Σε πρόσφατό μήνυμά του, καλός φίλος απορούσε για την τροπή που φαίνεται να παίρνει η γαλλική πολιτική ζωή λίγους μήνες πριν την προεδρική εκλογή, με την άνοδο του «ακροδεξιού» Ζεμούρ να κάνει την Λεπέν να φαίνεται σχεδόν μετριοπαθής κεντρώα. Αισθάνθηκα την ανάγκη να του απαντήσω ότι η εικόνα αυτή δεν αποδίδει πιστά την πραγματικότητα, και αν είχαμε συνεχίσει την αλληλογραφία μας, ίσως να μην είχα αισθανθεί την ανάγκη να γράψω το σημείωμα που ακολουθεί. Το γράφω γιατί πιστεύω ότι η κυρίαρχη εικόνα αφήνει στο σκοτάδι τα ουσιώδη.

Η ἀνοδος της ακροδεξιάς στη Γαλλία ευνοήθηκε από τον καιρό του Μιτεράν, ο οποίος διέβλεπε σε αυτήν έναν τρόπο να διασπαστούν επωφελώς οι ψηφοφόροι της δεξιάς. Όταν η άνοδος αυτή ξέφυγε από το πλαίσιο που στοχευόταν στην αρχή, χρησιμοποιήθηκε ως φόβητρο, έτσι που όλα τα τελευταία χρόνια, δεκαετίες πια, ο στόχος ήταν να βρεθεί στο δεύτερο γύρο της εκλογής ο όποιος -με τη σημερινή ορολογία-, κεντροδεξιός ή κεντροαριστερός υποψήφιος απέναντι στον ακροδεξιό, ώστε να συσπειρώσει εναντίον του τελευταίου και ψηφοφόρους που δεν θα είχε κανονικά.

Κάποιοι βλέπουν ως αποτέλεσμα των τεχνασμάτων αυτών τη σημερινή διαμόρφωση του πολιτικού σκηνικού στη Γαλλία, όπου το σοσιαλιστικό κόμμα αρχικά αλλά και γενικότερα η αριστερά, έχει συρρικνωθεί στα χαμηλότερα ποσοστά των τελευταίων δεκαετιών και αντιστρόφως η δεξιά και ακροδεξιά συγκεντρώνει μια ευρεία πλειοψηφία. Αλλά θα ήταν βιαστικό, ακόμα κι αν υπάρχει αυτή η αιτιακή σχέση, να την απολυτοποιήσει κανείς. Τι άλλο εξηγεί την πραγματικότητα αυτή;

Η ανάγκη της εξήγησης προσκρούει εδώ στο ρόλο των μέσων, που λειτουργούν σε μεγάλο βαθμό ως διαθλαστικός φακός που δεν αποδίδει πιστά την πραγματικότητα αλλά παραμορφωτικά, βάσει παρωχημένων κομματικών στρατηγικών. Έστω λ.χ. το ερώτημα: είναι ο Ζεμμούρ ακροδεξιός; Οπως ακούει κανείς συνέχεια, χωρίς αυτό να αποθαρρύνει τους ψηφοφόρους του – με αποτέλεσμα όσοι εκπέμπουν την κατηγορία να συμπεραίνουν αύξηση των ακροδεξιών ψηφοφόρων. Το ζήτημα δεν είναι απλώς αν βρίσκεται πιο δεξιά από το ρεπουμπλικανικό κόμμα, αλλά αν εκφράζει όντως «ακροδεξιές» θέσεις, όσο κι αν στον ορισμό του ποιές είναι αυτές δεν υπάρχει απόλυτη ομοφωνία.

Ο ειδικός μελετητής της ακροδεξιάς στους κόλπους του ιδρύματος Ζαν Ζωρές, Ζαν-Υβ Καμύ, με κριτήρια πολιτολόγου και όχι δημοσιογραφικά, διαπιστώνει ότι η δεξιά που εκπροσωπεί ο Ζεμμούρ μπορεί να ονομαστεί «ριζοσπαστική», όχι όμως ακροδεξιά. Μπορεί κανείς να διαβάσει, στη Mondeλ.χ., ότι ο Ζεμμούρ έχει μια «εθνοτική θέαση του έθνους», πράγμα που σημαίνει ότι εγκαταλείπει την κατ’ εξοχήν γαλλική ιδέα του «πολιτικού έθνους» προς χάριν του, ας πούμε, φυλετικού.

