, ας πούμε της φυσικής, παράγει δεδομένα για πλανήτες αστέρες και γαλαξίες από όλα αυτά τα διαστημικά τεχνήματα και οχήματα που στέλνονται στο διάστημα. Αυτά τα δεδομένα, στηρίζονται στις αρχές της φυσικής, δεν είναι γυμνά. Δηλαδή, για να καταλάβεις τι λένε τα στοιχεία που καταγράφουν και στέλνουν, για να τα ερμηνεύσεις, θα πρέπει να ξέρεις φυσική, να κατέχεις τη θεωρία που τα παράγει.

Σήμερα, με τα τεχνολογικά μέσα που διαθέτουμε, έχουμε έναν βομβαρδισμό δεδομένων από πάρα πολλές επιστήμες Οπότε προκύπτουν και άλλα θέματα: πώς τα data που παράγονται από μία επιστήμη μπορούν να αξιοποιηθούν από μία τελείως διαφορετική, που έχει άλλες θεωρίες, άλλες έννοιες. Έχουμε πλέον πάρα πολλά δεδομένα και δεν ξέρουμε πώς να τα χειριστούμε και αναπτύσσονται επιστήμες που προσπαθούν ακριβώς να βάλουν μια τάξη σ αυτό το χάος για το πώς μπορούμε να μάθουμε από όλα αυτά τα δεδομένα, να φτιάξουμε δηλαδή κάποιες ιστορίες, stories, συσχετισμών, αξιοποίησης κτλ.

Διοτι με το να κοιτάς ας πούμε αριθμούς, δεν μαθαίνεις κάτι. Δεν γίνεσαι σοφότερος. Κάποιος πρέπει να τα βάλει όλα αυτά σε μια τάξη, να τα συσχετίσει, να θέσει κάποιο ερώτημα, αλλιώς τα data από μόνα τους, αποκομμένα από τις θεωρίες και τα ερωτήματα που τα παρήγαγαν, από τις ιστορίες που τα ερμηνεύουν , είναι «χαζά», dumb, βουβά.

 

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ ΚΑΙ ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΑ ΓΕΓΟΝΟΤΑ 

Έχει νόημα να μιλάμε για εναλλακτικά γεγονότα (alternative facts) στον επιστημονικό και στον δημόσιο λόγο;

Τα συμβάντα αποτελούνται θα λέγαμε από πολλά γεγονότα, δηλαδή ας πούμε το συμβάν της γαλλικής επανάστασης αποτελείται από το γεγονός ότι έπεσε η Βαστίλη, το γεγονός ότι κατελύθη η βασιλεία, κτλ, δηλαδή τα γεγονότα είναι καταστάσεις πραγμάτων στον κόσμο, οι οποίες αντιστοιχούν στις προτάσεις μας, όταν οι προτάσεις μας είναι αληθείς. Δηλαδή, ένα απλό παράδειγμα. Αν πω στη γλώσσα ότι «η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας», αυτή η πρόταση είναι αληθής εφόσον στον κόσμο υπάρχει όντως το γεγονός ότι η Αθήνα είναι η πρωτεύουσα της Ελλάδας. Αλλά αν πω την πρόταση «η Σπάρτη είναι πρωτεύουσα της Ελλάδας», τότε αυτή η πρόταση είναι ψευδής γιατί δεν υπάρχει τέτοιο γεγονός στον κόσμο. Όταν θέλουμε να μεταφέρουμε πληροφορίες μεταφέρουμε μέσω της γλώσσας γεγονότα του κόσμου, το τι ισχύει στον κόσμο. Δηλαδή οι ανταποκριτές που έχουν τα κανάλια ή οι εφημερίδες ή τα ειδησεογραφικά πρακτορεία βρίσκονται στον τόπο όπου εξελίσσονται διάφορα συμβάντα και μας μεταδίδουν γεγονότα, μέσω της γλώσσας. Δηλαδή μας λένε ότι έγινε μια τρομοκρατική ενέργεια στο Παρίσι, και υπήρξαν τόσα θύματα. Και αυτά μπορούν να ελεγχθούν και από άλλους μάρτυρες, και από άλλους ερευνητές.

