ΜΕΡΟΣ 2ον: Ἕνας ἥρως μὲ παντοῦφλες, 1958, σενάριο-σκηνοθεσία: Ἀλέκος Σακελλάριος
(Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το πρώτο μέρος. Απαραίτητο-κατά τη γνώμη μας-για να μπορέσετε να παρακολουθήσετε το 2ο και το 3ο μέρος που θα ακολουθήσει).
Ὁ Ἀποστόλης εἶναι ὁ καταλύτης. Ὁ Λάμπρος συναντᾶ τὸ καθ ἑαυτόν alter ego του. Alter ego ἦταν καὶ ἡ Εἰρήνη, ἀλλὰ συμπληρωματικὸ πρὸς αὐτόν. Ὁ Ἀποστόλης, ὅμως, εἶναι ὁ δήμιος του, ὅ,τι πιὸ ὑπόγειο ἔχει ὁ στρατηγὸς Λάμπρος Δεκαβάλλας. Ἐξάδελφος τοῦ Λάμπρου, ἀεριτζὴς καὶ ἀετονύχης, μεσάζων ποὺ κάνει τὴν βρώμικη δουλειά˙ δένει, δὲν δένεται. Κάτι ἀντίστοιχο μὲ τὸν ζητιάνο τοῦ Καρκαβίτσα ἢ τὸν διάβολο στὴν ὀρθόδοξη παράδοση˙ ξέρει νὰ γραπώνη τὰ θύματά του ἀπὸ τὶς ἀδυναμίες τους. Ἡ μόνη ποὺ καταλαβαίνει αὐτὸ τὸ ἰῶδες παράσιτο εἶναι καὶ πάλι ἡ Εἰρήνη, μὲ τὴν γνωστὴ καχυποψία της καὶ μὲ τὴν ἑτοίμων περιεχομένων διαίσθησή της. Ἡ πεπατημένη ὁδὸς τῆς παραδοσιακῆς σοφίας, ποὺ ἀκολουθεῖ, τῆς ἐπιβάλλει, πρὶν σκεφθῆ, νὰ ἔχη πάντα πρὸ ὀφθαλμῶν πὼς τὸ ἀτομικὸ καλὸ ἐπ’ οὐδενὶ συνδέεται μὲ τὸ κοινὸ καλό καὶ πὼς κανεὶς δὲν πρέπει νὰ εἶναι σίγουρος ὅτι οἱ ἄλλοι εἶναι ὅπως φαίνονται καὶ αὐτὸ ἐκ τοῦ ὅτι οὐδεὶς ἔχει κερδίσει τὸν ἑαυτό του μὲ προσωπικὸ ἀγῶνα, ἀλλὰ τοῦ τὸν ἔχουν φορέσει στὰ ἑτοιματζήδικα –αὐτὸ εἶναι τὸ τυποποιημένο, ὡς δεδομένο ἦθος-μάσκα, πλέον απὸ τὴν κοινότητα φυσικὸ ἐγώ˙ ἀπὸ κάτω τὰ πάθη θάλλουν ἀνεξέλεγκτα, σὲ ἕνα ἐγὼ ποὺ ἔχει μάθει νὰ κρύβεται καὶ νὰ ἱκανοποιῆται κρυμμένο καὶ ἀνεύθυνο, καὶ μόνον ἔτσι.
Στὸ τηλεφώνημα τοῦ Ἀποστόλη ὁ Λάμπρος σπεύδει, πρόθυμος καὶ ἄβουλος. Γυρνῶντας ἀπὸ τὸ τηλεφώνημα –τὸν εἶχαν καλέσει στὸ μπακάλικο– στὸ σπίτι, ἐνημερώνει τὴν Εἰρήνη, ἡ ὁποία ἀμέσως ἀντιδρᾶ κουμπωμένα καὶ κάπως ἐχθρικά –‘‘μέχρι νὰ τὸ δῆς μὴν τὸ πιστεύης’’, θα μποροῦσε νὰ πῆ. Βρίσκεται σὲ συνεχῆ ἐπιφυλακὴ καὶ μέμφεται τὸν ἄνδρα της ἐπὶ ἀγαθοσύνῃ: «Γιὰ σένα ὅλοι οἱ ἄνθρωποι εἶναι ἄγγελοι χωρὶς φτεροῦγες. Ὅλα ὡραῖα τὰ βλέπεις, μὲ ὅλα ἐνθουσιάζεσαι!» καὶ τὸν βοηθάει στὸ ξύρισμα: «Σαράντα χρόνια καὶ δὲν κουράστηκα, τώρα θὰ κουραστῶ;». Ὁ Λάμπρος, ἀνυπόμονος γιὰ τὸ καινούργιο καὶ καλόπιστος ἐκ φύσεως τῆς ἀντιγυρίζει: «Ἀμ’ σὰν κ’ ἐσένα, ποὺ νομίζεις πὼς ὅλοι συνωμοτοῦν ἐναντίον σου;» καὶ ἀμέσως γκρινιάζει τρυφερὰ γιὰ τὰ γένια, τὰ νύχια, τὰ δόντια, τὰ μαλλιά, ποὺ ἄλλα μεγαλώνουν, πέφτουν καὶ δὲν ξαναβγαίνουν καὶ ἄλλα μεγαλώνουν καὶ «θέλουν κάθε τρὶς καὶ λίγο τσάκ, κάθε τρὶς καὶ λίγο τσάκ», μεταθέτοντας ἐκεῖ τὴν ἀνησυχία του.
Ἐξ ἀρχῆς ὁ Ἀποστόλης μεταδίδει κάτι τὸ ψεύτικο, μοιράζοντας ὑποσχέσεις γιὰ ρουσφέτια, ψευδοοικειότητες καὶ χαμόγελα. Ἐναγκαλίζεται μὲ τὸν ξάδελφο Λάμπρο καὶ γνωρίζεται μὲ τὸν Κώστα, στὸν ὁποῖο ὑπόσχεται γρήγορη μετάβαση στὴν Αὐστραλία, μὲ μέσον δικές του γνωριμίες: «Κ’ ἐγὼ τὴν κόρη μου σὲ ἐπιστήμονα θέλω νὰ τὴν δώσω», προοιμιαζόμενος τὴν κατάληξη τοῦ Κώστα μὲ τὴν κόρη του Τζούλια. Μὲ τὸν Κώστα, ὁ Ἀπόστολος μοιράζεται ἁπλῶς κάποια κοινὰ στοιχεῖα, αἴφνης τὸν πλαγιασμὸ καὶ τὸ ψέμα˙ ἔτσι ἀποκρούουν ἀμφότεροι τὴν πραγματικότητα. Μὲ τὸν Λάμπρο, ὅμως, ὅσο καὶ ἂν ἀκούγεται παράδοξο, ὁ Ἀπόστολος μοιράζεται κάτι σημαντικώτερο: τὴν διαφθορά.
Ὁ Ἀποστόλης εἶναι γέννημα ἐκείνου τοῦ ἐξαμβλωματικοῦ κράματος ποὺ προῆλθε ἀπὸ τὴν ἔνωση ἑνός, πρὸ καὶ μετά, ἐπαναστατικοὺ ληστρικοῦ ὑπολογισμοῦ, τὸν ὁποῖο βάπτισαν φιλελευθερισμό, καὶ ὁ ὁποῖος οὔτε πιστότητα ἰδεῶν διέθετε, οὔτε συγκεκριμένα ἢ σχεδιασμένα συμφέροντα ὑπηρετοῦσε, καὶ ἑνὸς μικροαστικοῦ, μνησίκακου καὶ σὲ ἐξαιρετικὸ βαθμὸ συντηρητικοῦ μικροαστικοῦ ψευδοσοσιαλισμοῦ. Ὁ πρῶτος θὰ ἐφοδιάση τοὺς ψυχισμοὺς μὲ φαυλότητα, καιροσκοπία, καὶ ἀνευθυνότητα, ὁ δεύτερος μὲ εὐτελῆ συμφέροντα, ἄκρατη ἰδιοτέλεια καὶ ροπὴ στὴν ἀσυδοσία. Καὶ οἱ δύο θὰ ἐκβάλλουν στὴν λεγομένη ἀστικὴ ζωή, μία κακότεχνη καὶ ἰδιαιτέρως λεπτὴ ἐπιφάνεια λούστρου εὐρωπαϊκῶν τρόπων, στὸ ἐξωτερικό της, μὲ βαλκάνια, ἄγρια ἰδιωτεία νὰ πάλλη κα νὰ θάλλη, ἐλεύθερα πλέον, στὸ ἐσωτερικό της.
