Ως γνωστόν με όλα τα εργαλεία μπορεί κάποιος να κάνει μια δουλειά, κάτι που συγκαταλέγεται στη λίστα με τα θετικά αυτού του κόσμου. Μπορεί να κάνει και κάτι κακό, ζημιά δηλαδή. Το ίδιο ισχύει με τα δημοσιογραφικά εργαλεία που παρέχουν τα social networks, το ίδιο όμως και με τα νομικά που παρέχει η πολιτεία στους πολίτες για να μπορούν να αμύνονται όταν εκτιμούν ότι προσβάλλονται από δημοσιεύματα που αφορούν τους ίδιους. Να τα χρησιμοποιήσουν είτε για να αμυνθούν είτε για να επιτεθούν σε όποιον έχει την ευθύνη για την προσβλητική δημοσίευση. Αυτό ισχύει με τους πολίτες και τους δημοσιογράφους όταν κανείς από τις δύο πλευρές δεν διαθέτει πολιτικά, κομματικά ή θεσμικά χαρακτηριστικά.
Τις τελευταίες ώρες, όμως, αυτός ο βασικός νόμος λειτουργίας της δημοσιογραφίας εντός του πολιτικού συστήματος, βιώνει μία ακόμα ανατροπή. Την αφορμή δίνει η μήνυση που κατέθεσε η σύζυγος του Γιάννη Σουρνάρα, Λίνα Νικολοπούλου εναντίον του εκδότη και διευθυντή της εφημερίδας Documento Κώστα Βαξεβάνη. Η μήνυση οδήγησε στην παράδοση του δημοσιογράφου στις Αρχές το μεσημέρι της Μ. Δευτέρας, στη συνακόλουθη σύλληψή του και στην απελευθέρωσή του το απόγευμα της ίδιας μέρας. Θα έπρεπε, βεβαίως, η ίδια η δικαιοσύνη να είναι εξαιρετικά φειδωλή στην αποδοχή εγκλήσεων που οδηγούν σε αυτόφωρες συλλήψεις. Αλλα αυτό σημαίνει οτι έχει λύσει και άλλα προβλήματά της. Στο μεταξύ, το γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ εξέδωσε ανακοίνωση για την κατάθεση της μήνυσης από την πλευρά της κ. Νικολοπούλου και πόσο αυτή βάλλει κατά της «δημοσιογραφίας και της ελευθεροτυπίας». Ας διαβάσουμε την ανακοίνωση:
«Σχετικά με τη μήνυση της Λίνας Νικολοπούλου εναντίον του εκδότη της εφημερίδας “Documento” Κώστα Βαξεβάνη.
Η μήνυση που κατέθεσε η σύζυγος του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννη Στουρνάρα, Λίνα Νικολοπούλου, εναντίον του εκδότη της εφημερίδας “Documento”, Κώστα Βαξεβάνη, βάλλει ευθέως κατά της δημοσιογραφίας και της ελευθεροτυπίας.
Το επίμαχο δημοσίευμα για το οποίο κατατέθηκε η μήνυση θέτει ορισμένα κρίσιμα ερωτήματα για το χώρο της δημόσιας υγείας, τα οποία χρήζουν σοβαρών και τεκμηριωμένων απαντήσεων. Αντί η κ. Νικολοπούλου να καταθέτει μηνύσεις, ας απαντήσει στα συγκεκριμένα ερωτήματα».
Αν παραβλέψει κάποιος το γεγονός ότι, σύμφωνα με την άποψη του κυβερνώντος κόμματος, η μήνυση και όχι η σύλληψη είναι αυτή που βάλλει κατά της δημοσιογραφίας, κάτι που σημαίνει ότι αμφισβητείται το δικαίωμα ενός πολίτη να προστατεύσει νομικά τον εαυτό του στην περίπτωση που εκτιμά ότι θίγεται από έναν δημοσίευμα, παρατηρείται και κάτι άλλο: Η αντίφαση, στα όρια της υποκρισίας, σε σχέση με συλλήψεις άλλων δημοσιογράφων στο παρελθόν. Και αναφερόμαστε στις συλλήψεις των Γιάννη Κουρτάκη και Παναγιώτη Τζένου μετά από μήνυση του προέδρου των ΑΝ.ΕΛ. και υπουργού Εθνικής Άμυνας Π. Καμμένου, τον περασμένο Ιανουάριο.
Το γραφείο Τύπου του ΣΥΡΙΖΑ εξέδωσε τότε ανακοίνωση σύμφωνα με την οποίαν η μήνυση δεν φαινόταν να βλάπτει ούτε τη δημοσιογραφία ούτε και την ελευθεροτυπία. «Η μήνυση του προέδρου των ΑΝΕΛ κατά του Ιωάννη Κουρτάκη και του Παναγιώτη Τζένου έπειτα από την προσπάθεια συσχέτισης του ανήλικου παιδιού του Π.Καμμένου στη ραδιοφωνική τους εκπομπή με την ένοπλη βία και η κίνηση των νομικών διαδικασιών από τις αρμόδιες Αρχές, έδωσε την ευκαιρία σε κόμματα που ταύτισαν τη διαδρομή τους με τη χειραγώγηση των ΜΜΕ να επιτεθούν στην κυβέρνηση και τον ΣΥΡΙΖΑ. Κρίνουν εξ ιδίων τα αλλότρια και φαντασιώνονται παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη εκείνοι που μεταχειρίστηκαν τη δικαιοσύνη και τη δημοσιογραφία με όρους διαπλοκής και εξυπηρέτησης ειδικών συμφερόντων», ανέφερε τότε, μεταξύ άλλων, η ανακοίνωση του γραφείου Τύπου.
Κατηγορηματική άποψη υπέρ του δικαιώματος οποιουδήποτε πολίτη να καταφύγει στη Δικαιοσύνη εξέφρασε τότε και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος Δημ. Τζανακόπουλος: «Ο υπουργός Εθνικής Άμυνας προχώρησε στην έγκληση ενός εκδότη και ενός διευθυντή εφημερίδας για τον τρόπο με τον οποίο επέλεξαν οι δύο αυτοί κύριοι, να επιτεθούν στον κ. Καμμένο, χρησιμοποιώντας ως βασικό τους επιχείρημα, τις υποτιθέμενες πολιτικές σχέσεις ενός ανήλικου παιδιού με την ένοπλη δράση» , σημείωσε αρχικά ο κ. Τζανακόπουλος. Η δήλωσή του κατέληγε ως εξής: «Σε περίπτωση που ένας πολίτης, οποιοσδήποτε, θεωρεί ότι θίγεται από συγκεκριμένο δημοσίευμα ο νόμος του παρέχει τη δυνατότητα να προστατεύσει τον εαυτό του, την τιμή και την υπόληψή του».
Παρατηρείται, λοιπόν, η ανακολουθία στην κυβερνητική άποψη μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης περίπτωσης. Στην υπόθεση Καμμένου κατά «Παραπολιτικών» επαναδιατυπώνεται το δικαίωμα κάθε πολίτη να καταφεύγει στη Δικαιοσύνη. Στην υπόθεση Νικολοπούλου κατά Documento το δικαίωμα του κάθε πολίτη να καταφεύγει στη Δικαιοσύνη βάλλει κατά τη δημοσιογραφίας και της ελευθεροτυπίας. Είναι καταφανές ότι τέτοιες αλλήθωρες οπτικές βλέπουν μόνο εκεί όπου θέλουν οι ίδιες…