Τους άρρηκτους δεσμούς των ισλαμικών ταγμάτων και κοινοτήτων με την πολιτική και ιδεολογική ζωή της Τουρκίας αναδεικνύει η εν εξελίξει μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στο ΑΚΡ και το κίνημα Γκιουλέν, η οποία, όπως όλα δείχνουν, αποτελεί σημείο καμπής μιας μακρόχρονης δυναμικής.
Η ιστορία και η κοινωνιολογία των ισλαμικών ταγμάτων και κοινοτήτων στην Τουρκία βρίσκει τις ρίζες της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.Εξελίσσονται παράλληλα με τις προσπάθειες εκσυγχρονισμού εκ μέρους της κεντρικής πολιτικής εξουσίας της αυτοκρατορικής Κωνσταντινούπολης και της κεμαλικής Αγκυρας καθώς και με την ανάδειξη του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία.
Τρία είναι τα βασικά χαρακτηριστικά των ισλαμικών ταγμάτων (tarikaat) και των κοινοτήτων (cemaat) στην Τουρκία: Η έλξη τους προς την πάλη για εξουσία, η αναμφισβήτητη μυστικιστική και πνευματική τους διάσταση και το γεγονός ότι για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της χώρας ήταν, και εν μέρει εξακολουθούν να είναι, ο χώρος που σε μια δυτική κοινωνία θα ήταν η κοινωνία των πολιτών.
ΣΟΥΦΙΣΜΟΣ: Η ΚΑΡΔΙΑ ΤΟΥ ΙΣΛΑΜ
Από την σταδιακή του γέννηση, τον 11ο και 12ο αιώνα μ.Χ., μέχρι και σήμερα, ο Σουφισμός αποτελεί ένα από τα μεγαλύτερα αναχώματα ενάντια σε όλες τις ακραίες τάσεις που διαμορφώνονται στο Ισλάμ αρχικά και στο πολιτικό Ισλάμ μεταγενέστερα αλλά και στις κοινωνικές αδικίες στις μουσουλμανικές χώρες. Δεν είναι τυχαίο ότι οι φονταμενταλιστές Βαχαμπίτες της Σαουδικής Αραβίας, η Αλ Κάιντα και οι Σαλαφιστές της Αιγύπτου και της βορείου Αφρικής απαγορεύουν και διώκουν συστηματικά τον Σουφισμό και τις διδασκαλίες του.
Κεντρικό πρόσωπο στον Σουφισμό είναι ο Προφήτης Μωάμεθ, που είναι για τους Σούφι το αρχέτυπο του εσωτερικού κόσμου και της αναζήτησης του δρόμου προς την ένωση με τον Αλλάχ/Θεό.
ISTANBUL RUMI GATHERINGS, SUFI SEMA AND MEVLEVI MUSIC (Whirling Dervishes) from Kamil PINARCI on Vimeo.
Πριν τον 11ο αιώνα, η εσωτεριστική διάσταση του Ισλάμ εκφραζόταν από τους ασκητές οι οποίοι είχαν ως κεντρικό δόγμα το «zuhd», που σημαίνει αποστασιοποίηση ή «αποκήρυξη». Ζουσαν απομονωμένοι και έψαχναν μια ζωή ηθικής ακεραιότητας. Η αποστασιοποίηση αυτή από τα κοινά ήταν μια αντίδραση στη ζωή της πολυτέλειας και της ίντριγκας των πολιτικών και θρησκευτικών ελίτ, έτσι όπως αυτές διαμορφώνονταν με την εξάπλωση του Ισλάμ.
Τον 11ο και 12ο αιώνα, όσο το Ισλάμ ωριμάζει, η τάση του ασκητισμού, που είχε ως επίκεντρο τα την καταπολέμηση των μιασμάτων της ψυχής, δίνει σταδιακά τη θέση του στη μυστικιστική αναζήτηση του Θεου, «tasawwuf».
O Σουφισμός αποτελεί ουσιαστικά μια μέθοδο για να φτάσει κανείς στον Θεό: Από το Ισλάμ και την υποταγή στον Θεό μέσω των ισλαμικών εξωτερικών κανόνων της συμπεριφοράς (Shari’a), ο Σούφι θα περάσει στον Δρόμο (Tariqa-αδελφότητα) που ενώνει τον εξωτερικό κόσμο και τους κανόνες του με τον εσωτερικό κόσμο και την αληθινή Πίστη (iman). Στόχος είναι να καταλήξει στο τρίτο στάδιο του μυστικιστικού ταξιδιού, την εσωτερική αλήθεια (Haqiqa) όλων όσων υπάρχουν, δηλαδή τον Θεό, και στο στάδιο της αναζήτησης της τελειοτητας (ihsan).
Μετά τον μυστικιστικό παροξισμό του αλ Χαλατζ και την νηφαλιότητα του Τζουναϊντ στη Βαγδάτη 9ου και 10ου αιώνα, ο Σουφισμός θα φτάσει στην ωριμότητα του με τον αλ Γκαζαλί το 1100 και έκτοτε αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του Σουνιτικού Ισλάμ. Από τον τελετουργικό χορό της αδελφότητας των Μεβλεβήδων στροβιλιζόμενων δερβήσηδων του Ντζαλαλ-α-ντιν Ρουμί και τη συνεχή μνημόνευση του Θεου (dhikr) των Νακσιμπεντί και των Αλαουί μέχρι τη μυστικιστική ποίηση των Μπεκτασίδων και του Γιουνους Εμρέ, ο Σουφισμός εξαπλώθηκε από το Μαρόκο και την Μαύρη Αφρική μέχρι την Ινδία και την Απω Ανατολή.
Ο Σουφισμός είναι «η καρδιά του Ισλάμ», όπως γράφει ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή γνώστες του Σουφισμού, Ερίκ Ζοφρουά στο βιβλίο του «Ο Σουφισμός» όπου αναδεικνύεται ο τεράστιος πλούτος του ισλαμικού μυστικισμού αλλά και ο βαθύς του ανθρωπισμός.
