Τὸ 1958, σὲ σκηνοθεσία καὶ σενάριο Ἀλέκου Σακελλάριου καὶ παραγωγὴ Ἀνζερβός, γυρίζεται ἡ ταινία Ἕνας ἥρως μὲ παντοῦφλες–μεταφορὰ ἀπὸ τὸ ὁμώνυμο θεατρικὸ ἔργο τῶν Σακελλάριου, Γιαννακόπουλου–, ἡ ὁποία, ὅταν προβλήθηκε στοὺς κινηματογράφους ἔκοψε 57.907 εἰσιτήρια, καταλαμβάνοντας τὴν ἕκτη θέση, ἀπὸ τὶς πενῆντα μία ταινίες τῆς περιόδου 1958-59. Ἡ ταινία ὑπῆρξε τὸ κύκνειο ἆσμα τοῦ Βασίλη Λογοθετίδη, ὁ ὁποῖος ἀπεβίωσε δύο χρόνια μετά˙ γιὰ πρώτη δὲ καὶ τελευταία φορὰ ἡ Ἴλια Λιβυκοῦ ὑποδύεται τὴν κόρη τοῦ Λογοθετίδη, ἀφοῦ συνήθως ἦταν καὶ κινηματογραφικὸ ζευγάρι. Στὴν ταινία συμμετεῖχαν 1.500 κομπάρσοι, καθὼς καὶ ἡ Φιλαρμονικὴ τοῦ Δήμου Ἀθηναίων. Τὴν μουσικὴ ἔγραψε ὁ Μᾶνος Χατζιδάκις.

Ὑπόθεσις: Τὸ σκηνικό: Ἀπόστρατος, πλέον, ὁ σεβαστὸς στὸ καφενεῖο –πρώτη σκηνὴ– στρατηγός Λάμπρος Δεκαβάλλας (Βασίλης Λογοθετίδης) πένεται μαζὶ μὲ τὴν οἰκογένειά του, τὴν γυναῖκα του Εἰρήνη (Νίτσα Τσαγανέα) καὶ τὴν κόρη του Πόπη (Ἴλια Λιβυκοῦ). Ἡ Εἰρήνη, κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, προσπαθεῖ νὰ πουλήση στρατιωτικὰ ἀντικείμενα τοῦ στρατηγοῦ, σὲ ἕναν παλιατζή (Νῖκος Φέρμας). Τὴν κατάλληλη στιγμή, ὁ Λάμπρος ἐπεμβαίνει καὶ ἀποτρέπει τὴν «ἱεροσυλία», ἐκφωνῶντας καὶ ἕνα λογύδριο γιὰ τὴν ἀξία τους. Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Κώστας (Βύρων Πάλλης), ἀρραβωνιστικός τῆς Πόπης καὶ ὁδοντίατρος, τῆς λέει πλαγίως ὅτι θὰ φύγη στὴν Αὐστραλία γιὰ νὰ βρῆ ἐκεῖ δουλειά.

Ἔτσι ἔχουν τὰ πράγματα, μέχρι ποὺ ἐμφανίζεται, ὡς καταλύτης, ὁ εξάδελφος τοῦ Λάμπρου, ὁ Ἀποστόλης (Λαυρέντης Διανέλλος), γιὰ νὰ τὸν πληροφορήση ὅτι τὸ Ὑπουργεῖο Ε.Α. ἀπεφάσισε νὰ τοῦ ἀνεγείρη ἄγαλμα, ἀναγνωρίζοντας ἐμπράκτως τὴν προσφορά του στὴν πατρίδα –μόνον ἡ Εἰρήνη τὸν ὑποψιάζεται. Ὁ πάντα αἰσιόδοξος στρατηγὸς λειώνει ἀπὸ εὐτυχία. Ὁ Ἀποστόλης, ὅμως, καὶ ὁ ἰδιαίτερος τοῦ ὑπουργοῦ Σταμούλης (Γιῶργος Γαβριηλίδης), ἔχουν ἀφανεῖς σκοπούς˙ τὸ ἄγαλμα εἶναι τὸ πρόσχημα, ὁ πραγματικὸς σκοπὸς εἶναι ἡ κατάχρηση χρημάτων. Κατὰ τὰ ἀποκαλυπτήρια τοῦ ἀγάλματος, παρουσίᾳ τοῦ ὑπουργοῦ (Περικλῆς Χριστοφορίδης) ἀποκαλύπτονται πάντες: ὁ Κώστας, ποὺ κρυφὰ ἔχει σχέση μὲ τὴν Τζούλια (Σόνια Ζωΐδου), κόρη τοῦ Ἀποστόλη καὶ ξαδέλφη τῆς Πόπης, ἡ ὑπόθεση τοῦ ἀγάλματος ὡς ἀπάτη, τὴν ὁποία άποκαλύπτει στὸν Λάμπρο ὁ γλύπτης του Σωτήρης Λυμπεριάδης, ἢ Νάξιος ἢ Ἀνάξιος (Εὐάγγελος Πρωτοπαππᾶς).

Ὁ στρατηγὸς ὀργίζεται, ἀλλὰ τώρα προέχει ἡ κατάσταση τῆς Πόπης, ἡ ὁποία μετὰ ἀπὸ τὸν ταπεινωτικό της χωρισμὸ μὲ τὸν Κώστα, καταρρέει ἐξ αἰτίας ἰσχυροῦ νευρικοῦ κλονισμοῦ. Θὰ φέρουν γιατρὸ (Θᾶνος Τζενεράλης), ποὺ γιὰ να πληρώσουν, καὶ αὐτὸν καὶ τὰ φάρμακα, ξοδεύουν καὶ τὰ τελευταῖα τους χρήματα, τὰ ὁποῖα εἶχαν γιὰ τὸ ἠλεκτρικό. Τὸ βράδυ καταφθάνει τὸ συνεργεῖο ποὺ θὰ ἠλεκτροφωτίση τὸ ἄγαλμα, ἀλλὰ καὶ οἱ Ἀπόστολος καὶ Κώστας μὲ προσποιητὸ ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Πόπη. Ὁ Λάμπρος τοὺς διώχνει κακὴν κακῶς, ὅπως θὰ διώξη καὶ τὶς δύο κυρίες μιᾶς Ἐπιτροπῆς, σταλμένες ἀπὸ τὸν Σταμούλη, μὲ σκοπὸ νὰ πάρουν τὸ σπαθὶ τοῦ στρατηγοῦ γιὰ μία ἔκθεση. Τὸ τέλος τῆς ταινίας, βρίσκει τὸν στρατηγὸ νὰ συνομιλῆ πικρὰ μὲ τὸ ἄγαλμα˙ τὸ ἄγαλμα ἔχει ἠλεκτρικὸ καὶ φῶς, ὁ Λάμπρος ὄχι.

Φῶτα. Σκηνὴ 1η. Καφενεῖο. Ὅ,τι πιὸ οἰκεῖο στὸν Ἕλληνα˙ ἐκεῖ ὅπου ὅλα ἀποκαλύπτονται, ὅλα καταχωνιάζονται. Τὸ καφενεῖο ὁμοιάζει μὲ τὸ ποδόσφαιρο: καὶ στὰ δύο ὅλα εἶναι συζητήσιμα. Τὸ καφενεῖο διαφέρει ἀπὸ τὸ γήπεδο: στὸ δεύτερο, ὅλα λειτουργοῦν, ἂν πιστεύης˙ στὸ πρῶτο λειτουργοῦν ἀκόμη καὶ ἂν δὲν πιστεύης. Τὸ καφενεῖο εἶναι, ἴσως, ὁ μοναδικὸς χῶρος στὴν Ἑλλάδα, ὁ ὁποῖος ἀρνεῖται νὰ γίνη ἐξ ὁλοκλήρου ἰδιωτικὸς καὶ ἐξ ὁλοκλήρου δημόσιος.

Στὴν Δύση, ὁ δημόσιος χῶρος εἶναι χῶρος ἀπροϋποθέτου κοινωνικότητος, ἄνευ ἀποκλεισμῶν, γιὰ νὰ ἐκφράζεται μιὰ ἀνθρωπιὰ ἄνευ καταναγκασμῶν καὶ ἄνευ ἐπέκεινα –ἀπὸ τὸν Καρτέσιο καὶ ἑξῆς, ἡ ἀξιοπρέπεια, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν τιμή, ἀναφέρεται στὴν ἐγγενῆ ἀνθρωπινότητα, ἀπογυμνωμένη τῶν κοινωνικῶν κανόνων. Ὁ δημόσιος χῶρος εἶναι καὶ γίνεται ὁλοένα καὶ πιὸ κενός, γιὰ νὰ μπορῆ νὰ ἐκφράζη ἰδιωτικὰ συναισθήματα καὶ γιὰ νὰ μποροῦν τὰ ἄτομα νὰ εἶναι περισσότερο ἐλεύθερα.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ μόνος χῶρος ποὺ εἶχε σημασία στὸν Μεσαίωνα ἦταν ὁ δημόσιος, ἀλλὰ ὡς ἀδιαφανὴς ἰδιωτικός, μία ἀκριβὴς ἀναπαραγωγὴ τῶν οἰκογενειακῶν σχέσεων σὲ μεγέθυνση. Ὁ μεσαιωνικὸς κόσμος ἦταν ἕνας κόσμος ὅπου ἡ ἰδιωτικότης ἐστερεῖτο ἀτομικότητος καὶ ὁ δημόσιος βίος, ὡς διευρυμένος ἰδιωτικός, ἐστερεῖτο διαφανείας, ὄντας πλήρως καὶ ἀσφυκτικῶς ἱεραρχημένος˙ ἔτσι, δὲν μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ δημόσιο χῶρο, μὲ τὴν σημερινὴ ἔννοια, ἀφοῦ ἦταν ἕνας χῶρος θεσμοθετημένων ἀνισοτήτων, σταθερῶν δεσμῶν καὶ ρόλων ποὺ ἐμπόδιζαν τὴν ἀπροϋπόθετη κοινωνικότητα. Μὲ τὸν συνθλιπτικὸ ἔλεγχο στὸ φαίνεσθαι, ἡ συνεχὴς αἴσθηση ἐξωτερικοῦ κινδύνου καταπίεζε κάθε ἀνεξαρτησία τοῦ ἀτόμου –ἡ πίεση, αἴφνης, ἀπὸ τὸν περίγυρο στὸν οἶκο, ἀνάγκαζε τὸν ἀρχηγὸ τοῦ οἴκου νὰ γίνεται τύραννος σ’ αὐτόν, ἐξ οὗ καὶ ὅτι ὁ πατέρας περιγράφεται ὡς ὁ ἀπόλυτος ἀφέντης τοῦ οἴκου, ὅσο χαμηλά, κοινωνικῶς καὶ ἄν βρισκόταν. Ἄλλωστε, ὁ κόσμος αὐτὸς δὲν διέπετο ἀπὸ συνέπεια ἀρχῶν καθολικοῦ νόμου˙ ἄλλοι νόμοι ἴσχυαν ἐντὸς τοῦ οἴκου καὶ ἄλλοι ἐκτός.