Πόσες ερμηνείες μπορεί να έχει ένα γεγονός; Πόσες εκδοχές μπορεί να έχει μια ιστορία ή το αφήγημα για ένα γεγονός;

Το τελευταίο διάστημα εισήχθη αυτό που λέμε μετα-αλήθεια και μετα-γεγονότα (post truth, post facts) ή εναλλακτικά γεγονότα (alternative facts) που δεν σημαίνουν ακριβώς τα ίδια πράγματα όλα αυτά. Θα προσπαθήσω λίγο να τα εξηγήσω. Όταν λέμε μετα-αλήθεια και μετα-γεγονότα και χρησιμοποιούμε αυτό το πρόθεμα ‘μετα-‘ σημαίνει ότι είμαστε «πέραν», δηλαδή, και χρονικά υστερότερα αλλά και σε μια δεύτερης τάξης θέση, ότι είμαστε πέραν της αλήθειας και του ψεύδους, πέραν της διάκρισης γεγονότος – μη γεγονότος. Δηλαδή δεν μας απασχολεί η αλήθεια και το ψεύδος, δεν μας απασχολεί τι είναι γεγονός. Και αυτό που έχει σημασία σε μια εποχή μετα-αλήθειας και μετα-γεγονότων είναι μια ωραία ιστορία, για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα της ιστορίας. Από τη μια θέλουμε στο λόγο μας να είμαστε ακριβείς, οι προτάσεις μας να είναι αληθείς. Κάποιες φορές βέβαια συμβαίνει να λέμε κάτι ψευδές, χωρίς να το θέλουμε, επειδή δεν ξέρουμε και το διορθώνουμε, ακριβώς γιατί μπορούμε να διακρίνουμε το αληθές από το ψευδές. Από την άλλη μπορούμε να έχουμε έναν λόγο ο οποίος δεν νοιάζεται να είναι ακριβής και αληθής αλλά θέλει απλώς να τέρψει, όπως όταν γράφουμε ένα μυθιστόρημα, και φτιάχνουμε μια φανταστική ιστορία με φανταστικά γεγονότα. Άλλο όμως το μυθιστόρημα και η μυθοπλασία και άλλο ο δημόσιος πολιτικός λόγος.

Όταν για διάφορους λόγους αμφισβήτησης της αλήθειας, της ακρίβειας και του κύρους του επιστημονικού λόγου στην μεταμοντέρνα κριτική και στην μεταμοντέρνα κατάσταση, περάσαμε στην περίοδο της μετα-αλήθειας, αρχίσαμε να περιφρονούμε την αλήθεια, να περιφρονούμε τα γεγονότα, και να εξισώνουμε τα πάντα με μια αφήγηση. Και είναι σαν να λέμε ότι ο καθένας έχει το δικό του παραμύθι.

Με αυτή τη λογική και η σύμβουλος του προέδρου Τραμπ μπορεί να βγαίνει και να λέει, «α, οι δημοσιογράφοι είχαν μια αφήγηση για τα γεγονότα, κι εγώ θα κάνω τη δική μου αφήγηση με εναλλακτικά γεγονότα. Θα κάνω μια εναλλακτική αφήγηση. Θα σας τα πω με το δικό μου τρόπο». Και αυτό σημαίνει ότι πλέον δεν έχουμε κάποιο κριτήριο εγκυρότητας, ποιο είναι το σωστό και ποιο είναι το λάθος, αλλά έχουμε το ένα story δίπλα στο άλλο. Αλλά αν φτάσουμε σε αυτή την κατάσταση τότε ο πιο ισχυρός θα επιβάλλει το δικό του story. Αν δεν έχουμε στη διάθεσή μας την αμεροληψία της αλήθειας και την αξίωση της αλήθειας τότε αυτός που έχει τα μέσα, τα media, είτε αυτός είναι το κράτος είτε κάποιος ισχυρός οικονομικός παράγων που μπορεί να ελέγχει πάρα πολλά μέσα, μπορεί να μας επιβάλει το δικό του story, τη δική του μυθοπλασία, τα δικά του «γεγονότα», ώστε να μην μπορούμε να διακρίνουμε ποιο είναι το σωστό, ποιο είναι κατασκευασμένο, ποιο είναι διαστρεβλωμένο..

