Σκηνοθεσία: Γιάννης Δαλιανίδης, σενάριο: Νῖκος Τσιφόρος

Κινηματογραφικὴ μεταφορὰ τοῦ ὁμώνυμου θεατρικοῦ ἔργου τῶν Νίκου Τσιφόρου καὶ Πολύβιου Βασιλειάδη. Ἡ ταινία ἔκοψε 39.709 εἰσιτήρια καὶ ἦρθε 13η στὶς 68 ταινίες τῆς χρονιᾶς ἐκείνης.

Ὑπόθεσις:Μηνᾶς (Ντῖνος Ἠλιόπουλος), ὁ ὁποῖος ἐργάζεται σὲ ἑταιρία καυσίμων ὡς λογιστὴς καὶ μισοϋπεύθυνος γιὰ προμήθειες και ἀναθέσεις ἔργων, ἐμφανίζεται ὡς ἕνας ἐντιμότατος, εὐσυνείδητος, φοβισμένος καὶ ὑπάκουος ὑπάλληλος. Εἶναι παντρεμένος μὲ τὴν Εὔα (Γκέλλυ Μαυροπούλου), ἡ ὁποία ἂν καὶ ἀρχικῶς δείχνη συντονισμένη μὲ τὶς ἀρχὲς τοῦ συζύγου της, δὲν θὰ ἀργήση νὰ ἐκραγῆ καὶ νὰ κάνη στροφὴ 180ο. Ἀφορμὴ θὰ σταθῆ τὸ αἴσθημα μειονεξίας ποὺ θὰ νιώση, ὅταν ἡ «ἀπὸ πάνω της» στὴν πολυκατοικία, Ἀγλαΐα (Μπέττυ Μοσχονᾶ), τὴν ἀπαξιώση, ἄλλη μιὰ φορά, γιὰ τὴν οἰκονομική της μιζέρια καὶ τὶς χαμηλὲς ἐπαγγελματικὲς πτήσεις τοῦ ἀνδρός της, ἐνῶ σκηνοθετεῖ εἰς βάρος της καὶ μία φάρσα μὲ μιὰ γούνα, πρᾶγμα ποὺ θὰ κάνει τὴν Εὔα νὰ αἰσθανθῆ ἀκόμη πιὸ ταπεινωμένη.

Συνεπικουρούσης καὶ τῆς ἐξαδέλφης της Ἀγγέλας (Καίτη Πάνου) θὰ ἀρχίση νὰ ἐπεμβαίνη στὰ ἐπαγγελματικὰ τοῦ Μηνᾶ. Ἡ πρώτη της εὐκαιρία δὲν ἀργεῖ νὰ ἔλθη, ὅταν ὁ Σταματίου (Βάσος Ἀνδρονίδης) τῆς προτείνη νὰ ἐπηρεάση τὸν ἄνδρα της σχετικῶς μὲ κάποιον προμηθευτή. Ἡ καρριέρα της ἀρχίζει˙ καθὼς κινεῖ τὸν Μηνᾶ σὰν μαριονέττα, κλείνει τὴν μιὰ δουλειὰ μετὰ τὴν ἄλλη, εἰσπράττοντας χρήματα ἀπὸ τὶς μεσιτεῖες στὶς μίζες.

Ὁ διευθύνων σύμβουλος τῆς ἑταιρίας Ντελάκης (Χρῆστος Τσαγανέας), ἐνῶ ἀρχικῶς συμπεριεφέρετο περιφρονητικῶς καὶ ἐκφοβιστικῶς πρὸς τὸν Μηνᾶ, τὸν προωθεῖ τώρα, κάνοντας δουλειές μὲ τὴν Εὔα. Ἡ ζωὴ συνεχίζεται, πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τοῦ Μηνᾶ, ὁ ὁποῖος κομπάζει γιὰ τὶς ἀξίες του καὶ τὴν ἐπιτυχία ποὺ ἔχει στὸν ρόλο του, μὴν έχοντας καταλάβει ἀπολύτως τίποτε, μέχρις ὅτου, ἐξ ἑνὸς ἀσχέτου περιστατικοῦ –ὁ Φίλιππας (Περικλῆς Χριστοφορίδης), ἄνδρας τῆς Ἀγγέλας, ἔχει δωρίσει ἕνα δαχτυλίδι στὴν ἐρωμένη του καὶ ἡ Εὔα τὸν ἀποκαλύπτει– ἀποκαλύπτονται τὰ πάντα˙ ὁ Μηνᾶς κουρελιάζεται, προσωρινῶς, ἡ Εὔα ἀποσύρεται, προσωρινῶς, θριαμβευτικῶς θιγμένη.

Δὲν ἀλλάζει ἀπολύτως τίποτε, ἕως ὅτου ὁ Ντελάκης προτείνει στὸν Μηνᾶ τὴν θέσιν τοῦ διευθυντοῦ. Ὁ Μηνᾶς ἀρνεῖται, ὡς εὐθυνόφοβος, καὶ ἀναλαμβάνει δράση ἡ Εὔα γιὰ νὰ τὸν μεταπείση, ζητῶντας τὴν βοήθεια τοῦ Ντελάκη –νὰ τὴν φλερτάρη, ὥστε ὁ Μηνᾶς νὰ ζηλέψη τὸν ἴδιο καὶ τὴν θέση-δύναμή του. Ἡ ὅλη ἐπιχείρηση ἀποτυγχάνει καὶ ἅπαντες εὐτυχισμένοι καὶ ἑνωμένοι, ὡς νὰ μὴν εἶχε συμβεῖ ἀπολύτως τίποτε, εὐχαριστοῦνται λὲς καὶ εἶχαν περάσει κάποια δύσκολη ἀσθένεια. Τέλος, μὲ την ὑπόσχεση-συμφωνία τῆς Εὔας καὶ τοῦ Μηνᾶ γιὰ ἕνα παιδί.

Προβληματικὴ Τσιφόρου: ἔξυπνοι-κορόιδα˙ ἐμμονὴ Δαλιανίδη: γυναῖκες-ἄνδρες˙ τὰ δίπολα κατ’ ἀντιστοιχίαν.

Ἄνθρωποι ἐρριμμένοι στὴν πόλη, λεγόμενοι «μικροαστοί», προσφιλὲς κοινωνικὸ στρῶμα στὸν Δαλιανίδη, μὲ σκευὴ ἐπαρχιώτη καὶ ψυχισμὸ φερμένο ἀπὸ τὴν τουρκοκρατία καὶ τὸν ἑλληνικὸ Μεσαίωνα. Ἂν καὶ πραγματεύεται ἕνα ἐπεισόδιο ἀπόπειρας κοινωνικῆς ἀνόδου, «πιασίματος τῆς καλῆς», ἑνὸς ζευγαριοῦ τέτοιων μικροαστῶν, πρωτοστατούσης, σ’ αὐτὴν τὴν ἀπόπειρα, τῆς γυναίκας μὲ μοχλὸ τὴν μειονεξία της, ἡ ταινία ὑποκρύπτει, καὶ φανερώνει συγχρόνως, ἕναν ὁλόκληρο κόσμο τύπων, στάσεων, σχέσεων, συμπεριφορῶν, θαμμένων ἐπιθυμιῶν καὶ φαντασιώσεων ποὺ τὴν καθιστοῦν σημαντικὴ πέρα ἀπὸ τὶς προθέσεις τῶν δημιουργῶν της˙ μὲ μία ὑποσημείωση: Τσιφόρος καὶ Δαλιανίδης ἐννοοῦν τοὺς ψυχισμούς καὶ τὰ συναισθήματα ὡς φυσικῶς, ἀχρόνως, οὐσιακῶς καὶ ἐγγενῶς ὑπάρχουσες καταστάσεις, ἐνῶ πρόκειται γιὰ ἱστοριογενετικῶς, ἐν πολλοῖς, πολιτισμικογενῆ προσδιωρισμένα μορφώματα, ἐπιδεχόμενα ἀλλαγῶν καί, ὡς ἐκ τούτου καὶ μόνον, ἐπιδεχόμενα καὶ ἐσωτερικεύσεων –ἀδυναμία πλείστων ἑλληνικῶν ταινιῶν. Ἡ ταινία, πάντως, συνεπής, ὡς πρὸς τὸ ἀντικείμενο τῆς πραγματεύσεώς της, τοὺς «μικροαστούς», ἔχει σχεδὸν μόνον ἐσωτερικοὺς χώρους καὶ ἐξ ἴσου συνεπής, ὡς πρὸς την ἑλληνικὴ πραγματικότητά της, δὲν διαθέτει ἐσωτερικοὺς κόσμους, κρυμμένους ἑαυτούς, ἡμίφως καὶ ἐσωτερικὲς συγκρούσεις˙ τὴν διακρίνει ἡ γνωστή, ἑλληνικοῦ τύπου, ἐξωτερικὴ ἐσωτερικότητα.

Μὲ τὴν ἄρση τῆς αὐλαίας, ἡ Εὔα αὐτοπαρουσιάζεται ὡς ἡ ἀδύναμη γυναῖκα ποὺ ὡς τέτοια εἶναι, σχεδὸν ἐκ φύσεως, καταδικασμένη νὰ ἐξουσιάζη τὸν δυνατὸ ἄνδρα, ἐνῶ συγχρόνως διακηρύσσει πὼς εἶναι πιὸ εὐτυχισμένη ἀπὸ τὴν σύζυγο τοῦ ἀφεντικοῦ τοῦ Μηνᾶ, προσπαθῶντας ἔτσι νὰ πείση ἑαυτὸν καὶ ἀλλήλους γιὰ τὴν ἀλήθεια τῆς δηλώσεώς της. Τὸ ποτήρι, ὅμως θὰ ξεχειλίση, ὅταν θὰ ἐξαφθῆ γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἡ ὑστέρηση ποὺ νιώθει ἔναντι μιᾶς ἄλλης, τῆς Ἀγλαΐας, φαντασιακῶς καθ’ ὅλα ὁμοία καὶ ὁμοίως φαντασιακῶς ἀνωτέρα της˙ ἡ μιμητικὴ ἐπιθυμία καὶ ὁ φθόνος θὰ ἀρχίσουν νὰ λειτουργοῦν, κινητοποιῶντας την ἐναντίον τῆς Ἀγλαΐας˙ γιὰ τὴν Εὔα, ἡ Ἀγλαΐα εἶναι ταὐτοχρόνως ἑλκτικό καὶ ἀπωθητικὸ πρότυπο ἀδηφαγικῆς γυναικείας δυνάμεως καὶ ματαιοδοξίας. Ἡ Ἀγλαΐα (μένει ἀπὸ πάνω μας) –τονίζει ἡ Εὔα– εἶναι ὁ ἰδανικὸς τύπος τῆς ξυπασμένης καὶ θριαμβευούσης ἀκορέστου γυναικός, ἀπαξιώνουσα τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα, τῶν ἄλλων˙ ζῆ μειώνοντας ὅλους, ἀφ’ ὑψηλοῦ, μὲ χυδαία ἔπαρση˙ ἡ ἐπιτομὴ τοῦ νεοπλουτισμοῦ. Αὐτὴ εἶναι ποὺ ἔχει ὅλα τὰ καλά, οἱ ἄλλοι ἔχουν ὅλα τὰ κακά, μόνον. Ὁ ἄνδρας της, αὐτοδημιούργητος ἀπὸ τὴν ἴδια, ἱκανοποιεῖ τὴν ἀδηφαγία της, (κάνοντας βρώμικες δουλειές)˙ εἶναι καλὸς σύζυγος.