Ὁ ἀνατολικὸς χριστιανισμὸς δὲν ἐπεζήτησε τὸν ἐντελῆ ἔλεγχο τῶν συνειδήσεων στὸ κοσμικὸ ἐνθάδε, ἀλλὰ τὴν ἑνοποίηση τοῦ κοινωνικοῦ σώματος διὰ τῆς πίστεως στὸ σύμβολο, ἀποδυναμώνοντας τὸν ἀτομικὸ ἄνθρωπο –μὲ τὸν προτεσταντισμό, ἡ ἀπολυτότης τοῦ δόγματος καὶ ὁ ἐντελὴς ἔλεγχος συνειδήσεως καὶ ψυχῆς ἑκάστου, ἐνδυνάμωσε τὴν ἐλευθερία τοῦ ἀτόμου, ἑνοποιῶντας τὸν δημόσιο μὲ τὸν ἰδιωτικὸ χῶρο, μὲ βάση τὴν διαφάνεια καὶ τὴν συνέπειά τους˙ στὸ μέτρο ἀκριβῶς ποὺ ἀνελάμβανε τὸ ἐξωκόσμιον ἕτερον, ἀνελάμβανε πλήρως τὸν κοσμικόν.

Στὸν ἱεραρχημένο αὐτὸν οἶκο-δημόσιο, σημασία δὲν εἶχε ἡ ἀτομικὴ ἐμπειρία, ἀλλὰ τὰ ὁμαδικῆς ὑφῆς αἰσθήματα˙ κανεὶς δὲν μποροῦσε νὰ τὸν διασχίση ἢ νὰ τὸν παρατηρήση ἐκ τῶν ἔξω, ὡς ἀντικείμενο παρατηρήσεως καὶ περιπτωσιακότητος, δυνάμενος νὰ ζήση ἐξ ἰδίων ἐκτὸς αὐτοῦ, ἀντιθέτως, ὄχι μόνον τὸν ζοῦσε ἀπὸ μέσα, ἀλλὰ ὁ ἱεραρχημένος χῶρος ἦταν ἐκεῖνος ποὺ τὸν κατοικοῦσε. Οἱ ἀξίες τῆς πανταχοῦ παρούσης ἱεραρχημένης ὁμάδος δὲν ἄφηναν περιθώρια γιὰ αὐτοκαθορισμοὺς ἢ διαφορισμοὺς ἄλλους ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀνεγνώριζε ἡ ἴδια μὲ βάση τὴν καθ-ἱερωμένη ἱεραρχία της ἢ τοὺς περιορισμοὺς ποὺ ὑπαγόρευε τὸ καθεστὼς ὁλοπαγείας, ὅπου τελοῦσε καὶ ἡ ἴδια καὶ οἱ ὁποῖοι δὲν διέκριναν τὰ πρόσωπα βάσει ἀπροσώπου καὶ ἀντικειμενικῆς –ἀνεξαρτήτου ἐθιμικότητος– ἠθικῆς, ἀλλὰ βάσει συγγενικῶν ἢ κοινοτικῶν δεσμῶν˙ ὁ δίκην φίλτρου ἱεραρχημένος χῶρος, ἄφηνε ἀνενεργὸ τὴν ὀρθολογικὴ κατανόηση τῆς κοινωνίας.

Ἡ ὁμάδα, μὲ ζωὴ καὶ περιεχόμενο τὸν χῶρο αὐτόν, ἦταν αὐτὴ ποὺ ἔδινε ταὐτότητα στὸ ἄτομο, μὲ δεδομένη τὴν προσαρμογή του σ’ αὐτήν. Ὁ ἀπομονωμένος βιωνόταν ὡς μερικότης καὶ ὡς τέτοια δὲν μποροῦσε παρὰ νὰ πράττη κακίες˙ ἡ ἰδιαιτερότης συνιστοῦσε ἁμαρτία. Σωτηρία ὑπῆρχε μόνον κατὰ τὴν ἔνταξη σ’ αὐτὴν τὴν κοινότητα ἐπιλεκτικῆς συμπαθείας καὶ διὰ μέσου αὐτῆς˙ ὁ μεσαιωνικὸς ἄνθρωπος δὲν ἐννοεῖτο μόνος του, ἀλλὰ στενὰ καὶ σταθερὰ συνδεόμενος μὲ κάτι ποὺ βρισκόταν πάντοτε ἐκτός του, ἐλάμβανε τὸν ἑαυτό του ὡς μέρος ἑνὸς συνόλου ἱεραρχημένου καὶ συγκροτημένου μὲ δεσμοὺς ποὺ διέτρεχαν τὸ κοινωνικὸ σῶμα, καθορίζοντάς τον ἀπολύτως διὰ τοῦ ρόλου ποὺ τοῦ προσέδιδε. Τόσο στὴν οἰκογένεια, ὅσο καὶ στὸ εὐρύτερο κοινωνικὸ σῶμα, ποὺ χαρακτήριζε ἡ ὑπακοὴ στὰ ἐθιμικὰ καθήκοντα, ἐντασσόταν ἄνευ ἄλλης ἐπιλογῆς.

Κοινωνία τοῦ ἀδιαχωρίστου, ὅπου τὸ σημαντικὸ τοῦ βίου διεξάγεται στὸ ἱεραρχημένο δημόσιο, μὲ συντριπτικὸ τὸ βλέμμα τοῦ ἄλλου, καθὼς τὸ τελευταῖο εἰσβάλλει βιαίως στὸν ἰδιωτικὸ τόπο. Ἐὰν ἡ πράξη τοῦ ἐπιμόνου κοιτάγματος εἶναι κάτι ποὺ λαμβάνει χώρα στὰ ζῶα, σ’ αὐτό, ὁ ἄλλος μειώνεται στὸ ἐπίπεδο ζώου–σήμερα πριμοδοτεῖται τὸ ἀδιάφορο βλέμμα στὴν εὐγενικὴ ἔλλειψη προσοχῆς, τὴν εἰρωνικὴ ἀδιαφορία γιὰ τοὺς ὁμοίους, λόγῳ τῆς ἐνασχολήσεως περισσότερο μὲ τὰ πράγματα παρὰ μὲ τοὺς ἀνθρώπους, ἀλλὰ καὶ εξαἰτίας μιᾶς ἀσφαλοῦς ἐξ ἀποστάσεως ἐγγύτητα, σ’ ἀντίθεση μὲ τῶν παλαιοτέρων, ὅπου τὸ βλέμμα ἦταν περισσότερο ὁμιλοῦν καὶ ἁπτικό, ὥστε μεταξὺ ὁράσεως, ὁμιλίας καὶ ἁφῆς ἡ ἀπόσταση ἦταν ἀμελητέα˙ δὲν μποροῦσε κανεὶς νὰ δῆ κάποιον ἢ κάτι, ἐλλείψει νομιμοποιημένου ἰδιωτικοῦ τόπου, χωρὶς νὰ εἰσβάλη στὸν χῶρο του, μιλῶντας του ἢ πιάνοντάς τον.

Ἔτσι, στὴν Ἑλλάδα, δημόσιος χῶρος δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Δύο ἦταν οἱ καταληκτήριες ἐκδοχές του: ἢ θὰ γινόταν ἰδιωτικός, ὁπότε ἡ τύχη του εἶναι ἡ μὲ ὅποιον τρόπο καταπάτηση-ἰδιοποίησή του, ἢ θὰ ἦταν παντελῶς ξένος καὶ ἐχθρικός, ὁπότε ἀνέτως μποροῦμε να τὸν ρυπαίνουμε, νὰ τὸν καταστρέφουμε ἢ ἁπλῶς ν’ ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτόν, πάντοτε δύσπιστοι γιὰ  τοὺς ἐνδιαφερομένους γιὰ τὸ κοινό καλό, μιᾶς καὶ εἶναι σίγουρο ὅτι εἶναι ή διεφθαρμένοι ἢ ἔχουν κρυφούς, ἰδιοτελεῖς σκοπούς˙ τὸ κοινὸ ἐνδιαφέρει μόνον ὅταν ἀποφέρει κάτι καλὸ στὴν οἰκογένεια –ἡ γυναῖκα τοῦ Λάμπρου, ἡ Εἰρήνη, τὸ ἀποδεικνύει περίτρανα, γι’ αὐτὸ καὶ οἱ γυναῖκες, τοὐλάχιστον, ὅπως παρουσιάζονται στὶς ἑλληνικὲς ταινίες, εἶναι τόσο οἱ πρωτοστατοῦσες στὴν δυσπιστία καὶ στὴν καχυποψία ἔναντι τοῦ κοινοῦ, ὅσο καὶ οἱ πρῶτες ποὺ ποθοῦν τὴν ἔξοδο ἀπὸ τὴν κοινότητα γιὰ νὰ ἀνεβοῦν κοινωνικῶς, ἀλλὰ στὰ μάτια τῆς κοινότητος, μὲ ματαιοδοξία.

Εἶναι ἕνας χῶρος, καὶ σ’ αὐτὸ τὸ καφενεῖο δὲν ἀποτελεῖ ἐξαίρεση, ποὺ χρησιμοποιεῖται γιὰ διαρκεῖς προστριβὲς καὶ αὐτοπροβολή, ἐξ οὗ καὶ ὅτι ὅλοι ἔχουν λόγο γιὰ ὅλα, μὴ γνωρίζοντας ὅτι δημόσιος χῶρος σημαίνει νὰ χάνης τὴν αὐτάρκειά σου, νὰ ἐκτίθεσαι στὸ ἐπιχείρημα. Εἶναι ἕνα πεδίο μάχης, ἀτομικῆς ἐπιδείξεως καὶ ἐπιβολῆς, ἀλλὰ καὶ εἶδος παραοικογενείας, ἐπιλεκτικῆς, ἔστω, συμπαθείας καὶ φιλίας, μιᾶς καὶ στὸ καφενεῖο ἀπαγορεύεται ἡ ἰδιωτικότης, ὡς privacy(privé) –γιὰ τοὺς Δυτικούς, ἡ ἄνευ τῆς προστασίας τῆς ἰδιωτικότητος ζωὴ τῆς δημοσιότητος, δημιουργεῖ μάζα–, νὰ εἶσαι μόνος –ἐν μέρει καὶ μόνον, ἀντίθετο τῆς καφετέριας, ὅπου οἱ ἀνέστιοι κληρονόμοι τοῦ καφενείου περιμένουν καὶ πάλι κάποιο ἔναυσμα γιὰ νὰ γίνουν ἕνα.

Τὸ πόσο γρήγορα καὶ μὲ πόση φυσικότητα, λὲς καὶ ἀπὸ τὸ δυνάμει τους βαίνουν φυσικῶς στο ἐνεργείᾳ τους, ἅπασες οἱ σχέσεις, ἐπαγγελματικές, πολιτικές, κοινωνικὲς ἢ ἀκόμη καὶ τὸ κράτος, τυχαῖες δηλαδή, μετατρέπονται σὲ καφενειακές καὶ ἄρα προσωπικές, δείχνει καὶ τὴν ἐντελέχεια ἁπασῶν τῶν σχέσεων αὐτῶν. Τὸ καφενεῖο εἶναι τὸ ἐργαστήρι τῆς μνησικακίας, τοῦ μίσους, τοῦ φθόνου, τῆς ἀλληλοστηρίξεως καὶ τῆς φιλίας˙ τρυφερὴ καὶ ἀνάρμοστος σύμπηξις.