Μπορούμε να δούμε παράλληλα το συλλογισμό αυτό, με το ότι τα δεδομένα μόνα τους, χωρίς ένα πλαίσιο ερμηνευτικό, δηλαδή χωρίς τη θεωρία από την οποία εκπορεύονται, δεν έχουν νόημα; Και έχει νόημα να παραλληλίσουμε τους δύο συλλογισμούς;

Ναι έχει, και αυτοί οι δύο συλλογισμοί δείχνουν τη δυσκολία του πράγματος. Διότι, εάν μπορούσαμε να έχουμε αδιαμεσολάβητη πρόσβαση στα γεγονότα, και στα δεδομένα, χωρίς τη μεσολάβηση δηλαδή της γλώσσας ή της θεωρίας μας, τότε θα λέγαμε απλώς ορίστε, ας πάμε στα γεγονότα, ας πάμε στα δεδομένα και αυτά θα μας δείξουν τι είναι αλήθεια. Επειδή αυτό δεν είναι δυνατό να γίνει, ούτε τα γεγονότα ούτε οι αξίες υπάρχουν εκεί έξω από μόνες τους, γυμνές και καθαρές, είμαστε σε μια διαδικασία να κρίνουμε ποιες από τις θεωρίες, ποιες από τις αφηγήσεις μας είναι πιο έγκυρες και ποιες όχι. Το πρώτο και πολύ σημαντικό που έχουμε να κάνουμε είναι να θεωρήσουμε ότι υπάρχει αυτή η διάκριση. Ότι δεν είναι όλα ίδια, ότι υπάρχει σωστό και λάθος. Τι σημαίνει ότι κάποιες αφηγήσεις ή θεωρίες είναι έγκυρες; Ανάλογα με το πλαίσιο στο οποίο συζητάμε, π.χ., επιστήμη, δημοσιογραφία, έχουμε κριτήρια εγκυρότητας. Π.χ., αν μπορούν οι θεωρίες μας να ελεγχθούν από περισσότερους από έναν, αμερόληπτους κριτές, ή μπορούμε να έχουμε επανάληψη πειραματικών ελέγχων, αν υπάρχουν αντιφάσεις και ασυνέπειες.

Είναι σημαντικό επίσης να έχουμε πρώτα από όλα τη διάθεση να τις ελέγξουμε, και όχι απλώς να τις προβάλλουμε και να τις επιβάλλουμε, να θέλουμε να τις εκθέσουμε στην κριτική. Και γι αυτό θέλουμε την ελευθεροτυπία και το δικαίωμα της ελεύθερης έκφρασης, για να μπορούν στην αγορά των ιδεών να ελέγχονται οι ιδέες, όχι να μας επιβάλλονται από τους ισχυρούς, είτε αυτοί είναι ένα κράτος, που κρατά το μονοπώλιο της ενημέρωσης, και θέλει να ελέγχει την ενημέρωση, είτε είναι μονοπωλιακή χρήση των μέσων από κάποιον πάρα πολύ πλούσιο ή ισχυρό. Εμείς θέλουμε έλεγχο των υποθέσεών μας, των θεωριών μας, των αφηγήσεών μας, και πρώτα από όλα φυσικά πρέπει να υπάρχει η διάθεση για έλεγχο, η προθυμία, και μετά να έχουμε και τις μεθόδους να τις ελέγξουμε. Η επιστήμη έχει καταφέρει να έχει πολύ εκλεπτυσμένες μεθόδους ελέγχου και να κρίνει, να προβλέπει, να μπορεί να διαψεύδει θεωρίες και να τις εγκαταλείπει. Πρέπει να είναι διατεθειμένος κανείς, όταν βρίσκει αρνητικά στοιχεία για τη θεωρία του, να την εγκαταλείπει και να μην επιμένει δογματικά σ αυτήν.