ΤΑ ΤΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΠΡΩΤΑΓΩΝΙΣΤΟΥΝ
Το ισλαμικό τάγμα των Νακσιμπεντί ιδρύθηκε τον 14ο αιώνα, όταν ο ισλαμικός μυστικισμός βρισκόταν ήδη στο απόγειο του. Ιδρυτής θεωρείταιο μυστικιστής Μπαχά-ου-Ντιν-Νακσμπαντ Μπουχαρί που γεννήθηκε το 1318 έξω από την Μπουχάρα στο σημερινό Ουζμπεκιστάν.
Βασικά χαρακτηριστικά του τάγματος είναι ο βαθύς μυστικισμός μέσω του οποίου διεξάγεται η πνευματική μάχη ενάντια στο «εγώ» με σκοπό να έρθει ο άνθρωπος όσο πιο κοντά γίνεται στον Αλλάχ και δεύτερον η ενασχόληση του με τα εγκόσμια και την πολιτική. Αργότερα βασικό χαρακτηριστικό θα αποτελέσει ο βαθύς αντιδυτικισμός του.
Το ισλαμικό αυτό τάγμα είναι το μόνο στον ισλαμικό κόσμο στο οποίο η ιερή αλυσίδα διαδοχής των επικεφαλής (silsila) δεν φτάνει στον Μωάμεθ μέσω του Αλί ( που μετά το σχίσμα Σουνιτών–Σιιτών είναι η κεντρική προσωπικότητα για τους Σιίτες), αλλά μέσω του Αμπου Μπακρ, του πρώτου Σουνίτη Χαλίφη. Η νομιμοποίηση αυτή, μέσω του πρώτου Σουνίτη Χαλίφη, κατέστησε το τάγμα των Νακσιμπεντί ιδιαίτερα συμβατό με το ορθόδοξο-σουνιτικό Ισλάμ και πάντα πιο κοντά στην εξουσία και την πολιτική. Σε αντίθεση με τα άλλα τάγματα που κράτησαν μια απόσταση από τα εγκόσμια, την κοσμική εξουσία αλλά και από την σουνιτική ορθοδοξία.
Το τάγμα των Νακσιμπεντί θα εξαπλωθεί σε όλο τον ισλαμικό κόσμο: από το Μαρόκο και τη Μαύρη Αφρική μέχρι την Τουρκία και την Ινδονησία και θα διαδραματίσει καθοριστικό ρόλο στην αντίσταση των μουσουλμανικών κοινωνιών απέναντι στην ευρωπαϊκή αποικιοκρατία από τα τέλη του 18ου αλλά κυρίως από τον 19ο αιώνα.
Το 1809, ο κουρδικής καταγωγής σεΐχης Καλίντ-ι-Μπαγκνταντί από το βόρειο Ιράκ, θα μυηθεί στο τάγμα των Νακσιμπεντί στην Ινδία και θα ιδρύσει το δικό του παρακλάδι των Νακσιμπεντί, το τάγμα των Καλίντια. Αυτό θα κυριαρχήσει πλέον στην περιοχή της σύγχρονης Τουρκίας και των κουρδικών περιοχών. Βασικά χαρακτηριστικά του τάγματος των Καλίντια είναι η νομιμοφροσύνη προς την Οθωμανική Αυτοκρατορία και η αντίσταση σε ό,τι είναι ή θεωρείται ευρωπαϊκό.
Το 1826, μετά τη διάλυση των Γενίτσαρων (που ήταν οργανικά συνδεδεμένοι με το ισλαμικό τάγμα των Μπεκτασί) από τον μεταρρυθμιστή Σουλτάνο Μαχμούτ Β, οι Νακσιμπεντί-Καλιντία θα αποκτήσουν για σύντομο διάστημα μεγαλύτερο βάρος και διείσδυση στην οθωμανική διοίκηση.
Ωστόσο, το τάγμα θα έρθει σε σύγκρουση με τους μετέπειτα μεταρρυθμιστές Σουλτάνους και θα αποτελέσει πόλο αντίστασης και αντιδυτικισμού στις προσπάθειες εκδυτικισμού και εκσυγχρονισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η ΑΠΑΓΟΡΕΥΣΗ ΤΩΝ ΤΑΓΜΑΤΩΝ ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΕΜΑΛ
φωτό: Ο Κεμάλ στο γραφείο πάντοτε με τα σκυλιά του.
Μετά την ισλαμο-εθνική εξέγερση του κουρδικής καταγωγής Νακσιμπεντί σείχ Σαίντ το 1925 στην νοτιοανατολική Τουρκία εναντίον του νεογέννητου τότε κεμαλικού καθεστώτος, τα τάγματα θα απαγορευτούν.
Η υπόγεια ωστόσο ζωή και διακλάδωση τους όχι μόνο δεν θα σταματήσουν αλλά θα ενισχυθούν ακόμα περισσότερο.
Το 1950, μετά την άνοδο του Μεντερές και την ενίσχυση του πολιτικού και κομματικού πλουραλισμού, τα ισλαμικά τάγματα θα βγουν σταδιακά και πάλι στην επιφάνεια της δημόσιας ζωής. Μετά τις δεκαετίες του ‘70 και του ’80- κυρίως μετά το πραξικόπημα του Εβρέν το 1980- το Ισλάμ θα ενισχυθεί από την κεντρική εξουσία ως αντικομμουνιστικό «αντίδοτο» απέναντι στην άνοδο της αριστεράς στην χώρα.
Μέσα στο κλίμα αυτό, τα τάγματα, κυρίως αυτό των Καλίντια, και οι ηγετικές τους μορφές θα ενισχυθούν και θα αποτελέσουν καταλυτικά στοιχεία στην πολιτική και ιδεολογική ζωή της χώρας.
ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΕΡΝΤΟΓΑΝ
Το 1958, ο Καλιντί σείχης Μεχμέτ Ζαχίντ Κοτκού θα ονομαστεί ιμάμης στο τζαμί του Ισκεντέρπασα σε μια γειτονιά στην περιοχή Φατίχ της Κωνσταντινούπολης όπου βρίσκεται διαχρονικά κυρίαρχο το ισλαμικό στοιχείο.
photo: Μια άποψη της περιοχής Φατίχ
Ο Κοτκού ( μαθητής του επίσης σημαντικού θρησκευτικού ηγέτη Ζιγιουντίν Γκιουμουσχανεβί που είχε μυηθεί στο τάγμα Καλίντια από μαθητή του ίδιου του Καλίντ-ι-Μπαγνταντί) θα λειτουργήσει ως πνευματικός πατέρας του σύγχρονου πολιτικού και κοινωνικού Ισλάμ στην Τουρκία.
Βασικό κήρυγμα του Κοτκού ήταν ότι οι ισλαμιστές πρέπει να αποκτήσουν τεχνολογικές γνώσεις, αναπτυσσόμενη οικονομία και βιομηχανοποίηση καθώς μόνο με αυτούς τους τρόπους θα μπορέσουν να αποτινάξουν τον κεμαλικό ζυγό στο εσωτερικό της χώρας και να αποκτήσουν αληθινή ανεξαρτησία και ανωτερότητα απέναντι στην Δύση. Το εμβληματικό σύνθημα του Κοτκού ήταν «bir lokma, bir hirka, bir Mazda”: «ό,τι χρειάζεται ο άνθρωπος είναι ένα κομμάτι φαγητό, ένα κομμάτι ρούχο και ένα Μάζντα», με το Μάζντα να εκπροσωπεί την τεχνολογία και την βιομηχανική ανάπτυξη.
Ο Κοτκού ήταν ο πνευματικός πατέρας του Νετζμετίν Ερμπακάν. Αυτός ευλόγησε την ίδρυση του ισλαμο-τουρκικού πολιτικού κινήματος της «Εθνικής Αποψης» (Milli Gorus), το οποίο αποτέλεσε τη μήτρα του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία και του πρώτου καθαρά ισλαμικού κόμματος το 1969. Ο Κοτκού ήταν επίσης πνευματικός πατέρας και εμπνευστής του Τουργκούτ Οζάλ και της φιλελεύθερης οικονομικής του πολιτικής καθώς και των ισλαμιστών επιχειρηματιών που αναδείχθηκαν από την δεκαετία του ‘80 στην κεντρική Τουρκία, οι γνωστοί ως «Τίγρεις της Ανατολίας».
Ο Κοτκού και η κοινότητα του Ισκεντέρπασα ήταν τα πρώτα και ισχυρότερα πνευματικά σχολεία ενός πολύ μεγάλου μέρους των σημερινών στελεχών του ΑΚΡ, συμπεριλαμβανομένου και του ίδιου του Ταγίπ Ερντογάν.
Ο βαθύς αντι-δυτικισμός, σε συνδυασμό με την συστηματική ενίσχυση μιας φιλελεύθερης οικονομίας αλλά και της πολιτικής κινητοποίησης προκειμένου να καταληφθεί η εξουσία και το κράτος γαλούχησαν τις ιδρυτικές μορφές του ΑΚΡ που σήμερα κρατούν τα ηνία της Τουρκίας.
ΝΟΥΡΤΖΟΥ: ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΑΚΟΛΟΥΘΟΥΝ ΤΟ ΦΩΣ
Το τάγμα των Καλίντια και οι οπαδοί του Κοτκού βρίσκονται στην καρδιά του πολιτικού Ισλαμ καθώς ήταν πάντα υπέρ ενός σαφούς διαχωρισμού ανάμεσα στα ισλαμικά κόμματα και στην κεντροδεξιά ενώ έδιναν ταυτόχρονα μεγαλύτερη σημασία στην οικονομία και την πολιτική.
Παράλληλα με τους Νακσιμπεντί-Καλίντια, αν και πολύ μεταγενέστερη στην ίδρυση της, στην Τουρκία αναπτύχθηκε και μια άλλη σχολή σκέψης, αυτή των Νουρτζού που ιδρύθηκε από τον, κουρδικής καταγωγής, Νακσιμπεντί σείχη Μπεντιουζαμάν Σαίντ Νουρσί στις αρχές του 20ου αιώνα. Με έντονη την επιρροή των ιδεών των Καλίντια, ο Σαίντ Νουρσί θα ιδρύσει την δική του σχολή διδασκαλίας και ερμηνείας του Κορανίου με βασικό στόχο την εκπαίδευση για την ανατροφή νέων γενιών ισλαμιστών οι οποίες δεν θα έχουν τίποτα να ζηλέψουν από την τεχνογνωσία των δυτικών. Ο Σαίντ Νουρσί και οι οπαδοί του δεν δέχονταν τα ισλαμικά τάγματα θεωρώντας ότι αυτά κρατούν τους πιστούς ημιμαθείς και γεμάτους προκαταλήψεις.
Το πολύπλοκο βιβλίο του ερμηνείας του Κορανίου, Ριζαλέ-ι-Νουρ, με κεντρικό θέμα την ισλαμική αναγέννηση της Τουρκίας, θα διαβαστεί από εκατομμύρια οπαδών του σε «κύκλους συζήτησης» οι οποίοι θα αποτελέσουν τους πυρήνες των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων των Νουρτζού, «αυτών που ακολουθούν το Φως».
Οι Νουρτζού, μέχρι την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, στήριζαν παραδοσιακά τα δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα και όχι τα κόμματα του πολιτικού Ισλάμ.
