“Συνάντησα το όνομα του Εστρόγκο Ναχάμα εντελώς τυχαία, διαβάζοντας ένα άρθρο στο οποίο αναφερόταν η Τοπογραφία του Τρόμου, το μουσείο της Niederkirchnerstrasse του Βερολίνου. Είναι ένας εκθεσιακός χώρος που τεκμηριώνει τη ναζιστική φρίκη, χτισμένος στο σημείο όπου είχαν την έδρα τους η Γκεστάπο και τα Ες Ες, τα κτίρια των οποίων καταστράφηκαν το 1945. Το σεφαραδίτικο όνομα του διευθυντή του μουσείου, του Δρα Αντρέας Ναχάμα, κίνησε την περιέργειά μου. Στην Γερμανία, οι περισσότεροι Εβραίοι είναι Ασκεναζίμ: προέρχονται από τα στετλ της Κεντρικής Ευρώπης και όχι από τις πολύβουες φτωχικές συνοικίες του Νότου, ανάμεσα στις οποίες και η Θεσσαλονίκη, της οποίας η σεφαραδίτικη κοινότητα θεωρείται από τις πιο σημαντικές στον κόσμο. Πώς άραγε είχε βρεθεί ένας Εβραίος με σεφαραδίτικο επώνυμο στη γερμανική πρωτεύουσα; Η δημοσιογραφική μου περιέργεια ερεθίστηκε: θέλησα να διερευνήσω την διαδρομή του. Αλλά αντί να ανακαλύψω απλώς μια οικογενειακή ιστορία ή μια προσωπική περιπέτεια, είδα να ξετυλίγεται μπροστά μου ένα κομμάτι από την ιστορία της πατρίδας μου. Όπως αποδείχτηκε, ο Αντρέας ήταν ο γιος ενός Έλληνα, ενός Σεφαραδίτη από την Θεσσαλονίκη, του Εστρόγκο Ναχάμα.
Η ιστορία του δεν διαφέρει πολύ από εκείνες των ομόθρησκών του, των Εβραίων που ξεριζώθηκαν από τις εστίες τους στη Θεσσαλονίκη, εκτοπίστηκαν σε κάποιο ναζιστικό στρατόπεδο συγκέντρωσης και, είτε δεν επέστρεψαν ποτέ είτε ξαναγύρισαν σε μια πόλη που δεν θύμιζε σε τίποτε εκείνη που πριν από λίγα χρόνια είχαν εγκαταλείψει, μια πόλη που τους έδιωχνε, αφού είχε πρώτα φροντίσει να διαγράψει τα περισσότερα απ’ όσα θύμιζαν την γόνιμη παρουσία τους στον τόπο.
Γεννημένος το 1918 στην Θεσσαλονίκη, ο Εστρόγκο Ναχάμα είχε εκτοπιστεί τον Μάρτιο του 1943 στο Άουσβιτς, από όπου μεταφέρθηκε στο στρατόπεδο του Ζάξενχάουζεν, λίγους μήνες πριν το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1945, εξουθενωμένος και άρρωστος από τύφο, αναγκάζεται να ακολουθήσει τα τάγματα θανάτου προς το Σβερίν, προτού, κάπου στα μισά της πορείας, τον απελευθερώσουν οι άνδρες του Κόκκινου Στρατού. Ο Εστρόγκο καταφέρνει να φτάσει ζωντανός στο Βερολίνο όπου, μετά από πολλούς μήνες νοσηλείας, θα αρχίσει να αναζητά τρόπο να επιστρέψει στην Ελλάδα. Μια τυχαία συνάντηση με έναν παλιό συγκρατούμενό του από το Άουσβιτς, θα γίνει αφορμή για να έρθει σε επαφή με τους λίγους Εβραίους του Βερολίνου που προσπαθούν να ξαναστήσουν την κοινότητά τους. Ο παλιός συγκρατούμενος θα αναγνωρίσει στο πρόσωπο του, τον «Έλληνα που τραγουδούσε ωραία». Όπως έμελλε να επαναλάβει πολλές φορές στη διάρκεια των επόμενων χρόνων, ο Εστρόγκο χρωστούσε την επιβίωσή του στην ασυνήθιστα ωραία φωνή του, καθώς σε αντάλλαγμα για τα τραγούδια του, οι δεσμοφύλακες του Άουσβιτς του έδιναν λίγα κομμάτια ψωμί. Λίγα χρόνια μετά το τέλος του πολέμου, όταν πλέον γνωρίζει πως μόνος εκείνος από την οικογένειά του επέζησε του Ολοκαυτώματος, ο Εστρόγκο Ναχάμα παίρνει την απόφαση να μείνει στο Βερολίνο, όπου θα αφιερώσει τις δυνάμεις του στη θεμελίωση της μεταπολεμικής Εβραϊκής Κοινότητας. Στα χρόνια που ακολουθούν ο Ναχάμα κερδίζει τεράστια αναγνώριση ως Αρχιψάλτης της Εβραϊκής Κοινότητας και ένας από τους πιο δημοφιλείς καλλιτέχνες της Γερμανικής πρωτεύουσας.