Δηλαδή, όταν βλέπει ότι η θεωρία του διαψεύδεται, να μην επιμένει να παρουσιάζει το άσπρο μαύρο. Για να πάρουμε ένα παράδειγμα, από την τρέχουσα πολιτική επικαιρότητα. Το νομοσχέδιο για τις τηλεοπτικές άδειες του υπουργού κ. Παππά κρίθηκε αντισυνταγματικό με τον πιο επίσημο και ρητό τρόπο από το ΣτΕ. Όταν επιμένει ο ίδιος ότι δεν είναι αντισυνταγματικό δείχνει ότι περιφρονεί κάθε έννοια ελέγχου και αξιολόγησης, ότι δεν τον ενδιαφέρει τι ισχύει και τι δεν ισχύει, τι είναι αληθές και τι είναι ψευδές. Κι αυτό σημαίνει είτε ότι δεν καταλαβαίνει είτε ότι είναι δογματικός (επιεικείς εξηγήσεις) είτε ότι περιφρονώντας τη διάκριση αλήθειας ψεύδους θέλει απλώς να μας χαλιναγωγήσει και να επιβάλλει τη δική του αφήγηση με χειραγωγικό τρόπο επειδή είναι κυβέρνηση και απλώς μπορεί. Κάθε κοινότητα, των επιστημόνων, των δημοσιογράφων, των ιστορικών, κλπ αναπτύσσει τις δικές της μεθόδους ελέγχου και τα δικά της κριτήρια εγκυρότητας και αξιοπιστίας.

Όμως, για να επιμείνω λίγο στο προηγούμενο ερώτημα, εάν οι πολίτες δεν είναι σε θέση να έχουν την εμπειρογνωμοσύνη για κάθε θέμα, το οποίο πρέπει να κρίνουν, μήπως έχουν ανάγκη από αυθεντίες που θα τους καθοδηγούν ώστε να αποκτούν νόημα τα δεδομένα της ενημέρωσης;

Γενικά πρέπει να πούμε ότι όταν μαθαίνουμε, πάντοτε στηριζόμαστε σε κάποιες αυθεντίες, ποτέ δεν μαθαίνουμε τελείως μόνοι μας, δεν ζούμε στη ζούγκλα, και δεν έχουμε και απεριόριστο χρόνο, πρέπει να στηριχτούμε στο δάσκαλό μας, στη μητέρα μας, στον πατέρα μας, στο πανεπιστήμιο, στα βιβλία, τόσα πράγματα μαθαίνουμε στηριζόμενοι στο τι γνωρίζουν οι άλλοι, εμπιστευόμαστε την κρίση τους, δεν μπορεί να υπάρχει κοινωνία χωρίς εμπιστοσύνη, κάποιους τους εμπιστεύεσαι για να μάθεις. Άλλους με τρόπο αυτόματο, π.χ., τη μητέρα μας για λόγους που ξέρουν οι ψυχολόγοι, και άλλους γιατί έχουμε κρίνει ότι αξίζουν την εμπιστοσύνη μας: δεν μας έχουν εξαπατήσει, δεν μας έχουν πει ψέμματα, μάς έχουν ωφελήσει, όπως το έχουν κάνει οι επιστήμονες.

Απο κει και πέρα όμως, ως πολίτες, και σε σχέση και με όσα λέγαμε πριν, πρέπει να έχουμε μια πιο γενική εποπτεία του τι συμβαίνει για να μπορούμε να κρίνουμε, να συγκρίνουμε και να αξιολογούμε επιστημονικά δεδομένα, επιχειρήματα και αφηγήσεις. Πρέπει να αποκτήσουμε την ικανότητα να κρίνουμε τις μεθόδους χειραγώγησης και τα μέσα χειραγώγησης ή προπαγάνδας που χρησιμοποιούνται. Κι αυτό δεν το κάνουν μόνο οι πολιτικοί. Το κάνει και η διαφήμιση, το κάνει καθένας που χρησιμοποιεί τον λόγο, ακόμη και η επιστήμη προβάλλοντας τις κατάλληλες στιγμές και με τον κατάλληλο τρόπο την έρευνα που κάνει.

Αυτό γίνεται όχι μόνο με όσα λέμε αλλά και με όσα μπορεί να μην λέμε. Τελευταία αρκετοί στις Σπουδές Επιστήμης ασχολούνται με τη λεγόμενη αγνωτολογία (agnotology), δηλαδή έναν καινούργιο τομέα έρευνας που ενδιαφέρεται για την άγνοια, τι δεν μαθαίνουμε, γιατί δεν το μαθαίνουμε, τι είδους χειραγώγηση και μεθοδεύσεις υπάρχουν για να μην μαθαίνουμε ορισμένα πράματα και ποια είναι αυτά. Πρέπει λοιπόν να γινόμαστε εξυπνότεροι ως προς αυτά, δηλαδή να μαθαίνουμε να υποψιαζόμαστε τι μας αποκρύβεται, τι δεν θέλουν να γνωρίζουμε ώστε να μπορούμε να κρίνουμε καλύτερα, να μπορούμε να αντιπαραβάλλουμε και να ελέγχουμε για μπορούμε να ξέρουμε ποιος είναι έγκυρος και ποιος δεν είναι.