Χῶρος ἀναγκαστικῆς παρουσίας, παλαιότερα, τῶν ἀνδρῶν –ὅποιος δὲν ἀνεγράφετο στὸ παρουσιολόγιο τοῦ καφενείου ἐθεωρεῖτο προβληματικὸς ἢ πάμφτωχος, ἢ ὅτι πέθανε, καὶ ἐξέθετε σύνολη τὴν οἰκογένειά του στὴν κοινότητα, γειτονιά ἢ χωριό. Ἦταν ὁ χῶρος τῆς σκληρῆς ἀναμετρήσεως μὲ τοὺς ἄλλους, ὅπου ἀργὰ ἢ γρήγορα σὲ ἔβαζαν ἢ «ἔβρισκες» τὴν σχεδὸν ἐσαεὶ θέση σου στὴν ἱεραρχημένη τάξη του. Ἐξ ὧν καί, ἐπειδὴ ἐμφανεῖς κοινωνικὲς προσβολὲς καὶ παραγκωνισμοὶ παρήλαυναν καθημερινῶς ἐντὸς καὶ στὰ πέριξ του, πολλοὶ ἄνδρες ὡδηγοῦντο στὴν παράνοια.

Παλαιότερα, καὶ γιὰ ὡρισμένους διανοουμένους, ποὺ ἀρέσκονταν νὰ διαχωρίζουν, τελείως ἐξωπραγματικῶς καὶ τερατωδῶς ἀφαιρετικά, τὸν Ἕλληνα ἀπὸ τὸν Ρωμιό –μὲ τὸν πρῶτο, ἐννοοῦσαν τὸν Ἕλληνα ἐκεῖνον, πού, ἐπηρεασμένος ἀπὸ τὴν κλασικὴ Ἑλλάδα, δυτικόφερνε, καὶ μὲ τὸν ὅρο ‘‘Ρωμιὸ’’ τὸν περισσότερο ἀνατολικό, βυζαντινόψυχο, μὲ τὸ βαρὺ φορτίο τῆς τουρκοκρατίας στὴν πλάτη και στὴν ψυχή–, ἴσχυε πὼς ὑπῆρχε ἕνα κοινὸ σημεῖο, μεταξὺ αὐτῶν τῶν δύο παντελῶς ἀντιθέτων ἀδελφῶν, καὶ αὐτὸ ἦταν τὸ καφενεῖο, ὅπου καὶ οἱ δύο λύνουν ἐκεῖ τὰ ἰδιωτικά, τὰ ἑλληνικὰ καὶ τὰ παγκόσμια προβλήματα˙ ἀληθεύει. Τὸ καφενεῖο εἶναι ἕνας χῶρος σὰν διαρκὲς τέλος, ὅπου ἕνα ἀπέραντο τίποτα ἀπεραντολογεῖ μὲ ἕνα ἄλλο ἀπέραντο τίποτα γιὰ τὸ τίποτα, ἐντὸς ἑνὸς χρόνου στερουμένου μετά –στὸ καφενεῖο ἔρριχνες καὶ ἀνέβαζες κυβερνήσεις, στὰ ψέματα, ἐκτὸς καὶ ἂν ἦταν τελείως ψεύτικες. Ἐκεῖ, στὴν λεκτικὴ ἀνευθυνότητα καὶ χωρὶς νὰ ζητηθῆ ἀπό κανέναν συνέπεια καὶ άκρίβεια, μποροῦν νὰ λεχθοῦν, στοιβαγμένα φύρδην μίγδην, τὰ πάντα, χωρὶς νὰ γίνεται τίποτε ποὺ νὰ ξεπερνᾶ τὸ μέγεθος στιγμῆς.

Ὅ,τι καὶ νὰ λεχθῆ, ὅ,τι καὶ νὰ ἀκουσθῆ δὲν ἔχει κανένα ἀντίκρυσμα, καὶ γι’ αὐτὸ γίνεται δεκτὴ καὶ ὁποιαδήποτε κριτική, μετὰ ἢ ἄνευ γέλωτος, ἀλλὰ πάντα ὡς κάτι ποὺ βρίσκεται στὸν χρόνο τοῦ χείλους μιᾶς μαύρης τρύπας˙ ἐκεῖ ὁ χρόνος ἔχει σταματήσει. Τὸ καφενεῖο εἶναι ὁ ἀτομικὸς καὶ συγχρόνως συλλογικός μας μύχιος ψυχισμός-tefal˙ δὲν πιάνει καὶ δὲν κολλάει τίποτε˙ δὲν ἐσωτερικεύει τίποτε. Ὁ χρόνος του, ὥρα Ἑλλάδος, ὁδηγεῖ στὸ ‘‘ἅπαξ καὶ λέγονται ὅλα, ὅλα εἶναι λυμένα’’, ἀφοῦ τὰ λόγια εἶναι ἐπιτελεστικὰ ἄνευ τῆς επιτελέσεως, μὲ μαγικοπαρανοϊκὴ δύναμη, σὰν ξόρκι τοῦ κακοῦ, δηλαδὴ τῆς πράξεως˙ τὸ καφενεῖο καὶ ὁ χρόνος του: ἕνα συλλογικὸ βαρίδι ἀδρανείας. Καὶ ὡς πασίγνωστον, στὴν Ἑλλάδα δὲν ὑπάρχει δὲν μπορῶ, δὲν ὑπάρχει δὲν θέλω, ὑπάρχει δὲ γαμιέται…

Καφενεῖον: τὸ φροντιστήριον τῆς γενικολογίας καὶ τῆς παρανοϊκῆς ἀερολογίας. Γιὰ τὸν καφενόψυχο, ὡς κάθε Ἕλλην ἐστίν, τὸ κάθε τὶ ἔχει, καὶ πρέπει νὰ ἔχη, λύση μὲ ὑπολογισμούς, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν ἔχη κανένα ἀντίκρυσμα ἐντός μας, ἀφοῦ τίθεται μὲ ὅρους ἐξωτερικῆς καὶ μόνον διαχειρίσεως. Ἅπαντα τὰ ζητήματα ἕνα μόνον κλειδὶ μπορεῖ νὰ τὰ ἀνοίξη: ἡ ὅσο τὸ δυνατὸν εὐρύτερη, ἐξωλογική, πανερμηνεύουσα καὶ κακόβουλη ἀρχή, ἡ ὑπερδιασταλμένη στὸ τίποτε –συνήθης κατάληξις καφενειακοῦ λόγου: ὅλα γιὰ τὸ στοίχημα γίνονται. Ἐὰν ὁ δυτικὸς ἄνθρωπος ἤθελε νὰ ζήση, νὰ κυβερνήση καὶ νὰ κινῆται πάντα μὲ τὴν βούλησή του, ὁ ἐξορκίζων τὴν βούληση καφενόβιος ψάχνει γιὰ τὴν φιλοσοφικὴ λίθο ποὺ θὰ ἀποκωδικοποιήση, χάριν θεωρίας καὶ μόνον καὶ ἐπουδενὶ πράξεως, τὴν μεταφυσικὴ πανσημείωση ἐντὸς τῆς ὁποίας αἰσθάνεται ὅτι ζῆ˙ πολτὸς λαχανικῶν μὲ ἐπιχειρήματα ὀσπρίων. Γιὰ τὸν Βιτγκενστάϊν ἴσχυαν δύο πιθανότητες: ἢ ἡ πρόταση εἶναι ἀληθής, ὁπότε εἶναι ταὐτολογία, ἢ ψευδής, ὁπότε εἶναι μεταφυσικὴ γενικολογία˙ στὸν καφενέ, ἰσχύει τὸ άντίθετο: τὸ άληθὲς εἶναι ἡ μεταφυσικὴ γενικολογία καὶ ἀνακρίβεια, τὸ ψευδὲς ἡ ταὐτολογία, ἡ ἐπακρίβεια.

Ὁ λόγος καὶ ἡ σκέψη στὴν Ἑλλάδα δὲν εἶναι οὔτε συνθετικοί, οὔτε ἀναλυτικοί –κατὰ τὸν Στέλιο Ράμφο, ἡ τάση τοῦ ρωμιοῦ νὰ προσεγγίζη διαισθητικῶς καὶ νὰ ἀδυνατῆ στὴν ἀναλυτικὴ σκέψη ἔχει σχέση μὲ τὴν κυριαρχία τῶν συμβόλων–, εἶναι διαλυτικοὶ καὶ ἐξόχως στρεψόδικοι στὴν σοφιστεία τους, ἕνα ἀπλήρωτο καὶ ἀνεύθυνο παιγνίδι μὲ τὸν λόγο, ἀγνοῶντας τοὺς νόμους του. Δὲν νοεῖ˙ ἐπειδή, ὅμως, φαντάζεται ἐν παρανοίᾳ, ὁπότε μαγεύεται ἀπὸ ἀναλογίες ποὺ τὶς συγχέει μὲ πραγματικότητες ὁμοιοφανεῖς, δημιουργεῖ, μὲ αὐτὴν τὴν φαντασιωτικὴ νόηση, ψευδαισθήσεις καθολικότητος. Δὲν ομιλεῖ˙ παραληρεῖ, ἐκλαμβάνοντας τὶς ἀντιλήψεις του καὶ τὶς φαντασιώσεις του ὡς ὑπαρκτὲς ἐξ αἰσθήσεως παραστάσεις. Δὲν συλλογίζεται˙ σοφιστεύει παρανοϊκῶς, ὁπότε τὰ κατασκευάσματά του ἐκπορεύονται ἀπὸ λανθασμένες μὲν ἀρχές, ἀναπτύσσονται ὅμως μὲ λογικοὺς τρόπους καὶ μορφές, ἐμφανίζοντας δὲ καὶ λογικὲς συνδέσεις στὰ ἐπὶ μέρους, μόνον ποὺ τὰ μέσα αὐτὰ ἀντιβαίνουν στὶς ἀρχὲς καὶ στοὺς σκοπούς τους. Δὲν σκέπτεται˙ δολιεύεται καὶ μηχανορραφεῖ γιὰ νὰ ‘‘ρίξη’’ τὸν ἄλλον καὶ νὰ αὐτοβεβεβαιωθῆ˙ στρεψοδίκως.

Μιλᾶ (ἀντιπαρατίθεται), ὄχι γιὰ νὰ δώση μορφὴ στὶς σκέψεις του ἢ στὰ αἰσθήματά του, ἀλλὰ ἢ γιὰ νὰ διακριθῆ μέσῳ τῆς ἔχθρας ἢ γιὰ νὰ ἐναγκαλισθῆ-ἀδελφοποιηθῆ μὲ τὸν ἄλλον. Ἐκεῖνο ποὺ ἐπιζητεῖ καὶ ἀναζητεῖ στὴν λογικὴ εἶναι ἡ δικαιολόγηση μιᾶς ὀνειροφαντασίας, ποὺ μὲ τὸν καιρὸ ἔχει γίνει κάτι σὰν ἀλήθεια ποὺ γυρεύει ἕνα θαῦμα γιὰ νὰ σαρκωθῆ˙ κάποιον νὰ ἀναλάβη τὴν εὐθύνη γι’ αὐτόν.