Ο ίδιος επισημαίνει πόσο παράδοξο είναι να κατηγορείται ο ίδιος, ένας Εβραιάκος από τη Β. Αφρική, ως κήρυκας της γαλλικής φυλετικής καθαρότητας. Ο ίδιος ζητά βέβαια εγκατάλειψη του δικαίου του εδάφους, όχι όμως γιατί κανείς δεν μπορεί να γίνει Γάλλος αν δεν έχει Γάλλο πατέρα ή Γαλλίδα μητέρα, αλλά για λόγους τακτικής: για να ανακοπεί η αυτόματη μετανάστευση, για να ανακτήσει το γαλλικό κράτος τα κλειδιά της μετανάστευσης. Η μετανάστευση είναι στην πραγματικότητα το μόνο θέμα που τον απασχολεί, σε βαθμό που κάποιοι τον θεωρούν υστερικό, ενώ στα άλλα ζητήματα το πρόγραμμά του είναι επιεικώς αδύναμο.

Το 1989 απαντώντας σε δημοσιογράφους, ο Φρανσουά Μιττεράν, έλεγε ότι η γαλλική κοινωνία είχε φτάσει το «όριο ανοχής» (seuil de tolérance) της μετανάστευσης ήδη από τη δεκαετία του ‘70, εκφράζοντας μιαν επιφύλαξη για το ηθικό περιεχόμενο (caractère moral) της διατύπωσης (επιφύλαξη την οποία δεν συμμερίστηκε πάντως ο Λεβί-Στρως) και συνοδεύοντας τη διαπίστωσή του με πολλές ακόμα που σήμερα θα βαφτίζονταν «ακροδεξιές».

Η «ανοχή» υποβάλλει βέβαια τη φαρισαϊκή εικόνα του βολεμένου που αδιαφορεί για τα βάσανα των άλλων αλλά η άρνηση του όρου, με την οποία μπορεί κανείς να συμφωνήσει, δεν λύνει το ζήτημα του αν και πόσο μπορεί ή πρέπει η πολιτική να «ηθικοποιηθεί».

Ο Φίχτε ήδη είχε επισημάνει ότι η ηθική σχέση είναι δυική, αλλά από τους τρεις και πέρα αρχίζει η ιδιαίτερη σφαίρα του δικαίου, και αντιστοίχως, μπορούμε να πούμε, της πολιτικής. Στη δυική σχέση υπάρχει μόνο καλό και κακό, ηθικό και ανήθικο, η τριαδική είναι ο χώρος των ισορροπιών και των διαπραγματεύσεων. Όχι ότι αυτός πρέπει να είναι αδιάφορος για την ηθική, ή να μην αισθάνεται την έλξη της, αλλά δεν υπάρχει η ένα προς ένα αντιστοιχία που να επιτρέπει την ευθεία μεταγραφή της μίας σφαίρας στην άλλη. Ηθικά είναι καλό να είμαι άφοβος, η κοινωνία δεν ευνοεί όμως την αυτοδικία γιατί αν όλοι αυτοδικούσαν η επιβολή της πιο στοιχειώδους τάξης θα ήταν αδύνατη.

Ηθικά είναι σωστό να συγκινούμαι από τα πάθη του μετανάστη, κοινωνικά όμως η ανεξέλεγκτη μετανάστευση  σημαίνει και πολλά άλλα ανεξέλεγκτα πράγματα – λ.χ. ανεξέλεγκτη πίεση πάνω στην αξία της εργασίας. Και πρώτος ο ιστορικός γραμματέας του ΓΚΚ Ζ. Μαρσαί ήταν υπέρ του περιορισμού της μετανάστευσης στο μηδέν, ενώ οι αστοί που θέλουν να έχουν φτηνό εργατικό δυναμικό την ευνοούσαν πάντα, μέσα σε κάποια όρια.

Όσοι αισθάνονται ασφαλείς στις πλούσιες γειτονιές τους, δεν ενδιαφέρονται ιδιαίτερα για τα γκέτο στα οποία δεν μπορεί να εφαρμοστεί ο νόμος της République, και συχνά κρύβουν (από τους άλλους και από τους εαυτούς τους) την εκμετάλλευση των μεταναστών πίσω από τη διαφήμιση των καλών τους αισθημάτων.

