Για να στηρίξουν την ενότητά τους οι αρχαϊκές κοινωνίες είχαν καθιερώσει θυσίες, στις οποίες επαναλάμβαναν συμβολικά, υπό ελεγχόμενες συνθήκες, την εκτόνωση των εντάσεων που προέκυπτε μετά από εκρήξεις βίας, και η οποία πρέπει να συνέβη πολλές φορές μέσα στον εκτεταμένο προϊστορικό χρόνο μέχρι να κατασταλάξει σε μια συνειδητοποιημένη μορφή με αρχετυπικό χαρακτήρα. Δεν υπάρχει λόγος να σκεφτούμε ότι οι πρώτες εκρήξεις βίας στρέφονταν εναντίον ενός πραγματικού ενόχου, αλλά οπωσδήποτε υπήρξαν και τέτοιες, και οπωσδήποτε η ανάπτυξη της αίσθησης του δικαίου στην ύστερη αρχαϊκή εποχή συμπορεύτηκε με την εδραίωση του θυσιαστικού μηχανισμού, μέχρι αυτός να μεταστοιχειωθεί στην αποκαθαρμένη μορφή ενός ποινικού συστήματος. Είναι όμως επίσης βέβαιο ότι ο μηχανισμός αυτονομήθηκε, είτε σε λιγότερο προηγμένες κοινωνίες όπου η αίσθηση του δικαίου δεν αποκρυσταλλώθηκε, είτε και σε πιο προηγμένες, επειδή η διαδικασία έπρεπε να έχει προληπτικό χαρακτήρα. Οπωσδήποτε, με το πέρασμα του χρόνου, η θυσιαστική βία έγινε όλο και πιο συμβολική. Στη θέση του Ισαάκ θυσιάζεται ένα πρόβατο, και στη θέση της Ιφιγένειας ένα ελάφι. Οι θεοί εξανθρώπισαν τις απαιτήσεις τους, αφού δεν ήταν δυνατόν η ηθική τους συνείδηση να μείνει χαμηλότερη από αυτή των ανθρώπων – αν και ο εξανθρωπισμός αυτός χρειάστηκε αιώνες για να ολοκληρωθεί. Αλλά η σταύρωση του Χριστού ως του κατ’ εξοχήν αθώου θύματος ήταν εκείνη που αποκάλυψε πλήρως την αυτονόμηση του μηχανισμού, όπου δεν είναι η τιμωρία του ενόχου το πρωτεύον, αλλά η κατασκευή ενόχων προκειμένου να επιβεβαιωθεί η ενότητα της κοινότητας. Γι’ αυτό ο Χριστός είναι ο αμνός του θεού ο αίρων την αμαρτίαν του κόσμου.
Η αποκάλυψη της αυτονόμησης του θυσιαστικού μηχανισμού ήταν μια καίρια συνειδητοποίηση μέσα στην εξέλιξη του ανθρώπου, αλλά δεν κατάργησε τον μηχανισμό μια κι έξω. Και αυτός συνεχίζει να παράγει θύματα. Συμβολικά ή λιγότερο συμβολικά. Αλλά, επίσης, με τρόπο ευθύ, ή, όλο και περισσότερο, με τρόπο αντεστραμμένο. Όποιος έχει βία μέσα του, βλέπει παντού βία γύρω του, και πείθει τον εαυτό του ότι η δική του είναι δικαιολογημένη, γιατί μόνο έτσι μπορεί να την εκτονώσει. Μέσα από την απώθηση αυτή, ο θυσιαστικός μηχανισμός αποχτά μια δεύτερη ζωή.
Ο Χριστιανισμός ο ίδιος πολλές φορές ερμήνευσε τον Χριστό θυσιαστικά, και όχι ως άρση του θυσιαστικού μηχανισμού. Ήδη τι σημαίνει ότι ο Χριστός αίρει την αμαρτία του κόσμου, δεν είναι εξαρχής σαφές. Η φράση περιέχει μια αμφισημία. Αίρω μπορεί να σημαίνει αναιρώ, μπορεί επίσης να σημαίνει σηκώνω, και ο ενεστώτας, αίρων, με τη διάρκεια ή την επαναληπτικότητά του, ευνοεί τη δεύτερη ερμηνεία. Στον δυτικό χριστιανισμό που κάποιοι ορθόδοξοι πολύ βιαστικά κατηγορούν ως ωφελιμιστικό και νομικιστικό, η θυσία του Χριστού αναιρεί (qui tollis pecata mundi) την αμαρτία, επιτρέπει, κάπως σαν σεισάχθεια, μια νέα αρχή.