Σύγκρασις τῶν δύο γυναικῶν, σὲ χαμηλότερη ἔνταση, ὡς ἡ θεωρητικὸς τοῦ κινήματος, εἶναι ἡ Ἀγγέλα, ἡ ἐξαδέλφη τῆς Εὔας, ἡ ὁποία διαδηλώνει: «μποροῦμε νὰ δημιουργήσουμε τοὺς ἄντρες μας˙ ἡ γυναῖκα εἶναι καπάτσα, ὁ ἄντρας ἐγωϊστής», δικαιολογῶντας, ἔτσι, πᾶσα ἐνέργεια τῶν τριῶν γυναικῶν ὑπέρ, κατὰ ἢ ἐρήμην τῶν ἀνδρῶν. Καυχᾶται πὼς «διαφεντεύει» τὸν δικό της ἄνδρα, τὸν Φίλιππα, ἂν καὶ τὰ πράγματα δὲν θὰ τὴν δικαιώσουν. Ὁ Φίλιππος, ὡς παιδὶ ποὺ ἐξαπατᾶ τὴν μαμμά του, ἀπατᾶ τώρα τὴν γυναῖκα του. Ἀφοῦ (τὶς κάνει ὅλα της τὰ χατίρια), ὡς ἐξιλεωτικὲς θυσίες γιὰ τὶς ἀπιστίες του, μπορεῖ νὰ διαπράξη ὁ,τιδήποτε στὸν ἰδιωτικό, κρυφό του χῶρο, χωρὶς ἀναστολὲς καὶ ἐνδοιασμούς˙ ζῆ ἀρειμανίως καὶ ἀτρεκέως δύο ζωές, ὡς γνήσιος παγανιστὴς ὀρθόδοξος. Στὴν μιά, τὴν φανερή, ἔχει συμπήξει τὴν ἠθικὴ καὶ τὸν λόγο, ὡς τυπικόν, ὡς σύνολο ἐθιμοτυπικῶν συμβάσεων, καὶ στὴν ἄλλη, τὴν κρυφή, ἔχει ἀπελευθερώσει τὸ αἴσθημά του. Στὴν πρώτη, δουλικὸς μὲ τὴν ἐξουσία, στὶς λατρευτικές του τελετὲς πρὸς τὴν Ἀγγέλα, στὴν δεύτερη ἀμείλικτος κυνηγὸς εὐκόλων στόχων˙ χρησιμοθηρικὸς καὶ ἰδιοτελὴς στὴν λατρεία του, ὡς καθῆκον, γνωρίζοντας πὼς δὲν ζῆ πραγματικὰ ἐκεῖ, πάντα ἴδιος καὶ ἀβελτίωτος, στὴν πρώτη, σπάταλος καὶ πεινασμένος στὴν δεύτερη, προσπαθῶντας νὰ ζήση ἐν κρυπτῷ, καὶ κατ’ ἀνάγκην στρεβλά, μὲ ἕναν καλύτερο ἑαυτό, ποὺ νὰ περιλαμβάνη καὶ τὸ αἴσθημά του, μακριὰ ἀπὸ τὴν μοχθηρὴ μαμμά-γυναῖκα του˙ ἐσαεὶ διχασμένος.

Ὁ δὲ Μηνᾶς ἔχει πάρει ἀπολύτως σοβαρὰ τὰ πάντα καὶ ἰδίως τὸν προϊστάμενό του Ντελάκη. Πιστεύει στὴν ἱεραρχία, ἔχοντας ἀποκλείσει τὴν γενικῶς ἐπικρατοῦσα πίστη πὼς τὸ συμμορφοῦσθαι, ὁλοψύχως, πρὸς τοὺς κανόνας καὶ τὰς ἐπιταγὰς τῆς διοικήσεως συνιστᾶ ἔνδειξιν βλακείας, ραθυμίας καὶ τεμπελιᾶς, καὶ καθ’ ἣν στιγμὴν ὁ γενικός κοινωνικὸς ρυθμὸς βοᾶ γιὰ τὸ ὅτι ναὶ μὲν πρέπει νὰ ἐπαινῆς καὶ νὰ παινεύεσαι πὼς τηρεῖς τὶς ὑποχρεώσεις σου πρὸς τὸ ἀπρόσωπον τῶν ἀρχῶν τῆς διοικήσεως, καὶ τοῦτο ἐπισήμως καὶ ἐμφανῶς, καὶ συγχρόνως, ὅμως, νὰ ἐλίσσεσαι, νὰ πιέζης, νὰ συναλλάσσεσαι κρυφίως καὶ νὰ τὴν ὑπονομεύης ἀνεπισήμως καὶ ἐμφανῶς, πρᾶγμα ποὺ θὰ ἐπιχειρήση ἡ γυναῖκα του μὲ ἀπόλυτη ἐπιτυχία. Ὁ Μηνᾶς εἶναι τὸ κορόϊδο, ὁ ὑποταγμένος, ὁ δειλὸς καὶ δύσπιστος στὴν ἐπιθυμία του, ὁ βλάξ˙ ἐξ οὗ καὶ τὸ εὐσυνείδητόν του. Ρήματα καὶ ἀπαρέμφατα, λόγος καὶ εἶναι, οὐσία καὶ φαίνεσθαι ταὐτόν˙ στὸ τυποτελετουργικὸν τῆς ζωῆς του, ἡ ἐκφορὰ τῶν λέξεων εἶναι ἐπιτελεστική˙ ἀφ’ ἧς στιγμῆς κάτι λέγεται ἢ πράττεται συμβολικῶς, ὑπάρχει ἢ ἔχει γίνει καὶ πραγματικότης. Ἀγγίζει τὴν μυθική, μαγικὴ σκέψη ἀπὸ τὴν μεριὰ τῆς νευρώσεως˙ εἶναι ὅλος νεύρωση. Ὁ ρόλος εἶναι δεδομένος γι’ αὐτόν˙ ὅ,τι ντύνεται, εἶναι.

Καταπιέζοντας τὰ αἰσθήματά του, μᾶλλον μὴν ἔχοντας πρόσβαση σ’ αὐτά, ἀφοῦ τὸ τυποτελετουργικόν, προερχόμενο ἀπὸ ἕναν τύπο κοινωνίας ἱεροῦ, ποὺ κόβει τὴν κοινωνία στὴν μέση, δὲν ἀπελευθερώνει τὰ συναισθήματα, ἀλλὰ κομπορρημονεῖ ἀσταμάτητα, πάντα ὑπὸ τὴν ἐπίβλεψη τῆς Εὔας, ἡ ὁποία, ἄλλωστε, τὸν χρησιμοποιεῖ ὡς πρόσωπό της στὴν κοινωνία. Πρόκειται γιὰ ἄνθρωπο ἄπιστο στὸν ἑαυτό του, πού, ἔχοντας ὡς σκευὴ αὐτὴν τοῦ ‘‘καλοῦ παιδιοῦ’’, τοῦ ὑποτακτικοῦ, τοῦ ἀενάως ἀπολογουμένου δεξιούλη, ταὐτίζει ψυχαναγκαστικῶς τὰ θέλω μὲ τὰ πρέπει –ἡ Εὔα θὰ ἔλθη, τὴν στιγμὴ τοῦ μὴ περαιτέρω, γιὰ νὰ τοῦ ἀποκαλύψη τὴν διάστασή τους. Ἔχει μάθει νὰ ὑποτάσσεται, ἀρχικῶς στὴν μητέρα του, κατὰ κύριο λόγο, ἡ ὁποία καὶ τὸν παραδίδει ἕτοιμο στὴν γυναῖκα του˙ ἀπὸ ἥρως τῆς μαμμᾶς γίνεται ὁ ὑποτακτικὸς τῆς συζύγου του.

Ὁ Σταματίου τὸν γεμίζει ἐνοχὲς καὶ φόβο, ἐπισημαίνοντάς του ἕνα λογιστικὸ λάθος, καὶ αὐτὸ ὀφειλόμενο στὴν καταναγκαστική του εὐπιστία. Ὁ Ντελάκης εἶναι ἐκφοβιστικὸς μαζί του, τὸν τρομοκρατεῖ μὲ ὑπολογισμό˙ τὸν ὑβρίζει καὶ τὸν κατηγορεῖ γιὰ «μίζες», πρᾶγμα ποὺ, φυσικά, κάνει ὁ ἴδιος. Ἁπλῶς, ἀκολουθῶντας, ἐνστικτωδῶς, τὸν τυπικὸ μηχανισμὸ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀποδιοπομπαίου τράγου, τὸν καταγγέλλει, πρῶτος, γιὰ κάτι ποὺ ἐπιθυμεῖ καὶ ποὺ πράττει ὁ ἴδιος. Τοῦ φέρεται, ὅπως πιθανῶς νὰ συμπεριφερόταν καὶ ὁ πατέρας τοῦ Μηνᾶ. Γιὰ τὸν Μηνᾶ, ὁ Ντελάκης ἀποτελεῖ πατρικὴ-τιμωρητικὴ φιγούρα, ἀδιαμφισβήτητος στὸ ἐπέκεινα-φαντασίωσή του, πραγματικὸ ἀφεντικό, ποὺ τοῦ αφήνει καὶ «μεγαλόψυχα» μία ἀνάσα διαφυγῆς, αὐτὴν τῆς ἐπανορθώσεως, γιὰ ἕνα λάθος σὲ μιὰ ὑπογραφή, δείχνοντάς του, ἔτσι, μία προοπτικὴ συγχωρήσεως-ἐξιλεώσεως. Παίζει μαζί του, καὶ τὸ χαίρεται, μὲ σαδισμό. Ὁ Μηνᾶς, μὲ κατεβασμένο κεφάλι, ὡς εὐνουχισμένος, καὶ ἔτσι ἕτοιμος ἀπὸ καιρό, γενναῖος στὴν ἧττα του καὶ περήφανος στὴν ὑποταγή του, ἀποχωρεῖ. Τώρα θὰ ἀρχίση τὸ τελετουργικὸ τῆς ἐξιλεώσεως τοῦ τερατώδους του ὑπερεγώ. Ἄλλο ἕνα ψυχόδραμα ἔλαβε αἴσιο τέλος˙ λὲς καὶ θὰ μποροῦσε νὰ γίνη καὶ ἀλλιῶς.

Ντελάκης καὶ Εὔα συναποτελοῦν ζεῦγος ὁμοουσίων ἀντιθέτων: ὁ μὲν αὐταρχικός, ἄνευ ἔρωτος πρὸς τὴν τάξιν, ἡ δὲ στασιαστὴς ἄνευ ἔρωτος πρὸς τὴν ἐλευθερίαν. Ὡς πάντες Ἕλληνες.

Τὸ ταμεῖον τῶν θυσιῶν καὶ τῶν καταπιεσμένων ἐπιθυμιῶν τῆς Εὔας θὰ γεμίση, ὅταν θὰ κάνη μιὰ μικροθυσία, πληρώνοντας τὸ λογιστικὸ χρέος τοῦ συζύγου της, πρᾶγμα ποὺ θὰ ἀποτελέση καὶ το διαβατήριό της. Ἀπελευθερωμένη ἀπὸ κάθε της ὑποχρέωση πρὸς αὐτὸν καὶ ἀπὸ ὁποιανδήποτε ὑποψία ἐνοχῆς, ὡς νὰ ξεπλήρωσε τὸ δικό της χρέος, ἐμφανίζει, πλέον, τὸν πραγματικό της ἑαυτό: ἀκόρεστη μεσάζουσα μὲ μόνιμο χρεώστη τὸν ἄνδρα της.

Ἡ ἀκόρεστη πεῖνα εἶναι αὐτὴ ποὺ διαρθρώνει τὶς ἀπαιτήσεις ἀπὸ τὸν κάθε ἄλλον καὶ δικαιώνει πλήρως ὁποιεσδήποτε ἐνέργειες ποὺ σκοπὸ ἔχουν νὰ ἀπομυζήσουν τὸν ἄλλον ἀπὸ κάθε τὶ ποὺ θεωρεῖται καλό, σὰν νὰ παίρνουμε πίσω ὅσα μᾶς ἔχουν, φαντασιακῶς, πάρει. Εἴμαστε ἀπολύτως πεπεισμένοι πὼς αὐτοὶ ποὺ κατέχουν πιὸ πολλὰ ἀπὸ ἐμᾶς μᾶς ἔχουν κλέψει καὶ ἔτσι ρίχνουμε σ’ αὐτοὺς ἀνενοχικῶς τὴν εὐθύνη γιὰ τὰ τοξικά μας συναισθήματα καὶ τὴν ἀπηξιωμένη μας θέση. Ἀπαλλασσόμενοι, πλέον, ἀπὸ κάθε ἐνοχὴ γιὰ τὴν ἀπληστία μας, προβάλλουμε, ἀνέτως καὶ στὴν διαπασῶν, στοὺς ἄλλους τὸ δηλητήριό μας˙ καταγγέλλοντάς τους γιὰ ὅ,τι τοὺς ἔχουμε προβάλει, εἴμαστε ἕτοιμοι νὰ τοὺς κατασπαράξουμε τελετουργικῶς. Ἡ ἔντονη, ὅμως, προβολὴ γεννᾶ παράνοια˙ ἐὰν ὁ Μηνᾶς εἶναι ὅλος μία νεύρωση, ἡ Εὔα ρέπει μὲ ἀσφάλεια στὴν παράνοια, τὸ δὲ παραισθητικό της μῖσος γιὰ τοὺς ἄνδρες τὸ κρύβει ἐντέχνως πίσω ἀπὸ τὴν τελευταία της θυσία γιὰ τὸν Μηνᾶ.