Τὸ καφενεῖο, γιὰ τὸν ἄνθρωπό του, εἶναι τὸ φροντιστήριο ἀντοχῆς στὸν χρόνο ποὺ περνᾶ παθητικῶς, μεγεθύνοντας καὶ τὸ αἴσθημα τῆς φυγῆς καὶ τῆς παραισθήσεως ἑνὸς ἀδικαιολογήτως ὑπερτροφικοῦ ἐγωϊσμοῦ. Ἡ παθητικότης θὰ ἀντιμετωπισθῆ ὁμοιοπαθητικῶς, μέσῳ μιᾶς ἄλλης παθητικότητος, τοῦ καφενείου. Κάνεις καὶ λὲς τὰ πάντα, γιὰ νὰ μὴν κάνης καὶ νὰ μὴν πῆς τίποτε˙ κάτι σὰν τὰ αἰγυπτιακὰ χρονικά, ὅπου οἱ χρονικογράφοι ἱερεῖς σημείωναν τὰ πάντα γιὰ νὰ δείξουν πὼς δὲν συμβαίνει τίποτε. Ἀρκεῖ νὰ μὴν πάρης οὔτε αυτὰ στὰ σοβαρά –στὴν φαραωνικὴ Αἴγυπτο εἴχαμε ἀσυνήθιστα ὑψηλὸ ποσοστὸ αὐτοκτονιῶν σὲ ἱερεῖς–, ἀλλὰ οὔτε καὶ οἱ ἄλλοι νὰ πάρουν στὰ σοβαρά, ἐσένα καὶ τὰ λεγόμενά σου.

Στὸν «Καραγκιόζη βεζύρη», κάποια στιγμή, ὁ Καραγκιόζης βγάζει ἕνα λογύδριο καὶ οἱ ἄλλοι, πρωτοστατοῦντος τοῦ Χατζηαβάτη, τὸν παίρνουν στὰ σοβαρά, καὶ θέλουν νὰ τὸν κάνουν βεζύρη. Ὁ Καραγκιόζης, προσπαθεῖ νὰ τὰ μαζέψη –φυσικὰ καὶ δὲν πιστεύει αὐτὰ ποὺ λέει–, ἀλλὰ εἶναι ἀργά. Ἀκούγοντας τὶ συμβαίνει, ὁ Κολλητήρης τοῦ φωνάζει «Μπαμπάκο, τὴν πατήσαμε, μᾶς πήρανε στὰ σοβαρά». Ἀμέσως τὸν ντύνουν βεζύρη καὶ τὸν παρουσιάζουν στὸν ἐμίρη:

Καραγκιόζης (πονηρὰ καὶ φοβισμένα): Τοῦ λόγου σου ποιός εἶσαι;

Ἐμίρης: Ὁ ἐμίρης. Δὲν μὲ γνώρισες;

Καραγκιόζης (καχύποπτα): Εἴμαστε σίγουροι γι’ αὐτό;

Ἐμίρης (ποὺ τὸν ἀναγνωρίζει ἀπό τὴν δυσπιστία του): Παιδί μου Καραγκιόζη, ἐσὺ εἶσαι;

Καραγκιόζης (συνωμοτικά): Ρώτα με καλλίτερα ποιὸς ἤμουν χθές. Ποιὸς εἶμαι σήμερα, θὰ τὸ μάθουμε αὔριο.

Ὁ Καραγκιόζης, ποὺ ὡς ἄλλος ζητιάνος τοῦ Καρκαβίτσα, δὲν πίστευε οὔτε στὶς φαντασιώσεις του, μπορεῖ καὶ νὰ τὴν γλύτωσε, ὄχι ὅμως καὶ ὁ στρατηγὸς Δεκαβάλλας. Γιατὶ οἱ φαντασιώσεις παντοδυναμίας εἶναι ποῦ κρατοῦν ἑνωμένη τὴν ὁμάδα, ἐνῶ τὰ μέλη της, παρὰ τὶς διαφορές τους, ποὺ φθάνουν καὶ μέχρι ἀδυσωπήτων ἐμφυλίων, δροῦν καὶ ἀντιδροῦν μὲ ὡρισμένο τρόπο γιὰ νὰ ἐκπληρώνεται αὐτὴ ἡ βασικὴ φαντασίωση. Ἀλλὰ αὐτὸ ποὺ κάνει διαστροφικὸ τὸν μηχανισμὸ εἶναι τὸ «κάνω τὰ στραβὰ μάτια» καὶ μιὰ ἀναζήτηση συνενόχων στὴν κατάργηση τῆς πραγματικότητος. Ὁ ἐξωπραγματικὸς κοιτάει, ἀλλὰ δὲν βλέπει˙ ἡ πραγματικότης εἶναι κακὸ ὄνειρο, ποὺ γιὰ νὰ τὴν ἀντιμετωπίση κάνει τὰ στραβὰ μάτια. Στὴν ψύχωση, στὴν ἄνοια, στὴν παραίσθηση, καταργοῦνται καὶ οἱ θεσμοὶ καὶ ἡ πραγματικότης, διότι θέτουν ὡς ὑπαρκτὴ μιὰν ἀπώλεια, ἐνῶ τὸ ἐγὼ πρέπει νὰ τὴν ἀρνηθῆ ὡς ἀνυπόφορη˙ τότε οἱ φαντασιώσεις ἀναγνωρίζονται ὡς καλλίτερη πραγματικότητα.

Στὸ Ἀδελφὸν Σωματεῖον, τὴν ΕΣΣΔ, σ’ αὐτό τὸ ἐργαστήριο παραγωγῆς σωτηρίας τοῦ κόσμου, ὅπου κυριαρχούσαν ἡ  διαφθορά, οἱ παροχὲς θέσεων, τίτλων καὶ προνομίων, ἡ πελατεία, ἡ πατρωνία, ἡ δουλοπρέπεια, ἡ διεστραμμένη παρακολούθηση πάντων, ἡ ἀνεξέλεγκτα βίαιη εἰσβολὴ στὸν ἐνδόψυχο κόσμο τοῦ καθενὸς καὶ στὴν προσωπική του ζωή, ἀλλὰ καὶ ὁ βιασμὸς τῶν συναισθημάτων πάντων καὶ πασῶν, βασίλευε ἡ τρέλα. Χωρίς ἀντιστάσεις παραδόθηκαν σὲ διεστραμμένους κακοποιούς, ἀπὸ τοὺς ὁποίους περίμεναν μὲ ἄδολη, ἀλλὰ προβληματικὴ θρησκευτικὴ πίστη, νὰ τοὺς ὁδηγήσουν στὸ ἐπέκεινα τῆς Ἱστορίας˙ τοὺς ὡδήγησαν εἴτε στὸν θάνατο εἴτε στὴν τρέλα˙ πραγματοποιήθηκε μία ταὔτιση, ὡς μοναδικὴ ἐπιλογή, αὐτὴ μὲ ἕνα τρελό, ἀλλὰ ἄφατης ἀγάπης, ἀντικείμενο ποὺ ζητοῦσε τὸ ἀδύνατον. Ἡ μόνη διαφυγή, γιὰ νὰ μὴν τρελαθῆ κανείς, ἦταν ἡ τρέλα. Ἀφοῦ ἔθεταν ἐντελῶς ἐξωπραγματικοὺς στόχους, π.χ. τὴν παραγωγὴ ἑκατομμυρίων αὐτοκινήτων, ὕστερα, γιὰ νὰ πιάσουν τοὺς εξωπραγματικοὺς αὐτοὺς ἀριθμοὺς παραγωγῆς (φαίνεσθαι), ἔλειωναν τὸν κόσμο, καὶ ὄχι μόνον τοὺς ἐργάτες. Κάθε ἀμφισβήτηση, κάθε ὀλιγωρία ἐθεωρεῖτο προδοσία.

Στὸ τέλος, ἐὰν κατώρθωναν νὰ φθάσουν σὲ κάποιο ποσοστὸ τοῦ ἀρχικοῦ στόχου, δὲν ἤξεραν, φυσικά, τὶ νὰ τὰ κάνουν, ἀφοῦ στὴν συντριπτική τους πλειοψηφία ἦταν ἐλαττωματικά, δὲν σκέφθηκαν γιὰ ἀνταλλακτικά, δὲν προνόησαν νὰ βροῦν ἀγορὰ καὶ ἀγοραστές, ἦταν κακῆς ποιότητος καὶ ἀκριβοῦ κόστους κ.λπ., κ.λπ. Ἡ μόνη σωτηρία, τὸ συλλογικὸ ψεῦδος ζωῆς: Ἐσύ παριστάνεις ὅτι ἐργάζεσαι, ἐμεῖς ὅτι σὲ πληρώνουμε –οἱ αὐτοκτονοῦντες Αἰγύπτιοι ἱερεῖς δὲν ἦσαν οὔτε Ἕλληνες, οὔτε κομμουνιστές˙ δὲν πρόλαβαν.

Ἡ τρέλα τοῦ καφενείου, χῶρος κρίσιμος γιὰ τὸν στρατηγὸ Δεκαβάλλα, τὸν στρατηγὸ τοῦ καφενείου. Ἐκεῖ ἡ δόξα, ἡ τιμή καὶ ὁ ἔπαινος, ἡ φάνεια καὶ ἡ ἐπίδειξη, καὶ κατ’ οὐσίαν ὁ τόπος τῆς πτώσεώς του.

Στὸ καφενεῖο τῆς ταινίας, δύο θαμῶνες παίζουν σκάκι, σὲ μία ἀναμέτρηση ὅπου διακυβεύεται τὸ γόητρο, ἡ ὑπόληψη, ὁ σεβασμός, ὁ ἐγωϊσμὸς καὶ ἡ ἀναγνώρισή τους στὰ μάτια τῶν ἄλλων. Ὁ στρατηγὸς ἐπεμβαίνει μὲ στόμφο καὶ καθαρεύουσα γιὰ νὰ διορθώση μιὰ ἐσφαλμένη κίνηση, ἀλλὰ ἡ δική του κίνηση γίνεται δεκτὴ μὲ διαμαρτυρίες ἀπὸ τὸν ζημιούμενο καὶ μὲ ἀγνωμοσύνη ἀπὸ τὸν εὐεργετούμενο, ἐνῶ βγαίνοντας ἔξω, δύο ἄλλοι τοῦ καφενείου τὸν οἰκτείρουν καὶ τὸν περιγελοῦν πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη του, γνωρίζοντας πὼς ὅλα αὐτὰ εἶναι ἕνα παιγνίδι, ὅπου, ὅταν πρέπη, ὁ διαιτητὴς θὰ σφυρίξη τὴν λήξη του, γιὰ νὰ ξαναγυρίσουν ὅλοι στὴν πραγματικότητα, διαχωρίζοντάς το ἀπὸ αὐτήν˙ ὁ Δεκαβάλλας δὲν τὸ γνωρίζει.

Τὸν δεξιώνονται, στὸν βαθμὸ ποὺ τὸν ἔχουν καταστήσει σχεδὸν ἀξιολύπητο˙ ἀπὸ θέση ὑπεροχῆς μποροῦν νὰ ποῦν: «περίφημος στρατηγός, ἀλλὰ τώρα πεινάει ἀξιοπρεπῶς». Ἐξαίρουν ὅμως τὴν καρτερία τῆς στρατηγίνας, τῆς γυναίκας του: «ἡ γυναῖκα του τὰ τραβάει ὅλα, ἡ δόλια ἡ στρατηγίνα».