Στην καθ’ ημάς Ανατολή, που περηφανεύεται ότι γιορτάζει περισσότερο από τα Χριστούγεννα το Πάσχα, ως νίκη πάνω στο θάνατο, και ότι αυτό την κάνει πιο χαρωπή απέναντι στο δυτικό χριστιανισμό τον οποίο αυτοδικαιωτικά παρουσιάζει ως πιο σκυθρωπό, στην πραγματικότητα το χριστικό πρότυπο είναι αδυνατισμένο σε σχέση με το διονυσιακό αρχέτυπο του πάσχοντος θεού, όπως είχε διαμορφωθεί από τον αρχαίο ορφισμό.
Ο Χριστός είναι ο αίρων την αμαρτία του κόσμου όχι τόσο με την έννοια ότι την αναιρεί, όσο με την έννοια ότι την σηκώνει στις πλάτες του, σε μια διαδικασία επαναλαμβανόμενη και αέναη σαν την διονυσιακή αναγέννηση της φύσης. Αυτός ο Διόνυσος-Χριστός είναι ο αιώνια και επαναληπτικά θυσιαζόμενος. Γι’ αυτό και δεν προέκυψε τυχαία, αλλά από βαθιά αναμόχλευση του συλλογικού ασυνειδήτου ο κύκλος τραγουδιών του 1985 στον οποίο ο Μίκης Θεοδωράκης (αλλά βέβαια στους τόπους αυτούς είχε προηγηθεί ο Σικελιανός) έδωσε τον τίτλο: «Διόνυσος», όπου διαβάζει τα Δεκεμβριανά ως διονυσιακή τελετή, με τη θανάτωση του Διονύσου-λαϊκού αγωνιστή να παρακολουθείται από μια διονυσιακή πομπή που έκτοτε πενθεί και ζητά δικαίωση.
Είναι η αντεστραμμένη λειτουργία του θυσιαστικού μηχανισμού. Η συσπείρωση της κοινότητας εδώ επιτυγχάνεται όχι με την εκτέλεση του αποδιοπομπαίου ενόχου, αλλά μέσα από το πένθος για το αθώο θύμα.
Μόνο που, σε όποιο μέτρο αυτονομείται και εδώ ο θυσιαστικός μηχανισμός, όπως στην ευθεία λειτουργία του δεν είχε πάντα σημασία αν ο αποδιοπομπαίος ήταν πραγματικά ένοχος, το ίδιο εδώ δεν έχει πάντα σημασία αν το θύμα είναι αθώο. Το θύμα πρέπει να είναι αθώο, για να επιτευχθεί η συσπείρωση – αυτό έχει σημασία. Μάλιστα, πρέπει να υπάρξει θύμα – πάση θυσία, εν ανάγκη να προκληθεί ή να κατασκευαστεί.
Αλλά στην κυριαρχούμενη από τα διονυσιακά αρχέτυπα Ελλάδα δεν είναι μόνο ο αντεστραμμένος θυσιαστικός μηχανισμός που λειτουργεί, λειτουργεί και ο ευθύς. Πριν από κάποιες μέρες, εντυπωσίασε η δήλωση βουλευτή ότι «κανείς δεν έχει τρομοκρατηθεί» από τη 17η Νοέμβρη και ανάλογες οργανώσεις, που συνήθως εντούτοις αποκαλούνται τρομοκρατικές. Το είπε επικαλούμενος το «βίωμά» του, και η δήλωση σχολιάστηκε ως απαράδεκτη, ενώ θα έπρεπε να σχολιαστεί ως αποκαλυπτική, με την έννοια του lapsus.
Ποιο είναι το lapsus εν προκειμένω; Αν τρομοκρατική ενέργεια είναι αυτή που μπορεί να ενσπείρει τον φόβο σε οποιονδήποτε, ή σε μεγάλο αριθμό ανθρώπων, ότι μπορεί να βρεθούν στη θέση του θύματος, το περιεχόμενο της δήλωσης είναι προφανές. Αν όμως η πραγματική λειτουργία τέτοιων οργανώσεων δεν ήταν να τρομοκρατήσουν -όχι μόνο επειδή, όπως είπε ο βουλευτής, προκάλεσαν θύματα μόνο στη δεξιά παράταξη, και επειδή, όπως εννοούσε, ούτε ο απλός δεξιός πίστευε ότι μπορούσε να αποτελέσει στόχο (και το lapsus παρεισέφρησε ανάμεσα σ’ αυτό που είπε και αυτό που εννοούσε) – η δήλωσή του, αρνητικά και ασυναίσθητα, δείχνει ποια ήταν η πραγματική λειτουργία: ήταν να συσπειρώσουν υποδεικνύοντας έναν εχθρό, και να εμψυχώσουν δείχνοντάς τον τιμωρούμενο. Κινητοποιούσε δηλαδή ακριβώς τον αρχαϊκό θυσιαστικό μηχανισμό, ο οποίος είναι και εδώ αυτονομημένος, διότι αν το θύμα, που δεν πέρασε από καμία δίκη για να αποδειχθεί η ενοχή του, ήταν όντως ένοχο ή όχι, εντέλει μικρή σημασία είχε – σημασία είχε η συσπείρωση της κοινότητας γύρω από την ανθρωποθυσία (η συσπείρωση δηλαδή εκείνων που αναγνωρίζονται ως κοινότητα μέσω αυτής – η ανθρωποθυσία συνιστά την κοινότητα).