Ὁ νεοελληνικὸς ψυχισμὸς σχηματίσθηκε, χονδρικῶς, περὶ τὸν 6ο μ.Χ. αἰῶνα, καὶ διεμορφώθη ὡς μιὰ κοινωνία ἰδιωτῶν στὸν ναό˙ ἦταν μία ἀταξικὴ ἀδελφοποιία πρὸς μεταφυσικὴν δικαίωσιν, μὲ πυρῆνα τὴν οἰκογένεια. Στὸ κλασικὸ Βυζάντιο, τὸ ὅτι ζοῦσες στὸν κόσμο ἦταν μιὰ συμπτωματικὴ συνθήκη, κάτι τυχαῖο. Ὁ τόπος σου δὲν ἦταν ἐδῶ, ἡ καρδιά σου κτυποῦσε στὸν οὐρανό, στὴν Ἄνω Σιών. Ἀρχικῶς, ἀπὸ τὸν 11ο αἰῶνα, ἄρχισε νὰ ἀναδεύη ἀπὸ τὰ σπλάγχνα αὐτῆς τῆς πασίκλειστης καὶ αὐτάρκους κοινωνίας, ὁ ἐξατομικευμένος τύπος τοῦ ἀγριεμένου Νεοέλληνος βαλκανίου, μὲ σκευὴ τὴν ἰδιοτέλεια, τὴν δυσπιστία, τὴν ἐξαπάτηση ἑαυτοῦ καὶ ἄλλων, τὴν δουλοπρέπεια, τὴν ἀπειλητικότητα, τὴν καταφερτζοσύνη… Προϊόντος τοῦ χρόνου καί, ἐκλιπούσης σταδιακῶς τῆς παλαιᾶς κοινότητος, ποὺ κρατοῦσε ἑνωμένη τὴν ὁμάδα μὲ τὴν ντροπή, ὡς ἔκπτωση στὰ μάτια τῶν ἄλλων, τὴν τιμή, ὡς ἀναγνώριση στὰ μάτια τῶν ἄλλων, τὸ φιλότιμο, ὡς ματαιοδοξία τοῦ ὁμαδικῆς συνειδήσεως ἀνθρώπου, τὸν ἐμπαιγμό, τὴν πρόγκα, τὸν ἀφορισμό, τὸν φθόνο, τὴν καχυποψία, τὴν δυσπιστία, τὴν καταναγκαστικὴ ἀδελφοποιία καὶ ἀλληλεγγύη καί, πάνω ἀπ’ ὅλα, τὴν ἀπαξίωση τοῦ κόσμου, ὡς ντουνιᾶ, εὐτελίζοντας ἀκραίως τὸ ὑλικὸ χάριν τοῦ πνευματικοῦ-συμβολικοῦ, ὁ τοιουτῳτρόπως ἀτομικοποιημένος ἄνθρωπος τοῦ 11ου περιεβλήθη δικαιώματα ἀνθρώπου ἄλλων παραδόσεων καὶ ἄλλου χρόνου, τοῦ 19ου καὶ 20ου αἰῶνος, ἔχοντας πλέον ὡς συνεπικουρία καὶ ἕνα πλῆθος ἀρριζώτων, κατεργαρέων, ἀεριτζήδων, ψευδολόγων –ἄλλως πολιτικὸς λογιωτατισμός–, οἱ ὁποῖοι, ἐπισκοτίζοντας ἔτι περισσότερο τὰ πράγματα, ἐπένδυσαν μὲ εὐρωπαϊκὴ λάμψη τὴν ἑλληνικὴ καχεξία-ἀνυπαρξία.
Γόνος αὐτῆς τῆς ἱστοριογενετικῆς, κοινωνιογενετικῆς καὶ ἀνθρωπολογικὴς διαδικασίας καὶ κληρονόμος ὅλων αὐτῶν, ὁ Ἀποστόλης ἐξέφραζε τὸν ἰδιότυπο ἑλληνικὸ συντηρητισμό: τὸν μὴ διαθέτοντα ψυχικὸ καὶ πνευματικὸ ἔρεισμα πουθενὰ καὶ στὸ σημεῖο αὐτὸ εἰκονίζει ἐπιτυχέστατα τὴν πόλη στὴν ὁποία μεγαλουργοῦσε, τὴν Ἀθήνα. Ὅπως ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ συμπτωματικὴ πρωτεύουσα, δὲν διέθετε ἐνδοχώρα, οὔτε χωριὰ νὰ τὴν ὑποστηρίζουν, δὲν συνδεόταν μὲ δρόμους μὲ κανέναν, δὲν παρῆγε τίποτε, δὲν εἶχε ρίζες (βλ. Ἐδμόνδος Ἀμποῦ), παρὰ ζοῦσε ἀπὸ τὴν φορολογία, τὴν κατανάλωση ξένων προϊόντων, τὸν παρασιτισμὸ καὶ τὸν μεταπρατισμό, ἔτσι καὶ ὁ Ἀποστόλης, ὡς τίποτα, ζοῦσε ὡς παρακράτος, ὁ ἴδιος, ἀπὸ μία παραποίηση-ὑπεξαίρεση τοῦ κράτους˙ ἀπὸ μία ἔντεχνη μετατροπὴ τῶν μέσων σὲ σκοπούς καὶ μὲ ἰδιοποίηση τοῦ κέρδους τῆς μετατροπῆς αὐτῆς.
Σ’ αὐτά, θὰ πρέπη νὰ λάβη κανεὶς ὑπ’ ὄψιν του καὶ τὴν πλέον πρόσφατη, τὸ 1958, κοινωνικὴ ἀποκρυστάλλωση, ἡ ὁποία εἶχε ἀρχίσει νὰ σχηματίζεται, χονδρικῶς, ἀπὸ τὸ τελευταῖο τέταρτο τοῦ 19ου αἰῶνος καὶ ἡ ὁποία ἐξέβαλε σὲ μία ἐξατομικοποίηση μὲ κρατικὴ προστασία –κρατικοδίαιτοι, ἀνεξάρτητοι μὲ τὸ χαρτζηλίκι τοῦ κράτους-μπαμπᾶ–, σὲ ἕναν ὑψηλὸ ἐξαστισμό, ἄνευ ἀστικῆς ψυχῆς καὶ ἄνευ ἀστικοῦ εἶναι, μὲ ἀστικὲς μορφὲς ἄνευ ἀστικοῦ περιεχομένου καὶ ἀστικῶν ἀρχῶν, ὑψηλοτάτου κρατικοῦ παρεμβατισμοῦ καὶ ἀνυπάρκτου ἐν πλήρει ἀναλήψει τῆς εὐθύνης τῆς ὑπάρξεως καὶ τῆς πράξεως φιλελευθέρας ἰδιωτικῆς πρωτοβουλίας, ὡς ἐν ἐμπιστοσύνῃ ρισκαρίσματος. Τὸ περιεχόμενο τῆς ὅλης κινήσεως τοῦ ἀστισμοῦ κατελάμβανε, ἐν εἴδει τροχοπέδης καὶ ἐσωτερικῆς αὐτο-καταστροφικῆς ὑπονομεύσεως γιὰ τὴν κίνηση αὐτή, ἡ ἀκίνητη ψυχή, ἡ ὁποία ἀπέρριπτε πᾶσαν λογικὴν κατάφασιν τοῦ κόσμου καὶ ἡ ὁποία, εὑρισκομένη εἰς ἀδιάκοπον ἀνάτασιν ἐπέκεινα τῶν ὁρίων τοῦ δυνατοῦ, ἐξευτέλιζε μὲ φθόνον ὑπὸ τοῦ μεταφυσικοῦ πᾶν κοινωνικόν, λογικὸν καὶ ὑλικὸν μόρφωμα. Ἡ συνταγὴ γιὰ πλιάτσικο˙ καὶ ὁ Ἀποστόλης ἦταν πλιατσικολόγος μὲ ψυχὴ Λάμπρου.