Ὁ Δεκαβάλλας, ὡς λαϊκὸς στρατηγός, φέρει πίσω του καὶ μέσα του τὴν παράδοση τοῦ προεπανασταστικοῦ παλληκαριοῦ, αυτὴν τὴν σύνθεση λεβεντιᾶς καὶ ἀσκητισμοῦ, ποὺ ἐκβάλλει στὴν τελεία νίκη τοῦ ἐσωτερικοῦ ἐξωκοσμίου κόσμου ἐπί τοῦ αἰσθητοῦ, φαίνοντας ὡς ἕνα ἦθος ἐπέκεινα οἱασδήποτε δυνάμεως˙ τὴν νίκη μιᾶς στρατιωτικῆς ἁγιοσύνης, μιᾶς συντριβῆς μὲ νόημα ἐπέκεινα τῆς συντριβῆς. Οἱ ἀπόγονοι τῶν κλεφτοπαλληκαριῶν ἀνεδείχθησαν σὲ σῶμα ἐπαγγελματιῶν θεματοφυλάκων τῶν ἐθνικοπνευματικῶν ἀξιῶν, ποὺ ἀπηξίωναν τόσο τὸ ἐμπορικὸ ὅσο καὶ τὸ οἰκονομικὸ πνεῦμα. Ἡ οἰκονομία, ἢ τὸ χρῆμα, ὡς αὐτόνομες ἔννοιες, οὐδέποτε εἶχαν ἀποφασιστικὸ χαρακτῆρα γιὰ τὸ παλληκάρι-κλέφτη-στρατιωτικό˙ πάντοτε μέσον, οὐδέποτε σκοπός. Ἐνώπιον ὅμως τῆς προσωπικῆς τους καταξιώσεως δὲν ἐτίθετο θέμα κρατικῆς ὑποστάσεως καὶ κοινοῦ καλοῦ, εἰ μὴ μόνον ἐὰν τοὺς ἀνεγνώριζαν, διαφοροτρόπως, πρώτους στὸ κοινοτικό τραπέζι˙ δημιούργησαν ἕνα κράτος γιὰ νὰ ἐμποδίζουν τὴν παγίωσή του καὶ νὰ τὸ ἐξαναγκάζουν, χρησιμοποιῶντας συνεχῶς τὸν μηχανισμὸ τῆς ἐνοχοποιήσεως, νὰ τοὺς ἀναγνωρίζη, θεωρῶντας το πάντα ἀχάριστο.

Στὸ ψυχόδραμα αὐτό, κρατοῦσαν γιὰ τὸν ἑαυτό τους τὴν πλέον ἀσφαλῆ, φαντασιακῶς, θέση, αὐτὴν τοῦ πένητος στρατιωτικοῦ. Πρόκειται περὶ μύθου, ἀφοῦ τόσο οἱ περισσότεροι ἀγωνιστὲς ἀπεκατεστάθησαν, ὅσο και οι επίγονοί τους στρατιωτικοὶ καλοπληρώνονταν –ὁ συνταξιοῦχος στρατηγὸς τῆς ἐποχῆς Δεκαβάλλα ἐλάμβανε περὶ τὶς 3.500 δρχ.. Σημασία, ὅμως, δὲν ἔχει τὸ πραγματικό, ἀλλὰ τὸ φαντασιακό˙ αὐτὸ ἀρθρώνει πραγματικότητες ἰσχυρότερες τοῦ πραγματικοῦ καὶ τὸν ψυχισμό του ὁ Δεκαβάλλας δὲν τὸν ὤφειλε στὴν ἐκπαίδευσή του, ἀλλὰ στὴν κουλτούρα τοῦ παλληκαριοῦ.

Ἡ ὀδυνηρή, ὅμως, πραγματικότης περιμένει τὸ παλληκάρι-στρατηγὸ στὸ σπίτι. Γιὰ τὴν ἀκρίβεια, τὸν περιμένει μία ἄλλη ἡρωϊκὴ κουλτούρα, αὐτή τῆς ὅπως-ὅπως ἐπιβιώσεως.

Ἡ γυναῖκα του, ἡ Εἰρήνη, κρυφὰ ἀπὸ τὸν ἄνδρα της, ἔχει καλέσει τὸν παλιατζή, γιὰ νὰ τοῦ πουλήση κάποια ἀπὰ τὰ πράγματα τοῦ Λάμπρου, τὸ σπαθί, τὴν χλαίνη, τὶς μπότες, πράγματα τὰ ὁποῖα, άπὸ τὴν μιά, θεωρεῖ «σαβούρα», ἄνευ σημασίας μπροστὰ στὴν ἀνάγκη γιὰ ἐξεύρεση χρημάτων, ἀλλά, ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶναι καὶ τὰ ἀντικείμενα ἐκεῖνα ποὺ συνιστοῦν τὴν ἀνεξάλειπτη διαφορὰ μεταξὺ αὐτῆς καὶ τοῦ στρατηγοῦ ἀνδρός της. Ὁ ἰσοπεδωτής τῶν πάντων ἀγοραῖος καὶ χυδαῖος παλιατζὴς μηδενίζει μὲ πονηριὰ τὰ πάντα: «τί σκόρος, τί σφαῖρα;» ἀναρωτιέται σὰν θάνατος, βλέποντας τὶς τρύπες στὴν χλαίνη –στὴν ἴδια τύχη-λήθη παραδίδει τὶς μπότες καὶ τὸ σπαθί.

Ὁ Λάμπρος, ὅπως καὶ ἡ σύνολη ἡ παράδοση, ἐπὶ τῆς ὁποίας πατᾶ σταθερώτατα, δὲν ἀναγνωρίζει δικαιώματα στὸ ἐκτὸς τοῦ φυσικοῦ ἐγὼ εγώ, μὲ ὀλέθριες συνέπειες. Τὸ βαθύ του ἑδραίωμα, ἡ Ἐκκλησία, ἔχει ἐξ ἀρχῆς καταδικάσει τὸ ἄτομο, τὸ ἐγώ, ταὐτίζοντάς το μὲ τὴν ἁμαρτία, μὲ τὴν ζωὴ τῶν παθῶν, ἀπὸ τὴν ὁποία πρέπει κανεὶς νὰ ἀπέχη, ἢ νὰ κάνη πὼς δὲν τὴν γνωρίζει. Μόνον σὲ μαγικοθρησκευτικὲς τελετές, ὅπου ἐπεκαλεῖτο μαγικῶς τὴν Χάρι, καὶ αὐτὴ φυσικὰ κατήρχετο, περιελάμβανε τὸ φυσικὸ, μόνον, ἐγὼ καὶ τὶς ἀνάγκες του ἢ στὸν θάνατο, ὅπου θεωροῦσε ὅτι, ἐπιτέλους, τὸ ἐγὼ τιθασευόταν ἔμπροσθεν αὐτοῦ τοῦ ἀνικήτου, γιὰ τὸ ἐγὼ μεγέθους, ὁ ὁποῖος ἐρχόταν ὡς φυσικὸς τιμωρὸς γιὰ νὰ κολάση τὸν ἀντάρτη-ἐγώ –συμφιλίωσις διὰ τῆς διὰ παντὸς ἐξορίσεως-ἀποσυνθέσεως. Δὲν ὑπῆρχε τρόπος να κολλήση τὸ ἐνσώματο, ἐγκόσμιο καὶ ἐν ἐπιθυμία καὶ ἰδίᾳ θελήσει ἐγὼ στὴν ζωὴ τοῦ Θεοῦ.

Ὁ ἄνθρωπος τοῦ τυπικοτελετουργικοῦ, αἴφνης ὁ ἐν Ἑλλάδι ἀκραιφνὴς δεξιούλης, ὅπως ὁ Λάμπρος, δὲν ἔχει τρόπο νὰ κατανοήση τὸν ἄνθρωπο παρὰ μὲ ὅρους καθήκοντος, ἄνευ ἀνθρωπολογίας, ἢτοι ἄνευ σώματος˙ ἄνευ σωματοψυχῆς. Κάθε αἴσθημα πρέπει νὰ κρύβεται ἢ νὰ ἐξοβελίζεται χάριν τοῦ γενικοῦ, τοῦ συμβολικοῦ, τοῦ τύπου, τῆς στολῆς, τῆς μάσκας, τοῦ ἰδεατοῦ ἐγώ, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλο ἀπὸ τὸν τύπο καί, μόνον τύπο, τοῦ αγίου, ἢ τοῦ ήρωος. Ἅπαξ καὶ φορέσης τὴν στολὴ αὐτή, ἀφαιρεῖς τὸ σῶμα καὶ τὰ συμπαρομαρτοῦντα αὐτῷ. Δὲν ἔχει σημασία τὶ αἰσθάνεσαι, ὡς ἄνθρωπος μὲ σάρκα καὶ ὀστᾶ, ἀλλὰ τί «αἰσθάνεσαι» (διάβαζε: φαντασιώνεσαι ἄνευ ἀτομικῶν αἰσθήσεων καὶ παραστάσεων), ὡς ἄνθρωπος μὲ τὴν στολὴ-μάσκα τοῦ/τῆς νεαροῦ/ῆς, τοῦ/τῆς ὡρίμου/ης, τοῦ/τῆς ἡλικιωμένου/ης, τοῦ πατέρα, τῆς μητέρας, τοῦ στρατιωτικοῦ, τοῦ ἁγίου, τοῦ ὑπουργοῦ κ.λπ., κ.λπ. Ἡ ἐσωτερικὴ ὡρίμαση δὲν περνᾶ μέσα ἀπὸ ψυχικὲς συγκρούσεις, ἀμφιβολίες, ἀπελευθέρωση ἀπὸ καθηλώσεις, ἀγωνία, προσωπικοὺς διχασμούς, δηλαδή ἀπὸ μία προσωπικὴ ἀξιοπρέπεια ποὺ ἔχει κερδηθῆ κατόπιν ἐσωτερικοῦ ἀγῶνος ἀπὸ ἕνα ἄτομο ποὺ θέλει νὰ πηγάζουν καὶ νὰ ἐξαρτῶνται ἐν εὐθύνῃ τὰ πάντα ἀπὸ μέσα του.

Στὴν καθ’ ἡμᾶς Ἀνα(σ)τολή, ἡ ὡρίμαση δὲν χρήζει ἀνθρωπολογίας, εἶναι τυπική, δοσμένη ἀπὸ τὴν μάσκα-στολή, καταναγκαστικῶς˙ ὁ τύπος καὶ τὸ σύμβολο εἶναι ἡ οὐσία καὶ ἡ ὕπαρξη ὁμοῦ. Ἐξ οὖ καὶ ἡ διαφορὰ ποὺ προέκυψε μεταξὺ δυτικοῦ προτεσταντικοῦ  ἀσκητισμοῦ καὶ ἀνατολικοῦ: ὁ μὲν πρῶτος ἐπεζήτησε νὰ συνδέση ἀρρήκτως τὴν ἐγκόσμιο σωματοψυχικὴ ζωὴ τοῦ ἀνθρώπου μὲ αὐτὴν τοῦ Θεοῦ, ὁ δὲ δεύτερος, στὸν δρόμο του γιὰ τὸν Θεό, ἀντεπαρετίθετο, γιὰ νὰ διαγράψη ἐν τέλει, τόσο τὸν κόσμο, ὅσο καὶ τὴν σωματικὴ-ψυχικὴ ζωὴ ὡς ἁμαρτωλή. Στὰ νεώτερα καθ’ ἡμᾶς, μὲ τὴν μὲν Δεξιά, ἐδέσποζε ἕνα ἔθνος ἄνευ λαοῦ, ἕνας ἄνθρωπος ἄνευ σώματος, μὲ τὴν δὲ Ἀριστερὰ μία κοινωνία ἄνευ ἀτόμου, ἕνας ἄνθρωπος ἄνευ σώματος.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη πλευρά, τὸ ἐγώ, τὸ ἐξ ὁρισμοῦ ἁμαρτωλὸ ὅταν συνδέεται μὲ τὴν ἐπιθυμία, τὸ πάθος –σὰν νὰ μποροῦσε νὰ ὑπάρξη διαφορετικά–, ἀφημένο στὴν τύχη του, παντελῶς ἀνεπεξέργαστο θάλλει στὸ σκοτάδι καὶ διαλύει τὰ πάντα μὲ τὴν πρώτη εὐκαιρία, ὡς τυραννικός, ὕπουλος, δουλικός, πονηρός, βίαιος, ἀκόρεστος, ἁρπακτικὸς καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα ἀνώριμος ψυχισμός, μὲ ἀρράγιστη θεωρία ἐπιβιώσεως, ἀλλὰ μὲ ἀνύπαρκτη ὑποκειμενικότητα, ἀνεξέλεγκτα φιλόδοξο καὶ ἀχαλίνωτα κυνικό, ἀκριβῶς ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς ὑπάρχει ἕνα ἰδεατό, ἀσκητικὸ ἐγώ νηλεὲς στὴν ἀπόρριψη τοῦ ἐγκοσμίου˙ ὄντως, τὸ μόνον ὅριο στὸ ὁμαδικῆς κοπῆς καὶ συνειδήσεως ἐγὼ εἶναι ἡ κοινότης.