Ο ΦΕΤΟΥΛΑΧ ΓΚΙΟΥΛΕΝ ΣΤΗ ΣΜΥΡΝΗ ΤΟΥ ‘60
Προερχόμενος από την ισλαμική κοινότητα των Νουρτζού, ο ιεροκήρυκας από το Ερζουρούμ, Φετουλάχ Γκιουλέν, θα ξεκινήσει διακριτικά τις δραστηριότητες του στην Σμύρνη της δεκαετίας του 60.
Πολύ γρήγορα, ο Φετουλάχ Γκιουλέν και το κίνημα του, Χιζμέτ-ιμανιγιέ βε Κουρ’ανιγιέ (υπηρεσία στην πίστη και στο Κοράνι), θα μετατραπούν στο κυρίαρχο όχημα της τουρκο-ισλαμικής σύνθεσης, το ιδεολόγημα που η κεντρική εξουσία στην Αγκυρα θα προκρίνει μετά το πραξικόπημα του 1980 ως αντίδοτο στον κομουνισμό και την αριστερά.
Το κίνημα θα εξελιχθεί σε ισλαμική κοινότητα (cemaat), που ιστορικά και θεολογικά έχει πολύ λιγότερη αίγλη και βαρύτητα από ό,τι το ισλαμικό τάγμα (tarikaat).
Ακρογωνιαίος λίθος της οργάνωσης γίνεται ο θεσμός του «μεγάλου αδελφού», του «άμπι» που «στρατολογεί» μέσω της εκπαίδευσης έξυπνους μαθητές ή φοιτητές, τους βοηθά στις σπουδές και στην επαγγελματική τους καριέρα και σε μια ορισμένη στιγμή τους ζητά διάφορες υπηρεσίες τις οποίες δεν διανοούνται να αρνηθούν καθώς η πίστη στην κοινότητα είναι τυφλή.
Το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν προσπάθησε και κατάφερε να θεσμοθετήσει την παραγωγή ελίτ- σε αντίθεση με το ΑΚΡ που είναι καθαρά λαϊκιστικό- όχι μόνο στην Τουρκία αλλά σε όλες τις χώρες όπου λειτουργούσαν σχολεία του κινήματος.
Παράλληλα, ο Φετουλάχ Γκιουλέν ήταν πάντα φανατικός αντικομμουνιστής και αυτό τον έφερε ιδιαίτερα κοντά στις ΗΠΑ, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης οπότε άρχισε και η εντυπωσιακή του διείσδυση αρχικά στις τουρκόφωνες πρώην σοβιετικές δημοκρατίες και στη συνέχεια σε ολόκληρη την πρώην Σοβιετική Ενωση.
Η βασική ιδέα του Γκιουλέν για την εκπαίδευση μιας «χρυσής γενιάς» που θα αναλάβει κάποια στιγμή τα ηνία της Τουρκίας συνεργαζόμενη με τις τουρκοκεντρικές ελίτ τις οποίες παράγει το κίνημα και στο εξωτερικό, προέρχεται από ένα αμάλγαμα του ισλαμικού Χρυσού Αιώνα του Μωάμεθ και της νέας γενιάς που οραματιζόταν ο Ακίφ Μεχμέτ Ερσόι, ο ποιητής του τουρκικού εθνικού ύμνου.
Ο δεύτερος ακρογωνιαίος λίθος, λοιπόν, του κινήματος Γκιουλέν είναι τα σχολεία: θα ιδρύσει 1.400 σχολεία σε όλο τον κόσμο αλλά και φροντιστήρια με τη βοήθεια των οποίων, εκατοντάδες χιλιάδες Τούρκοι μαθητές θα πετύχουν στις εισαγωγικές εξετάσεις στα τουρκικά πανεπιστήμια.
Ο βαθύς τουρκοκεντρικός χαρακτήρας του μηνύματος του Γκιουλέν δεν πέρασε απαρατήρητος από τον τουρκικό στρατό που, αν και αποστράτευε εσπευσμένα αξιωματικούς για τους οποίους υπήρχαν υποψίες ότι συνδέονταν μαζί του, επέτρεψε ωστόσο στο κίνημα να διεισδύσει στις κουρδικές περιοχές με φοιτητικές εστίες και εκπαιδευτικές δραστηριότητες.
Η ΣΤΗΡΙΞΗ ΓΚΙΟΥΛΕΝ ΑΠΟ ΤΙΣ ΗΠΑ
Ο λόγος και το ύφος του Γκιουλέν μεταλλάσσονται από τις αρχές της δεκαετίας του 90, εγκαταλείπουν τον ριζοσπαστισμό τους και τον εθνικιστικό υπερσυντηρητισμό και προσαρμόζονται στις απαιτήσεις των νέων εποχών. Ο Γκιουλέν και οι οπαδοί του θα καταφέρουν να εμφανιστούν ως βασικοί εκφραστές ενός μετριοπαθούς τουρκικού Ισλάμ και θα λάβουν τεράστια στήριξη από τις ΗΠΑ.
Ουσιαστικά, ο Φετουλαχ Γκιουλέν και το κίνημα του έδιναν στην Δύση αυτά που ήθελε να ακούσει, αναπαραγάγοντας ένα μετα-οριενταλιστικό αφήγημα.
Το σαφώς τουρκοκεντρικό αλλά έξυπνα «καμουφλαρισμένο» αφήγημα ενός μετριοπαθούς και κοσμοπολίτικου Ισλάμ που προώθησαν επί σειρά ετών οι οπαδοί του κινήματος Γκιουλέν έφτασε στο απόγειο της δημοτικότητας του μετά την 11η Σεπτεμβρίου, “ανταποκρινόμενο”στην ανάγκη των Αμερικανών να ενισχύσουν ένα μετριοπαθές Ισλάμ ως αντίβαρο στο νέο εχθρό της Δύσης μετά το σοβιετικό κομουνισμό: τον ριζοσπαστικό ισλαμικό φονταμενταλισμό.