Μπορεῖ, λοιπὸν κοινωνικῶς νὰ ἦταν ἀστικοποιημένοι, πολιτισμικῶς ὅμως ἦταν ἀκόμη τοὐλάχιστον δημώδεις. Ἡ «Γκόλφω» ἔκανε θραύση ἀκόμη καὶ μέχρι τὴν δεκαετία τοῦ 1970, ἐνῶ πᾶσα ἐμφάνισις φουστανελλᾶ στὴν σκηνὴ ἢ στὴν ὀθόνη δημιουργοῦσε ρίγη συγκινήσεως. Ἂν καὶ ζοῦσαν σὲ ἕνα πολυπλοκώτερο κοινωνικὸ περιβάλλον, ἦταν προσκολλημένοι σὲ σύμβολα ποὺ καθοδηγοῦσαν τοὺς γονεῖς τους στὴν παλαιὰ κοινωνία. Ἔβλεπαν ἄσφαλτο, ἀμερικανικὸ σινεμά, πολυκατοικίες, ἀλλὰ ἡ μνήμη τους ἦταν γεμάτη ἀπὸ τσαρούχι, λαϊκὰ ἔθιμα, κοινοτικὲς παραστάσεις˙ ὡδηγοῦσαν στὴν Σταδίου ἢ πραγματεύονταν μετοχὲς στὸ Χρηματιστήριο καὶ ἡ ψυχὴ τους ἔπαλλε στὴν Ἁγία Σοφία. Παράδοξος ἀστισμὸς μὲ τὸν Ἀγαθάγγελο ὑπὸ μάλης, ποὺ μόνον ὡς τσαρουχοκίνητος ὑποαστισμὸς μπορεῖ νὰ θεωρηθῆ.
Ἔτσι στὴν ὅπως-ὅπως ἐκσυγχρονιζομένη κοινωνία, τὴν ἄνευ ἀστικῆς παραδόσεως, προεκρίθησαν ὡς βάσις ἀρχέγονοι δεσμοί. Ἐάν, ὅμως, σὲ ἀστικὸ καθεστὼς ὑπερτερῆ ὁ ἀρχέγονος δεσμός, τότε κυριαρχεῖ αἴσθημα πολιτικῆς ἀσφυξίας. Ἐὰν συμβαίνη τὸ ἀντίθετο, τότε κυριαρχεῖ αἴσθημα πολιτικοῦ καὶ κοινωνικοῦ διαμελισμοῦ.
Ἐπιτέλους, ὅμως, τὸ ἀχώριστο ζεῦγος θύτη-θύματος, διαφθορέως-ἑτοίμου πρὸς διαφθοράν, ἔχει συσταθῆ. «Λοιπὸν Λάμπρο, μεγάλα πράματα. Τιμὲς καὶ δόξες ξάδελφε…τιμες καὶ δόξες! Τυχερὲ ἄνθρωπε!», λέει ὁ Ἀποστόλης καὶ συνεχίζει γιὰ νὰ τοῦ ἐξιστορήση τὰ περὶ τῆς ἀποφάσεως τοῦ Υ.Ε.Α. (Ὑπ. Ἐθνικῆς Ἀποκαταστάσεως) γιὰ τὸ ἄγαλμα καὶ τὴν μετονομασία τῆς πλατείας Κατσιγιάννη, μπροστὰ στὸ σπίτι του, σὲ πλατεῖα Λάμπρου Δεκαβάλλα˙ ἔτσι, εἰσάγει τὸν Λάμπρο στὰ ἄδυτα τῆς ἀποθεώσεως. Ὁ Λάμπρος ἐκστατικός. Πρὸς ὥρας ἀμφιταλαντεύεται, ψευτοανθίσταται, ντρέπεται γι’ αὐτὸ ποὺ πάει νὰ γίνη μὲ αὐτὸν πρωταγωνιστή, ντρέπεται τὸν Κατσιγιάννη, ἀλλὰ καὶ φοβᾶται μὴν πάθη καὶ αὐτὸς τὰ ἴδια. Ὁ στρατηγὸς φαίνεται ἐδῶ πὼς εἶναι καὶ αὐτὸς ἄνθρωπος τῆς ἐνδοβολῆς, ὄχι τῆς ἐσωτερικεύσεως˙ ντρέπεται λόγῳ τῆς ὑπερβάσεως ἐξωτερικῶν ὁρίων ἐνώπιον ὅλων, ὄχι ἀπὸ τὴν παράβαση ἐσωτερικευμένου κανόνος, ἀνεξαρτήτως τοῦ ἂν ἡ πράξη ἔγινε γνωστὴ ἔστω καὶ σὲ κάποιον ἢ ὄχι˙ στὴν πρώτη περίπτωση θὰ ἴσχυε ἡ τύψη συνειδήσεως, στὴν δευτέρα ἡ ἐνοχή, ἡ πρώτη ὑφίσταται ἐκ τῆς ὁράσεως (ἐνώπιον κάποιου), ἡ δευτέρα ἐκ τῆς ἀκοῆς (ἐσωτερικὴ φωνή). Στὴν ὀλιγωρία του, ὁ Ἀποστόλης τὸν καθησυχάζει: «Ἄλλοι ἀποφασίζουν γι’ αὐτό». Καὶ σὰν νὰ συγχωρῆται –ἡ συγχώρηση στοὺς Ἕλληνες εἶναι ὑπόθεση τῆς κοινότητος ἢ τοῦ κλήρου, πάντως ὄχι τῆς ἀτομικῆς, ἀλλὰ τῆς συλλογικῆς συνειδήσεως– ἠρεμεῖ: «Ἕ, ρὲ φουκαρὰ Κατσιγιάννη, σὲ φάγαμε μπαμπέσικα». Ἀποστόλης καὶ Λάμπρος μοιράζονται τὴν αὐξημένη συμπάθεια καὶ τὴν ταὐτοχρόνως μειωμένη εὐθύνη, συναισθηματικοὶ ἀπέναντι σὲ πρόσωπα, κυνικοὶ ἀπέναντι σὲ θεσμούς.
Ὁ Λάμπρος εἶναι πλέον κοντὰ στὸ ὅραμά του καὶ ἐξ αὐτοῦ γίνεται ἀνυπόμονος καὶ νευρικός, μέχρι τὴν τελετή. Ἐπιτέλους θὰ γίνη σύμβολο, ἀναγόμενος στὸ φαντασιακὸ καὶ ἁγιοποιημένο ‘‘ἐμεῖς’’, κάθε τὶ δικό του θὰ γίνη ἐθνικό. Ἡ λύτρωση τῆς ψυχῆς του συνδέεται μὲ τὴν λύτρωση τοῦ ἔθνους καὶ ἐὰν οἱ κλέφτες (ὁ Κατσιγιάννης ἦταν κλέφτης, παλληκάρι τοῦ Ἀνδρούτσου, κατὰ τὸν Ἀποστόλη), ἦταν ἡ μοναδικὴ αὐτοσυνειδησία τῶν Ἑλλήνων, κατὰ τὰ ἐθνικοειωθότα τῆς ἐποχῆς, τώρα θὰ γίνη καὶ αὐτὸς κλέφτης, θὰ γίνη καὶ αὐτὸς αὐτοσυνειδησία τῶν συμπατριωτῶν του, ἀλλὰ καὶ δική του˙ τζάμπα ἔγινε ὁ ἐθνικός μας ἱστορικὸς Παπαρρηγόπουλος ὁ ἐξιδανικευτὴς τῶν ἀνεπαρκειῶν μας;
Οἱ Ἕλληνες εἶναι λιτοδίαιτοι καὶ ματαιόδοξοι, εἶχε πεῖ κάποτε ὁ Ἰω. Μεταξᾶς καὶ φαίνεται νὰ εἶχε δίκιο. Πτωχαλαζόνες καὶ εὐκολόπιστοι, ὅταν πρόκειται γιὰ ὅραμα, τὸ ὁποῖο δὲν ἀπαιτεῖ, ἐξοβελίζει καλλίτερα, πᾶσα ἐνδιάμεσο πραγματικότητα, ποὺ μυρίζει χρόνο καὶ κόπο, ἐξ οὗ καὶ τὸ γεγονὸς πὼς κοντινώτερη σ’ ἐμᾶς εἶναι ἡ Ἔξοδος τοῦ Μεσολογγίου παρὰ ἡ ἅλωσις τῶν Ἀθηνῶν καὶ γι’ αὐτὸ ἀναγνωρίζουμε καλλίτερα τοὺς ἑαυτούς μας στὰ ὁλοκαυτώματα παρὰ στοὺς θριάμβους. Δὲν ἀντέχουμε στὴν διάρκεια. Μόλις ἀπαιτηθεῖ χρόνος, ἐργασία καὶ ὀργάνωση καὶ τῶν δύο τὰ παρατᾶμε ἔντρομοι.