Ἀναγκαία παρένθεσις. Στὴν Βρεταννία, ἤδη ἀπὸ τὰ μέσα τοῦ 17ου αἰῶνος καὶ καθ’ ὅλην τὴν διάρκεια τοῦ 18ου, ἔλαβαν χώρα ἀλλαγὲς στὸ ἀνθρωπολογικὸ μοντέλλο –ἀλλαγὲς ποὺ εἶχαν ἀρχίσει ἀπὸ τὴν Ἀναγέννηση κιόλας–, οἱ ὁποῖες ἐπέτρεψαν τὴν ἀνάδειξη ἑνὸς τύπου ἀνθρώπου, ὅπου γι’ αὐτὸν τὸ ζητούμενο, πλέον, ἦταν νὰ πάψη ἡ ἠθικὴ ἀναγνώριση νὰ ἀπαιτῆ τὴν μεταμόρφωση τοῦ ανθρώπου μέσῳ τῆς ὑπερβάσεως τῆς φιλαυτίας, ποὺ ἦταν ἡ αἰτία τῆς ἀνηθικότητος καὶ τῆς ἁμαρτωλότητος, κατὰ τὴν παραδοσιακή ἠθική καὶ ἀνθρωπολογία (ὅπου φιλαυτία, διάβαζε: φυσικός ἄνθρωπος ἀλλὰ μὲ ἐπιθυμίες). Ἀρκοῦσε νὰ περιληφθῆ ἡ φιλαυτία στὶς ἀρετὲς καὶ νὰ μὴν ἀξιώνωνται πράξεις αὐταπαρνήσεως καὶ αὐτοθυσίας, μὲ σκοπὸ τὴν ὑπέρβαση-διαγραφή της. Ἡ δημοσία ἀρετὴ ἦταν ἀξιοποίηση ἰδιωτικῶν ἐλαττωμάτων καὶ μόνον ἔτσι τὸ ἰδιωτικὸ πνεῦμα μποροῦσε νὰ γίνη κοινὸ ἀγαθό, δημιουργῶντας καινούργια κοινωνικότητα μὲ εὐρυχωρότερο ὑποκείμενο. Οἱ Βρεταννοὶ ἦσαν αὐτοὶ ποὺ στὶς σχέσεις τους μὲ τοὺς ἄλλους σκέπτονταν τὸν ἑαυτό τους καὶ στὴν σχέση μὲ τὸν ἑαυτό τους σκέπτονταν τοὺς ἄλλους.

Ἔτσι ἦταν ἀδύνατον νὰ συγκερασθή τὸ ἰδεατὸ ἐγὼ μὲ τὸ ἐν ἐπιθυμίᾳ-ἀτομικό-φυσικό-ἐγώ. Μὲ τὸ δεύτερο πάντα σὲ θέση ἀντάρτη, ἐνίοτε ὑποδούλου ἢ κάποτε τυράννου, ἡ διάσταση μεταξὺ τῶν δύο παρέμενε κραταιὰ καὶ διαρκής˙ ἢ θυσία στὸ πρῶτο ἢ κατάληψίς του. Ἐὰν τὸ ἐγὼ νικοῦσε, ὡδηγοῦσε τὸν ἑαυτὸ εἴτε σὲ κρυφὸ φθόνο γιὰ τὸ ἰδεατό, γιατὶ αὐτὸ πρόδωσε τὸ ἐγώ, εἴτε στὴν ἰσοτελειακὴ λογικὴ τοῦ ‘‘ὅλα ἴδια ἐν τέλει’’ ἐξιδανικεύοντας τὴν ὑπαρξιακή του ἀνεπάρκεια. Ἐὰν τὸ ἐγὼ ἡττᾶτο, διεκδικοῦσε συνεχῶς τὰ δικαιώματά του, τὴν ζωὴ στὸ τώρα ἄνευ παρελθόντος καὶ μέλλοντος˙ τὸ ἐγὼ ὡς αὐταξία.

Ἡ Εἰρήνη ἀντιπροσωπεύει αὐτὸ τὸ alterego τοῦ Λάμπρου, τὸ ἐγώ, ποὺ ὄντας ὑποταγμένο, ζῆ στὰ κρυφά. Ἀξίζει ἐδῶ νὰ σημειωθῆ πὼς σὲ πλῆθος ταινιῶν πολλοὶ χαρακτῆρες χρησιμεύουν ὡς ἄλλοι ἑαυτοὶ ἄλλων χαρακτήρων καὶ τοῦτο ἀπὸ ἀδυναμία συγκεράσεως, σὲ ἕνα πρόσωπο, πολλῶν τάσεων. Καὶ αὐτό, μὲ τὴν σειρά του, ἀπὸ τὸ ὅτι τὰ πρόσωπα εἶναι δισδιάστατα, πρόσωπα-τύποι, ἄνευ βάθους, μὲ ὑποτυπώδη καὶ ἀνεπαρκῆ ἐσωτερικότητα, μία μάσκα ποὺ τοὺς ἐπιτρέπει-ἐξαναγκάζει νὰ μὴν ξεχωρίζουν ἀπὸ τὴν πράξη τους, θεωρῶντάς την προέκταση τοῦ ἐπίπεδου ἑαυτοῦ τους –ἐξ αὐτοῦ καὶ ἡ ἀνωτέρω ἀδυναμία τῶν προσώπων νὰ ἐνσαρκώσουν πάνω ἀπὸ ἕναν ρόλο, εἴτε ὡς ἠθοποιοί εἴτε ὡς ρόλοι.

Ἡ Εἰρήνη εἶναι ἐκείνη ἡ γυναῖκα ποὺ κινεῖται σὰν ἐκκρεμὲς μεταξὺ αὐταπαρνήσεως σὲ ἕναν σύζυγο, ὁ ὁποῖος ἀνήκει ὁλικῶς στὴν πατρίδα ποὺ καὶ αὐτή, μὲ τὴν σειρά της, ἀνήκει στὸν οὐρανὸ καὶ στὰ ἔσχατα, καὶ ὑπολογιστικῆς ὑπομονῆς ποὺ ἔχει ἐσωτερικεύσει τὴν ἀδυναμία της˙ μὲ σαφὲς προβάδισμα τοῦ πρώτου, τῆς ὡς ἐνδοτέρας βοηθείας τοῦ ἀνδρός της. Ἀπείκασμα τῆς Σεραϊνῶς τοῦ Κουμπῆ, στὸν Γάμο τοῦ Καραχμέτη τοῦ Ἀλεξάνδρου Παπαδιαμάντη, ὅπου ἡ ἡρωΐδα δέχεται τὰ πάντα ἀπὸ τὸν ἄνδρα της μὲ ὑπομονὴ καὶ τὸν σώζει στὸ τέλος σιωπηλῶς, τῆς εἰκονοφίλου Θεοδώρας ποὺ σώζει τὸν εἰκονομάχο σύζυγό της καὶ αὐτοκράτορα Θεόφιλο ἀπὸ τὸ εκκλησιαστικὸ ἀνάθεμα, ἀλλὰ καὶ πλήθους παρομοίων γυναικῶν ἀπὸ τὰ ἐκκλησιαστικὰ Συναξάρια˙ σώζουν ἐν ὑπομονῇ τοὺς συζύγους τους, θεωρῶντας τους σὰν γυιοὺς καὶ τοὺς ἑαυτούς τους σὰν μητέρες τους. Στὴν Ὀρθοδοξία, ἡ ὑπομονὴ δὲν πρόκειται γιὰ ψυχολογικὸ μέγεθος, ἐργαλειακὴ ἔννοια, ἀλλὰ γιὰ ὑπαρξιακὴ συνθήκη τοῦ ἰδεατοῦ ὅμως ἐγώ, τοῦ τύπου. Πρόκειται περὶ μιᾶς δημιουργικῆς ἀπραξίας, στὴν ὁποία ἀντέχει κανεὶς τὴν ροϊκότητα τοῦ χρόνου, ζῶντας ἀπὸ ἐδῶ τὰ ἔσχατα, μὲ τίμημα τὸν ἐξοβελισμὸ τοῦ ψυχολογικοῦ ἀνθρώπου. Ἡ Εἰρήνη τείνει πρὸς αὐτό –καὶ ἡ γκρίνια της πρὸς τὸν Λάμπρο εἶναι γλυκειά, χωρὶς κορυφώσεις καὶ ἐντάσεις–, ἀλλὰ δὲν ἐμφανίζει ἐσωτερικὸ ἑαυτὸ πέρα τῆς παθητικῆς καρτερίας καὶ τῆς ξέχειλης δυσπιστίας ποὺ τὴν διακρίνει, ὅπως θὰ δείξη παρακάτω˙ ἔχει κάνει τὴν μοῖρα ἐσωτερικότητα. Τὸ τὶ θὰ συνέβαινε, στὴν περίπτωση ποὺ ἐμφάνιζε κίνηση, «ἐσωτερικότητα», μᾶς τὸ δείχνει ἡ κυρία τοῦ κυρίου στὴν Κυρία τοῦ Κυρίου, τοῦ Δαλιανίδη, πέντε χρόνια ἀργότερα, ὅπου ὁ ἀντάρτης-ἐγὼ παίρνει τὴν ἐκδίκησή του ἀπὸ ἕνα ἰδεατὸ ἐγὼ ποὺ πλέον δὲν πατᾶ καλὰ στὸν οὐρανό. Ἡ ἀκίνητη ὑπομονὴ τῆς Εἰρήνης ἔχει νὰ κάνη μὲ μία ἐλπίδα, αὐτὴν τῆς κατευνάσεως τῶν δεινῶν ἐκ συνηθείας.

Τὸ σκηνικὸ τοῦ δράματος τοῦ Δεκαβάλλα ἔχει στηθῆ. Μὲ τὴν ἐμφάνισή του στὸ σπίτι, τὰ πάντα μπαίνουν προσωρινῶς στὴν θέση τους. Διώχνει, κακὴν κακῶς, σὰν πλούσιος καὶ ἄρχοντας τὸν παλιατζή, ἐνῶ αὐτὸς τὸν εἰρωνεύεται γιὰ τὴν φτώχεια του, ὑπενθυμίζοντάς του τὸ πραγματικό. Τὰ ἀνησυχητικὰ συμπτώματα ἔχουν πληθύνει, ὅμως ὁ στρατηγὸς δὲν δείχνει νὰ θέλη νὰ ἀφήση τὸν ὀνειρικό, παρελθοντικό του κόσμο.