Ο ίδιος θυσιαστικός μηχανισμός εξηγεί άλλωστε την παλαιότερη δίωξη των πρώτων κομμουνιστών ως «μιασμάτων» επειδή, σκεπτόμενοι διαφορετικά, διασπούσαν την εθνική συνοχή. Και στις δύο αντίθετες περιπτώσεις δεν έχουμε πάλη ιδεών, αλλά ενεργοποίηση αρχαϊκών αντανακλαστικών. Η γοητεία της βίας είναι όντως, όπως έγραψε σε πρόσφατο άρθρο ο καθηγητής Ν. Αλιβιζάτος, «προ-νεοτερική», αλλά, αν μπορεί κανείς να το πει έτσι, «πολύ» προ-νεοτερική – έχει αρχαϊκές ρίζες.
Ο θυσιαστικός μηχανισμός έχει ξεπεραστεί εκεί που φτάνει να ρωτήσει κανείς, όπως το Τραγούδι του Ισαάκ του Λέοναρντ Κοέν: «Και σεις που χτίζετε τους βωμούς σήμερα, συγχωρήστε με να ρωτήσω: σύμφωνα με τίνος το πρόγραμμα; Αυτό που σχεδιάζετε δεν σας έχει αποκαλυφθεί σε όραμα [όπως στον Αβραάμ], ποτέ δεν σας έβαλε σε πειρασμό ένας θεός ή ένας δαίμονας.» Η αρχαϊκή βία ήταν πολύ πραγματική, και τόσο ανεξέλεγκτη που έκανε τους ανθρώπους να αισθάνονται υποχείρια θεών και δαιμόνων. Η βία του αυτονομημένου θυσιαστικού μηχανισμού είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό (στις κανονικές συνθήκες της ζωής μας) ψυχική και συμβολική.
Όταν κανείς ζει σήμερα εντάσεις ανάλογες αυτών που στη συνείδηση του αρχαϊκού ανθρώπου συμπύκνωναν την παρουσία θεών ή δαιμόνων, αυτές είναι οι προβολές μιας αρχαϊκής ψυχοσύνθεσης που δεν έχει φτάσει στην πλήρη εξατομίκευση. Όταν φτάσει, τότε αναγνωρίζει ότι αυτό που την βάζει σε πειρασμό δεν είναι κάποιος θεός ή κάποιος δαίμονας, αλλά ο εαυτός της.
Πριν φτάσει, είναι υποχείρια των αρχετύπων που φέρει μέσα της ως παραληρηματικά κατάλοιπα ενός οιονεί ψυχωτικού παρελθόντος που δεν λέει να παρέλθει οριστικά, γιατί οι μνήμες του είναι ανεξίτηλα κωδικοποιημένες στον ερπετοειδή μας εγκέφαλο τον οποίο δεν μπορεί ποτέ να ελέγξει απόλυτα ο νεοφλοιός των εξελιγμένων πρωτευόντων που κατά τα άλλα είμαστε∙ το αντίθετο συμβαίνει: ο ερπετοειδής εγκέφαλος βραχυκυκλώνει τη λειτουργία του νεοφλοιού. Η βραχυκύκλωση αυτή μπορεί να συμβεί σε όλους υπό συνθήκες πραγματικής ή συμβολικής βίας∙ συμβαίνει όμως και χωρίς αυτές εκεί που η εξατομίκευση είναι ατελής και οι ψυχικοί πυρήνες ενεργοποιούνται ερήμην της πραγματικότητας μέσω αρχετύπων τα οποία λειτουργούν ως εξαρτημένα αντανακλαστικά.
Αυτό εξηγεί γιατί σε συνθήκες κρίσης και ανασφάλειας οι άνθρωποι είναι χειραγωγήσιμοι. Και γιατί όποιοι θέλουν να τους χειραγωγήσουν δημιουργούν πάντα συνθήκες κρίσης και ανασφάλειας, αντιμετωπίζοντάς τους ως «χρήσιμους ηλίθιους». Μπορεί να το κάνουν πεπεισμένοι ότι η επιβίωση του συνόλου δικαιώνει τον θυσιαστικό μηχανισμό. (Έτσι καταλάβαιναν κάποιοι τον στίχο του Ελύτη: «θέλει νεκροί χιλιάδες νάναι στους τροχούς/θέλει κι οι ζωντανοί να δίνουν το αίμα τους») Τότε έχουν υποκύψει στον πρώτο πειρασμό του Χριστού στην έρημο.