Η δομή και ο τρόπος λειτουργίας θα πάρουν έμπνευση και από τις κοινότητες των Μορμόνων στις ΗΠΑ. Η Γιούτα, η πολιτεία των Μορμόνων στις ΗΠΑ, θα γίνει βασικό ορμητήριο του κινήματος Γκιουλέν, με κεντρικό σημείο τα πανεπιστήμια.
Ο Φετουλάχ Γκιουλεν, που είχε συνεργαστεί με όλες τις κυβερνήσεις πριν το ΑΚΡ, από το 1999 θα αυτοεξοριστεί στις ΗΠΑ φοβούμενος δικαστικές υποθέσεις εναντίον του στην Τουρκία. Σήμερα έχει μετατραπεί σε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα στις τουρκο-αμερικανικές σχέσεις.
Για πολλούς αναλυτές, οι σχέσεις του Φετουλάχ Γκιουλέν και των ΗΠΑ είναι όχι μόνο πολύ πιο βαθιές αλλά και πολύ πιο σκοτεινές. Στην εξαιρετικά λεπτομερή του περιγραφή και ανάλυση του κινήματος Γκιουλέν, ο Ουίλιαμ Ενγκαλ (https://off-guardian.org/2016/07/28/what-is-fethulla-gulen/) καταγράφει πιο σκοτεινές πτυχές της συνεργασίας ανάμεσα στις αμερικανικές υπηρεσίες πληροφοριών και στο κίνημα, σκιαγραφώντας τον ρόλο που φαίνεται πως διαδραμάτισαν οι ΗΠΑ στην διείσδυση των Γκιουλενιστών σε διάφορες χώρες και φυσικά στο τουρκικό κράτος.
Η ΛΥΚΟΦΙΛΙΑ ΓΚΙΟΥΛΕΝ-ΕΡΝΤΟΓΑΝ
Μετά το 2002 και την άνοδο του ΑΚΡ στην εξουσία, το κίνημα Γκιουλέν και το ΑΚΡ θα συνάψουν μια «συμμαχία» η οποία ήταν αφύσικη αλλά, στην συγκεκριμένη χρονική περίοδο, φάνηκε ως η καλύτερη επιλογή και για τις δυο οντότητες.
Το κίνημα Γκιουλέν βρήκε στην κυβέρνηση του ΑΚΡ το πιο εύφορο έδαφος για να εντατικοποιήσει στο μέγιστο την διείσδυση του στο τουρκικό κράτος και το ΑΚΡ βρήκε στο κίνημα Γκιουλέν τον ιδανικό εκπρόσωπο στη Δύση ενός τουρκικού ισλάμ που παράλληλα προωθούσε τις τουρκοκεντρικές και νεο-οθωμανικές πολιτικές τις οποίες οραματίζονταν οι ιδεολόγοι του κόμματος.
Στην έδρα της Ε.Ε., το κίνημα Γκιουλέν και οι άνθρωποι του ήταν το πιο ισχυρό τουρκικό λόμπι που εκπροσωπούσε την τουρκική κυβέρνηση, όπως και στις ΗΠΑ.
Η πορεία των σχέσεων του ΑΚΡ με την Ευρώπη και τη Δύση μέχρι το 2009 ήταν σχεδόν ειδυλλιακές. Το ΑΚΡ του Ταγίπ Ερντογάν έβλεπε πολύ θετικά τις δραστηριότητες του κινήματος Γκιουλέν στο εξωτερικό καθώς προσέδιδαν στην Τουρκία και στην ίδια την κυβέρνηση μια εικόνα ισλαμικής μετριοπάθειας και ανώτερου πολιτισμού.
Το κίνημα Γκιουλέν επωφελήθηκε στο έπακρο από τη συγκυρία, άνοιξε εκατοντάδες σχολεία, έστησε ένα κολοσσιαίο δίκτυο ΜΜΕ και ίδρυσε την δική του ένωση επιχειρηματιών, την TUSKON, που κατάφερε παρά το σαφώς μικρότερο μέγεθος από την κεμαλική TUSIAD και την ισλαμική MUSIAD να πάρει δυσανάλογα μεγάλο κομμάτι της «πίτας» του τουρκικού επιχειρείν στην Αφρική, στην Ρωσία, ακόμα και στο εσωτερικό της χώρας.
ΤΟ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑ ΤΗΣ “ΑΦΥΣΙΚΗΣ” ΣΥΜΜΑΧΙΑΣ
Η «συμμαχία» ανάμεσα στο κίνημα του Γκιουλέν και το ΑΚΡ ήταν εξ αρχής αφύσικη για πολλούς λόγους. Πρώτον, διότι, όπως εκτιμούν στην λεπτομερή τους ανάλυση για το ΑΚΡ και τα ισλαμικά τάγματα οι αναλυτές Σβάντε Κονελ και Μεχμέτ Καγιά του Hudson Ιnstitute, το ΑΚΡ ήταν μια σύμπραξη διαφορετικών ισλαμικών ταγμάτων που παραδοσιακά έβλεπαν με δυσφορία την κοινότητα του Γκιουλέν. Εκτός από την κυριαρχούσα επιρροή των Νακσιμπεντί-Καλιντία μέσω της ομάδας του Ισκεντέρπασα, το ΑΚΡ, σύμφωνα με τους δυο αναλυτές, ήταν μια σύμπραξη της μικρότερης κοινότητας των Σουλεϊμαντζί και του ισλαμικού τάγματος των Μενζίλ: δυο ισλαμικές ομάδες που διακατέχονται από βαθύ αντιδυτικισμό.