Ο Εστρόγκο Ναχάμα είχε ξεχωρίσει ως ένας από τους σημαντικότερους Εβραίους ψάλτες του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα. H τόσο χαρακτηριστική και σπάνια φωνή του είχε ακουστεί και πέρα από τους τοίχους της συναγωγής, σε συναυλίες σε ολόκληρη την Γερμανία αλλά και όταν έκανε μια σύντομη εμφάνιση ως κάντορας στο «Καμπαρέ» του Μπομπ Φόσι, το 1972. Κι όμως στην πατρίδα του, εδώ που γεννήθηκε και έζησε έως τα εικοσιπέντε χρόνια του, το όνομα και η ιστορία του ήταν άγνωστα. Πού θα μπορούσα να αναζητήσω αξιόπιστες μαρτυρίες γι’ αυτήν την συναρπαστική μορφή, στο πρόσωπό της οποίας συνοψίζονταν οι τραγωδίες που σφράγισαν τον σύντομο 20ο αιώνα; Και πώς θα κατάφερνα να αναχθώ στις απαρχές του, όταν κανείς στην Ελλάδα δεν φαινόταν να γνωρίζει την ύπαρξη και την ιστορία της πολυμελούς οικογένειάς του, η οποία πρόσφερε στην εκατόμβη του Ολοκαυτώματος τριανταπέντε θύματα;
Η πρώτη πηγή στην οποία ανέτρεξα ήταν οι νεκρολογίες στο διεθνή Τύπο. Στους New York Times διαβάζω: «Ο Εστρόγκο Ναχάμα, ο αρχιψάλτης της Εβραϊκής Κοινότητας του Βερολίνου και ο άνθρωπος που έκανε περισσότερα από οποιονδήποτε άλλο για να δώσει πάλι πνοή στον Εβραϊσμό της πόλης που ο Χίτλερ αφάνισε, απεβίωσε την περασμένη Πέμπτη. Ήταν 81 ετών…» Ο τόνος του Economist είναι ακόμη πιο θερμός, ενσυναισθητικός: «…Οι γονείς και οι αδελφές του δολοφονήθηκαν στους θαλάμους αερίων του Άουσβιτς. Τι θα σκέφτονταν, άραγε, για τις προσπάθειές του να συμφιλιώσει τους Εβραίους με τους πρώην δυνάστες τους; Ο μεταπολεμικός βίος του εκτυλίχθηκε σαν ένα ταξίδι μέσα σε έναν λαβύρινθο ηθικών διλημμάτων. Πριν ένα χρόνο είχε ψάλλει το Καντίς, την εβραϊκή προσευχή για τους νεκρούς, σε μια τελετή που διήρκεσε 28 ώρες, για να τιμήσει τη μνήμη των 56.696 Εβραίων του Βερολίνου που χάθηκαν στα στρατόπεδα. Αλλά ο Εστρόγκο ήταν παρών και σε συναντήσεις με Χριστιανούς. Η ιστορία δεν μπορεί να λησμονηθεί, συνήθιζε να λέει, ωστόσο οι Εβραίοι έχουν κάθε λόγο να διατηρούν ανεκτές σχέσεις με τις άλλες κοινότητες με τις οποίες μοιράζονται τις ίδιες ελπίδες…»