Γιὰ τὴν Εὔα, (τὸ πᾶν εἶναι νὰ ξεφύγης ἀπὸ τὸν στίβο μὲ τὰ κορόϊδα καὶ νὰ ξαπλώσης στὸ θεωρεῖο μὲ τοὺς ἔξυπνους). Εἶναι καθῆκον νὰ κοροϊδεύης τὸν ψεύτη ντουνιᾶ, αὐτὸν τὸν φέροντα ἐξ ἀρχῆς μοῖρα καταστροφῆς, ἀδικίας καὶ ψεύδους κόσμο, τὸν παντελῶς ἀπηξιωμένο˙ ἔτσι ἀποδεικνύει τὴν ἀνωτερότητά της. Προσοχὴ ὅμως: δὲν ἀποδεικνύει τὴν ἀνωτερότητά της ὡς ἐγκόσμιο ἄτομο, ἀλλ’ ὡς ἄτομο κομίζον μίαν ἀλήθεια μὴ ἐκ τοῦ κόσμου τούτου. Ἀπορρίπτουσα πᾶσαν λογικὴν κατάφασιν τοῦ κόσμου τούτου, τὸ κοινωνικὸν δέον παραλύει˙ πᾶσα κοινωνικὴ ὀργάνωσις, ἥτις διαχωρίζει τὸ φαινόμενον τοῦ νοουμένου καὶ τῆς οὐσίας καθίσταται τοιουτῳτρόπως ἄνευ νοήματος, ὁπότε καὶ τὸ προεννοιολογικὸν πολλαπλοῦν τῆς ἐντυπώσεως ὑπερτερεῖ τῆς ἀμιγῶς δομικῆς περιγραφῆς τοῦ ἀντικειμένου, ἡ ὁποία καὶ θὰ καθιστοῦσε τὸ ἀντικείμενο μοναδικὸ καὶ ἀνεπανάληπτο. Γιὰ τὴν Εὔα ἔχουν δουλέψει ἀνιδρωτὶ ὅλοι, ἀπὸ τοὺς νεοπλατωνικοὺς μέχρι τοὺς ἡσυχαστές καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἕως τοὺς παπαδιαμαντικοὺς ἥρωες, τοὺς δεξιούς, τοὺς ἀριστερούς, τοὺς ρεμπέτες καὶ τοὺς κάθε λογῆς ἐκτὸς πραγματικότητος ἀλύτρωτους ἀγανακτισμένους.

Ὁ ἀκυρωμένος κόσμος, γιὰ ἕνα πρᾶγμα εἶναι ἱκανὸς καὶ κατάλληλος: νὰ μὲ θαυμάζη-ἀναγνωρίζη ὡς φέροντα ἐξωκόσμιον ἀλήθειαν ἄνθρωπο˙ ἐξ οὗ καὶ τὸ ἑλληνικὸ ἀτομαδικὸ ὑποκείμενο. Καὶ αὐτὴ ἡ ἀναγνώριση πρέπει νὰ πληρωθῆ ἀπὸ ὅλους. Ἡ Εὔα, ὅπως καὶ οἱ παλαιοὶ κατσικοκλέφτες, ἀλλὰ μὲ κυνικώτερο τρόπο, ἀναπτύσσει φιλίες μὲ τὰ ἑκάστοτε θύματά της καὶ χρησιμοποιεῖ τὸν ἐκβιασμό, τὸν αὐτοσχεδιασμό, τὴν ἄδραξη τῶν εὐκαιριῶν καὶ τὴν ψυχραιμία –ὅλες τους ἀρετές, ὅταν συνδέωνται ὀργανικῶς μὲ τὴν ἐπιβεβαίωση-ἀναγνώριση τοῦ ἀτομαδικοῦ ἀνθρώπου– γιὰ νὰ ἐπιτύχη τὸν σκοπό της.

Πιθανῶς ἡ Εὔα νὰ γαλουχήθηκε μὲ τὸ ἰδανικὸ τῆς θυσίας, καὶ νὰ εἶναι καὶ τὸ προϊὸν μιᾶς θυσίας τῆς μητέρας της –ἡ θυσία συνιστοῦσε τὸν μοναδικὸ τρόπο ὑπερβάσεως τοῦ μερικοῦ μὲ ἅλμα στὸ καθολικόν˙ διὰ τῆς ἰδίας του τῆς θυσίας, ὁ πιστὸς ὑφίσταται ταφὴν διὰ νὰ προετοιμάση τὴν ἀνάστασιν. Μαζὶ μὲ αὐτὴν ἐνσωμάτωσε καὶ ὅλα τὰ συμπαρομαρτοῦντα αυτῇ. Ἔτσι, μαζὶ μὲ τὴν θυσία, ἔμαθε καὶ πῶς νὰ τὴν χρησιμοποιῆ ὡς ἀκαταμάχητο ὅπλο γιὰ νὰ ἐξαρτᾶ ἐνοχικῶς τοὺς ἄλλους ἀπὸ πάνω της, ὁπότε καὶ θὰ μποροῦσε νὰ νοηθῆ καὶ φιλότιμη, ὡς προωθοῦσα τὶς ἀλληλεξαρτητικὲς τάσεις καὶ τὰ συμφέροντα τῶν δικῶν ἐναντίον τῶν ξένων, μία συμπληρωματικὴ ἐκδοχὴ τοῦ Βέγγου στὶς δικές του ταινίες˙ ἁρπαζομένη, ὅμως, ἀπὸ τὸν ἄλλον, τὸν ἔχει ἤδη διαγράψει καὶ στὴν συνείδησή της. Ὅσο περισσότερο προβάλλει τὶς μεγάλες ἢ μικρές, τὶς πραγματικὲς ἢ φανταστικὲς θυσίες της, τόσο διογκώνει τὶς διεκδικούμενες ἀπολαβές της˙ ὅλοι τῆς χρωστοῦν, ὅλοι πρέπει νὰ τὴν πληρώνουν, ἐνῶ ἡ ἴδια αἰσθάνεται, καὶ τὸ ἀναδεικνύει, συνεχῶς προδομένη καὶ καταπιεσμένη, γιὰ νὰ ἀποσπᾶ περισσότερα…

Ἡ προβολὴ τῆς φαντασιακῆς θυσίας, λειτούργησε ὡς πολιορκητικὸς κριός, πρὸς τὰ μέσα καὶ πρὸς τὰ ἔξω, γιὰ ὅλη τὴν κοινωνία. Ἀρκοῦσε ἡ ἐπίδειξή της, γιὰ νὰ ἀποχαλινωθῆ τὸ σύμπαν ἄνευ ἐνδοιασμῶν καὶ ἀτιμωρητί˙ φωτοστέφανον ἁγιότητος γιὰ τὸν φέροντα αὐτήν, ἐκμηδενισμὸς τοῦ μὴ ἀναγνωρίζοντος αὐτήν. Ἐπωμιζόμεθα θυσιαστικῶς ὅλα τὰ καλὰ καὶ καταγγέλλουμε ἀσμένως ὅλους ὅσοι γεύονται ἡδονικῶς, ἄνευ θυσίας, τὰ κακά. Ἐμεῖς εἴμεθα οἱ ἄξιοι ὅλων τῶν ἀγαθῶν, ἀρκεῖ νὰ μὴν παραδεχθοῦμε πὼς τὰ ἔχουμε, καὶ τότε ὅλοι μᾶς χρωστοῦν. Ἀκόμη καὶ στὴν περίπτωση κατὰ τὴν ὁποία βρεθοῦμε εἰς θέσιν καταγγελομένου ναρκίσσου διεκδικοῦντος ἐγκοσμίαν ὕπαρξιν ἄνευ μεταφυσικῆς, δηλαδὴ ἐκστατικοῦ συναισθηματισμοῦ, καὶ ἄνευ ἀναφορᾶς στὴν ἀλήθεια τῆς ὁμάδος, καὶ τότε ἀκόμη εἴμεθα ἱκανοὶ νὰ διχάσωμεν ἀνέτως καὶ ἄνευ κραδασμῶν καὶ τὸν ἴδιον τὸν ἑαυτόν, προκειμένου τὸ ἓν ἥμισυ νὰ καταγγείλη τὸ ἕτερον ἥμισυ καὶ νὰ τὸ καταδικάση, ἢ ἀκόμη χειροτέρως, νὰ ἀπαιτήσωμεν ἔτι ἀκόμη νέους καὶ ἰσχυροτέρους τίτλους θυσίας καὶ ἁγιότητος: σταυρούμεθα ἕνεκεν ὑμῶν, διότι ἡμεῖς, ὡς ἄλλοι κρυπτοχριστιανοί, ἐνεδώσαμε εἰς τὸν πλοῦτον καὶ τὸν συμβιβασμὸν ἵνα σώσωμεν ἑαυτούς, ὑμᾶς καὶ αὐτοὺς ἐκ τῆς ἁμαρτίας. Κλεὶς ἀπενοχοποιήσεως τῶν πάντων στὴν διεκδίκηση τῶν πάντων ἄνευ οὐδεμιᾶς ὑποχρεώσεως.

Τὸ αἴσθημα αὐτὸ ἀπετέλεσε καὶ ἕναν ἀπὸ τοὺς βασικοὺς μηχανισμοὺς ποὺ δὲν ἀπέτρεψαν τὴν δικτατορία τοῦ 1967 καὶ ποὺ ἐπέτρεψαν τὴν ἄνοδο τοῦ λαϊκισμοῦ τῆς μεταπολιτεύσεως, ἰδίως μετὰ τὸ 1981˙ νόμος εἶναι τὸ δίκαιον τοῦ λαοῦ, τοῦ ἐξαγιασμένου ἐκ τοῦ πόνου(!) καὶ τῆς θυσίας(!), τὸ ‘‘ὅ,τι θέλω, χωρὶς πρέπει’’˙ ὅσο βυθίζεται κανείς, τόσο περισσότερο καὶ ἀσφαλέστερα συνδέεται μὲ τὸ φωτοστέφανο τοῦ μάρτυρος, τὸ ἀντίθετο τοῦ ναρκισσισμοῦ-ἰδιοτελείας, ποὺ καταγγέλλεται ἀφειδῶς. Πᾶσα προσπάθεια θέσεως ὁρίου σ’ αὐτὸ τὸ ἐγγενῶς ἀόριστο, τὴν φανέρωση μιᾶς ἐξωκοσμίου ἀληθείας ὑφ’ ἑνὸς ἁγιασμένου φορέως, ἰσοδυναμεῖ μὲ ἀπόπειρα διαχωρισμοῦ ἀπὸ τὴν μήτρα ἑνὸς παιδιοῦ ποὺ δὲν θέλει νὰ γεννηθῆ˙ ἡ γέννηση, ἐδῶ, ὡς ὅριο, ἰσοῦται μὲ θάνατο.

Ὑπὸ τοιαύτας συνθήκας, πῶς νὰ γεννηθῆ ἄνδρας στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, πόσῳ μᾶλλον πατέρας, ἐὰν ὁρίσωμε τὸν τελευταίο ὡς τὸν γεννῶντα τὸ παιδὶ στὸν κόσμο τῶν συμβόλων, τῆς σημασίας, τοῦ ὁρίου, τῆς ἀτομικότητος καὶ τῆς εὐθύνης˙ εἶναι ὁ-δὲν-θὰ-ξαναγυρίσης-στὴν-μήτρα. Ἡ Εὔα ὡρίμασε μέσα σὲ μία κοινωνία, ὅπου ἀξιοδοτεῖσο ἀπὸ τὸ πόσο καταπίεζες τὰ αἰσθήματά του, ἀπὸ τὸ πόσο ἐξαπατοῦσες τὸν δυνατώτερο ἀπὸ ἐσένα (οἱ γυναῖκες τοὺς ἄνδρες, οἱ ἄνδρες τὴν ἐξουσία, τὰ παιδιὰ τοὺς γονεῖς κ.ο.κ.), ἀπὸ τὸ κατὰ πόσον ἔλεγες πιστευτὰ ψέματα ἢ κρυβόσουν ἔξυπνα, ἀπὸ τὸ κατὰ πόσον ἐλίσσεσο ἢ ἐνεργοῦσες καὶ δροῦσες μὲ διπλωματία καὶ δολιχοδρομικῶς, «λησμονῶντας» τὶς ὑποχρεώσεις σου. Ἡ οἰκογενειακὴ εἰκόνα συνίστατο, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σὲ μία πατριαρχικὴ αὐστηρότητα-βαναυσότητα καὶ σὲ μία σιωπηρὴ καὶ τὰ πάντα ὑπομένουσα μητρικὴ αὐτοθυσία˙ ἡ πρώτη, ὅμως, ἔζη ἐκ τῆς δευτέρας καὶ μόνον ἐξ αὐτῆς.

