Στην αρχική της σύλληψη, η ευρωπαϊκή ένωση δεν μπορούσε παρά να είναι αυτή των νικητών του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου: γαλλοβρετανική. Γαλλία και Μ. Βρετανία, ως οι θεσμικά ωριμότερες δημοκρατίες, έπρεπε να δώσουν τον τόνο της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, που η γερμανική χριστιανοδημοκρατία ακολουθούσε ασμένως. Η ενότητά τους ήταν όμως ένα ιδεολόγημα κάτω από το οποίο ελάμβανε χώρα ήδη ένας κλυδωνισμός που θα επανέφερε το κέντρο βάρους της Ευρώπης εκεί που βρισκόταν από την εποχή του Καρλομάγνου (τα ανατολικά σύνορα της «Αγίας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του γερμανικού έθνους» [10ος αι.] – οπωσδήποτε όχι συμπτωματικά, αν και όχι κατανάγκη συνειδητά – ξαναβρήκαν οι συμφωνίες της Γιάλτας και του Πότσδαμ): αυτό ήταν ο γαλλογερμανικός άξονας.
Οι διαφορές Αγγλίας-Γαλλίας άρχισαν να έρχονται στην επιφάνεια μετά τη χρυσή τριακονταετία ανοικοδόμησης που ακολούθησε τον πόλεμο, όταν οι ευρωπαϊκές οικονομίες κλονίστηκαν από τις πετρελαϊκές κρίσεις.
Κοιτίδα του νομιναλισμού, για τον οποίο το γενικό είναι πάντα μια αφαίρεση, και της πυρηνικής οικογένειας που του αντιστοιχεί κοινωνιολογικά (πβ. το λόγο της Θάτσερ: there is no such thing as a society), η Μ. Βρετανία έπαψε σταδιακά να αναγνωρίζεται στο όραμα ενοποίησης της Ευρώπης και στο σύστημα εξουσίας των Βρυξελλών που γιγαντωνόταν στο μεταξύ, για τους ίδιους λόγους που κάνουν την αγγλοσαξονική globalization, εννοημένη ως επικοινωνία διαφορετικών ταυτοτήτων, να αντιπαρατίθεται στη γαλλική mondialisation, ως όραμα ενός ενιαίου κόσμου — και προτίμησε εντέλει να αποχωρήσει. Η Γαλλία, από την πλευρά της, ως κοιτίδα του καθολικισμού, συνεχίζει τον ρεαλισμό του Μεσαίωνα: ο θετικισμός της γαλλικής κοινωνιολογικής σχολής βλέπει τα κοινωνικά φαινόμενα ως ιδιαίτερα «πράγματα».
Oι θεσμοί οι ίδιοι είναι ιδιαίτερα πράγματα που πρέπει να συντηρούνται, και η γαλλική παιδεία δεν είναι προσανατολισμένη στο αποτέλεσμα, όπως η αγγλοσαξονική, αλλά έχει έναν ευρέως ρητορικό χαρακτήρα, είναι η επανάληψη και συντήρηση ενός κεκτημένου. Γι’ αυτό και οι αντιστάσεις στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και σκέψης είναι εμφανείς όχι μόνο στην πολιτική, αλλά σε όλες τις πτυχές της κοινωνίας.
Η Γαλλία του ντε Γκωλ ήταν όμως η τελευταία γραμμή συνειδητής αντίστασης, ενώ από τότε η γαλλική διαφορά λειτουργεί απλώς αδρανειακά – φέρνοντας στο μεταξύ την Γαλλία σε θέση αδυναμίας απέναντι στη Γερμανία, που στο βιομηχανικό βορρά της ιδίως ο αγγλοσαξονικός πραγματισμός βρήκε ισχυρά πατήματα, ενώ συγχρόνως το ανθρωπολογικό της υπόστρωμα, η διευρυμένη εξισωτική οικογένεια, απετέλεσε τη βάση ενός άτυπου εθνικού προστατευτισμού [οι μελέτες του Εμμανουέλ Τοντ [EmmanuelTodd] είνί εν προκειμένω πολύ διαφωτιστικές).
Γι’ αυτό και ο γαλλο-γερμανικός άξονας είχε γίνει προβληματικός ήδη πριν η Αγγλία εγκαταλείψει την ευρωπαϊκή ένωση. Η αποχώρησή της ήρθε όμως αργά για να μπορέσει η Ευρώπη να ισορροπήσει στον άξονα αυτό, γιατί στο μεταξύ είχε γίνει ήδη η διεύρυνση προς ανατολάς.
Από τη διεύρυνση αυτή αναμενόταν μια εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης, απέναντι στην αμφίρροπη στάση της Αγγλίας. Δημιούργησε αντιθέτως μια καινούργια ανισορροπία, όχι μόνο γιατί η Γερμανία ενισχύθηκε οικονομικά από μια Hinterland στην οποία βρήκε αποκλειστικό πάτημα, αλλά και επειδή οι ανατολικές χώρες τόλμησαν αυτό που δεν τολμούσε η ενοχική Γερμανία: να αμφισβητήσουν τις αρχές του οικοδομήματος