Τίνος πράγματος είναι λοιπόν το όνομα ο Ζεμμούρ -κατά την έκφραση που συνηθίζεται τελευταία; Πίσω από την προσπάθεια να ταξινομηθεί ο Ζεμμούρ ως ακροδεξιός, υπάρχει κάτι ακατονόμαστο – ακατονόμαστο επειδή είναι δυσάρεστο, μια αλήθεια που θίγει το ναρκισσισμό στον οποίο στηρίζεται η γαλλική, και όχι μόνο, νεότερη πολιτική ζωή.

Η République δημιουργήθηκε από ανθρώπους που ήταν έτοιμοι, κατά το ρωμαϊκό πρότυπο, να θυσιαστούν για αυτήν – αν ήταν ευγενείς να θυσιάσουν τα προνόμιά τους, αν ανήκαν στην τρίτη τάξη και δεν είχαν προνόμια ακόμα και τη ζωή τους, μάλιστα εντέλει να θυσιάσουν όλοι τη ζωή τους αν έπρεπε να υπερασπιστούν την République από ζωτικό κίνδυνο. Το μέτρο των δικαιωμάτων τους το έδινε η ετοιμότητά τους για θυσία – αυτή συνιστά τον πολίτη.

Η έκφραση «δικαιώματα του ανθρώπου και του πολίτη» εμπεριέχει όμως μια αμφισημία. Ο έμφυτος χαρακτήρας των δικαιωμάτων του ανθρώπου μεταφέρεται στα δικαιώματα του πολίτη σε βαθμό που λησμονείται ότι «τα δικαιώματα καταχτιούνται», όπως έλεγαν άλλοτε -και τον πολίτη της république που συμμετέχει στις αποφάσεις επειδή είναι έτοιμος να θυσιαστεί για την république, αντικαθιστά, όπως έγινε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία και σε κάθε αυτοκρατορία είτε λέει το όνομά της είτε όχι, ο πολίτης ως αυτός που απολαύει «πολιτικών δικαιωμάτων».

«Ακροδεξιός» ονομάζεται ο Ζεμμούρ στο βαθμό που λέει ότι πολίτης πρέπει να είναι όποιος είναι έτοιμος να προσφέρει στη république – και όχι όποιος διαθέτει ή διεκδικεί δικαιώματα μέσα της. Χωρίς να τολμάει άλλωστε να το πει καθαρά, γιατί ο ορισμός αυτός θα άφηνε απέξω και πολλούς Γάλλους (πόσους θα άφηνε μέσα άραγε;) – γι’ αυτό τον λέει στην ελάχιστη εκδοχή του: ότι δεν μπορεί να γίνονται πολίτες άνθρωποι που δεν αγαπάνε τη République, και μάλιστα ενίοτε την μισούν, ενίοτε και ρητά. Ανθρωποι που η μόνη σχέση που θέλουν να έχουν μαζί της είναι να την απομυζήσουν.

Και ας πούμε ότι η ελάχιστη εκδοχή είναι αυτή του καιρού της ειρήνης -ότι την προϋπόθεση της θυσίας, που έρχεται στο προσκήνιο σε καιρούς πολεμικούς, την αντικαθιστά σε καιρούς ειρήνης η προϋπόθεση της αγάπης,  ότι αναγνωρίζεται κανείς σε έναν ορισμένο τρόπο ζωής. Οτι, όπως έλεγε ο Ρενάν, το έθνος συγκροτείται με ένα καθημερινό δημοψήφισμα.

Οι Γάλλοι όμως που έχουν πάψει οι ίδιοι να είναι πολίτες με την ετοιμότητα να θυσιάσουν κάτι για την πολιτεία τους, χωρίς να θέλουν και να το ομολογήσουν στον εαυτό τους παρά αντιθέτως απωθώντας το, καθησυχάζουν την αγαθή τους συνείδηση δεχόμενοι να εκχωρήσουν τα προνόμιά τους και σε άλλους – μέχρι που, προσκρούοντας στο όριο που χωρίζει ηθική από δίκαιο και πολιτική, αυτή η αποκοίμιση της πολιτικής αλλά και της ηθικής τους συνείδησης μετατρέπεται σε κάτι ανεφάρμοστο.