Η απληστία του κινήματος Γκιουλέν ωε προς τη διείσδυση στο κράτος και κυρίως στην αστυνομία, την ασφάλεια, το δικαστικό τομέα και στις επιχειρήσεις, εις βάρος όλων των άλλων ταγμάτων και κοινοτήτων, συσσώρευσε τεράστια δυσφορία στους χώρους του πολιτικού Ισλάμ.
Μετά το 2009-10 και την σταδιακή στροφή του Ταγίπ Ερντογάν μακριά από την Δύση, η αντιδυτική ιδεολογία των Καλιντί και της ομάδας του τζαμιού του Ισκεντέρπασα άρχισαν να κυριαρχούν στο ιδεολογικό και πολιτικό «καζάνι» του ΑΚΡ και αυτό όξυνε ακόμα πιο πολύ την -τότε ακόμα-υπόκωφη ένταση με το κίνημα Γκιουλέν που θεωρείτο υπέρμετρα φιλοδυτικό και κυρίως φιλοαμερικανικό.
Ωστόσο, όπως εκτιμούν όλοι οι αναλυτές σήμερα στην Τουρκία, η μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στο ΑΚΡ και το κίνημα Γκιουλέν πηγάζει λιγότερο από μια ιδεολογική αντιπαράθεση και πολύ περισσότερο από έναν υπαρξιακό αγώνα για εξουσία εκ μέρους και των δύο οντοτήτων.
ΙΣΛΑΜΙΚΟ ΑΝΤΙΔΥΤΙΚΟ ΑΦΗΓΗΜΑ
Η περίοδος μετά την απόπειρα πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 2016 σηματοδοτεί τον πλήρη μετασχηματισμό του πολιτικού Ισλάμ στην Τουρκία σε ένα πολύπλοκο πολιτικο-κοινωνικό φαινόμενο όπου οι δυναμικές της εκκοσμίκευσης και του εκσυγχρονισμού συνδυάζονται και νομιμοποιούνται από ένα όλο και πιο ισχυρό ισλαμικό και αντι-δυτικό αφήγημα.
Η μετωπική σύγκρουση ανάμεσα στο ΑΚΡ και το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν αναδεικνύεται σήμερα ως απόρροια της μακράς διαδικασίας ενός ιδιόμορφου τουρκικού εκσυγχρονισμού που ξεκινά από τις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 19ο αιώνα, περνά από την περίοδο της ιακωβίνικης κεμαλικής Δημοκρατίας και καταλήγει στην απόλυτη κυριαρχία του ΑΚΡ ως τελευταίου οχήματος του πολιτικού Ισλάμ στην χώρα.
Η μακρά αυτή διαδικασία είναι ένα αέναο εκκρεμές ανάμεσα σε δυο πόλους συγκρουσιακών διαδράσεων: Ο ένας πόλος είναι η συγκρουσιακή διάδραση ανάμεσα στην Δύση και τον τουρκισμό/εθνικισμό και ο άλλος είναι η επίσης συγκρουσιακή διάδραση ανάμεσα στο Ισλάμ και την εκκοσμίκευση/εκσυγχρονισμό.
Κεντρικός άξονας γύρω από τον οποίο ταλαντεύεται το εκκρεμές του εκσυγχρονισμού είναι η σύγκρουση για εξουσία και ιδεολογική κυριαρχία ανάμεσα στα ισλαμικά τάγματα και τις κοινότητες με το κράτος και την πολιτική.
Η εν εξελίξει σύγκρουση ανάμεσα στο ΑΚΡ και το κίνημα του Φετουλάχ Γκιουλέν διαγράφεται ως μια σύγκρουση ιδεών και κοσμοθεωριών αλλά κυρίως ως μια πάλη για εξουσία και αποτελεί ακόμα μια πράξη στο δράμα της σύγκρουσης ανάμεσα στην εκκοσμικευμένη πολιτική εξουσία και το πολιτικό Ισλάμ των ισλαμικών ταγμάτων και κοινοτήτων.
Ο ιδιόμορφος τουρκικός εκσυγχρονισμός, που έχει έντονα στοιχεία εκκοσμίκευσης, κάνει ακόμα ένα βήμα προς τα εμπρός, περιθωριοποιώντας και «ευνουχίζοντας» το πολιτικό Ισλάμ και τον ρόλο των ισλαμικών ταγμάτων και κοινοτήτων. Το ΑΚΡ, θα μπορούσε να πεί κανείς, ότι λειτουργεί με μια νιτσεϊκή δυναμική σύμφωνα με την οποία μόνο ο πιστός μπορεί να «σκοτώσει» τον Θεό.
Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ (;) ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΙΣΛΑΜ
Το βήμα αυτό που συντελείται σήμερα στην Τουρκία έρχεται να σφραγίσει την αποτυχία του πολιτικού Ισλάμ στην χώρα, με την έννοια που δίνει στην αποτυχία αυτή ο Ολιβιέ Ρουά στο βιβίο του «Η αποτυχία του πολιτικού Ισλάμ»: Οτι δηλαδή ο ισλαμισμός έχει ατροφήσει και έχει γίνει ένα δυτικό φαινόμενο νεοφονταμενταλισμού και υπερσυντηρητισμού χωρίς το όραμα και τη δυνατότητα να σχηματίσει μια ισλαμική κοινωνία και να την διαχειριστεί με βάση μια καθαρά ισλαμική ηθική.
Παράλληλα, όπως εξηγεί ο Μεχμέτ (καθηγητής ιστορίας σε μεγάλο πανεπιστήμιο της Κωνσταντινούπολης και ειδικός στην ιστορία των ιδεών του τέλους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της αρχής της κεμαλικής περιόδου): «Από τις αρχές του 19ου αιώνα και την εισαγωγή του εκδυτικισμού ως κυρίαρχο μοντέλο εκσυγχρονισμού στις μουσουλμανικές κοινωνίες της Μέσης Ανατολής και της Τουρκίας γεννιέται ένας πολιτικός και κοινωνικός ισλαμισμός ως βασική πηγή αυθεντικότητας και συντηρητισμού. Οσο πιο πολύ εκσυγχρονίζονται οι κοινωνίες και οι ηγεσίες τους τόσο περισσότερο έχουν ανάγκη από μια αυθεντικότητα ώστε να διαφοροποιούνται από τη Δύση. Και η αυθεντικότητα αυτή έρχεται από μια νέα έκφραση του Ισλαμ ως πολιτικού και κοινωνικού φαινομένου».