Ὁ ἄνδρας προσαρτοῦσε-ἔσωζε τὴν οἰκογένειά του στὸ ἄτομό του, στερῶντας της τὴν ἐλευθερία˙ ἡ γυναῖκα, ἀφανής, θυσιαζομένη σιωπηρῶς, ἔσωζε καὶ αὐτή, μὲ τὸν τρόπο της, τὸν ἄνδρα της καὶ τὰ παιδιά της. Ἡ Εὔα, ὅμως, ἀνήκει σ’ ἐκείνη τὴν γενιὰ τῶν γυναικῶν, ποὺ πρώτη ἴσως, ἂν καὶ ἔχη ἐνδοβάλη ἐπιτυχῶς τὰ ἀνωτέρω, ἀνακαλύπτει τὶς διαστάσεις τῆς θυσίας στὰ δηλητηριώδη αἰσθήματα ποὺ τὴν ἀκολουθοῦν. Παλαιότερα, τὸ κριτήριο αὐτοαξιολογήσεως τῶν γυναικῶν ἦταν τὸ κατὰ πόσον ἄντεχαν τὸ τελετουργικὸ τοῦ πόνου καὶ τῆς θυσίας. Ἐὰν, ὅμως, μέχρι καὶ τὴν προηγουμένη τῆς Εὔας γενιά, τὴν θυσία συνώδευαν ἡ δυσπιστία, μέχρι μίσους, γιὰ τοὺς ἄνδρες, καὶ ἡ συνεχὴς ὑπονόμευσή τους, ἀπὸ τοῦδε, μὲ ὅπλο τὴν θυσία –τὴν ἐγκοσμιωμένη, πλέον, ἐκδοχή της, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐφθαρμένη– ἀπαιτοῦν τὰ πάντα ὡς θυσιαζόμενες καὶ δικαιολογούμενες μὲ αὐτήν˙ ἀπελευθερώνονται.

Ἀπὸ τὴν ἄλλη, φαίνεται νὰ ἔχη ἐμπεδώσει καὶ ὅλο τὸ ἀμφιθυμικὸν τοῦ Τυπικοῦ τῆς ζωῆς καὶ τῆς στάσεως ἔναντι τῆς ἐξουσίας (διάβαζε: ἐξωτερικῆς δυνάμεως καὶ ὅ,τι αὐτὸ περιλαμβάνει): ἐχθρότητα, δυσφορία, ὑπονόμευση, καταστροφικὲς ἐπιθυμητικὲς προβολές, χαιρεκακία, ἀλλὰ καὶ περίτεχνους, πλαγίους τρόπους, κολακεία, ἐξευμενισμό, δουλοπρέπεια (αὐτό, ἴδιον στὸν Μηνᾶ, περίστασις στὴν Εὔα), προσποίηση, φαινομενικὴ ὑποταγή –οἱ σχέσεις μὲ τὴν ἐξουσία-δύναμη, εἴτε αὐτὴ εἶναι πολιτική, εἴτε, διοικητική, εἴτε ἐπαγγελματική, εἴτε δαιμόνων, ξωτικῶν ἢ ἁγίων… εἴτε ἁπλῆ καὶ μὲ ὁποιονδήποτε ἄλλον, ποὺ φαντασιακῶς κατέχει μία δύναμη, ἀναπαράγουν τὶς σχέσεις μὲ τοὺς γονεῖς.

Διαβάζοντας κάποιος τὸν Ζητιάνο τοῦ Ἀνδρέα Καρκαβίτσα ἐκπλήσσεται ἀμέσως ἀπὸ τὶς ὁμοιότητές του μὲ τὴν Εὔα˙ πρόκειται περὶ μιᾶς ληστρικῆς ζητιανιᾶς. Προβάλλοντας τὴν κακομοιριά του καὶ τὴν πεῖνα του, ξεσχίζει, δικαιωματικῶς τοὺς πάντες. Ὄργανο τοῦ ζητιάνου τὰ νοικιασμένα παιδιά, ἀλλὰ καὶ τὸ μεγάλο του, λαμπρὸ λάφυρο, ὁ ἐπηρμένος τελωνοφύλαξ Βαλαχᾶς. Ἀντιστοίχως, στὴν περίπτωση τῆς Εὔας ὁ ἐπηρμένος βλὰξ σύζυγός της, ἐνῶ προβάλλει, παρομοίως, τὶς θυσίες της καὶ τὴν ἀδικία τοῦ κόσμου, γιὰ νὰ καταπίνη τὰ πάντα.

Σκοπὸς τοῦ ζητιάνου, νὰ κτίση σπίτι στὸ χωριό, «γιὰ νὰ τὸν λογαριάζουν ὅλοι ἐκεῖ»˙ ὁμοίως καὶ ἡ Εὔα, μὲ χρήματα ἀπὸ μίζες, νοικιάζει πολυτελὲς διαμέρισμα, ἀγοράζει ἀνάλογα ἔπιπλα, πίνακες κ.λπ., ὡς ντεκὸρ τοῦ ἑαυτοῦ της, δηλαδὴ τῆς γνώμης τῶν ἄλλων γι’ αὐτήν –([θὰ μπῶ] στὸ μάτι τῆς Ἀγλαΐας καὶ θὰ τὸ χρησιμοποιῶ [ὡς σκηνικὸ] στὶς ἐπιχειρήσεις μου). Καὶ οἱ δύο ἔχουν μετατρέψει τὸ ληστρικό τους ζητιανεμπόριο σὲ ἐπιχείρηση, ἄλλωστε στὴν Ἑλλάδα ἡ μεταποίηση αὐτὴ δὲν ἐπέσυρε, οὔτε ἐπισύρει, μομφή –π.χ. στὸνΘᾶνο Βλέκατοῦ Παύλου Καλλιγᾶ ὁ ληστὴς εἶναι ἐπειχειρηματίας–, ἐξ ἄλλου ἡ τιμὴ ἐρχόταν ἀπὸ τὴν ἀναγνώριση τῆς καπατσοσύνης καὶ τῆς ἐξαπατήσεως τοῦ ἄλλου καὶ ἀντιστοίχως ἡ ληστεία ὅλων ἀπ’ ὅλους καὶ ἔννομος καὶ ἠθικὸς τρόπος πλουτισμοῦ ἦταν. Καὶ οἱ δύο δὲν πιστεύουν σὲ καμμία ἀρχή, ὁ μὲν ζητιάνος οὔτε κἂν στὰ μάγια του, ἡ δὲ Εὔα σὲ καμμία ἀξία τῆς ἐργασίας ἢ κοινωνικὴ ἀρχὴ πέραν τοῦ ἀτομικοῦ της συμφέροντος˙ τυχοδιωκτισμός, τετραπερατοσύνη, ἐρασιτεχνισμός, αὐτοσχεδιασμός, μεσιτεῖες, δολιότης, αὐθαιρεσία καὶ συναλλαγή, οἱ μόνες στάσεις καὶ σχέσεις ποὺ καταλαβαίνουν˙ στὸν ἐξαγριωμένο ἰδιώτη τῶν Βαλκανίων, ἀκόμη καὶ ἡ ματαιοδοξία ὑποχωρεῖ ἔναντι τοῦ συμφέροντός του, τὸ ὁποῖο φέρει μὲ ἀσφάλεια στὴν ἀσυδοσία.

Ἤδη στὸν ψυχισμὸ τοῦ ζητιάνου συναντοῦμε τὴν συνύπαρξη δύο φαινομενικῶς, καὶ μόνον, ἀντιθετικῶν «ἀρχῶν»: πίστη καὶ δεισιδαιμονία, ἀπὸ τὴν μιά, καὶ ἐμπορικὸς ὑπο-λογισμός, ἀπὸ τὴν ἄλλη. Δὲν πρόκειται, ὅμως, περὶ ἀντιθέσεων, ἀφοῦ ἡ ἴδια ἀρχὴ ἐμψυχώνει καὶ τὰ δύο, μὲ ἐξαμβλωματικὸ ἀποτέλεσμα. Μὲ σκευὴ τὸν ἴδιο ψυχισμό, ὁ ζητιάνος ὑποκαθιστᾶ –καὶ ὄχι ἀντικαθιστᾶ– τὴν δεισιδαιμονία μὲ τὸν φιλελεύθερο ληστρικὸ ὑπολογισμὸ καὶ τὴν καιροσκοπία˙ αὐτά ἐβαπτίσθησαν ἀστικὴ νεοελληνικὴ ζωή. Ἡ Εὔα, πλέον, δὲν ἔχει κάτι νὰ συνθέση˙ μὲ τὸν ἴδιο κληρονομημένο ἀδίστακτο ὑπολογοκρατισμὸ – ὁ ζητιάνος εἶναι καὶ αὐτὸς ἕνας ἀδίστακτος λογοκράτης τῆς ὅπως ὅπως ἐπιβιώσεως, ἕνας ἐπιτυχημένος survivorτῆς ἐποχῆς του, καὶ ὄχι μόνον– καὶ πονηριά, ἡ ὁποία ἔχει ὡς κύριό της στόχο τὸ συμφέρον τοῦ στομαχιοῦ καὶ τὰ συνοδεύοντα αὐτῷ, καὶ ὡς ὑπολογίστρια, γίνεται ληστοφυγόδικος στὴν πόλη (κοινῶς καὶ κακῶς λεγόμενον: ἀστή), σ’ αὐτό, δηλαδή, τὸ ὁποίο ἐξέβαλε ἡ λεγομένη ἀστική ζωὴ τοῦ μεταπολέμου καὶ τῆς μεταπολιτεύσεως˙ ἄλλως: τσαρουχοκίνητος ὑποαστισμός, παλαιοτέρως, ἀσυδοκίνητος ἀτομαδικὸς ὑποαστισμός, νεωτέρως.

Τὸν Μηνᾶ ἐμποδίζει στὸν ἐξαστισμό του ἡ ὁλική του ἐπένδυση στὸ γενικὸ ποὺ ἀφανίζει τὸ ἀτομικό˙ τὴν Εὔα ἡ ὁλική της ἐπένδυση στὸν ἰδιότυπο ἀτομισμό της ποὺ ἐκμηδενίζει τὸ γενικόν –καθολικόν δὲν ὑφίσταται ἀμφοῖν. Καὶ τοὺς δύο ὁ νεοελληνικὸς μῦθος: ἡ ὁλικὴ ἀπαξίωση πάσης κοινῆς λογικῆς τῆς πραγματικότητος καὶ παντὸς ἐγκοσμίου ὀρθολογισμοῦ˙ πρόκειται γιὰ οὐρανοβάμονες καὶ μεταφυσικῶς ἀλγοῦντες, οἱ ὁποῖοι ἐγκοσμιούμενοι ἐμφανίζουν ὡς ἐσωτερικότητά τους τὴν διάβρωση.

Ἡ Εὔα, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, διατηρεῖ ἐντός της δύο εἰκόνες παλαιοῦ τύπου, πλούσιες σὲ σημασία καὶ συναπτὲς μεταξύ τους, αὐτὴν τῆς Παναγίας μεσιτρίας καὶ αὐτὴν τοῦ μοναστηριοῦ, ὡς οἰκονομικοῦ-μεσιτευτικοῦ μεγέθους. Στὴν δευτέρα περίπτωση, ἀναπαράγει τὴν οἰκονομία μονῆς˙ παθητικῶς καὶ ἄνευ οὐδεμιᾶς κινήσεως συγκεντρώνει χρήματα ἐκ μεσιτειῶν, οὖσα ἐν στάσει. Στὴν πρώτη, τὸ ὑπαρξιακό της βάθος συμπήγνυται στὴν εἰκόνα τῆς ἁγίας μεσιτρίας. Οἱ δὲ συναλλαγές της μὲ τὸν Σταματίου, τὸν Ντελάκη, τὸν Χαλουρέα, τὸν Παπαρίζο, τὸν Καρόγλου, τὸν Μπούξιο κ.λπ. δὲν εἶναι τόσο μονοσήμαντες καὶ κυριολεκτικές.

Στὶς διαπραγματεύσεις γιὰ τὸ χρῆμα καὶ τὶς «δουλειές», ἡ μὲν Εὔα ἐπέχει θέσιν πόρνης οἱ δὲ ὑπόλοιποι θέσιν πελατῶν. Ἡ Εὔα διαπραγματευομένη τὰ χρήματα, ἐλέγχει καὶ συμβολικῶς τὴν πρωκτικότητα τῶν «πελατῶν» της, ἤτοι τὸ κέντρο τῆς ἀνυπακοῆς καὶ τοῦ πείσματος, τοὺς σφιγκτῆρες, δηλαδὴ τὴν ροὴ τῶν συναισθημάτων τους. Ὁ «πελάτης» ὑποβιβαζόμενος στὴν θέση τοῦ καλοῦ παιδιοῦ, ἔχει, ἐν τέλει, νὰ παραδώση τὰ ἀγαθά του στὴν πάντοτε ἀνικανοποίητη μητέρα˙ τὴν ἐξιλεώνει καὶ νιώθει ἀσφαλής. Ἀπόκρυφη ἐπιθυμία τῆς «πόρνης» Εὔας νὰ ἐξευτελίζη τοὺς «πελάτες», ἀπόκρυφη ἐπιθυμία τῶν «πελατῶν» νὰ ἐξευτελίζουν τὴν μητέρα. Γιὰ τὴν Εὔα, πιθανῶς, οἱ πελάτες της νὰ εἶχαν τὴν θέση τοῦ πατέρα˙ πληρωνόμενη ἀπὸ αὐτούς, νὰ αἰσθάνεται συγχρόνως ποθητὴ καὶ σκουπίδι καὶ ταὐτοχρόνως ὅτι ὄχι μόνον δὲν κατεπόθη ἀπὸ τὴν μητέρα, ἀλλ’ ἐκδικεῖται καὶ γι’ αὐτήν, καὶ ἔτσι τὸ σκηνικὸ τῆς μειονεξίας της νὰ συμπληρώνεται ἀπὸ ἰδέες παντοδυναμίας. Εὔα καὶ μεσιτευόμενοι, πόρνη καὶ πελάτες συστήνουν, φαντασιακῶς, ἐντὸς ἑνὸς ψυχοδράματος, ἕνα ἰδιαίτερο συνενοχικό, ἀμυντικὸ ζεῦγος κατὰ τοῦ πατρικοῦ νόμου καὶ συγχρόνως κατὰ τῆς διαστροφικῆς μητέρας.