Όσο και αν έψαξα, δεν βρήκα στην ελληνική βιβλιογραφία καμία αναφορά στον Εστρόγκο Ναχάμα. Όπως επρόκειτο να διαπιστώσω, το όνομά του ήταν γνωστό μόνο σε δύο ιστορικούς, την Ρένα Μόλχο και τον Χάγκεν Φλάισερ, καθώς και σε δύο δημοσιογράφους, την Ελένη Παπασωτηρίου και τον Νίκο Χειλά, στους οποίους είχε δώσει συνέντευξη παλαιότερα. Κανείς τους δεν θεωρούσε παράδοξο το γεγονός της πλήρους έκλειψης του ονόματος του Εστρόνγκο, της σιωπής γύρω από την μοίρα του ίδιου και της οικογένειάς του. Κι όμως, θα περίμενε κανείς πως κάποιοι από τους ομόθρησκούς του θα το αναγνώριζαν, κάποιοι από τους γηραιότερους Θεσσαλονικείς θα το θυμούνταν. Τι έφταιγε για την αφάνειά του; Η οριστική του εγκατάσταση στη Γερμανία, μετά από την εξόντωση ολόκληρης της οικογένειάς του; Μια συλλογική παθολογία της μνήμης, η οποία όταν αντιμετωπίζει ένα παρελθόν που αρνείται να γίνει παρελθόν ενδέχεται να αναπτύξει τάσεις άρνησης, φυγής ή αποσιώπησης; Η λήθη, μια ευεργετική εν πολλοίς διαδικασία, που τείνει να διαγράφει όποιο οδυνηρό κέντρισμα του παρελθόντος δεν συνεχίζει να βασανίζει τους επιζήσαντες δια της παρουσίας του; Μια ατυχής σύμπτωση; Εάν το βλέμμα μου δεν είχε τυχαία σταθεί στο σεφαραδίτικο επίθετο του διευθυντή της Τοπογραφίας του Τρόμου, ίσως να μην είχα ποτέ μάθει κάτι για την ιστορία του Εστρόγκο. Αυτό, στην αρχή τουλάχιστον, ήταν και το κίνητρό μου: Ο θυμός για την άγνοιά μου, αλλά και η επιθυμία να την ξεπεράσω, να την εξηγήσω, υπό μια έννοια και να την αποδεχτώ, ακολουθώντας τα ίχνη εκείνου του άνδρα σε μια προσπάθεια να ανασυστήσω την ιστορία του και μαζί με αυτήν να διασώσω ένα ψήγμα της αποσιωπημένης συλλογικής ιστορίας της πατρίδας μου.
«Δεν του άρεσε να μιλά για το παρελθόν, δεν ήταν άνθρωπος της Ιστορίας. Μου έλεγε πάντα να μην κοιτάω πίσω. Έπρεπε να το δεχτώ», λέει ο Δρ Ναχάμα για τον πατέρα του. Αυτή ήταν η δική του στρατηγική επιβίωσης. Όμως εγώ, στεκόμουν τώρα σε ένα διαφορετικό σημείο εκκίνησης· για να κατορθώσω να συνθέσω τα θραύσματα ενός προσώπου και μιας πολύκλαδης ιστορίας, έπρεπε να στρέψω το βλέμμα μου προς τα πίσω, επιχειρώντας μια κατάδυση στο παρελθόν. Αυτό που θα προσπαθούσα να ερευνήσω είχε συμβεί πριν από πολλά χρόνια. Όχι όμως πάρα πολλά. Υπήρχαν ακόμη πιθανότητες να ανακαλύψω κάτι από την ουσία εκείνου του άνδρα που κατάφερε να ξεπεράσει όσα όρια κι αν έβαζαν η εθνικότητα, η θρησκεία, η γλώσσα και η πολιτική. Και είχα την ελπίδα πως σε αυτή τη διαδρομή θα μπορούσα να ανακαλύψω κάτι από την ψυχή του τόπου από τον οποίο και οι δύο προερχόμαστε”.