 

ΠΕΡΙ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΣΤΑ ΜΕΣΑ ΚΑΙ ΕΝΗΜΕΡΩΜΕΝΩΝ ΨΗΦΟΦΟΡΩΝ

Για τις γνώσεις που παίρνουμε στην τυπική εκπαίδευση, για παράδειγμα στο σχολείο, πώς κρίνετε την σύγχρονη άποψη, που υιοθετείται και από την Παιδεία στα Μέσα: ότι η έμφαση, δηλαδή, πρέπει να μετατοπιστεί από το περιεχόμενο στην απόκτηση δεξιοτήτων, hard & soft skills – δηλαδή, το σχολείο μπορεί να συνεχίσει να προσφέρει πληροφορίες και κατευθύνσεις, αλλά κυρίως θα πρέπει να εξασκεί τους ανθρώπους στις δεξιότητες που χρειάζονται για να οργανώσουν και να χειριστούν την πληροφορία και την γνώση.

Και στο σχολείο και στην εκπαίδευση γενικά αυτό πρέπει να προσπαθούμε να κάνουμε. Δηλαδή, όχι τόσο να παρέχουμε στα παιδιά πληροφορίες τις οποίες, ανά πάσα στιγμή σήμερα μπορούν να βρουν στο διαδίκτυο. Δεν χρειάζεται να θυμάται κανείς απ’ έξω πότε ακριβώς πέθανε ο Ναπολέων. Θα ανοίξει τον υπολογιστή του ή το τηλέφωνό του και θα το βρει. Χρειάζεται ένα είδος άσκησης-training για να μάθουν να κρίνουν, δηλαδή ποιον να εμπιστεύονται περισσότερο, πώς να διακρίνουν το έγκυρο από το μη έγκυρο, πώς να φέρνουν αυτό που έχουν μάθει σε έναν τομέα μάθησης σε έναν άλλο, Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν χρειάζεται να συσσωρεύσεις και ένα σύνολο πληροφοριών. Αυτό το σώμα γνώσεων θα σε συγκροτήσει και πάνω σε αυτό θα ασκήσεις την κρίση σου.

Οι παιδαγωγοί συχνά θεωρούν ότι αυτό που λέγεται divergent thinking, δηλαδή αποκλίνουσα σκέψη είναι καλύτερο στην εκπαίδευση, προωθεί καλύτερα την καλλιέργεια της φαντασίας. Όμως στο χώρο της φιλοσοφίας, υπάρχουν αρκετοί που υποστηρίζουν πως προϋπόθεση για την δημιουργικότητα είναι η πειθαρχία: να μάθεις με ένα πειθαρχημένο τρόπο να χειρίζεσαι ορισμένα πράγματα. Μόνο αν αποκτήσεις πειθαρχία μπορείς να την υπερβείς, και να καινοτομήσεις. Αν βρίσκεσαι σε ένα χάος, χωρίς μια δομημένη πειθαρχημένη γνώση, βρίσκεσαι χωρίς τα μέσα για να μπορέσεις να υπερβείς το παλιό και να κάνεις κάτι νέο! Αν δεν ξέρεις το παλιό, να αναμετρηθείς με το παλιό , δεν θα μπορεί να το ξεπεράσεις. Αυτό ισχύει και για την τέχνη και για την επιστήμη όπου η καινοτομία και η πρωτοτυπία μετράνε πολύ. Και στο σχολείο, πρέπει να πειθαρχήσεις για να μάθεις ώστε μετά να γίνεις πιο δημιουργικός και πιο κριτικός.