Θέλοντας νὰ ἀφηγηθῆ τὴν ζωή του, ἱστορεῖ ἕναν ἀτομικὸ βίο ποὺ εἶναι ἀδύνατον νὰ ξεχωρισθῆ ἀπὸ τὸ κράτος ἢ τὴν κοινότητα-ἔθνος˙ ἡ ζωή του εἶναι στρατιωτικὰ σύμβολα, διάσημα, πράσημα καὶ καθῆκον. Ὁ κόσμος του, λὲς καὶ ἔχει βγεῖ ἀπὸ κηρύγματα τοῦ Κοσμᾶ τοῦ Αἰτωλοῦ˙ θεμελιώνει μόνον ὑποχρεώσεις, ὄχι δικαιώματα. Ἡ θυσία ὑπεράνω ὅλων˙ τὸ φιλότιμό του, ἡ αναγνώριση ἐξωκοσμίων ἀρετῶν, τὸν ὁδηγεῖ στὴν αὐτοθυσία, ὄχι στὴν αὐτογνωσία. Τὸ δεδομένο ἦθος του, σὰν ἀρχαϊκὸ ἦθος-δαίμων, ταὐτίζεται μὲ τὴν μοῖρα. Ἡ ἀποδοχὴ τῆς μοίρας, γιὰ τὸν Λάμπρο, σὰν ὑποκατάστατο τῆς γονεϊκῆς ἀρχῆς, καὶ δὴ τοῦ πατέρα, εἶναι τὸ θεμέλιο τῆς εὐδαιμονίας του. Ἡ ὑπακοὴ σ’ αὐτὴν τὴν μοῖρα-ὑπερεγὼ τὸν γεμίζει ὑπερηφάνεια. Καὶ ὅμως χωρὶς τὸν χορό, τοὺς κοινοτικοὺς ἄλλους, τὸ ἦθος του εἶναι ἀδύνατον –ἐκεῖ θὰ τὸν ἀγκιστρώση ὁ Ἀποστόλης, ἡ ἄλλη ὄψη τοῦ νομίσματος στὸ ὁποῖο βρίσκεται καὶ ὁ ἴδιος.

Μαλώνει γλυκὰ τὴν Εἰρήνη, κατανοῶντας τὴν ἀδυναμία της νὰ καταλάβη, καὶ ἀρχίζει τὴν ἀφήγηση ἑνὸς ἑαυτοῦ, ποὺ εἶναι ταὐτισμένος μὲ τὸν ρόλο του, καὶ ἡ ὁποία συγκινεῖ ἅπαντας, ἀκριβῶς γιατὶ μιλάει ἡ μάσκα˙ ἕνα θερμὸν ποὺ πηγάζει ἀπὸ ἕνα ψυχρόν.

«Τὸ σπαθί μου, Εἰρήνη, εἶναι ἐθνικὸν κειμήλιον. Τὸ αἷμα μου εἶναι ἀκόμη ἐπάνω στὴν χλαίνη, μὲ αὐτὲς τὶς μπότες ὤργωσα τὴν Ἤπειρο». Κανονικά, ἡ Εἰρήνη θὰ ἔπρεπε νὰ συρρικνωθῆ ἀπὸ ντροπὴ ποὺ τόλμησε νὰ οἰκειωθῆ τὰ ἀνοίκεια, ὅμως ἔχει τὴν ἀδήριτη πραγματικότητα τῆς ὑλικῆς ζωῆς μὲ τὸ μέρος της: «Τώρα ποὺ θὰ ἔρθη ὁ εἰσπράκτορας τῆς Ἠλεκτρικῆς, φόρα τὴν χλαίνη, τὶς μπότες, ζώσου καὶ τὴν σπαθάρα καὶ ἔβγα νὰ τὰ κανονίσης».

Ὁ Λάμπρος συνεχίζει ἀπτόητος καὶ μόνος: «Κάθε γαλόνι τὸ πῆρα μὲ τὸ σπαθί μου», γιὰ νὰ τὸν διακόψη ἡ Εἰρήνη: «Καὶ λοιπόν; Τί ἔγινε ποὺ ἔγινες στρατηγός; Ἄντε νὰ ζήσης μὲ τὴν σύνταξη ποὺ παίρνεις». Ὁ Λάμπρος, ὑπεράνω χρημάτων, ὡς γνήσιο προεπαναστατικό παλληκάρι τῆς ἀντιτείνει: «Τόση εἶναι, τί νὰ κάνουμε;», ἐπαναλαμβάνοντας τέσσερεις φορὲς τὴν φράση «τὸ σπαθί μου…», «θὰ χρειαστῆ μιὰ φορὰ ἀκόμα. 65 χρονῶν ἄνθρωπος εἶμαι. Καὶ ἕνας στρατηγὸς στὴν τελευταία του παρέλαση δὲν πάει μὲ γιλέκο καὶ παπιγιόν. Πάει μὲ τὴν μεγάλη του στολὴ καὶ μὲ τὸ σπαθί του». Γιὰ τὸν στρατηγό, ὁ θάνατος περιφανής, ἡ ζωὴ ἄδηλος. Ἡ ζωή του, γιὰ τὴν ἀκρίβεια, δὲν τοῦ ἀνήκει, οἱ δὲ πράξεις του καὶ τὸ ἦθος του ἀνήκουν στὴν στολή-μάσκα˙ ἡ ζωὴ τοῦ στρατηγοῦ δὲν βιώνεται˙ διάγεται.

Ἡ Εἰρήνη, στὸ ἄκουσμα αὐτό, τὸ μόνο ποὺ καταλαβαίνει εἶναι πὼς πρέπει νὰ χτυπήση ξύλο, ἀντανακλαστικῶς, χωρὶς νὰ σκεφθῆ, γιὰ νὰ εἰσπράξη τὶς εἰρωνεῖες τοῦ Λάμπρου, ὁμοίως ἀντανακλαστικὲς μὲ αὐτὲς τῆς συζύγου του καὶ χωρὶς σκέψη˙ ἡ κοροϊδευτικὴ στάση τῶν ἀνδρῶν γιὰ τὴν θρησκευτικότητα τῶν γυναικῶν, δήλωνε ἀνεξαρτησία καὶ αὐτὸ ἦταν μία μαθημένη συμπεριφορά, στοιχεῖο μιᾶς κουλτούρας ποὺ ἐνεργοῦσε δίκην ἀσυνειδήτου˙ πρὶν τὴν σκεφθῆς. Ὁ ἄλλος του ἐαυτός, τὸ καταπιεσμένο ἐγὼ τοῦ Λάμπρου, ἐπιμένει μὲ ἀκαταμάχητο ἐπιχείρημα: «Ἡ κόρη τοῦ γαλατᾶ, δίπλα μας, δὲν πατάει τὸ πόδι της κάτω. Καὶ ἡ δική μας, ἀρραβωνιασμένη, δὲν ἔχει ἕνα φορεματάκι». Ὁ διάλογος μοιάζει νὰ μὴν ὀδηγῆ πουθενά, ἀπὸ θέσεις ποὺ δὲν πρόκειται νὰ συναντηθοῦν ποτέ. «Ἔχει ὅμως ἕνα ὄνομα: Δεκαβάλλα», «Αὔριο θὰ τῆς πῶ νὰ πάρη τὸ ὄνομά της, νὰ πάη στὴν ράφτρα νὰ τῆς τὸ κάνει ταγέρ». Καὶ τὸ ὄνομα ἀκόμη εἶναι στολή.

Ἡ νίκη τοῦ συμβόλου ἐπὶ τοῦ ἀνθρωπολογικοῦ ὑποκειμένου εἶναι γιὰ τὸν Λάμπρο αὐταπόδεικτη καὶ ἀναμφισβήτητη. Μήπως καὶ ὁ ἴδιος δὲν ἔπνιξε τὸν ἄνθρωπο μέσα του, θυσιαζόμενος στὸν τύπο; Καὶ ὁ ἴδιος δὲν εἶναι μία κρεμάστρα-μάσκα, ὅπου πάνω τῆς κρέμασε (;), τῆς κρέμασαν (;) –λίγη σημασία ἔχει–, τὸ ἦθος του, τὴν πράξη του, τὸ σπαθί του, τὴν χλαίνη του, τὴν ἀξιοπρέπειά του, τὸν αὐτοσεβασμό του, τὴν ψυχή του; Τὸ ἰδεῶδες ἐγώ του τὸν ἐμποδίζει στὴν ἀρτίωση ἑνὸς φυσιολογικοὺ ὑπερεγώ. Οἱ ρεαλιστικὲς ἀπαντήσεις, ἴσως παλαιότερα τῶν γονέων, τῆς γυναίκας του τώρα, δὲν μποροῦν νὰ τεθοῦν ἀπὸ κοινοῦ μὲ τὶς ἐξιδανικευμένες εἰκόνες ἑαυτοῦ καὶ ἀντικειμένου καὶ μὲ τὸ ἰδεῶδες ἐγώ. Τὸ ζήτημα αὐτὸ θὰ κορυφωθῆ λίγο ἀργότερα μὲ τὶς πρωτόγονες καὶ ἐξωπραγματικὲς εἰκόνες τοῦ ἑαυτοῦ, ποὺ θὰ προβάλουν καὶ θὰ τὶς ἀποδεχθῆ γιὰ δικές του. Τὸ σῶμα του δὲν τὸν ἀφήνει νὰ πετάξη μαζὶ μὲ τὴν ψυχὴ ποὺ μόνη της βλέπει τὰ ἔσχατα καὶ τὴν δόξα.