Η δυναμική αυτή κυριαρχεί σε όλες τις περιοχές όπου η Δύση δρα ως αποικιοκράτης αλλά κυριαρχεί και στην Οθωμανική Αυτοκρατορία η οποία καλείται να διαπραγματευτεί την ύπαρξη της με την Δύση.
Τα ισλαμικά τάγματα και οι ισλαμικές κοινότητες θα λειτουργήσουν ως βασικοί πόλοι δημιουργίας και παραγωγής αυθεντικότητας και αντίστασης στην Δύση και στην αποικιοκρατία.
Ο επιφανειακός εκδυτικισμός που θα επιβάλει το κεμαλικό καθεστώς μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ‘40 χτίζεται πάνω σε ένα μονολιθικό και ισοπεδωτικό για κάθε διαφορετικότητα τουρκικό εθνικισμό αφού προσπαθεί να δημιουργήσει μια νέα τουρκική αυθεντικότητα η οποία περιθωριοποιεί το Ισλάμ. Προσπαθεί να το αποστειρώσει από κάθε στοιχείο ισλαμισμού των ταγμάτων και της Ανατολίας και να το κρατικοποιήσει απόλυτα.
Μετά την δεκαετία του ‘50 και μέχρι σήμερα, καθώς όλο και μεγαλύτερα μέρη της τουρκικής κοινωνίας αστικοποιούνται και εκσυγχρονίζονται τόσο αυξάνεται ο αντιδυτικισμός και η υπαρξιακή ανάγκη για μια νέα τουρκική αυθεντικότητα η οποία αλλάζει εσωτερικές ισορροπίες και στηρίζεται πλέον αποκλειστικά στην ισλαμική διάσταση.
«Οσο οι μουσουλμάνοι της Τουρκίας ζουν με όλο και πιο έντονο δυτικό τρόπο τόσο πιο μεγάλη ανάγκη έχουν από ένα ισλαμικό «περιτύλιγμα» του τρόπου ζωής τους για να έχουν την ψευδαίσθηση ότι είναι αυθεντικοί, ότι είναι Τούρκοι μουσουλμάνοι και όχι δυτικοί», μας λέει η Μπουρτζού, ανθρωπολόγος-ερευνήτρια του πολιτικού και κοινωνικού Ισλάμ στην Τουρκία.
ΑΚΡ: ΑΠΟ ΤΟ 2002 ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ
Τόσο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία όσο και στη σύγχρονη Τουρκία, βασικά οχήματα του ισλαμισμού και του αντι-δυτικισμού είναι τα ισλαμικά τάγματα και οι κοινότητες που βρίσκονται σε διαρκή σύγκρουση με το κεντρικό κράτος και την πολιτική εξουσία: πεδία τα οποία διαχρονικά προσπαθούν να ανταγωνιστούν και ενδεχομένως να καταλάβουν .
Εχοντας μια ιδιότυπη σχέση με τον εκσυγχρονισμό καθώς κυρίαρχα τάγματα κήρυξαν υπέρ ενός τεχνολογικού και οικονομικού εκσυγχρονισμού παραμένοντας όμως βαθιά αντι-δυτικά και υπερσυντηρητικά, η σχέση τους με τον εκσυγχρονισμό διέπεται από αυτήν τη σύγκρουση με το κεντρικό κράτος αναδεικνύοντας έτσι μια άλλη πτυχή των δυναμικών της σύγχρονης Τουρκίας.
Ο ρόλος των ταγμάτων και των κοινοτήτων στην διαμόρφωση κοινωνικών και πολιτικών ταυτοτήτων, όπως όλα δείχνουν, έφτασε στο τέλος του με την απόλυτη επικράτηση του ΑΚΡ στην εξουσία, όπως αυτή διαγράφεται πλέον και μετά την 15η Ιουλίου.
Η απόπειρα πραξικοπήματος και οι τρέχουσες εξελίξεις αποτελούν ουσιαστικά έναν ενδο-ισλαμικό πόλεμο μέχρις εσχάτων και παράλληλα αποτελούν σημείο καμπής του μεγάλου αγώνα εκ μέρους του κεντρικού κράτους και της πολιτικής εξουσίας να κυριαρχήσουν απόλυτα πάνω στον ισλαμισμό των ταγμάτων και των κοινοτήτων. Υπό αυτή την έννοια, τα όσα γίνονται σήμερα στην Τουρκία αποτελούν μια ιστορική εξέλιξη στις σχέσεις κράτους-Ισλάμ αλλά και στις σχέσεις της πολιτικής με το Ισλάμ. Αποτελούν ένα εξαιρετικά κρίσιμο σημείο για την πορεία της χώρας.
Η πολιτική εξουσία του ΑΚΡ κατάφερε από το 2002 μέχρι σήμερα να περιορίσει εντυπωσιακά την δύναμη των ταγμάτων και των κοινοτήτων και να διευρύνει, για πρώτη φορά στην ιστορία της Τουρκίας, το χώρο του μονοπωλίου του κεντρικού κράτους στη διαμόρφωση πολιτικών ιδεών, εθνικών ταυτοτήτων και ενός αποστειρωμένου κρατικού Ισλάμ.
Η διεύρυνση του εκκοσμικευμένου κρατικού αυτού χώρου δεν σημαίνει ούτε ότι η χώρα οδηγείται προς μια δημοκρατία με βάση τα δυτικά πρότυπα και τις αξίες ούτε ότι έρχεται πιο κοντά στην Δύση.