Αν το κάνουν παροξύνοντας τα αρχετυπικά αντανακλαστικά, έχουν υποκύψει στον δεύτερο πειρασμό, και δεν πιστεύουν ότι η σωτηρία του ανθρώπου μπορεί να είναι μόνο ελεύθερη και όχι εκβιασμένη. Αλλά υποκύπτουν έτσι οι ίδιοι σε ένα χριστικό αρχέτυπο που τους κάνει να αισθάνονται σωτήρες – αυτό στο οποίο δεν υπέκυψε ο Χριστός αποδεχόμενος ότι οι άνθρωποι δεν θα σωθούν παρά τη θέλησή τους με τα θαύματά του. Και όσοι διαιωνίζουν τον θυσιαστικό μηχανισμό συμβολικά, συνεχίζοντας το έργο του διαβόλου, αυτού που διαβάλλει, για να γίνουν οι άρχοντες του κόσμου, υποκύπτουν στον τρίτο πειρασμό, της απόλυτης εξουσίας – που είναι τόσο πιο απόλυτη, όσο περισσότερο εκμηδενίζει ηθικά, δηλαδή θυσιάζει συμβολικά, τον αντίπαλο.
Καθώς δύει ο πολιτισμός που άρχισε στη νεολιθική εποχή και διαμορφώθηκε όχι μόνο από το γεωργικό τρόπο παραγωγής, αλλά και από τα αρχέτυπα που του αντιστοιχούν, μεταξύ των άλλων και τα θυσιαστικά, και ανατέλλει ο τεχνολογικός, η βιαιότητα της αλλαγής είναι τέτοια που όντως κινητοποιεί αρχαϊκά αντανακλαστικά – και τα χιλιαστικά συναισθήματα που προκαλούσε η έλευση της βιομηχανικής εποχής σε όσους αισθάνονταν ότι θα είναι αναπόφευκτα τα θύματά της, τα προκαλεί σήμερα η έλευση της παγκοσμιοποίησης σε όσους αισθάνονται ότι θα είναι τα καινούργια.
Ο εικοστός αιώνας σημαδεύτηκε τραγικά από όσους χειραγώγησαν τους πρώτους αυξάνοντας στο μη περαιτέρω τη θυσιαστική βία. Η τεχνολογική μεταμόρφωση του πολιτισμού μας οδηγεί από κοινωνίες της καταστολής, όπου η καταστολή ήταν η μακρινή ηχώ του θυσιαστικού μηχανισμού, σε κοινωνίες του ελέγχου, όπου η μεταστοιχείωση της βίας σε συμβολική (που σ’ ένα βαθμό θα είναι εσωτερικευμένη ως αυτολογοκρισία των ανθρώπων) θα φτάσει στο μη περαιτέρω, χωρίς να πάψει να υπακούει στον ίδιο πάντοτε θυσιαστικό μηχανισμό. Ο εικοστός πρώτος αιώνας θα γεμίσει από συμβολικές εκατόμβες – πριν γεμίσει και με μη συμβολικές, σαν αυτές του προηγούμενου.
Η νεολιθική συνείδηση είδε τον κόσμο και είπε τι της φάνηκε να είναι εσχάτως – με μια λέξη: αμαρτία. Διερωτήθηκε αν πρέπει να την σηκώνει αέναα στις πλάτες της σε μια ατελεύτητη διαδοχή ελεγχόμενων αναζωπυρώσεων της βίας. Ή αν μπορεί να την αναιρέσει μια κι έξω και να ξεκινήσει από την αρχή. Ή αν θάπρεπε –ο τελευταίος πειρασμός- αφού όλα τα νέα ξεκινήματα φάνηκαν ιστορικά να καταλήγουν και πάλι στην αμαρτία – για να την αναιρέσει μια κι έξω, να υποτάξει ολοκληρωτικά τον κόσμο. Στην έρημο όπου βρισκόμαστε, ποια είναι η άρση της αμαρτίας του κόσμου, και αν οι νεολιθικές κατηγορίες σκέψης θα αρθούν σε ένα ανώτερο επίπεδο ή απλώς θα καταργηθούν (πράγμα που από τη σκοπιά τους θα ήταν η αμαρτία στη νιοστή δύναμη), παραμένει ακόμα αβέβαιο. Αυτή η συμβολική Σαρακοστή δεν ξέρουμε ούτε πόσο διαρκεί, ούτε σε τι μας οδηγεί.