Ὡς ἡττημένη ἀπὸ τὴν λογικὴ τοῦ κόσμου-ντουνιᾶ, δὲν κάνει κάτι διαφορετικὸ ἀπὸ τὸν ὑπόλοιπο κόσμο˙ τὸ τρέχον εἶναι καὶ ἠθικὸν καὶ νόμιμον. Τὸ ἀδέκαστον τῆς κοινωνίας ἐξαντλεῖται στὸ νὰ τιμωρῆ τοὺς μικρούς (Εὔα: ἅμα κλέβης 5.000 πᾶς φυλακή, ἅμα κλέβης πολλὰ… σὲ κάνουν σύμβουλο). Ἡ ἠθικὴ τῆς Εὔας φαίνεται νὰ δικαιώνεται. Ἄλλο ἕνα ἄλλοθι γιὰ νὰ ἐκδηλώση ἀνεμπόδιστα τὴν ἀδηφαγία της˙ ἔτσι κάνουν ὅλοι, στὴν ζούγκλα. Ἀποκαλύπτοντας στὸν Μηνᾶ ὅτι τὸν ἔσωσε ἀπὸ τὸ λογιστικὸ χρέος τῶν 5.000 δραχμῶν, ὁ Μηνᾶς λειώνει, ὑποχρεωμένος. Ἡ Εὔα, ὅμως, ἀφοῦ ἔκανε τὴν θυσία της, νιώθει ἀπελευθερωμένη γιὰ ὁ,τιδήποτε. Ἔκανε τὸ καθῆκον της ἐξιλεωτικῶς, λὲς καὶ ἔκανε τὸ ἀγροτικό της, καὶ πλέον ἡ ζωή της ἀπετίναξε θριαμβευτικῶς τὸν ζυγὸν τῆς ἠθικῆς˙ ὅ,τι ἀκριβῶς κάνει καὶ ὁ Φίλιππος. Πρᾶγμα, ὅμως, ποὺ δὲν θὰ ἐμποδίση τὸν Μηνᾶ νὰ κάνη ἐπίδειξη, κομπάζοντας στὸν Σταματίου. Ὄντως, θλιβερὸ καὶ φοβισμένο ἀνθρωπάκι μὲ τρομοκρατικὸ ὑπερεγώ. Ἔχει φτειαχτεῖ γιὰ νὰ ὑποτάσσεται στὴν γυναῖκα του, αὐτοπαρουσιαζόμενος ἀπὸ αὐτὴν κολλαριστὸς καὶ ἀτσαλάκωτος πρὸς τὰ ἔξω. Ἡ καρικατούρα τοῦ παλαιοῦ σχήματος, φαντασιώσεως ἄνδρας-αὐταρχικός, γυναῖκα-θυσία ἐνδιαφέρει νὰ κρατῆται, ἀκόμη, τότε, καὶ μόνον ὡς πρόσχημα, ἡ πραγματικὴ ζωή, ὅμως, κερδιζόταν καὶ βιωνόταν ἀλλιῶς καὶ ὑπογείως˙ διπλοῖ ἄνθρωποι, διπλὲς ζωές.

Ἡ Εὔα διατρανώνοντας τὴν ὑποταγή της τὸν ὑποτάσσει. Ρητορεύει ἀνέτως μὲ καθωσπρεπίστικο κενοῦ περιεχομένου λόγο, ἐπισήμως καὶ μπροστὰ στὸν Μηνᾶ, μὲ ἀργκὸ πίσω του, στὴν κρυφή της ζωή, στὶς παράνομες συναλλαγές της. Καὶ ἡ γλῶσσα, ἄλλωστε, χρησιμοποεῖται ὡς ἄλλος ἕνας τρόπος γιὰ νὰ μὴν παρ-οὐσιαζώμαστε, νὰ μένουμε ἀναληθεῖς στὸ σκότος, νὰ μὴν ἐγκοσμιούμεθα, ὡς ἀναλαμβάνοντες ἐν πλήρει εὐθύνη καὶ θελήσει μας τὴν ὕπαρξή μας. Καὶ ὁ Μηνᾶς μὲ ἀρραγῆ τὴν εἰκόνα του καὶ ἡ Εὔα νὰ ἱκανοποιῆ τὶς ὀρέξεις της˙ ὅλοι συνένοχοι καὶ εὐχαριστημένοι στὸν ἡμίκοσμό τους.

Ἐκ μιᾶς ἀπόψεως, ἡ Εὔα ἔρχεται ὡς τὸ ἀσυνείδητο τοῦ Μηνᾶ, ὁ ἀριστερὸς ὡς τὸ ἀσυνείδητο τοῦ καταπιεσμένου δεξιούλη, ὁ ὁποῖος γεμίζει τὴν παντελῆ του ἀδράνεια-παράλυση μὲ νευρωτικοῦ τύπου τελετουργίες. Ἕνα ἀσυνείδητο, ὅμως, ποὺ ὡς περιεχόμενό του διαθέτει ἕνα ἄγριο καὶ τυραννικὸ ὑπερεγὼ ποὺ προστάζει μανικῶς τὴν ἀπόλυτη ἀπόλαυση –ἀπηγορευμένη σὲ κάθε περίπτωση, ἐὰν θέλουμε νὰ γίνουμε ἄνθρωποι μοναδικοί, κεχωρισμένοι καὶ ξεχωριστοί–, ὅπου ἡ ἀγάπη γίνεται μῖσος καὶ τὸ μῖσος σαδισμός. Μηνᾶς καὶ Εὔα ἀναπαράγουν τύπους σχέσεων λόγου-αἰσθήματος, Κράτους-Εκκλησίας, ὅπως ἀρθρώνονται στὴν ἑλληνικὴ πραγματικότητα –ποιός ἀναπαράγει τί εἶναι ἐρώτημα, καθὼς τὰ μορφώματα-δημιουργήματα παράγονται γιὰ νὰ παράγουν, μὲ τὴν σειρά τους, ἐξαγιασμένα, πλέον, καὶ καθ-ἱερωμένα ὡς τύπους τὶς σχέσεις καὶ τοὺς ψυχισμούς˙ τὸ ἀντίθετο τῶν θεσμῶν. Ἐκκλησία καὶ Κράτος οὐδέποτε διεχωρίσθησαν, μὲ τὴν πρώτη νὰ ὑποκαθιστᾶ, ἐνίοτε, καὶ μὲ μεγίστη συναισθηματικὴ ἐπιτυχία τὸ πρῶτο, π.χ. ἐπὶ τουρκοκρατίας, ὅπου λόγῳ τῆς Ἐκκλησίας ὑφίσταται ἕνα Βυζάντιο μετὰ τὸ Βυζάντιο, ἄνευ πλέον νομίμου πατρός –ὀρθοδόξου αὐτοκράτορος–, ἀλλὰ μὲ πατρυιό –μουσουλμᾶνο Τοῦρκο σουλτᾶνο–, μὲ τὸν πατριάρχη εἰς θέσιν πάπα καὶ οἱονεὶ καίσαρος, διασώζουσα δὲ καὶ τὸ ἀνεθνικὸν τοῦ Βυζαντίου, κατέστησε τὴν νεοελληνικότητα, δηλαδὴ τὴν ἐξατομίκευση, προβληματική, ἀφοῦ οἱαδήποτε τέτοια κίνηση θὰ ἐστερεῖτο τὰ διάσημα τοῦ συναισθήματος. Ἀλληλοεμπλεκόμενοι καὶ οἱ δύο, Κράτος καὶ Ἐκκλησία στὰ ἴδια πεδία –ὁ Μηνᾶς διαμαρτύρεται συνεχῶς γιὰ τὸ ὅτι ἡ Εὔα ἀνακατεύεται στὶς δουλειές του, ὁμοίως καὶ ἡ Εὔα ἀπαιτεῖ ἀπὸ τὸν Μηνᾶ τὸ ἴδιο– καὶ μὲ συνεχεῖς ὑπερβάσεις τοῦ ἑνὸς πρὸς τὸν ἄλλον καὶ ἐντὸς τοῦ ἄλλου. Καὶ σαφῶς τὸ προβάδισμα, στὴν ἄτυπη αὐτὴν ἀντιμαχία, τὸ εἶχε ἡ Ἐκκλησία, ἀφοῦ ἦταν αὐτὴ ποὺ καθωδηγοῦσε, παρηγοροῦσε ἐν ὑπομονῇ καὶ ἀγάπῃ, ἔχουσα τὰς κλεῖδας τόσον τῆς γεννήσεως ὅσον καὶ τοῦ θανάτου, τὸ πέρα καὶ πρὶν αὐτῶν καὶ τὸ ἐπέκεινά αὐτῶν, τοῦ ὅλου χρόνου καὶ τοῦ ἐπέκεινα αὐτοῦ ὡς αἰωνίου, τῆς ὁλικῆς ἀπολαύσεως, τὴν ὁποία καὶ ἀ-νόμως ἡ μητέρα ὑπόσχεται στὸ παιδί της –καὶ τὸ κρατεῖ πάντα τέτοιο–, τὸ οποίο, ὅμως, καλεῖται νὰ ζήση ἐν τῷ κόσμῳ, τὸ παντελῶς ἀπηγορευμένο –ὅ,τι, δηλαδή, ἀπηγορεύθη στὴν ζωὴ τῶν ἐνηλίκων στὴν Δύση, ἀλλ’ ἐπετράπη μόνον στὴν τέχνη καὶ στὴν θρησκεία, ἐδῶ ἔγινε καθημερινὸ ὑπαρξιακὸ προαπαιτούμενο. Ὁ διαχωρισμὸς ἀδιανόητος διαρρήδην, τόσο τοῦ παιδιοῦ-ἀνθρώπου ἀπὸ τὴν Ἐκκλησία-μάννα, ὅσο καὶ αὐτῆς ἀπὸ τὸ κράτος, τοῦ προβληματικωτάτου αὐτοῦ πατέρα, ποὺ ἀποτυγχάνει παταγωδεστάτως, ὅταν ἔρχεται νὰ θέση ὅρια μεταξὺ μάννας-Ἐκκλησίας καὶ παιδιοῦ-πολίτη˙ τὸ κράτος ἐκλείπει, «προδοτικῶς» καὶ «ἀπίστως», ἡ Ἐκκλησία μένει ἐσαεί –ἄλλωστε, εἶναι καὶ ὁ μόνος ὀργανισμὸς ποὺ ἔχει διαρκέσει περίπου δύο χιλιετίες, ἀναλλοίωτος. Ὁ «βάναυσος» πατέρας κράτος, ἀφοῦ ἡττᾶται κατὰ κράτος ἀπὸ τὴν μάννα-παιδί-της, ἀχώριστα τὰ δυό τους στὴν ταὐτιστική τους ἐξάρτηση, καὶ ἀδυνατῶντας νὰ διεκδικήση συναισθηματικά δικαιώματα ἀπὸ τὸν Ἕλληνα, θὰ σπιλωθῆ καὶ θὰ κατακρεουργηθῆ, μὲ μόνη του ἐλπίδα ἐπιβιώσεως νὰ γίνη ἢ παιδί καὶ αὐτὸ(ς) τῆς μαμμᾶς ἢ μία δεύτερη μητέρα, μιμούμενο τὴν Ἐκκλησία-μάννα, ὁπότε καὶ θὰ καθίσταται πλέον, ὡς ὑπερμαμμά, χρονικῶς τὸ πρῶτο καὶ μοναδικὸ ἔκτοτε ἐρωτικὸ ἀντικείμενο τοῦ Ἕλληνα˙ οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον στὸν ἀντεραστὴ ποὺ θὰ τὸ διεκδικήση ἢ καὶ θὰ τὸ πάρη ἀπὸ αὐτόν: τοῦ κλέβει τὸν παράδεισο καὶ τὸν βυθίζει στὴν ἀνυπαρξία˙ οἱ ρίζες τῶν ἐμφυλίων πολέμων στὴν Ἑλλάδα εἶναι καὶ νηπιοερωτικῆς ὑφῆς.