Τί μέσα χρησιμοποιούμε για να μεταφέρουμε την πληροφορία και τη γνώση;

Δεν είμαι ειδική σ αυτό, αλλά ο Jerome Bruner λέει ότι κατασκευάζουμε αφηγηματικά τον εαυτό μας, πως η αφήγηση δίνει σχήμα στον κόσμο και τον κάνει κατανοητό. Αλλά δεν είναι μόνο αυτός. Η έννοια της αφήγησης έχει πλέον γίνει passe partout. Γενικώς φαίνεται ότι είμαστε δεκτικοί σε ιστορίες, δηλαδή μόνο έτσι ακούμε. Μια ιστορία έχει αρχή μέση και τέλος, έχει μια συγκρότηση, και σου συγκροτεί τον κόσμο. Ρέπουμε προς την αφήγηση και άρα, θέλω να πω ότι ένα μέσον που μπορεί να καλλιεργήσει αυτήν την τέχνη μπορεί να είναι πολύ πειστικό. Βέβαια, εδώ υπάρχει κάτι παράδοξο. Από τη μια οι ιστορίες είναι ένα μέσον αρχαίο, πάρα πολύ παλιό, που θεωρούσαμε ξεπερασμένο σε μια μεταμοντέρνα εποχή όπου κυριαρχεί η εικόνα.

Δώσαμε έμφαση στην εικόνα υποτιμώντας τον λόγο και βλέπουμε τώρα ότι όλος αυτός ο βομβαρδισμός των εικόνων δημιουργεί χάος και κατακερματισμό και χρειαζόμαστε τον οργανωτικό ιστό της ιστορίας. Διψάμε δηλαδή για κάτι πάρα πολύ παλιό, αρχέγονο σχεδόν θα έλεγε κανείς, μια ιστορία που θα μάς οργανώσει τον κόσμο, θα μας τέρψει, θα μας παρηγορήσει, θα μας καθησυχάσει, σαν ένα παραμύθι.

Και για να ξαναγυρίσουμε σε κάτι που είπαμε στην αρχή, να πούμε ότι ενώ με την ιστορία ή το μύθο έχουμε όλη αυτή την οργάνωση και την κατανόηση, μετά, φοβόμαστε μήπως αυτό διολισθήσει στη μυθολογία. Μήπως κυριαρχεί πάνω μας με μη ορθολογικό τρόπο, μήπως μας ακυρώνει την κρίση, μάς παραλύει. Μήπως δεν σκεφτόμαστε αλλά απλώς δεχόμαστε καταπίνουμε την ιστορία. Απέναντι σ’ αυτές τις ιστορίες και τους μύθους, που έχουν συχνά ολιστικό χαρακτήρα, δηλαδή εισχωρούν και καταλαμβάνουν τα πάντα, η αντίδραση ήταν ένας μεγαλύτερος εμπειρισμός, ένας μεγαλύτερος κριτικός έλεγχος.. Έτσι αφήσαμε πίσω μας τις ιστορίες και τα παραμύθια και πήγαμε σ έναν πιο αυστηρό επιστημονικό λόγο, εμπειρικό, πιο εύκολα ελέγξιμο. Είδαμε όμως ότι ο λόγος αυτός εν τέλει δεν είναι αποτελεσματικός, δεν μπορεί από μόνος του να πείθει. Ακόμα και αν προβάλλεις δεδομένα και δίνεις πληροφορίες, ο άλλος δεν ακούει, δεν μπορεί να τα παραλάβει. Χρειαζόμαστε εκπαίδευση για να τα μάθει σε κάποιο βαθμό και να έχει τους υποδοχείς για να τα παραλάβει αλλά χρειαζόμαστε και τις ιστορίες που απευθύνονται και στα αισθήματα για να ακούσει. 

 Έχετε προτείνει να επαναφέρουμε την καλλιέργεια της ρητορικής, προσπαθώντας παράλληλα να δούμε πώς να βάλουμε έναν κώδικα δεοντολογίας, ώστε να μην υπάρχει εύκολος χειρισμός του λόγου (discourse). Νομίζετε ότι και στο συναίσθημα στον δημόσιο λόγο μπορεί να υπάρχει κάτι σαν την μεταγνώση, την οποία επιδιώκουμε να αποκτήσουμε στη γλώσσα; Δηλαδή, όπως μαθαίνουμε πώς να σκεφτόμαστε τι διαβάζουμε, μπορούμε να καλλιεργήσουμε μια δεξιότητα ώστε να έχουμε έλεγχο και στο συναίσθημα, να σκεφτόμαστε τι συναισθήματα -και γιατί- μας δημιουργούν όσα διαβάζουμε και ακούμε;