Τὸ ὅραμα αὐτό, τῆς κατευθείαν μεταβάσεως στὸ ἐπέκεινα, τοῦ τὸ προσφέρει ἕτοιμο ὁ διαφθορεύς του Ἀπόστολος. Πῶς ἀλλιῶς θὰ μποροῦσε νὰ γίνη, ὅταν τὸ ὑλικὸ τοῦ ὁράματος τοῦ Λάμπρου εἶναι ὁ Ἀποστόλης, ἡ διαφθορά; Ἀντὶ γιὰ θρίαμβος, καταστροφή, ἐκεῖ θ’ ἀναγνωρίση ὁ στρατηγὸς καλύτερα τὸν ἑαυτό του.
Ἡ γνωστὴ καχυποψία τῆς Εἰρήνης, γιὰ τὸν Ἀποστόλη («Ὁ Ἀποστόλης τί θέλει καὶ ἀνακατεύεται;»), δὲν μπορεῖ νὰ τὸν συνεφέρη. Τώρα ἀκούει ἄλλες φωνὲς νὰ τὸν καλοῦν –τραγουδᾶ μόνος του τὸ ‘‘Μαύρη εἶν’ ἡ νύχτα στὰ βουνά’’. Εἶναι ἕτοιμος νὰ ἀπογειωθῆ, μόνον ποὺ κάθε τί ποὺ ἐπιτρέπει νὰ φανταζώμαστε ὅτι μποροῦμε νὰ ἀπογειωθοῦμε πέρα ἀπὸ τὰ ὅρια, κινητοποιεῖ τὶς αὐταπάτες τῆς παντοδυναμίας. Τὸ σκηνικὸ τῆς καταρρεύσεως στήνεται μὲ ὑφάδι τὸ ὄνειρό του, μόνον ποὺ δὲν θὰ εἶναι οὔτε ἡρωϊκὴ Ἔξοδος, οὔτε Ὁλοκαύτωμα, οὔτε κἂν τιμητικὴ ἀποστρατεία˙ ἁπλὸς παραγκωνισμός.
Γραφεῖον ἰδιαιτέρου τοῦ ὑπουργοῦ τῆς Ἐθνικῆς Ἀποκαταστάσεως. Ἀποστόλης καὶ ἰδιαίτερος (Σταμούλης) μιλοῦν κοροϊδευτικὰ καὶ ὑποτιμητικὰ γιὰ τὸν στρατηγὸ καὶ γιὰ τὴν κομπίνα τους ποὺ εἶναι ἀπὸ πάσης ἀπόψεως νόμιμη. Καθῆκον τους νὰ αὐτοπαινεύωνται πὼς τηροῦν τὶς ὑποχρεώσεις ἔναντι ἀπροσώπων ἀρχῶν, καὶ ὁ ἰδιαίτερος τὸ διαλαλεῖ˙ καθῆκον τους, καὶ τὸ δηλώνουν πονηρὰ καὶ ὑστερόβουλα, μὲ γελάκια καὶ ὑπονοούμενα, πὼς στὴν πράξη συμβαίνει τὸ ἀντίθετο.
Τὸ νόμιμον εἶναι αὐτομάτως καὶ ἠθικόν, ὅπως θὰ ἔλεγε καὶ κάθε πανοῦργος καὶ σεσηπώς, ἀφοῦ ἔτσι ἀπαλλάσσεται τῶν εὐθυνῶν του, ἀποσυνδέοντας τὰ μέσα ἀπὸ τὶς ἀρχές τους καὶ ἀπὸ τὸ νόημά τους, σὰν τὸν κυνικὸ ποὺ γνωρίζει τὴν τιμὴ ὅλων, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ γνωρίζη τὴν ἀξία κανενός, ὅπως ἔγραψε καὶ ὁ Ὄσκαρ Οὐάϊλντ˙ καὶ ἀπαξιώνει τὰ πάντα, διότι τὰ πάντα ἔχουν μία τιμή. Γιὰ τὶς δυὸ αὐτὲς ἀράχνες, ποὺ περιμένουν-δημιουργοῦν τὸ θῦμα τους, τὸ νὰ ζημιώνουν τὸ κράτος σημαίνει πὼς δὲν ζημιώνουν κανέναν. Τὸ κράτος ἦταν φίλιον ἢ ἐχθρικόν, ἀναλόγως σὲ τί χέρια ἔπεφτε.
Στὴν πρώτη περίπτωση, θὰ εἶχαν τὴν δυσμένεια τοῦ πατέρα, στὴν δεύτερη τὴν εὐμένεια τῆς μάννας˙ ἢ ἀντάρτες ἢ εὐνοούμενοι. Ἄλλωστε δύο τρόποι πλουτισμοῦ ὑπῆρχαν: ἡ ἐξῆς μία, ἡ ληστρική, μὲ δύο ὑποδιαιρέσεις, τὴν ἐντατικὴ ἐκ τῶν ἄνω καὶ τὴν ἐκτατική, τῶν ὑπαλλήλων, ἐκ τῶν κάτω˙ καὶ οἱ δύο ἀνεγνώριζαν δύο τύπους σχέσεων μεταξὺ «ἐξουσίας» καὶ «πολίτη», τὴν αὐθαιρεσία καὶ τὴν συναλλαγή. Οἱ ὑπάλληλοι, ὅπως ὁ μεγαλοϋπάλληλος ἰδιαίτερος, δροῦσαν ὡς σαλταδόροι πειρατές, πλιατσικολόγοι καὶ μικροκοτζαμπάσηδες, χρησιμοποιῶντας καὶ τὴν ἑλληνικῆς κοπῆς λεγομένη γραφειοκρατία πρὸς ἴδιον καὶ μόνον ὄφελος, προσβλέποντας, πάντα, στὴν μεταστροφὴ τοῦ μέσου σὲ σκοπό.
Ἐνῶ ἡ γραφειοκρατία στὴν Δύση ἐπέτρεψε τὴν ἀπελευθέρωση τῶν κρατικῶν λειτουργιῶν ἀπὸ τὰ ἰδιωτικὰ συμφέροντα, προωθῶντας καὶ τὸ ἀπρόσωπον καὶ τὸ ἐξισωτικὸν τῆς ἐξουσίας, ἀπαραίτητα στοιχεῖα γιὰ τὴν δημοκρατία καὶ τὴν κοινωνία τῶν πολιτῶν, συνιστῶντας δὲ καὶ τὸ ὅπλο τῆς κοινωνίας ἐναντίον τῆς πελατειοκρατίας καὶ τῆς ἀναξιοκρατίας, στὴν Ἑλλάδα χρησιμοποιήθηκε ἀκριβῶς γιὰ τὸν ἀντίθετο λόγο: γιὰ νὰ ἐξυπηρετῆ τὶς προσωπικὲς σχέσεις, νὰ διευρύνη τὸν ἀριθμό τῶν ἄνευ ἐργασίας ἐργασιακῶν θέσεων καὶ νὰ ὑποπολλαπλασιάζη τὰ ἀξιώματα σὲ ἕνα νέου τύπου νεοβυζαντινό, νεοσουλτανικό, νεοελληνικὸ «κράτος», δίνοντας εὐκαιρίες προσωπικοῦ πλουτισμοῦ στοὺς εὐνοημένους του. Καὶ ἐνῶ στὴν Δύση συγκέρασε τὸν ἀργὸ μὲ τὸν γρήγορο χρόνο σὲ ἕναν σταθερὸ γραφειοκρατικὸ χρόνο, ὑπηρετῶντας στέρεα τὴν δημιουργικότητα, ἀπὸ τὴν μιά, καὶ τὴν συνοχὴ τῆς κοινωνίας, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐδῶ ὑπηρέτησε, σταθερὰ κι ἀμείωτα, τὴν ἄκρατη ἐλεφαντίαση τῆς μικροτυραννίας τοῦ ὑπαλλήλου καὶ τὴν ματαίωση κάθε δημιουργικότητος, τὴν ματαίωση τοῦ νοήματος˙ οἱ πρῶτοι μηδενισταὶ εἶναι οἱ «δημόσιοι» ὑπάλληλοι.