Στὸ σπίτι, οἱ σχέσεις, πλέον, εἶναι ἐντελῶς δηλητηριασμένες. Ὅσο πιὸ πολὺ σπρώχνουμε τὸν ἄλλον στὴν κακία, γιὰ νὰ μὴν διαφέρη ἀπὸ ἐμᾶς, τόσο πιὸ πολὺ τὸν κατηγοροῦμε, προβάλλοντες σ’ αὐτὸν τὶς δικές μας στρεβλώσεις, καὶ τόσο πιὸ πολὺ ἀποχαλινούμεθα καὶ ἀπενοχοποιούμεθα γιὰ ὁ,τιδήποτε, γιὰ νὰ σιχαθοῦμε, ἐν τέλει, καὶ τὸν ἴδιο μας τὸν ἑαυτὸ καὶ τὴν ζωή μας, φθάνει νὰ μὴν ἔχουμε κάτι ἔξωθεν ποὺ νὰ μᾶς ὑπενθυμίζη τὴν ἀνεπάρκειά μας˙ αὐτή, ἡ τελευταία, πρὸς τὸ παρόν, εἶναι ἐξιδανικευμένη˙ ὁ τυραννικὸς ἄνθρωπος πρέπει νὰ καταπιῆ, ὡς ἄλλος Κρόνος, τὸν κόσμο γιὰ νὰ ὑπάρξη, δυστυχής.

Ἡ Εὔα ἀναγκάζεται νὰ πολλαπλασιάζη τὰ ψέματά της, ὅπως ὁ Φίλιππος καὶ ὁ Ντελάκης –Ἀγγέλα καὶ Μηνᾶς ζοῦν μακάριοι μέσα σ’ αὐτά, μάλιστα ἀνέχονται τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ ἂν ἀποκαλυφθοῦν, γιὰ νὰ αὐξήσουν, μὲ κρυφὴ ἰδιοτέλεια, βαπτισμένη ὡς ἀθωότητα, τὴν ἐξάρτηση καὶ τὴν ἀσφάλεια. Ὁ καθεὶς ἔχει ἀγκιστρώσει τὸν ἄλλον, ζῆ ἁρπαγμένος ἀπὸ τὸν ἄλλον καὶ μέσα σ’ αὐτόν, σὲ ἕνα καθεστὼς συνενοχικῆς αἱμομικτικῆς ἀγέλης, οὔτε κἂν ὁμάδος. Ζοῦν μὲ τὰ ψέματα καὶ δὲν ἀναπαράγονται ἁπλῶς, ὅπως οἱ ἀμοιβάδες, ἀλλὰ πολλαπλασιάζονται μὲ γεωμετρικὴ πρόοδο ὡς ψέματα καὶ ἐνοχές˙ ὑπάρχουν ὡς ἐνοχὲς καὶ ψέματα.

Στιγμὴ ἀποκαλύψεως˙ -ἄλλα περιμέναμε- ἀκόμη καὶ στὴν ἀποκάλυψη τῶν πάντων, ἢ σχεδόν, τὰ πάντα ἀποκαλύπτονται ἐν βρασμῷ γιὰ νὰ ἐκτονωθῆ μόνον τὸ μῖσος τοῦ ἑνὸς γιὰ τὸν ἄλλον καὶ ἅπαντες νὰ ἐπιζητήσουν τίτλους ἀθωότητος, καταγγέλλοντες τοὺς ἄλλους, καὶ γωνιὰ δικαιώσεως˙ δὲν εἶναι ἔνοχοι, ἁπλῶς ἄτυχοι. Τὸ ζητούμενον: νὰ σωθῆ, πάσῃ θυσίᾳ, τὸ ὅλον ἔστω καὶ σάπιο ὄχι διαχωρισμός˙ θυσία τοῦ ἀτομικοῦ, σωματικοῦ καθολικοῦ στὸν βωμὸ τοῦ ἀσωμάτου γενικοῦ. Ἔτσι, ἡ Εὔα, ποὺ ἔχει ὑπεξαιρέσει πλήρως τὴν ζωὴ τοῦ Μηνᾶ καὶ τὸν διατηρεῖ ἁπλῶς ὡς ἕνα κέλυφος ἄνευ πλέον ζωῆς, ποὺ ἄλλωστε οὐδέποτε διέθετε, χωρὶς κανένα πρόβλημα τὸν κατηγορεῖ λυσσαλέα, ἀποκαλύπτοντας καὶ τὴν ἀπόγνωσή της –ἡ θέλησή της γιὰ ζωὴ ἔγινε ἀνείπωτη διαφθορά (οἱ δουλειές σου… ποιές δουλειές σου; ποὺ μᾶς στεροῦσαν τὰ πάντα. Μὲ τὰ κλειστὰ κουταβίστικα μάτια σου, ποὺ δὲν καταλαβαίνεις ὅτι σὲ τούτη τὴν κοινωνία, μόνον ὅσοι τολμᾶνε πετυχαίνουν, ὅσοι δὲν ἔχουν μέσα τους τίποτε. Τοὺς εἶδες τοὺς συμβούλους… κ’ ἐσὺ τοὺς κάνεις τεμενᾶδες, γιατὶ αὐτοὶ ἔχουν τὴν δύναμη κ’ ἐσὺ τὴν ἀνάγκη τους […] Ἔχεις ξαναδεῖ 400.000 μαζεμένες; Ὄχι. Τὶς ἤθελες, ἀλλὰ δὲν τολμοῦσες καὶ δὲν θὰ τὶς ἔπαιρνες ποτέ. Ἄτολμε, δειλέ, βλάκα, βλάκα, βλάκα <καὶ τοῦ πετάει τὰ λεφτὰ στὰ μοῦτρα> (στὸ μόνο σημεῖο ποὺ διαμαρτυρήθηκε ὁ Μηνᾶς ἦταν ὅταν ἡ Εὔα τοῦ ἔθιξε τὴν ἀκεραιότητα τοῦ Ντελάκη, τοῦ ἀφεντικοῦ του, ὁ ὁποῖος ἐπεῖχε θέσιν ἀρραγίστου ὑπερεγὼ στὸν Μηνᾶ˙ ο Μηνᾶς ζοῦσε γι’ αὐτό, ὑποφέροντας γλυκά).

Παρά, ὅμως,  τὴν ἔνταση τῆς στιγμῆς, καὶ ἴσως ἐξ αἰτίας αὐτῆς, οὐδεμία ρῆξις ἐπέρχεται καὶ τοῦτο διότι δὲν ὑφίσταται καμμία ἀπολύτως κάθαρσις˙ οὐδεὶς ζῆ μὲ τὴν εὐθύνη τῆς ὑπάρξεώς του, οὐδεὶς ποθεῖ ἢ διανοεῖται κάτι τέτοιο, οὐδεὶς ἐσωτερικεύει οὐδέν, σὰν νὰ βρέθηκαν ἐντὸς μιᾶς δίνης, ἢ νὰ ἀνάρρωσαν ἀπὸ κάποια ἐπιληπτικὴ κρίση, γιὰ τὴν ὁποία, φυσικά, δὲν ἦσαν ὑπεύθυνοι οἱ ἴδιοι. Ὡς νὰ μὴν ὑπάρχει παρουσία οὔτε τόπος γι’ αυτήν.

Σκηνὴ πᾶς ὁ βίος καὶ παίγνιον˙ ἢ μάθε παίζειν

τὴν σπουδὴν μεταθείς, ἢ φέρε τὰς ὀδύνας.

(Παλλαδᾶς, Ἀλεξανδρινὸς ἐκ Χαλκίδος τοῦ 4ου μ.Χ., Παλατινὴ Ἀνθολογία, 10,72).

Και ὁ μὲν Μηνᾶς ἔφερε τὸ προσωπεῖον, ἀλλὰ δὲν ἤξερε νὰ παίζη, ἀφοῦ δὲν διενοεῖτο ὅτι προσωπεῖον καὶ πρόσωπον δὲν ταὐτίζονται, ἐξ οὗ καὶ τὸ κωμικὸν τῆς ὑπάρξεώς του, ἡ δὲ Εὔα καὶ οἱ ὑπόλοιποι, γνωρίζοντες τὴν διάσταση τῶν δύο αὐτῶν πραγμάτων, ἤξεραν πολὺ καλὰ νὰ παίζουν, ἀποσκορακίζοντας τὴν βαρύτητα-εὐθύνη τῶν πραγμάτων, ἀλλὰ φανέρωναν ἕνα πρόσωπο ἄνευ μορφῆς, γέμον ὅμως ἐνστίκτων˙ οὔτε λόγος γιὰ ἐπιλογὴ ἀπὸ κανέναν τῆς τελευταίας ἐκδοχῆς, νὰ φέρουν δηλαδὴ τὰς ὀδύνας ἀποσείοντας τὸ προσωπεῖον –θὰ ἦτο δρᾶμα. Πάντως, ὁ καθένας ἀρχίζει πιὰ νὰ μπαίνη, κάπως, στὴν θέση του –ἄλλωστε ἡ κωμωδία συνίσταται στὸ γεγονὸς ὅτι κανεὶς δὲν ξέρει τὴν θέση του, ἐνῶ τὴν ἔχει.

Ἡ ἀδηφαγία τῆς Εὔας συνειδητοποιεῖ τὸ ὅριό της στὸν Ντελάκη. Ὁ τελευταῖος τῆς προτείνει νὰ παραμερίσουν τὸν ἄνδρα της, νὰ γίνη ἐρωμένη του καὶ νὰ δοξασθῆ. Ἡ Εὔα ἀνακρούει πρύμναν. Θέλει νὰ τρώη, ὄχι νὰ τὴν τρῶνε˙ τὸν ἄνδρα της μπορεῖ νὰ τὸν ἐκδικῆται μέχρι τέλους, τὸν ἐραστή της ὄχι, καὶ ἡ Εὔα δὲν θἐλει νὰ ἀποστῆ-ἀπελευθερωθῆ αὐτοῦ τοῦ αἰσθήματος˙ ὑποδουλωμένη νὰ ὑποδουλώνη, καὶ μόνον ἔτσι˙ τὸ ἀντίθετο θὰ ἰσοδυναμοῦσε μὲ ἀλλαξοπιστία.

Προτείνει, ὅμως, ἡ ἴδια στὸν Ντελάκη νὰ φλερτάρουν γιὰ νὰ ζηλέψη ὁ Μηνᾶς, τὸν δυνατὸ διευθύνοντα σύμβουλο Ντελάκη, καί, θέλοντας καὶ ὁ ἴδιος νὰ γίνη δυνατὸς καὶ ἀδίστακτος νὰ δεχθῆ τὴν θέση-δόλωμα τοῦ διευθυντοῦ, ποὺ τοῦ προτείνει ὁ Ντελάκης –ἡ Εὔα ἤδη προβάρει τὴν στολὴ-ρόλο τῆς κυρίας διεθυντοῦ. Ἀνασύρει δὲ ὅ,τι πιὸ ἀρχαϊκὸ καὶ ζωῶδες γιὰ νὰ ἐνεργοποιήση τὸν Μηνᾶ, τὴν εἰκόνα τῆς γυναῖκας-λάφυρο τοῦ πλέον δυνατοῦ καὶ πονηροῦ ἀρσενικοῦ. Ἐπαναφέρει, ἐὰν ὑποθέσωμε ὅτι ἐξέλιπε ποτέ, ἕνα καθεστὼς ὀρεσιγενοῦς κοινότητος ζωοκλεφτῶν, ὅπου οἱ γυναῖκες διεκδικοῦσαν νὰ ἐπιλέξουν ὡς σύζυγο τὸν πλέον πονηρό, καταφερτζῆ, κλέφτη, τὸν ἔχοντα τὴν πλέον ἀκόρεστη πεῖνα, ὡς ὑπερφυσικὸ μωρό, καὶ μὲ ζωντανὴ τὴν φαντασίωση, τὴν ὁποία καὶ ἐπεδίωκαν νὰ ὑλοποιήσουν: νὰ κλέβη πρὸς χάριν τους καὶ αὐτὲς νὰ τρῶνε τὸν κλέπτοντα. Ἔτσι, ἐὰν οἱ ἄνδρες παρουσιάζωνται ὡς περιφερόμενοι πληγωμένοι ἐγωϊσμοί, μὲ ἕνα ἀόριστο ἐγώ, πιθανῶς διαγαλαξιακὸ καὶ τιτανομεγιστοτεράστιο, ἀλλὰ πάντα, καὶ πάντως, βεβαιούμενο ἢ ὄχι στὰ μάτια τῆς κοινότητος, καὶ μὲ ἕνα μονίμως θιγμένο φιλότιμο, κοινῶς «μονίμως στὴν τσίτα», ἕτοιμοι νὰ ξεσχίσουν τὴν ζωὴ καὶ τοὺς ἄλλους μὲ πρωτόγονη πεῖνα, γιὰ νὰ ἀποδείξουν τὸν ἀνδρισμό τους, οἱ γυναῖκες ἐμφανίζονται ὡς κινούμενες μῆτρες μὲ τακούνια, οἱ οποῖες τοὺς ὠθοῦν στὰ ἀνωτέρω˙ ἄνδρες: οἱ ξεσχίζοντες τὰ πάντα, γυναῖκες: οἱ καταπίνουσες τοὺς ξεσχίζοντας τὰ πάντα. (Οἱ γυναῖκες θέλουν τοὺς ἄντρες τους πολεμιστές, ἄφοβους, ὄχι νερόβραστους˙ ἂν δοῦν ὅτι εἶναι ἔτσι, στρέφουν τὸ βλέμμα τους στὸν πρῶτο δυνατὸ ποὺ θὰ τοὺς τύχη στὸν δρόμο) λέει ἡ παραδοσιακώτατη στὸν ὁρίζοντα τῶν προσδοκιῶν της Εὔα –ἐκεῖνο ποὺ δὲν λέει, ὅμως, εἶναι ὅτι θὰ ἔκανε ἀκριβῶς τὰ ἴδια καὶ στὸν ἀτρόμητο πολεμιστή– καὶ ταπεινώνει γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ τὸν Μηνᾶ, ὁ ὁποῖος, θλιβερός, ὅπως πάντα, θὰ προσπαθήση, παρακινήσει τοῦ Φίλιππου, νὰ στήση ἕνα ἀντίστοιχο σχέδιο γιὰ νὰ προκαλέση τὴν ζήλια τῆς Εὔας˙ ἀποτυγχάνει παταγωδῶς˙ (θάλασσα τά ’κανες˙ δὲν εἶσαι ἄξιος γιὰ τίποτε˙ τί νὰ ζηλέψω ἀπὸ ’σένα, ποὺ ξέρω ὅλα σου τ’ ἀζήλευτα) τοῦ λέει, χλευάζοντας καὶ ἐμπαίζοντάς τον, ἡ Εὔα.