Ἡ περικύκλωση σφίγγει μὲ τὸν Κώστα, τὸν ἀρραβωνιαστικὸ τῆς κόρης του Πόπης. Ὁ κόσμος τοῦ στρατηγοῦ δέχεται ἐκ νέου πιέσεις. Ὁ Κώστας, στὴν γραμμὴ τῆς Εἰρήνης, τοῦ Ἀποστόλη, τοῦ ἰδιαιτέρου τοῦ ὑπουργοῦ κ.λπ. ἐνδιαφέρεται μόνον γιὰ τὸ σαρκίον του. Δὲν ἐσωτερικεύει, πρᾶγμα ποὺ προϋποθέτει ἑνότητα ἑαυτοῦ στὴν ἀνάληψη ἐξ ὁλοκλήρου τῆς εὐθύνης τῆς ὑπάρξεως ἀνεξαρτήτως, δηλαδὴ κατ’ ἀπόλυτον τρόπον, ἀλλὰ ἐνδοβάλλει γεγονότα καὶ πραγματικότητες, ἀποδεχόμενός τις ὡς ἔχουν, προσπαθῶντας νὰ κινηθῆ στὴν ἐπιφάνειά τους, ἀφήνοντας τήν, ἀτροφική του οὕτως ἢ ἄλλως, ἐσωτερικότητα ἀνέπαφη καὶ ἐπιδεικνύοντας μιὰ συμμόρφωση καὶ μία πειθαρχία μανιακοῦ τύπου σὲ μορφές, τύπους καὶ τεχνικές, ποὺ ἁπλῶς καὶ μόνον τὶς χρησιμοποιεῖ γιὰ νὰ κρύβεται˙

Ο ἐσωτερικεύων εἶναι ἀνεξάρτητος καὶ νικητής, ὁ ἐνδοβάλλων εἶναι δουλικὸς καὶ ἡττημένος. Συνεχῶς ψεύδεται, συνεχῶς πλαγιάζει, οὐδέποτε λέει κάτι εὐθέως καὶ καθαρά, οὐδέποτε ἀναλαμβάνει τὴν εὐθύνη πράξεων καὶ λόγων, ἐπικαλούμενος πάντα ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια, ἀδήριτες ἀνάγκες, ἀδιόρθωτες καὶ παγιωμένες καταστάσεις, ἀνάλογες τοῦ σημερινοῦ ‘‘καταπιεστικοῦ συστήματος’’˙ αὐτὰ ἔχει ἐνδοβάλει, ὄχι σὰν νόμους ἀνεξαρτητοποιοὺς τοῦ ὑποκειμένου, ἀλλὰ ὡς φαντασιώσεις ποὺ τοῦ ἐπιτάσσουν, σὰν τυραννικό, ἄγριο καὶ σαδιστικὸ ὑπερεγώ, ἀπὸ τὴν μιὰ σκληρὴ δουλεία καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπενοχοποιημένη σκληρὴ ἀπόλαυση τῶν πάντων. Εἶναι ὁ χαρακτηριστικὸς τύπος τῆς ἑλληνοβαλκανίου ἐξατομικεύσεως˙ ἐκτεταμένη καὶ ἀνεξέλεγκτη γαϊδουριά, ὅπου μὲ τὸν ὅρο συμφέρον καταλαβαίνει ὅ,τι πιὸ ἰδιοτελές, μικρόψυχο καὶ μικροπρεπὲς μπορεῖ νὰ ὑπάρξη καὶ μὲ τὸν ὅρο λογισμὸ καταλαβαίνει ἕναν ὑπολογισμὸ τακτοποιήσεως ἐξωτερικῶν πραγμάτων καὶ καταστάσεων, χωρὶς τὴν δική του εὐθύνη και συμμετοχή.

Μὲ τὴν Πόπη ἡ συνάντηση δὲν ἐξελίσσεται καλά, ἀλλὰ ἀπὸ τὰ μισόλογά του καὶ τὴν ὑπερδικαιολόγησή του –αὐτοπαρουσιάζεται καὶ ὡς θῦμα, διεκδικῶντας δάφνες ἀθωότητος–, ποὺ περισσότερο κρύβουν τὴν ἐνοχή του, ἡ Πόπη καταλαβαίνει πὼς μᾶλλον θέλει νὰ χωρίσουν, καὶ προσπαθεῖ νὰ περισώση, ὅσο μπορεῖ, τὴν ἀξιοπρέπειά της.

Ἐμφανίζεται καὶ στὸν στρατηγό, ὅπου τοῦ ἀρκεῖ νὰ παρουσιασθῆ σὰν στρατιώτης, λέγοντας «ξεκάθαρα» πὼς ‘‘ἐδῶ εἶναι τέλμα καὶ πὼς πρέπει νὰ φύγη γιὰ τὴν Αὐστραλία’’, γιὰ νὰ γίνη ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν Λάμπρο. Ὁ στρατηγὸς Δεκαβάλλας νομίζει πὼς ἔχει ἀπέναντί του μία ἄλλη μάσκα, ὅπου ὅ,τι δηλώνει καὶ φαίνεται ἀρκεῖ γιὰ νὰ εἶναι κιόλας, ὅπου τὸ δεδομένο ἦθος του τοῦ ἐπιβάλλει ἀρραγῶς τὰ λόγια καὶ τὴν πράξη –μάλιστα, δράττεται τῆς εὐκαιρίας καὶ βγάζει καὶ ἕνα μικρὸ λογύδριο, διακηρύσσοντας πὼς ἡ ζωὴ εἶναι ἕνας ἀτελείωτος πόλεμος. Ἀστειεύεται, τὸν προτρέπει, τοῦ δίνει καὶ τὴν εὐχή του, ἐνθουσιασμένος. Μόνον τὸ ἀντίστοιχό του, λόγω τῆς ὑπερβολικῆς της καχυποψίας καὶ δυσπιστίας, ἡ Εἰρήνη, τὸν καταλαβαίνει καὶ ἀνησυχεῖ, γι’ αὐτὸ καὶ ἐκνευρίζεται μὲ τὴν ἀδικαιολόγητη αἰσιοδοξία τοῦ συζύγου της: «Ὢχ καημένε Λάμπρο, μὲ ὅλα ἐνθουσιάζεσαι, μὲ ὅλα!».

Στὴν Δύση, ἡ ἐμπιστοσύνη σχετίζεται μὲ τὴν χωροχρονικὴ ἀπουσία καὶ βασίζεται στὴν ἐνδεχομενικότητα, ἐνῶ ὅταν δείχνη κανεὶς ἐμπιστοσύνη ὀφείλει ἐν μέρει νὰ δεχθῆ καὶ τὴν μομφή. Μὴ οὖσα ταὐτόσημη μὲ τὴν ἀξιοπιστία τοῦ προσώπου, ἐπιδεικνύεται σὲ καταστάσεις, ἀφηρημένα συστήματα καὶ θεσμούς. Ἀντιθέτως, ἡ ἐμπιστοσύνη σὲ πρόσωπα συνεπάγεται προσωποπαγεῖς δεσμεύσεις –πρᾶγμα ποὺ κάνει ἡ Εἰρήνη. Ἐμπιστοσύνη ὑπάρχει μόνον ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἄγνοια καὶ σημαίνει ὅτι αὐτὸ ποὺ κάνει κανεὶς ἔχει νόημα, ἀναδύεται δὲ στὴν ἀπουσία καὶ ἐξαρτᾶται ἀπό, καὶ ἐξαρτᾶ, τὴν ἱκανότητα νὰ ἀνέχεται κανεὶς τὴν ἀπουσία, χωρὶς αὐτὸ νὰ σημαίνη ἄρνηση ἀγάπης.

Ὁ Λάμπρος, ὄντως εἶναι αἰσιόδοξος, ἐπιδεικνύοντας μιὰ παιδικὴ ἐμπιστοσύνη, γιατί σὰν παιδὶ ἐκλαμβάνει τὰ πάντα ὡς παιγνίδι μὲ αἴσιο τέλος –ἐὰν τοῦ ἔλειπε, γιὰ οἱονδήποτε λόγο ἡ ἐμπιστοσύνη αὐτοῦ τοῦ εἴδους, θὰ περιέπιπτε σὲ μελαγχολία. Ἔχει τὸν χρόνο τῆς Ἐκκλησίας ἀφηρημένου τοῦ χρόνου, ὅπου ὅλα εἶναι δικαιωμένα. Ἡ αἰσιοδοξία του εἶναι ἐν μέρει συναισθηματική, ἄνευ ἐπιχειρημάτων, καὶ ἡ ἐμπιστοσύνη του βασίζεται, ὅπως παλαιά, καὶ πάντα ἄλλωστε, στὴν τελετουργία. Ἐφ’ ὅσον ὁ Κώστας τοῦ παρουσιάζεται ὡς ἀναγνωρίσιμος ρόλος καὶ ἔρχεται, κατὰ τὸ τελετουργικό, στὸ σπίτι του γιὰ νὰ τοῦ ἀνακοινώση κάτι ποὺ ἀφορᾶ στὴν Πόπη καὶ σ’ αὐτὸν –λίγο ἀργότερα θὰ γίνη ἔξαλλος γιὰ τὸ ὅτι ἀκριβῶς δὲν κρατήθηκε τὸ τελετουργικὸ αὐτό– τὰ πράγματα ἀληθεύουν˙ ἡ αἰσιοδοξία του προκύπτει, κυρίως, ἀπὸ τὸ ὅτι ὑπάρχει μόνον ὅ,τι ὑπάρχει στὸν τελετουργικὸ τύπο˙ αὐτὸ εἶναι τὸ τέλειο, αὐτὸ μόνον φαίνεται. Ἀντιθέτως θὰ δικαιωθῆ ἡ ὑπεραγχώδης, νευρωτικὴ καὶ ἀπαισιόδοξη γυναίκα του, ἡ ὁποία ἑρμηνεύει κάθε τὶ μὲ σκοπὸ τὸ χειρότερο, γιατί ἔχει ἐνδοβάλει τὴν ἔλλειψη νοήματος στὶς ματαιώσεις. Ἡ Εἰρήνη εἶναι ἐκ γενετῆς ἐξαπατημένη˙ δὲν σκέπτεται, μαντεύει σὲ κάθε μήνυμα τὸ κακό –καὶ κάθε λόγος, πράξη, κατάσταση δὲν εἶναι λόγος, πράξη, κατάσταση ἀλλὰ νεύματα, μηνύματα ἀοράτου σχεδίου, ποὺ σκοπὸ ἔχουν νὰ τὴν προειδοποιήσουν˙ ἀρκεῖ νὰ ξέρη νὰ τὰ διαβάση. Γνωρίζει, ἄλλωστε τὸν ψυχισμὸ τοῦ Κώστα, ὡς ὁμοίου της, καλλίτερα ἀπὸ τοῦ Λάμπρου, γιατί τοῦ πρώτου διαθέτει ἀνθρωπολογία, ὅπως καὶ ὁ δικός της ψυχισμός.

Οἱ κλειστὲς ὁμάδες, ἀπὸ ὅπου προέρχονται ὅλοι οἱ δρῶντες, εἶναι αὐτὲς ποὺ γεννοῦν καχυποψία˙ Εἰρήνη καὶ Κώστας εἶναι οἱ ἐξατομικεύσεις τῶν κλειστῶν αὐτῶν ὁμάδων, ἐξατομικεύσεις ποὺ δὲν ἀνοίχθηκαν καὶ ἔμειναν, ἐξ ἴσου μὲ πρίν, κλειστότητες, ἀλλὰ πλέον ἀποκομμένες, ἄγριες, ἐπιθετικὲς καὶ ἰδιοτελεῖς –ἐξατομίκευσις: μιὰ ὑπόθεση ποὺ χάθηκε γιὰ τὸν ἀνατολικὸ κόσμο τὸν 11ο αἰῶνα. Ἡ Εἰρήνη, σὲ ἀγαστὴ ἀντίθεση μὲ τὸν Λάμπρο, διαθέτει τὸν χρόνο τῆς Ἐκκλησίας ἀφηρημένου τοῦ αἰωνίου, ποὺ ἔρχεται ἀδικαίωτος, σκληρός, λασπώδης, καταθλιπτικός, σὰν τὸν χρόνο τοῦ ντουνιᾶ στὰ ρεμπέτικα. Ὁ Λάμπρος ἀντιδρᾶ μὲ ἐξιδανικεύσεις, γι’ αὐτὸ καὶ αἰσιόδοξος, ἡ Εἰρήνη μὲ δυσπιστία, γι’ αὐτὸ καὶ ἀπαισιόδοξη˙ καὶ οἱ δύο δύσκολα συνδέουν αὐτὸ ποὺ ζοῦν μὲ ἐσωτερικὲς διαδικασίες.

Συνεχίζεται…

φωτογραφία: Lenin by Konstantin Simun, 1995