Αὐτάρκεια, πανουργία, ἐπιτηδειότης αἱ ἀρεταί των καὶ, ὑπεράνω ὅλων: νὰ μὴν δεσμεύωνται ἀπὸ τὰ λόγια τους καὶ νὰ μὴν εἶναι ὑπεύθυνοι τῶν πράξεών τους. Παραδοσιακῶς, ὅμως –ἄλλη ἑλληνικὴ ἀρετή–, οἱ Ἕλληνες ξέρουν νὰ ὑπομένουν τὴν κτηνώδη δύναμη καὶ νὰ τιμοῦν τὴν ἐπιτυχία τῶν πονηρῶν˙ ὑποκριτικῶς, ὅμως, νὰ τὶς καταγγέλλουν. Μεταξὺ ὅλων, καὶ ὡς ὁ μόνος ἱστὸς ποὺ ἑνώνει τὴν κοινωνία, ἡ συνενοχὴ στὴν ἐγγενῆ, ἔσωθεν προερχομένη, διάβρωση.
Στὸ γραφεῖο ὅλα τελοῦν ὑπὸ τὸν ἔλεγχο τοῦ ἰδιαιτέρου καὶ ὁ Ἀποστόλης, ἀφοῦ καθησυχάζει τὴν μοναδική του ἀνησυχία, μὴν τυχὸν καὶ τὸ μάθει ὁ πρόεδρος «γιατί εἶναι σκύλος καὶ κάτι τέτοια δὲν τὰ σηκώνει» –τὸ γνωστὸ μοτίβο περὶ τῆς καθαρότητος τῶν κεφαλῶν, ἀλλὰ τῆς ἀνικανότητος καὶ τῆς κακοηθείας τῶν συμβούλων–, τοῦ διηγεῖται ὅτι ἀνεκάλυψε τὸν Λάμπρο, ὡς στρατηγό, διαβάζοντας τὰ σχολικὰ βιβλία τοῦ γυιοῦ του, ὅλως τυχαίως. Ὁ Ἀποστόλης, ὅμως, εἶναι ἄνθρωπος ποὺ τὸ τυχαῖο καὶ τὸ ἀπρόβλεπτο τὸ μεταχειρίζεται μὲ τὴν ἴδια σιγουριὰ καὶ σταθερότητα ποὺ θὰ μεταχειριζόταν καὶ τὸ προβλέψιμο καὶ τὸ σκόπιμο, σὰν νὰ γεννᾶ ὁ ἴδιος τὸ ἀντικείμενό του, σὰν νὰ μὴν ὑπάρχει ἄνευ αὐτοῦ –ἐπιλέγει τὸν Λάμπρο, ἐπειδὴ τὸν εἶχε ἤδη ἐπιλέξει–, θεωρῶντας τὸ σκόπιμο τυχαῖο˙ γνήσιος τυχοδιώκτης, αἰσθάνεται ἄνετα μόνον ὅταν ὅλα στεροῦνται νοήματος, σκοποῦ, ὅταν ὅλα εἶναι τυχαῖα, παρευρισκόμενα, ὁπότε, ἐσαεὶ καιροφυλακτῶν, ἡ κίνηση τῆς ἀρπαγῆς πρὸς ἴδιον ὄφελος εἶναι ἀπολύτως φυσική˙ δαιμονικὸς ὁ τρόπος ἑνὸς ἀνθρώπου, γιὰ τὸν ὁποῖον τὸ «νόημα τοῦ κόσμου» σταματᾶ ἐκεῖ ποὺ σταματᾶ τὸ χέρι του.
Ἔξω ἀπὸ τὸ γραφεῖο, συνωστίζεται ἡ ἐκλογικὴ πελατεία-συνένοχοι τοῦ ὑπουργοῦ˙ στὸν βαθμὸ ποὺ ἱκανοποιοῦσαν τὶς ἀπαιτήσεις τῶν ψηφοφόρων τους, οἱ βουλευτὲς αἰσθάνονταν ἐλεύθεροι-ἀσύδοτοι. Ὁ ἰδιαίτερος τοὺς περιφρονεῖ˙ περιμένει κι αὐτὸς τὸ μεγάλο ψάρι. Ἐμφανίζεται ὁ στρατηγός, μὲ ὕφος. Στὴν τσέπη ἔχει ὅλα ὅσα τοῦ εἶχε πεῖ ὁ Ἀπόστολος «καὶ τὴν ψυχή» του ἀκόμη, ὅπως τοῦ εἶχε ὑποσχεθῆ ὁ Λάμπρος. Χαιρετᾶ στρατιωτικῶς, ἡ παράσταση ἀρχίζει, μία παράσταση ποὺ ἐλάχιστα διαφέρει ἀπὸ τὸ μοναδικὸ παιγνίδι, αὐτὸ τοῦ στρατηγοῦ-μάσκα στὸν στρατό, ποὺ ξέρει νὰ παίζη ὁ Λάμπρος. Ὁ δεκάρικος λόγος ποὺ ἐκφωνεῖ, ὄντως εἶναι ἄλλης ἐποχῆς –ξένιζε κάπως καὶ στὴν ἐποχή του. Δὲν εἶναι ἡ καθαρεύουσα ποὺ χρησιμοποιεῖ, ἀλλὰ ἡ ἐκφορὰ τοῦ λόγου καὶ ὁ ἰδιαίτερος τονισμὸς τῶν λέξεων. Γιὰ τὸν Λάμπρο, ὁ τύπος εἶναι ἡ οὐσία˙ ὁ ἴδιος συγκινεῖται ἕως δακρυδίου. Οἱ λέξεις ἔχουν μία μουσικὴ ἀξία ποὺ συγκινοῦν μὲ τὴν ἠχητικὴ ἀπόδοση, ἀπὸ τὴν ὁποία ἐκπηγάζει καὶ τὸ λογικὸ νόημα, ὡς αἴσθημα˙ ἡ λογικὴ εἶναι ἀχρείαστη στὸν λόγο, τὸ νόημα εἶναι μόνον αἴσθημα. Εἶναι μία θεατρικὴ ρητορικὴ ποὺ λίγο λείπει γιὰ νὰ ἐξελιχθῆ σὲ δουλοπρέπεια˙ ἡ ρητορικὴ ἦταν τὸ λιπαντικὸ τοῦ κρατικοῦ μηχανισμοῦ, ἑνὸς κράτους ποὺ ἤθελε νὰ αὐτοθεωρῆται ὡς ἀπείκασμα τῆς θείας τάξεως στὸν κόσμο, ἀλλὰ ποὺ πρακτικῶς ἦταν ἕνα συνονθύλευμα βίας, πονηρίας, αὐθαιρεσίας˙ ἕνα κράτος ἄνευ κράτους. Αὐτοῦ τοῦ τύπου ἡ ρητορική, ἡ ἐρχομένη ὡς βυζαντινὴ κληρονομιά, ἦταν ποὺ δὲν ἐπέτρεπε στὸν θεωρητικὸ λόγο νὰ ἐπικοινωνῆ καὶ νὰ συνδέεται μὲ τὸν πρακτικό˙ τὸ κτιστὸν ἐξεφέρετο μὲ ὅρους ἀκτίστου, μόνον κατ’ οἰκονομίαν.