Αυτή η ανομολόγητη κατάσταση είναι κάτι που πάει πολύ πιο πέρα από τον Ζεμμούρ και τις αναμφισβήτητες απλουστεύσεις και ανεπάρκειές του. Η République στηριζόταν σε μια ρεπουμπλικανική δεξιά και μια ρεπουμπλικανική αριστερά. Σήμερα όμως δεν υπάρχουν ούτε o Σεγιές, ούτε ο Ροβεσπιέρρος. Πρώτη η δεξιά απορροφήθηκε από την ορλεανική συνιστώσα της που έκανε μέτρο της προόδου την κερδοφορία. Και σήμερα η αριστερά εγκατέλειψε την καθολικότητα των αιτημάτων της για την υπεράσπιση των μειονοτικών ταυτοτήτων.

Η ειλικρινής υπεράσπιση των μειονοτικών ταυτοτήτων μπορεί να έχει έναν ηθικό χαρακτήρα, παρόλο που αυτός δεν αρκεί για να την κάνει πολιτική. Μπορεί επίσης να έχει, και συχνά έχει, το χαρακτήρα της ηθικής αυταρέσκειας, όπου εκδηλώνεται η ναρκισσιστική ανάγκη να αισθάνεται κανείς καλός.

Υπάρχει ένα σαφές (όχι όμως ευκρινές, γιατί ο άνθρωπος μαθαίνει εύκολα να υποκρίνεται στους άλλους και τον εαυτό του), διαχωριστικό κριτήριο: ο πραγματικά ηθικός άνθρωπος ενδιαφέρεται πρωτίστως να λύσει  προβλήματα και μερικές φορές μπορεί να αγανακτήσει, όταν ο ναρκισσιστής ενδιαφέρεται κυρίως να καταγγείλει τους άλλους και πού και πού του συμβαίνει να λύνει και κανένα πρόβλημα για τα μάτια του κόσμου.

Η παρουσία του καταγγελτικού λόγου στις κοινωνίες μας είναι τέτοια που, αν σε ατομικό επίπεδο ποτέ δεν ξέρει κανείς με απόλυτη βεβαιότητα τι είναι τι, σε συλλογικό επίπεδο ξέρουμε κατά βάθος τι συμβαίνει… Ανάμεσα σ’ αυτούς που θέλουν υλική και αυτούς που θέλουν ηθική εξουσία, η διαφορά δεν είναι πραγματικά ηθική, και πίσω από τη σκόνη που σηκώνει η διαμάχη τους η République κλονίζεται χωρίς κανείς να την υπερασπίζεται πραγματικά.

Κάπως έτσι τέλειωσαν και οι δημοκρατίες της αρχαίας Ελλάδας άλλωστε. Μπορεί κανείς βέβαια να σκεφτεί ότι η εγκατάλειψη της πίστης στην πολιτική που συμβαδίζει με μια ορισμένη πίστη στην ιστορία, αφήνει επιτέλους ελεύθερη την πίστη στον άνθρωπο, χωρίς περιοριστικές ιστορικές ταυτότητες. Υπάρχει και σε αυτό αλήθεια. Αλλά και αυτό εκτρέπεται εύκολα σε ναρκισσισμό του ιδιώτη ανθρώπου –  που θέλει να κάνει το κράτος «ανθρωπιστικό» για να ζήσει ανενόχλητος από ηθικά διλήμματα την ιδιωτικότητά του.

Τίποτα στον άνθρωπο δεν είναι καθαρό, και είναι καλύτερα να το ξέρει κανείς παρά να μην το ξέρει. Τα μέσα ενημέρωσης όμως, που από τη φύση τους απευθύνονται στους περισσότερους δυνατούς ανθρώπους, από τη φύση τους κολακεύουν το ναρκισσισμό τους.

Από δω ξεκινά μια αλλοίωση της πολιτικής σκέψης, που ο σπόρος της είναι αρχαίος, έχει όμως σήμερα μετατραπεί πραγματικά (όπως μιλάμε για καλλιέργεια βιομηχανικής τομάτας ή βιομηχανικής κάνναβης)  σε καλλιέργεια βιομηχανικού ναρκισσισμού…

πηγή κεντρικής φωτογραφίας