Αυτά είναι δύσκολα θέματα, έτσι θα έπρεπε να γίνεται, στην κατεύθυνση που λες. Στην κατάσταση που είμαστε τώρα, ένας τρόπος θα ήταν να πεις, πάω πίσω στην εκπαίδευση, και τους μαθαίνω όλους να χρησιμοποιούν επιχειρήματα, τους κάνω όλο και πιο ορθολογικούς και με συγκεκριμένη κατανόηση του τι είναι το ορθολογικό. Σε χώρες όπως είναι η Βρετανία και οι ΗΠΑ αυτό γίνεται σε μεγάλο βαθμό συγκριτικά. Είδαμε όμως ότι είναι αναποτελεσματικό, δεν αρκεί.

Πώς το ξέρουμε ότι είναι αναποτελεσματικό;

Το είδαμε τώρα με τις εκλογές τους. Έχουμε τις αρχαιότερες και τις ωριμότερες δημοκρατίες, με τα καλύτερα πανεπιστήμια, με σχολεία που διακρίνονται και με οικονομία η οποία στηρίζεται στη νέα γνώση, και είδαμε ότι οι πολίτες δεν μπορούν να αξιοποιήσουν στο δημόσιο χώρο αυτά που τους διδάσκουν στο σχολείο. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να πάμε στις δεξιότητες του μετα-επιπέδου, να μπορείς δηλαδή να κρίνεις τι προσπαθεί να κάνει ο άλλος χρησιμοποιώντας τον λόγο. Εδώ μπορεί να βοηθήσει η διδασκαλία της ρητορικής Η υιοθέτηση κωδίκων δεοντολογίας είναι ένα μέσον ρύθμισης του δημοσίου λόγου αλλά δεν νομίζω ότι είναι εύκολο κι αυτό. Ακόμη κι όταν κάποιοι φορείς έχουν τέτοιους κώδικες συνήθως τους γράφουν στα παλαιότερα των υποδημάτων τους. Η μόνη λύση πιστεύω είναι η συνεχής άσκηση στον λόγο, η ελευθερία του λόγου, η εμβάθυνση και η καλλιέργεια της κριτικής ώστε να μπορούμε να διακρίνουμε σε ποιον μπορούμε να έχουμε εμπιστοσύνη. Διότι ακόμη και για το στοιχειώδες, δηλαδή το ότι μιλάμε μεταξύ μας, χρειάζεται εμπιστοσύνη, χρειάζεται να πιστεύω ότι αυτά που λες είναι κατά κανόνα αληθή, αλλιώς θα έπρεπε να επερωτώ κάθε λέξη.

Ένα μικρό σχόλιο για το περιεχόμενο που παράγουν οι ίδιοι οι χρήστες οι οποίοι παραδοσιακά ήταν παραλήπτες ενημέρωσης ή πληροφόρησης;

Αυτό πρώτα απ όλα δείχνει μια δυναμική επαναφορά του λόγου στο δημόσιο χώρο Βέβαια εξακολουθούμε να έχουμε και εικόνες, αλλά έχουμε και το λόγο με πληθωριστικό τρόπο Για ένα διάστημα είχαμε πάψει π.χ., να γράφουμε επιστολές ενώ τώρα, με όλα τα μέσα που έχουμε στη διάθεσή μας ο καθένας, σχεδόν, μπορεί να εκφράζει και να δημοσιοποιεί τη γνώμη του και να μεταφέρει πληροφορίες. Και αυτό νομίζω ότι βοηθά. Από τη μια βέβαια πολλαπλασιάζει φωνές παραπλάνησης ή φωνές που προσπαθούν να υπονομεύσουν την ανταλλαγή απόψεων στη δημόσια σφαίρα και να την χειραγωγήσουν (βλ. τις φήμες για παρεμβάσεις χάκερς στην εκλογική διαδικασία των ΗΠΑ) , με οργανωμένο τρόπο. Αλλά εν γένει οι πολλές φωνές είναι καλό διότι όταν υπάρχει πολυφωνία μπορει να γίνεται καλύτερος έλεγχος.