Ἀποστόλης καὶ ἰδιαίτερος ἔχουν καταλάβει, ἐνστικτωδῶς, ὅτι μποροῦν νὰ κινηθοῦν ἀνετώτερα, ὡς διαβρωτές, στὸν χῶρο τοῦ συμβολικοῦ καὶ τῶν σταθερῶν, ἀλλὰ πολυμεταχειρισμένων, τύπων καὶ «θεσμῶν»˙ αἴφνης, ἔχουν ἰδιαιτέρα ροπὴ σὲ σωτηρίους θεσμούς, π.χ. Ἐκκλησία, Στρατός, Ἅγιος, Ἥρωας, παρὰ σὲ θεσμοὺς ποὺ ὑποθάλπουν τὴν μεταβολὴ ἢ πολλῷ μᾶλλον τὴν ἀταξία, προκρίνοτας τὶς σταθερὲς παραδοσιακές, ἐθνικὲς ἀρχὲς –οἱ ἀλλαγὲς δὲν χρειάζονται. Καὶ πάλι ὡς ἄλλοι ζητιάνοι τοῦ Καρκαβίτσα, δὲν πιστεύουν ἀπολύτως τίποτε ἀπὸ αὐτά, γνωρίζουν ὅμως, ὅτι τὸ ναρκισσιστικὸ πλῆθος, ἀπὸ τὴν μιά, ἀρέσκεται σὲ σταθερές, συμβολικὲς μορφὲς ποὺ τοῦ κατευνάζουν τὸ ἄγχος, ἐνῶ, ἀπὸ τὴν ἄλλη, λατρεύουν τοὺς ἥρωες στὸν βαθμὸ ποὺ ἀντλοῦν δύναμη ἀπὸ αὐτούς, γιὰ νὰ τοὺς ἀποκαθηλώσουν καὶ νὰ τοποθετήσουν ἄλλους στὴν θέση τους, μόλις πάψουν νὰ λαμβάνουν ἀπὸ αὐτοὺς τὴν αἴσθηση τῆς νηπιακῆς παντοδυναμίας. Πάντα εἰς ἀναζήτησιν ἑνὸς ἀφθόρου ἀξίου προσώπου, καὶ ἄξιο πρόσωπο εἶναι αὐτὸ στὸ ὁποῖο μποροῦμε νὰ φορτώνουμε τὶς φαντασιώσεις μας καὶ αὐτὸ νὰ ἀνταποκρίνεται σ’ αὐτές˙ ἕνας ἥρωας-ἅγιος˙ κάθε νεοελληνικὸ ἔργο περιέχει μιὰν ἀνάρμοστη ἀντίφαση.
Τοῦ προτείνουν μία συμβολικὴ παράσταση (αὐτός, ἕνα ἄλογο, ἡ Δόξα), ἕνα σύμπλεγμα, ὅπου ὁ ἴδιος δὲν θὰ ξεχώριζε ὡς ἀτομικότης –ἡ διαφθορὰ ἐνασμενίζεται στὴν χρησιμοποίηση τοῦ συμβολικοῦ, ὡς τόπου κατ’ ἐξοχὴν κρυψίματός της. Ὁ Λάμπρος ἀντιδρᾶ: «ἀπὸ μακριὰ θὰ φαινόμαστε σὰν σούστα», θέλει ἄγαλμα «ποὺ νὰ δείχνη», σὰν αὐτὸ τοῦ Κολοκοτρώνη, τὸ κλασικὸ ἀρχέτυπο τοῦ ἥρωος, στὴν Παλαιὰ Βουλή. Ἀδιάλλακτος καὶ μὲ τὸ ἄλογο, ὅπου γίνεται, γιὰ ἄλλη μιὰ φορὰ ἀκόμη, σὰν παιδί, γλιστρῶντας πρὸς μιὰ ἀγαθὴ τρέλα –ὁ Λῶρενς Στέρν, στὸ Ἡ ζωὴ καὶ οἱ ἀπόψεις τοῦ Τρίστραμ Σάντυ, τζέντλεμαν, γράφει πὼς ὁ καθεὶς ἔχει ἕνα ξύλινο ἀλογάκι καὶ ἀνεβαίνει ἐπάνω του˙ τὸ πρόβλημα ἀρχίζει ἀφ ἧς στιγμῆς σοῦ λέει κ’ ἐσένα νὰ ἀνέβης πίσω. Ὁ στρατηγός, ὅμως, παίζει σὰν παιδὶ καὶ ὄχι σὰν παθολογικὸς ναρκισσιστής, ὁπότε καὶ θὰ πίστευε κατὰ βάθος ὅτι εἶναι ψεύτικος, θὰ ἀδιαφοροῦσε γιὰ τὴν δημοσία εἰκόνα του καὶ θὰ χρησιμοποιοῦσε τοὺς ἄλλους μόνον γιὰ ναρκισσιστικὴ εὐχαρίστηση, γιὰ νὰ τοὺς πετάξη μόλις τοὺς ἔχει στραγγίξει. Οἱ μεγαλειώδεις του φαντασιώσεις ὁμοιάζουν μὲ τὶς ἀντίστοιχες φαντασιώσεις ποὺ ἀναπτύσσει ἕνα μικρὸ παιδί, προκειμένου νὰ παραμείνη στὸ ἐπίκεντρο τῆς προσοχῆς τῶν πάντων, δηλαδὴ τῆς μητέρας, διατηρῶντας ὅμως τὴν ἀγάπη, τὸ ἐνδιαφέρον καὶ τὴν ἐμπιστοσύνη στὰ σημαντικὰ ἀντικείμενα. Οἱ φαντασιώσεις θριάμβου, ποὺ ἔχουν, στρατηγὸς καὶ παιδί, ἀναμεμιγμένες μὲ ἐπιθυμίες γιὰ πρόσκτηση ἀξιῶν, οἱ ὁποῖες θὰ κάνουν τοὺς ἄλλους νὰ θέλουν νὰ τοὺς ἀγαποῦν καὶ νὰ τοὺς θαυμάζουν, τοὺς κάνουν νὰ πιστεύουν ἀκραδάντως ὅτι ἔτσι θὰ ἀγαπηθοῦν ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ θέλουν νὰ τοὺς ἀγαποῦν. Ὁ στρατηγὸς παίζει, ἀλλὰ τὸ ζήτημα εἶναι πὼς στὴν Ἑλλάδα δύσκολα ξεχωρίζει κανεὶς τὰ ὅρια τοῦ σοβαροῦ ἀπὸ αὐτὰ τοῦ ψεύδους, τοῦ παιγνιδιοῦ˙ δὲν ὑπάρχει διαιτητὴς γιὰ νὰ σφυρίξη τὴν λήξη.
Ὁ χρόνος, πλέον, ὅπου θὰ μπῆ στὸ ὄνειρο, πρέπει νὰ συντομευθῆ ἔτι περαιτέρω. Ἐπιστρέφοντας στὸ σπίτι, κάνει καὶ πρόβες στὴν πλατεῖα ὡς ἄγαλμα, τείνοντας τὸ δάκτυλο, σὰν τὸ ἄγαλμα τοῦ ἥρωα ποὺ στοίχειωσε τὰ παιδικά του ὄνειρα, τοῦ Κολοκοτρώνη, αὐτοῦ τοῦ ἐπαναστάτη πολεμικῶς, συντηρητικοῦ κοινωνικῶς˙ παιδικότης μὲ ἐσωτερικότητα τὸ αἴσθημα τῆς νηπιακῆς παντοδυναμίας.
Ἀποκαλυπτήρια. Ὁ στρατηγὸς μὲ τὰ σώβρακα. Ταραχή. Ἀνυπομονησία. Ἕνα εἶδος ἀποκαλυπτηρίων πρὸ τῶν ἐπισήμων˙ αὐτὰ ποὺ δὲν θέλει νὰ δῆ˙ ὁ στρατηγὸς ἄνθρωπος; Ποτέ. Ἢ τὸ ἕνα ἢ τὸ ἄλλο. Δὲν ἀναγνωρίζει οὐσιαστικὰ τὴν ἀνθρώπινή του ὑπόσταση˙ ἐσωτερικῶς εἶναι γυμνός. Εἶναι μόνον ἕνας ρόλος-μάσκα, μία κρεμάστρα, ποὺ σὲ λίγο θὰ κρεμάσουν ἐπάνω της τὴν στολή, γιὰ νὰ βρεθῆ καὶ πάλι νὰ παίζη ἀνέμελος, σοβαρὸς καὶ παντοδύναμος. Ἐὰν γιὰ τὸν Ἀποστόλη καὶ τὸν ἰδιαίτερο, ὁ ρόλος εἶναι τὸ καλούπι ἐκεῖνο ποὺ χρησιμεύει γιὰ τὴν προσποίησή τους, τὸ ψεῦδος καὶ τὸ κρύψιμό τους, γιὰ τὸν στρατηγὸ ἡ μάσκα εἶναι αὐτὴ ποὺ τὸν ἀποκαλύπτει ὡς μίαν ἀλήθεια, ποὺ μὲ ἄλλον τρόπο, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ φανερωθῆ, μὲ τίμημα ὅμως τὴν ἀπώλεια τοῦ πραγματικοῦ. Γιὰ νὰ εἶναι ἴδιος πρέπει νὰ εἶναι κάτι πέρα ἀπὸ τὴν συμπτωματική του συνθήκη, νὰ φαίνη στὰ ἔσχατα, σὰν χορευτὴς ἢ τραγουδιστὴς ρεμπέτικου˙ καὶ ὁ στρατηγὸς εἶναι ἄνθρωπος τοῦ ρεμπέτικου.