Γιὰ τὴν Εὔα, κάθε στιγμὴ εἶναι στιγμὴ ἐξαπατήσεως τοῦ δυνατοῦ, τῆς ἐξουσίας –τὰ στεγανά, ποὺ διακηρύσσει πὼς ἔχει στἠν ἠθική της, τὴν βοηθοῦν στὴν ἔτι περαιτέρω ἀπόκρυψή της, στὴν ἔτι περαιτέρω εὕρεση ἄλλοθι  πρὸς δικαίωσιν καὶ ἀπεγνωσμένης διαφοροποιήσεως ἀπὸ τὰ ψέματα μὲ ψέματα (νὰ κοροϊδεύωνται ἀντρόγυνα μεταξύ τους, αὐτὸ δὲν τὸ ἀνέχομαι)˙ εἶναι σὰν τὶς λεγόμενες «κόκκινες γραμμές»˙ «πράγματα» κενὰ περιεχομένου, κενὰ μορφῆς. Γνωρίζει πὼς τὴν δύναμη καὶ τὴν ἐξουσία δὲν πρέπει νὰ τὶς κατέχη ὡς Εὔα, ἀπὸ θέσεως θυσιαζομένης γυναικός, ἀλλὰ νὰ ἐνσκήπτη σ’ αὐτὴν καὶ νὰ τὴν ἐξουσιάζη, ἐξευμενίζοντάς την καὶ ἐξαπατῶντας την. Πονηριά, πλάγια μέσα, καταναγκασμός, ὑπολογιστικὴ ὑπομονή, ὑπολογισμένη παθητικότης, παρέλκυσις, πειθώ, ἀπόκρυψις, ψευδοταπείνωσις, ἀκκισμός, κεκαλυμμένες ἀπειλές, φοβερὲς ἀπαιτήσεις ἀρματώνουν τὸν ἀργαλειό της ποὺ θὰ ὑφάνουν τὸ ὑφάδι τῆς καθυποτάξεως τῆς δυνάμεως-ἐξουσίας. Ὅσο περισσότερο τὴν ὑποτάσσει, τόσο περισσότερο αἰσθάνεται περιφρόνηση γιὰ τὸν δυνατὸ-κορόιδο˙ οἱ ἰσχυροί, μπορεῖ νὰ εἶναι σπουδαῖοι καὶ σημαντικοί, ἀλλὰ εἶναι ἀνόητοι. Ζῆ σὲ μιὰ κοινωνία, καὶ τὸ γνωρίζει, πὼς οἱ τύχες τῶν ἀνθρώπων εἶναι παντελῶς ἄσχετες μὲ τὶς ἀξίες καὶ τὶς ἀμιγῶς ἔλλογες προσπάθειές τους. Γνωρίζει πὼς ἐξ ὁρισμοῦ ὅποιος ἔχει δύναμη καὶ ἐξουσία εἶναι ἰδιοτελὴς καὶ ἀσήμαντος ἀπατεών. Γνωρίζει, καὶ θὰ τὸ ἀποδείξη, ὅτι εἶναι φτειαγμένοι ἀπὸ τὸ ἴδιο, ἢ καὶ χειρότερο, ὑλικὸ μὲ αὐτήν: τὴν ἀσημαντότητα, τὴν ἰδιοτέλεια, τὴν ἀναξιότητα, τὴν ἀδηφαγία καὶ τὴν ψευτιά˙ τὸ τυχαῖον. Γνωρίζει, καὶ θὰ τὸ ἀποδείξη, πὼς εἶναι φτειαγμένη ἀπὸ τὴν ἴδια πάστα μ’ αὐτούς, τῆς συμπτώσεως δέοντος καὶ εἶναι, τοῦ ‘‘ἐφ’ ὅσον μπορῶ, τὸ κάνω’’, μὲ τὸν τρόπο της.

Ἡ Εὔα, ἔτσι, ἀνακαλύπτει τὸ δημιούργημά της, ὅπως ἡ μητέρα τὸ μωρό της καὶ τὸ μωρὸ τὴν μητέρα του, τὸν Ντελάκη. Ὄντως, ὁ τελευταῖος εἶναι ὅ,τι περιμένει ἡ Εὔα, καὶ ἐνδίδει ἰδιοτελῶς καθ’ ὅλα σ’ αὐτήν (γοητευμένος). Ἀντιλαμβάνεται τὴν ζωὴ ὡς ἕνα ἀτελείωτο πᾶρε-δῶσε, μὲ κίνητρο τὴν ἀπληστία –βλὰξ ὅποιος δίνει ἄνευ ἀνταλλάγματος– , νιώθει καθῆκον του νὰ ἁρπάζη, ὡς νὰ στεροῦσε κάτι, τὸ ὁποῖο δικαιωματικῶς τοῦ ἀνῆκε, ἀπὸ τὸν ἑαυτό του ἐὰν ἔπραττε διαφορετικά, καὶ γνωρίζει πῶς νὰ γίνεται κυνικός μηδενίζοντας κάθε ἀξία, γιὰ νὰ αἰσθάνεται ἄνετα καὶ ἀνεξέλεγκτος˙ κοντολογίς, δύο σχέσεις-ἐξαρτήσεις τὸν ὁρίζουν: αὐθαιρεσία καὶ συναλλαγή˙ ἀκατάλληλος διὰ πᾶσαν σχέσιν.

Ὁ Ντελάκης, θὰ μποροῦσε νὰ πῆ κανείς –ἀναλόγως καὶ ὁ καθημερινὸς τύπος τοῦ ἐξαγριωμένου-ἐξαχρειωμένου Ἕλληνα ἰδιώτη– εἶναι τὸ προϊὸν τῆς κρατικῆς του(!), οἰκονομικῶς καὶ μόνον, χειραφετήσεως ἀπὸ τὴν κοινότητα. Παλαιοτέρως, ἰδίως προεπαναστατικῶς, ὁ ἀντίστοιχος Ντελάκης θὰ ἐπορίζετο ἐκ τῆς κοινότητος, ὄντας συμπεπλεγμένος οἰκονομικῶς, ἐπαγγελματικῶς, νοητικῶς, θρησκευτικῶς, ἠθικῶς, ψυχικῶς καὶ σωματικῶς μὲ αὐτήν, ἀφ’ ἧς στιγμῆς, ὅμως, ἐδημιουργήθη κράτος, ἐχειραφετήθη οἰκονομικῶς τῆς κοινότητος, ἐφ’ ὅσον πλέον μπορεῖ νὰ πλουτίζη μακρὰν καὶ ἐρήμην αὐτῆς. Ἔχων ἀνανάπτυκτη ἐσωτερικότητα, πάχους σανίδος κόντρα πλακέ, δὲν ἔγινε καὶ ψυχικὸς ἢ πνευματικὸς ἀποστάτης τῆς κοινότητος, παρὰ μόνον οἰκονομικός˙ εἶναι ἡ στιγμὴ τῆς γεννήσεως τῶν «τάξεων» (!) στὴν Ἑλλάδα. Τοῦ ἔφθανε ἡ οἰκονομικὴ χειραφέτηση (διάβαζε: μισοκρύψιμο ἀπὸ τὴν κοινότητα) καὶ μόνον, διότι ἔτσι ἀπελευθέρωνε-ἀποχαλιναγωγοῦσε ὅλα τὰ ἄγρια καὶ ἀνεπεξέργαστα ἔνστικτα καὶ αἰσθήματα τοῦ νηπιώδους του ψυχισμοῦ˙ ὑπερφυσικὸς μπεμπὲς μὲ λεφτὰ σὲ πολυκατάστημα, ἄνευ ὑποχρεώσεων, δηλαδὴ ἄνευ ἐσωτερικότητος. Ὡς ἀδίστακτος δὲ συντηρητικός, διατηροῦσε τὸ κράτος ὡς τὸ νέο του ἐξαρτησιακὸ ἀντικείμενο γιὰ νὰ τὸ κλέβη, νὰ τὸ ὑβρίζη, νὰ τὸ ἀπαξιώνη καὶ νὰ τὸ λοιδορῆ, ἐνῶ τὶς σχέσεις του μὲ τὴν πατρίδα, τὴν θρησκεία καὶ τὴν οἰκογένεια τὶς κατέστησε ἀναρχικές, ἤτοι αὐθαίρετες καὶ ἀπολύτως τοῦ χεριοῦ του, γιὰ νὰ δικαιώνεται-ἐπιβεβαιοῦται τυποτελετουργικῶς σὲ αὐτές˙ ἕνας τυραννίσκος-ράκος ἀπὸ τὴν ἐσαεὶ διαλυομένη καὶ οὐδέποτε παυομένη κοινότητα˙ αὺτὸ ἐβαπτίσθη ἐξατομίκευσις στὴν Ἑλλάδα, ὁ γνωστὸς ἀτομαδικὸς τύπος.

Μὲ ἐμπεδωμένη τὴν γνώση πὼς τίποτε δὲν συνδέεται μὲ σταθερὲς ἀξίες, δὲν μπορεῖ, ὡς ἐκ τούτου, καὶ νὰ ἐσωτερικεύση, ἀντιστοίχως, τίποτε. Ἀναμένει μόνον εἴτε τὸ λάφυρο τῆς ἁρπακτικότητός του, ὡς ἀνταμοιβή, εἴτε τὸ χαστούκι ποὺ εἰσπράττει ἀπὸ τὴν Εὔα, ὡς τιμωρία. Ἀνταμοιβὲς καὶ τιμωρίες ἔχει ὁ κόσμος του, μὲ τὶς δεύτερες νὰ ὑποκαθιστοῦν τὶς ἐνοχές, τὶς ὁποῖες θὰ διέθετε, ἐὰν διέθετε καὶ συνείδηση˙ δὲν αἰσθάνεται ἔνοχος, ἁπλῶς ἄτυχος καὶ κακὸ εἶναι ὅ,τι μπορεῖ νὰ τοῦ ἀποφέρη ἀτυχία ἢ τιμωρία. Στὴν προσπάθειά του να κάνη ὑποχείριό του τὴν Εὔα ἀποτυγχάνει, γιατὶ ἡ Εὔα δὲν μποροῦσε νὰ τὸν κάνη δικό της ὑποχείριο. Μέρος τῆς ἀπεχθείας της καὶ τῆς ὀργῆς της πρὸς τὸν Ντελάκη καὶ συναμφοτέρως καὶ πρὸς τὴν ἐξουσία προερχόταν ἀπὸ τὴν μὴ καθ’ ὁλοκληρίαν ἔνδοση τῆς τελευταίας στὰ θέλγητρά της καί, κατ’ ἀντιστοιχίαν, μέρος τῆς δυνάμεώς της τὴν ἀντλοῦσε στὴν φανερὴ ἢ κρυφή της ἀνταρσία ἔναντι τοῦ κράτους-δυνάμεως-πατέρα-συζύγου. Ἐὰν ὁ Ντελάκης-δύναμη δὲν ἐνέδιδε καθόλου στὴν Εὔα καὶ στὸν κόσμο της –γιατὶ ἀφέθηκε νὰ χρησιμοποιηθῆ ἐν μέρει καὶ ἀποσκοπῶν εἰς ἴδιον ὄφελος–, τότε ἡ Εὔα θὰ ἐξεγείρετο˙ ἐξ οὗ καὶ οἱ καταγγελίες κατὰ τῆς «ἀπροσώπου» καὶ «ἀπανθρώπου» ἐξουσίας τόσο ἀπὸ μαμμάδες, ὅσο καὶ ἀπὸ ἥρωες τῶν μαμμάδων ποὺ ἐκδικοῦνται, ἔτσι, ἕναν κακὸ πατέρα ποὺ θέλει(;) νὰ τοὺς βάλη ὅρια καὶ νὰ μὴν τοὺς ἐπιβεβαιώση-ἀναγνωρίση, τὶς μὲν στὴν παντοδύναμη μητρικότητά τους, τοὺς δὲ στὴν βρεφική τους παντοδυναμία –μαμμάδες καὶ ἥρωες αὐτῶν, ὄχι κυριολεκτικῶς, ἀλλὰ περισσότερο ὡς ψυχικὲς καταστάσεις στὶς ὁποῖες μετέχουν καὶ τὰ δύο φῦλα στὴν Ἑλλάδα, ἀνεξαρτήτου ἡλικίας.