Όμως, μέσα σε αυτή την ελεύθερη αγορά των ιδεών θα πρέπει να αναδειχθούν κάποιοι κανόνες, κάποιοι νέοι θεσμοί, όπως συμβαίνει και στην οικονομική αγορά όπου υπάρχουν θεσμοί που απαγορεύουν τον αθέμιτο ανταγωνισμό ή τη μονοπώληση. Έτσι και εδώ θα πρέπει να αναδειχτούν, όχι δια της επιβολής, κανόνες, που θα διευκολύνουν την επικοινωνία και την ανταλλαγή απόψεων.

Δηλαδή κανόνες, θεσμοί που θα υποστηρίζουν την ελεύθερη έκφραση, αντί να την περιορίζουν. Και ο περιορισμός της δεν γίνεται πάντα με απαγορεύσεις γίνεται και με τρόπους που δεν είναι αμέσως εμφανείς. – Όταν π.χ., βομβαρδίζεται το τοπίο με λόγους οι οποίοι θέλουν να εξαφανίσουν τη διάκριση του αληθούς-ψευδούς με έναν μαζικό τρόπο, αυτό υπονομεύει τους όρους της δημόσιας συζητησης.Δεν έχουν, πάντως, εγκαταλειφθεί και τα παλαιότερα μέσα. Η τηλεόραση συνεχίζει να είναι πολύ μαζικό μέσο. Οι εφημερίδες φαίνεται να έχουν μεγαλύτερη δυσκολία αλλά κι αυτές ίσως θα αλλάξουν κάπως, π.χ., η εγκυρότητα στους NYT εξασφαλίζεται από το ότι έχουν τη δυνατότητα να έχουν δημοσιογράφους και άλλους που ελέγχουν και ξαναελέγχουν στοιχεία (βλ. π.χ., τους fact checkers) πριν βγουν στη δημοσιότητα. Κι αυτό είναι κάτι που προσθέτει στην δημόσια σφαίρα, γιατί μας δίνει ένα σημείο αναφοράς, ένα μέτρο εγκυρότητας, Υπάρχουν δηλαδή μέσα όπως οι ΝΥΤ , το BBC, η Washington Post, και άλλα τα οποία επενδύουν στην εγκυρότητα που κοστίζει και μάς προσφέρουν μια υπηρεσία. Έχουν αποδείξει ότι έχουν σχετική τουλάχιστον ανεξαρτησία, έχουν αμεροληψία, και επενδύουν στο να μας δώσουν τα γεγονότα όπως έγιναν ώστε να μπορέσουμε και εμείς στη συνέχεια να σκεφθούμε και να κρίνουμε. Και δεν το κάνουν παραθέτοντας ξερά γεγονότα αλλά επενδύοντας επίσης στους καλούς γραφιάδες, στους καλούς δημοσιογράφους που θα μας διηγηθούν τις ιστορίες που πρέπει να καταλάβουμε και να σκεφθούμε.

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ

Η Βάσω Κιντή σπούδασε χημεία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και φιλοσοφία και ιστορία της επιστήμης στο ΕΜΠ και είναι καθηγήτρια φιλοσοφίας στο Τμήμα Μεθοδολογίας, Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης (Μ.Ι.Θ.Ε.) του Πανεπιστημίου Αθηνών. Είναι συγγραφέας και συντάκτης βιβλίων και άρθρων σε επιστημονικά περιοδικά σχετικά με τη φιλοσοφία της επιστήμης, τη φιλοσοφία της γλώσσας, τη φιλοσοφία της ιστορίας και της ηθικής. Έχει διατελέσει μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του Πανεπιστημίου Αθηνών (2012-2015) και αρχισυντάκτρια του ελληνικού φιλοσοφικού περιοδικού Cogito (2004-2010). Είναι Visiting Fellow στο Πανεπιστήμιο του Princeton και Visiting Scholar στο Πανεπιστήμιο του Σικάγο. Είναι ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Ελληνίδων Επιστημόνων τον οποίο έχει υπηρετήσει ως Γενικός Γραμματέας. Συνεισφέρει τακτικά στον Τύπο με άρθρα για την εκπαίδευση και την πανεπιστημιακή μεταρρύθμιση.

πηγή κεντρικής φωτό