Κουμπιὰ λείπουν ἢ εἶναι ἄρραφτα, τὰ παπούτσια ἀγυάλιστα καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα λείπει τὸ λοφίο ἀπὸ τὸ πηλήκιο. Στὸ κρισιμώτατο αὐτὸ σημεῖο, ὁ στρατηγὸς ἐπαναφέρει τὴν γνωστὴ παιδική του ψυχή: «Ἐγὼ θέλω λοφίο, λοφίο, ποὺ εἶναι τὸ λοφίο, ἐγὼ θέλω λοφίο!» καὶ στέλνει τὴν Πόπη μὲ ταξί, πληρωμένο μὲ τὰ χρήματα τοῦ λογαριασμοῦ τῆς Ἠλεκτρικῆς, σὲ ἕναν ἄλλο στρατηγό, νὰ τοῦ φέρη ἄλλο πηλήκιο –οἱ διαμαρτυρίες τῆς γυναίκας του: «Τὸ βράδυ, στὸ κρεββάτι, θά σου βάλω τὸ λοφίο νὰ διαβάσης τὴν ἐφημερίδα», ἀκούγονται σὰν ἀπὸ τὸ πηγάδι, ὑπόκωφες, μακρινές, σὰν ἀπὸ ἄλλον κόσμο.
Ὡς Ἕλλην, δηλαδὴ τρομερὰ ἀνυπόμονος καὶ ταὐτοχρόνως ἄνθρωπος τῆς τελευταίας στιγμῆς, διαπιστώνει πώς, παρὰ τὶς φιλότιμες προσπάθειες συζύγου καὶ κόρης ποὺ τοῦ λύνουν τὰ χέρια, τίποτε δὲν εἶναι ἕτοιμο. Ὁ Λάμπρος θέλει, εἰ δυνατόν, νὰ λυθοῦν ὅλα μονομιᾶς, τὴν τελευταία στιγμή, γιὰ νὰ μὴν χρειασθῆ καὶ γιὰ νὰ μὴν προλάβη ὁ ἴδιος νὰ ἀλλάξη ἀπὸ τὴν διαδικασία καὶ τὴν ὀργάνωση τοῦ χρόνου, ἐξ οὗ καὶ τὸ ψυχόδραμα ἀπαλλαγῆς ἀπὸ τὴν ροϊκότητα τοῦ χρόνου ποὺ παίζει –ἀκόμη καὶ τὴν τελετή-μύηση θὰ ἤθελε νὰ παρακάμψη, φθάνει, ἄνευ διαδικασίας καὶ προσωπικῆς ἐμπλοκῆς στὰ δρώμενα, νὰ ἔλθη τὸ ἔσχατον χωρὶς νὰ ταράξη τὸ παρόν του. Ἐξ αὐτοῦ καὶ ἡ ψυχαναγκαστικὴ νεύρωση τῆς ἐπαναλήψεως –λόγων, παιγνιδιῶν καὶ πράξεων οἱονεὶ τελετουργικῶν–, ποὺ ἐπιστρατεύεται, ὅποτε βρίσκεται ἀντιμέτωπος μὲ τὴν ἀνάγκη παρουσίας του στὸν χρόνο. Μὲ τὸν μηχανισμὸ αὐτόν, ἀπὸ τὴν μιὰ κρατεῖται πιστὸς στὸν ἑαυτό του, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἐμποδίζει τὴν ἀπώλεια τῶν νηπιακώτερων ἐνδοβεβλημένων ἀντικειμένων ἀγάπης καὶ ἐξαρτήσεως. Ὁ ψυχαναγκασμὸς τῶν ἐπαναλήψεων, εἶναι ἡ ἄρνηση τοῦ χρόνου.
Τὴν ἀχρονικότητα αὐτή, ὡς τὴν κατ’ ἐξοχὴν πραγματικότητα, τὴν ἀπαγορευτικὴ τοῦ χρόνου καὶ τὴν κατευναστικὴ τοῦ ἄγχους του, τὴν βρίσκει στὴν τελετουργία καὶ στὴν ἀκριβῆ τήρηση τοῦ ἐθιμοτυπικοῦ. Οἱ τελετουργίες (διάβαζε: μαζικοὶ νευρωτικοὶ σχηματισμοί) δὲν εἶναι μέσα ἄλλα αὐτοσκοποί, ὅπου ὁ τύπος εἶναι ἡ οὐσία. Ἐπιβεβαιώνουν τὴν κοσμικὴ τάξη, εἰδικῶς ὅταν αὐτὴ ὑπάρχει ὡς εἰκόνα τῆς ὑπερφυσικῆς τάξεως –στὸν μεσαιωνικὸ Ἑλληνισμό, κληροδότης τοῦ νεοελληνισμοῦ, ἡ τελετουργία καὶ ἡ τελετουργικὴ ζωὴ συνιστοῦσαν παράδειγμα, ὄχι ἀντανάκλαση τῆς κοινωνικῆς ζωῆς–, προσδίδουν δὲ καὶ τὴν μέγιστη συνοχὴ καὶ τὴν μέγιστη συνείδηση σταθερότητος, ἀφοῦ συμπυκνώνουν χρόνο καὶ πράξη σὲ μία ἀσάλευτη συνθήκη ὑπάρξεως συμβολικῆς τάξεως –στὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ποὺ δὲν θὰ μπορέση νὰ ἀντισταθῆ στὸν Ἀποστόλη, ποὺ μοιάζει νὰ ἔχη γεννήσει τὸν Λάμπρο σὰν σφάγιο γιὰ μία τελετή, ὅπου πρωταγωνιστής, τελετάρχης, θῦμα καὶ θύτης θὰ εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λάμπρος Δεκαβάλλας.
Τὸ ἄγχος γιὰ τὴν ὀρθότητα τῆς τελετῆς τὸν προφυλάσσει ἀπὸ τὸ ἄγχος του γιὰ τὸν χρόνο. Πάντα ὑπάρχει κίνδυνος στὶς μεταβατικὲς καταστάσεις κάτι νὰ μὴν πάη καλά, ἢ νὰ μὴν γίνη μὲ τὸν πρέποντα τρόπο, πόσῳ μᾶλλον ὅταν πρόκειται γιὰ μία τελετὴ ἀποκαλυπτηρίων, ὅπου ὁ ἀποκαλυπτόμενος θὰ ἦταν αὐτὸς ὁ ἴδιος, τὸ ἰδεατό του ἐγώ. Αὐτὸ ποὺ προκαλεῖ φόβο εἶναι ὅτι ἡ τελετουργία καὶ ἡ ἐθιμοτυπία θὰ ἀμαυρωθῆ, ἡ κοινωνικὴ ἀπόσταση ποὺ ἐπιβάλλει θὰ καταρρεύση, ὁπότε καραδοκεῖ ὁ τιτανομεγιστοτεράστιος καὶ ἀπειροπελώριος κίνδυνος νὰ ἀναδυθῆ ἡ προσωπικότης τοῦ ἀτόμου, διαλύοντας τὴν τυποποιημένη δημόσια ταυτότητά του. Καὶ αὐτὸ συμβαίνει, ὅταν ὁ ἄνθρωπος καὶ ἡ σημασία του ἔχουν ἐντελῶς χωριστὲς ζωές.