Στὸ δὲ χαστούκι της στὸν Ντελάκη, ἡ Εὔα ἐπιστρατεύει καὶ τὴν κ. Καραδήμου, μιὰ γυναῖκα ποὺ εἶχε χαστουκίσει καὶ αὐτὴ τὸν Ντελάκη, πιὸ πρίν, ὅταν, πηγαίνοντας νὰ ζητήση μιὰ θέση γιὰ τὸν ἄνδρα της, ὁ διευθύνων σύμβουλος τὴν παρενώχλησε μὲ τὴν γνωστή του χυδαιότητα. Ἡ Εὔα τὴν χρησιμοποιεῖ ὡς ἀπόδειξη τῆς ἀθωότητός της –δὲν ἦταν ἡ πρώτη φορά–, συστεγαζομένη ἀνέτως στὴν ἠθικὴ τῆς Καραδήμου καὶ ὑπεξαιρῶντας ἄνευ ἐνδοιασμῶν –δὲν ἦταν ἡ πρώτη φορά– τὴν πρόθεση τῆς πράξεως μιᾶς ἄλλης θυσιαζομένης˙ θριαμβεύουσες γυναῖκες ποὺ ἔβαλαν τοὺς ἀχαλίνωτους, χυδαίους, ἄπιστους καὶ ἀνήθικους ἄνδρες, ἐπιτέλους, στὴν θέση τους˙ ὅλα, τώρα, βρίσκονται ἐν τάξει: ὁ Ντελάκης πῆρε τὸ μάθημά του, ἡ δὲ Εὔα, ἀφοῦ κατώρθωσε νὰ μισήση καὶ αὐτὴν τὴν ἐκδοχὴ τοῦ ἑαυτοῦ της, ἐξέρχεται ἐξιλεωμένη καὶ λευκὴ ὡς χιών.

Τὸ τέλος τῆς ταινίας βρίσκει ἅπαντας σὰν νὰ ἔχουν βγεῖ ἀπὸ μιὰ κρίση ἐπιληψίας ἢ σεληνιασμοῦ –ἄγνωστον ἐὰν θὰ ἐπαναλαμβανόταν. Ἡ Εὔα περιχαρὴς ποὺ ἦρθαν ἔτσι τὰ πράγματα ἐκμυστηρεύεται στὸν Μηνᾶ πῶς θέλει τὸν παράδεισό της. Σὰν νὰ ἀνασύρη ἕνα τρυφερό, ἀνέγγιχτο καὶ δικαιωτικὸ βάθος, ἐκφέροντάς το ὅμως μὲ κρυφὴ ἀπειλή, σὰν νὰ τοῦ λέη: μὴν τολμήσης νὰ βγῆς ποτὲ ἀπὸ αὐτόν˙ μεῖνε κουκουλωμένος σ’ αὐτὸν καὶ μὴ ρωτᾶς˙ ἡ ἐπανόρθωσις μπορεῖ νὰ ἀποβῆ ἁπλῆ ἐπανάληψις τοῦ ἰδίου. Ὁ Μηνᾶς τῆς ζητάει πανευτυχὴς παιδί, γιὰ νὰ ὁλοκληρώση τὴν οἰκογενειακή του εἰκόνα-εὐτυχία, ἀλλὰ ἕνα ἐκ παραδρομῆς λάθος της, ἀπὸ αὐτὰ τὰ ἀστεῖα στὰ ὁποῖα ὁμιλεῖ τὸ ἀσυνείδητο –γλῶσσα λανθάνουσα–, τὴν ἀποκαλύπτει. Μισοαστεῖα, μισοσοβαρὰ τὸν ρωτᾶ: τί προμήθεια δίνεις; Λὲς καὶ δὲν μπορεῖ νὰ ξεφύγη ἀπὸ τὸ πᾶρε-δῶσε. Ἀκόμη καὶ στὴν ἀνιδιοτέλειά της φέρει τὴν ἰδιοτέλεια˙ εἶμαι ἀνιδιοτελής, πλήρωσέ με γι’ αὐτό. Ἐκτὸς καὶ ἐὰν ἔκρυβε κάτι πιὸ διεστραμμένο ἀκόμη, συγχέοντας τὴν ἀπόλαυση μὲ τὴν χαρά: ὄντως εἶμαι ἀνιδιοτελής, ἀφοῦ δὲν χαίρομαι γιά, ἢ καί, τὴν ἀνιδιοτέλειά μου˙ ἡ χαρά, ὅμως, μοιράζεται μὴ κρατοῦσα τίποτε γιὰ τὸν ἑαυτό της, ἡ ἀπόλαυσις ὄχι.

Κι ὅμως τὸ βάθος της εἶναι ὅ,τι φωτεινὸ δὲν ἔδειξε: ἕνα ‘‘νά με’’ δοτικὸ στὴν παρουσία του καὶ μοναδικό.

Συνοψίζοντας, θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε ὅτι ἡ ταινία θέτει καὶ ἐθνοψυχολογικῆς ὑφῆς προβλήματα, τὰ ὁποῖα ρητῶς ἢ ὑπορρήτως ἐκφράζονται καὶ σὲ ἄλλες ταινίες, μὲ διαφορετικὲς ἢ παρόμοιες λύσεις. Αἴφνης, πῶς τύποι καὶ ψυχισμοί, ποὺ ἐδημιουργήθησαν κατὰ τὸ παρελθόν, ἐρχόμενοι στὴν ἐπιφάνεια, ἐν μέσῳ ἄλλων πλέον συνθηκῶν, ἐγχρονίζονται διαφθειρόμενοι; Σὰν νὰ ἀνασύρεται ναυάγιο ἀπὸ τὸν βυθὸ στὴν ἐπιφάνεια, ὁπότε καὶ ἀρχίζει ἀμέσως ἡ ὀξείδωσή του. Ἔτσι, ἡ διαφθορὰ τῆς Εὔας μπορεῖ νὰ ἀναγνωσθῆ ὡς ἀπόγνωση˙ θέλει νὰ ζήση, ἀλλὰ δὲν μπορεῖ μὲ τὴν καρδιά της. Μόλις ἀναδυθῆ στὴν ἐπιφάνεια ὁ βαθύτερος ἀσύνειδος κόσμος της, φθείρεται ἐν ριπῇ ὀφθαλμοῦ˙ τὰ ἐμβληματικά της πρότυπα διαστρεβλώνονται καθιστάμενα πλέον μὴ ἀναγνωρίσιμα, σὰν θύματα συντριπτικοῦ τροχαίου˙ ἡ εἰκόνα τῆς Παναγίας στρεβλώνεται σὲ μεσίτρια ὁμοία μὲ πόρνη, μόλις ἀποπειραθῆ νὰ ἐγκοσμιωθῆ, ὁ δὲ ἄνδρας ποὺ σώζεται ἀπὸ τὴν γυναῖκα, μητέρα ἢ σύζυγό του (Α΄ Κορινθ., 7, 11-15), εἰκόνα ἀπὸ τὴν ὁποία βρίθουν τὰ ἁγιολογικὰ κείμενα, ἐδῶ ἀνταλλάσσει τὴν ἐλευθερία μὲ τὴν ἀσφάλεια καὶ τὴν ἀγάπη μὲ τὴν ἐξάρτηση. Ὅμοια ἰσχύουν, ὅπως εἴδαμε, καὶ γιὰ τὴν «ἐξατομίκευση» τοῦ Ντελάκη ἢ τὴν ματαιοδοξία τῆς Ἀγλαΐας καὶ τὴν ἐσαεὶ ἀποτυχημένη κρυφοζωὴ τοῦ Φίλιππα. Σὰν δισδιάστατες εἰκόνες ποὺ ἔχασαν τὸν προσανατολισμό τους σὲ ἕναν τρισδιάστατο κόσμο καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ γεγονότος πὼς οἱ παλαιότεροι τύποι δὲν περιελάμβαναν τὸ σῶμα καὶ τὸν χρόνο, μὲ τὰ συμπαρομαρτοῦντα αὐτοῖς˙ ἄνθρωπος στερημένος ἀνθρωπινότητος.

Ἐὰν ἡ βαθύτερη ἀκαμψία ἐμποδίζη τὴν βαθύτερη προσαρμογὴ σὲ μία πραγματικότητα ποὺ ξεπερνᾶ κατὰ πολύ ἐκείνην τὴν πραγματικότητα ποὺ γέννησε καὶ γεννήθηκε ἀπὸ αὐτὰ τὰ παλαιότερα ψυχικὰ ὑποστρώματα, ποὺ σήμερα κεῖνται στὸν πυθμένα μας, ἀλλ’ ὄχι ἀνενέργητα, τότε ἡ ἐπιφανειακὴ καὶ ἀλλοιωμένη προσαρμογὴ ἔχει νὰ κάνη μὲ τὴν βαθύτατη ἀκαμψία. Ὅσοι προσπαθοῦν νὰ προσαρμοσθοῦν στὴν νεωτέρα πραγματικότητα, μὲ ὅ,τι αὐτὸ συνεπάγεται καὶ μὲ ὅλα τὰ συνακολουθοῦντα αὐτῇ, τότε τίθενται ἐκτὸς κοινωνίας, ἀπαξιώνονται, καὶ ἢ καταλήγουν στὴν τρέλλα ἢ στὸ ἐξωτερικό, πάντως ἐκτὸς κυκλοφορίας. Ὅσοι, πάλι, ζοῦν τὴν βαθύτερή τους ἀκαμψία ὁλοψύχως, ζωντανεύοντας παλαιοὺς τύπους καὶ ψυχισμούς, θεωροῦνται γραφικοὶ καὶ ἀποσύρονται σὰν πολυμεταχειρισμένα αὐτοκίνητα˙ ἡ τιμητικὴ ἀποστρατεία, ὅμως, ποὺ τοὺς ἐπιφυλάσσει ἡ κοινωνία, δὲν ἀποκλείει φυσικὰ τὸ γεγονὸς νὰ τοὺς χρησιμοποιῆ καὶ ὡς ἄλλοθι, «χρήσιμοι ἠλίθιοι» κατὰ τὴν γνωστὴ ἔκφραση, γιὰ τὴν βαθύτερή της ἔνδοση στὴν ἐκτατική της, ἀλλ’ ὄχι καὶ ἐντατική της προσαρμογή.

Μεταξύ τῆς ὁλικῆς ἀπαρνήσεως τοῦ κόσμου καὶ τῆς προσαρμογῆς, γιὰ τὴν συντριπτικὴ πλειοψηφία, ἰσχύει ἡ δεύτερη ὡς ὅπως ὅπως ἐπιβίωση καὶ διαφθορὰ τοῦ ἐξωτερικοῦ ἑαυτοῦ, ἀφοῦ ὁ ἐσώτερος ἀνήκει καὶ ἔρχεται ἀπὸ ἀλλοῦ, διατηρῶντας, ὅμως, καὶ εἰς τὸ ἀκέραιον, ὅλη τὴν σκευὴ τῆς πρώτης, τῆς ὁλικῆς ἀπαρνήσεως˙ οἱ ρίζες τῆς σχιζοφρένειας: θέλω τὰ πάντα, χωρὶς νὰ ἀλλάξω σὲ τίποτε˙ ἀπ’ ὅ,τι φαίνεται ἡ ἐξέλιξις δὲν περιλαμβάνει τὴν τρέλλα μας. Κάθε φορά ποὺ «ἀνοιγόμαστε», κλεινόμαστε καὶ βυθιζόμαστε περισσότερο στὸ τέλμα˙ ἰδιότυπος διάσχισις.

πηγή κεντρικής φωτογραφίας