Το ΑΚΡ κρατά ζωντανή την αντιδυτική ιδεολογία της μήτρας του, του τάγματος των Καλιντιά και της “Εθνικής Άποψης” και της ομάδας του Ισκεντέρπασα, αλλά “ευνουχίζει” την ισχύ και την πολιτική επιρροή των ταγμάτων και των κοινοτήτων από τα οποία προήλθε.
H πολιτισμική ταυτότητα της σημερινής Τουρκικής Δημοκρατίας είναι ισλαμική. Οχι, όμως, με την έννοια ενός ισλαμικού κράτους όπως στο Ιράν αλλά με την έννοια ότι η Δύση όχι μόνο δεν αποτελεί σημείο αναφοράς αλλά έχει αναγορευθεί σε απόλυτο πολιτισμικό αντίπαλο έναντι του οποίου η «Νέα Τουρκία» προσπαθεί να υψώσει ένα αυθεντικά ισλαμο-τουρκικό ανάστημα προκειμένου να διαφοροποιηθεί και να νομιμοποιήσει έναν “εκφυλισμένο” εκδυτικισμένο τρόπο ζωής που διέπει πλέον την συντριπτική πλειοψηφία της τουρκικής κοινωνίας.
Η δυναμική αυτή οδηγεί σε ένα νέο τουρκικό παράδοξο μέσα από το οποίο η χώρα βρίσκεται σε τροχιά σύγκρουσης και πολιτισμικής αποξένωσης από την Δύση ενώ την ίδια ώρα το ΑΚΡ, καταλαμβάνοντας την εξουσία και το κράτος, διευρύνει επί της ουσίας τον ιδιότυπο τουρκικό εκσυγχρονισμό και την εκκοσμίκευση, «σκοτώνοντας» ως νιτσεϊκός πιστός τον Θεό.
ΟΙ ΕΥΘΥΝΕΣ ΤΗΣ ΔΥΣΗΣ
Οι ευθύνες της Δύσης και κυρίως της Ε.Ε. είναι τεράστιες καθώς το ΑΚΡ, που, όπως κατέγραψε ο Τιερί Ζαρκόν ειδικός της πολιτικής σκέψης στην Τουρκία, ήταν το πρώτο ισλαμικό κόμμα στην χώρα που ιδρύθηκε αποπέμποντας το μοντέλο των ταγμάτων, σε αντίθεση με τα προηγούμενα ισλαμικά κόμματα, βρέθηκε απέναντι σε μια Ευρώπη που δεν κατάφερε να «διαβάσει» τα όσα γίνονταν και εξακολουθούν να γίνονται στην Τουρκία.
Τα πρώτα χρόνια του ΑΚΡ, η Δύση αποτέλεσε βασικό πυλώνα του αφηγήματός του το οποίο ήταν μια ιδιόμορφη σύμπραξη προσώπων που προέρχονταν αφενός από την καρδιά ισλαμικών ταγμάτων και ιδεολογιών και αφετέρου από τον προοδευτικό και φιλο-ευρωπαϊκό χώρο με τους πρώτους να αποτελούν την μεγάλη πλειοψηφία και τους δεύτερους να έχουν ένα, κατά πολύ μεγαλύτερο από τον αριθμό τους, ιδεολογικό βάρος.
Το κατά πόσο ο Ταγίπ Ερντογάν είχε ένα μακιαβελικό σχέδιο από το 2002 ή και νωρίτερα να χρησιμοποιήσει την Ευρώπη σαν ασπίδα προκειμένου να προωθήσει τις δικές του πολιτικές και φιλοδοξίες είναι κάτι που μόνο η ιστορία μπορεί να κρίνει.
Δεν είναι όμως λίγοι στην Τουρκία, και μάλιστα επικριτές του Τούρκου Προέδρου, που θεωρούν ότι η φιλο-δυτική ρητορική και οι μεταρρυθμίσεις των πρώτων χρόνων της εξουσίας του ΑΚΡ ήταν ειλικρινείς δυναμικές και ότι θα συνεχίζονταν αν η Ευρώπη δεν έκλεινε τις πόρτες της στην Τουρκία. Το ΑΚΡ είχε αποπέμψει το μοντέλο των ταγμάτων όχι όμως και την ιδεολογία τους. Οταν λοιπόν η Ευρώπη έκλεισε την πόρτα, οι ισορροπίες υπέρ του ισλαμικού και αντιδυτικού στοιχείου άλλαξαν ραγδαία και αμετάκλητα.
Η στάση της Ευρώπης αμέσως μετά την απόπειρα της 15ης Ιουλίου με την άσκηση άμετρης κριτικής στην κυβέρνηση οξύνουν τον ήδη έντονο αντιδυτικισμό και, όπως γράφει στην Χουριέτ η προοδευτική διανοούμενος και δημοσιογράφος Νουράι Μέρτ, κινδυνεύουν να αποτελέσουν «αυτο-εκπληρούμενη προφητεία».
ΠΡΟΤΕΙΝΟΥΜΕ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ
Το διαχρονικά υπαρξιακό δράμα των ισλαμικών ταγμάτων που παλεύουν ανάμεσα στο μυστικισμό και την έλξη για εξουσία το αποτύπωσε με εξαιρετικά γλαφυρό τρόπο ο Σερβοβόσνιος συγγραφέας Μέσα Σελίμοβιτς στο βιβλίο του «Ο Δερβίσης και ο Θάνατος». Ο ήρωας του μυθιστορήματος, ο σείχης ενός τάγματος Μεβλεβήδων, αναγκάζεται προκειμένου να σώσει τον αδελφό του να εμπλακεί στα γρανάζια της εξουσίας σε μια πάλη μέχρι θανάτου.
[