Ἡ μεσαιωνικὴ καὶ νεοελληνικὴ κοινότης προσέφεραν διαφόρους τρόπους ἀντιμετωπίσεως τῆς ἀγωνίας, ἀλλ’ ὄχι αὐτὸν ὅπου τὸ ἴδιο τὸ ἄτομο ἀναλαμβάνει τὴν ἴδια του τὴν ἀγωνία. Τὸ ἀπέτρεπε ἀπὸ αὐτό, καὶ ἐὰν συνέβαινε, ἀποπειρατικῶς καὶ μόνον κάτι τέτοιο, τὸ θεωροῦσε δαιμονισμό. Ὑπῆρχε πάντα ἡ διαμεσολάβηση τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν τελετουργικῶν της. Στοὺς ἀνθρώπους τῆς κοινότητος προέχει τὸ θάρρος γιὰ τὴν ὑπερνίκηση τῆς μοίρας καὶ τοῦ θανάτου, ὄχι ἡ ὑπερνίκηση τῆς ἀγωνίας καὶ τῆς ἀμφιβολίας, τῆς ἐλλείψεως τοῦ νοήματος. Στὴν Δύση, ὅμως, δὲν ἦταν πλέον ὁ ἡρωισμὸς τοῦ ἀνθισταμένου μάρτυρος σὲ μιὰν ἐξωτερικότητα, π.χ. στὴν ἐξουσία, ἢ σὲ μίαν ἐξωτερικὴ ἐσωτερικότητα, π.χ. διάβολος ἢ πειρασμοί, ἀλλὰ ἡρωικοὺς τοὺς καθιστοῦσε τὸ θάρρος τῆς ἐμπιστοσύνης˙ κακὸς θὰ θεωρηθῆ πλέον ὅποιος ἀρνεῖται νὰ ἀναλάβη τὸ ρίσκο τῆς ἐαυτότητος ὡς ἀποκάλυψη.
Ὁ Λάμπρος μπορεῖ νὰ ἑτοιμάζεται γιὰ ἀπογείωση, τὸ τέλος ἐγγύς, ἀλλὰ ἀλλοῦ˙ ἀλλοῦ καὶ ἀλλιῶς τὰ ἀποκαλυπτήρια˙ «μεγάλη στιγμὴ γιὰ μένα», λέει διφορούμενα. Ἐμφανίζεται ὁ Κώστας, ψεύτικος ὅπως πάντα. Δῆθεν ἡ ἀρρώστια τῆς μητέρας του, τὰ οἰκονομικά του, τὸ τέλμα… Ὁ Κώστας συνεχίζει νὰ κατασκευάζη πραγματικότητες γιὰ νὰ κρύβεται ἀνέτως καὶ ἀνενόχως, χωρὶς ποτὲ νὰ ἀναλαμβάνη τὴν εὐθύνη τῆς ὑπάρξεώς του. Ἡ Εἰρήνη ἀποπειρᾶται νὰ τὸν θέση πρὸ τῶν εὐθυνῶν του: «κι ὁ ἀρραβῶνας, Κώστα μου, δημιουργεῖ ὑποχρεώσεις», ἀλλὰ ἐπειδὴ αὐτὴ ἡ ὑποχρέωση ἔρχεται ἀπὸ τὴν κοινοτικὴ ἠθική, ὁ Κώστας τὴν παρακάμπτει, πλέον, μὲ εὐκολία –βρισκόμαστε στὰ 1958, ἡ ἐξατομίκευση ἔχει γίνει μὲ ἐνδοβολὴ ὄχι μὲ ἐσωτερίκευση καὶ τὸ ὑποκείμενό της εἶναι ἕνα φυσικὸ ἐγὼ μὲ φαντασιώσεις δικαιωμάτων παντοδυναμίας˙ ἐφ’ ὅσον μπορῶ, τὸ κάνω.
Ἡ Πόπη, μὲ ξαναβαμμένο τὸ φουστάνι της, ἔρχεται μὲ τὸ πηλήκιο γιὰ τὸν πατέρα της καὶ βλέποντας τὸν Κώστα τοῦ ζητεῖ ἐξηγήσεις γιὰ τὸ ὅτι ἐθεάθη στὸ αὐτοκίνητο τῆς Τζούλιας, τῆς κόρης τοῦ Ἀπόστολου καὶ ξαδέλφη της. Ὁ Κώστας δὲν δυσκολεύεται στὰ ψέματα καὶ στὶς δικαιολογίες. Ὅταν ἔρχεται, ὅμως, ἡ Τζούλια μὲ τὸν Ἀπόστολο, τὰ πράγματα περιπλέκονται, καθώς, μὴ συνεννοημένη μὲ τὸν Κώστα, προβάλλει ἄλλη ἐκδοχὴ ψέματος γιὰ τὸ περιστατικό. Ἡ Πόπη καταλαβαίνει, ἀλλὰ πνίγει τὰ αἰσθήματά της καὶ θυσιάζεται λόγῳ τῆς ἑορταστικῆς τελετῆς, γιὰ τὴν δόξα τοῦ πατέρα της. Ἡ μόνη ποὺ τὰ ἀντιλαμβάνεται ὅλα εἶναι καὶ πάλι ἡ Εἰρήνη. Ἡ Τζούλια, κόρη τοῦ μπαμπᾶ της, εἶναι μιὰ τυχοδιώκτρια τῆς παντρειᾶς, ποὺ θὰ «τυλίξη»-κατασπαράξη, κατὰ τὴν συνήθη ἔκφραση, τὸ κελεπούρι-ἀρριβίστα γιατρό, τὸν Κώστα. Μὲ τὸ λάφυρο ὑπὸ μάλης, μπορεῖ νὰ παρελαύνη τὴν ματαιοδοξία της στὰ μάτια τῶν ὁμοίων της, ἀποθῶντας, ἀλλ’ ὄχι νικῶντας, τὸ αἴσθημα τῆς ἐγγενοῦς μειονεξίας της. Τὸ αἴσθημα αὐτὸ τῆς τὸ ἔχει γεννήσει κάτι ἀκόμη πιὸ πρωτογενὲς καὶ κινητήριο ὅλου τοῦ ψυχισμοῦ της, ὁ φθόνος. Φθόνος καὶ στοματικὴ ἀπληστία πορεύονται ὁμοῦ καὶ ἡ Τζούλια ἐμφανίζεται νὰ ἀναγνωρίζη μόνον μία σχέση μὲ τὰ πρόσωπα καὶ τὰ πράγματα, τὸ δάγκωμα, τὸ καταφάγωμα ἀπὸ τὸν ἄλλον, ἀπὸ τὸ σῶμα τῆς μητέρας δηλαδή, καθέτινος καλοῦ μὲ σκοπὸ νὰ ἀφήση μόνον κακό –καὶ ἐνίοτε κυριολεκτικῶς μόνον κόπρανα–, νὰ ἀφήση τὸν ἄλλον ματαιωμένο, νὰ τοῦ σβήση τὴν ὕπαρξη. Μὲ τὴν λαφυραγώγηση τοῦ ἄντρα τῆς Πόπης, ἐπαναλαμβάνει, μὲ καθηλωτικὸ τρόπο, τὸν φθόνο της ποὺ τῆς γεννήθηκε ἀπὸ τὸν ἀνταγωνισμό της μὲ τὴν μητέρα γιὰ τὸν πατέρα. Κώστας καὶ Τζούλια συναπαρτίζουν ἕνα ζεῦγος διαλυτικό, ἀγαστῶς σύμφωνο νὰ ἀναπαράγη ἐπὶ τὰ χείρω τὴν ἤδη ὑπάρχουσα ἀποσύνθεση τῶν γονέων τους. Μὲ τὸ νὰ διαιωνίζουν τὰ πλέον εὐτελῆ χαρακτηριστικὰ τῶν γονέων, τοὺς κρατοῦν σὰν ἀμετακίνητα ἀντικείμενα ἀγάπης καὶ μίσους, ὁμοῦ, καὶ ἔτσι ἀποφεύγεται ὁ καταποντιστικὸς στὴν ἀπόγνωση τῆς ἐγκαταλείψεως καὶ στὴν ἐνοχὴ –σωτήριος ὅμως σὲ ἄλλες κουλτοῦρες– χωρισμὸς ἀπὸ αὐτούς. Ἔτσι περνάει ἡ ἐνοχή τῶν προγόνων στοὺς ἀπογόνους. Διὰ τῆς ταὐτίσεως μὲ τὶς ἐνοχές, τὶς ὑστερήσεις, τὶς καχεξίες, τὰ τραύματα τῶν γονέων, γίνεται καὶ ἡ σύνδεση τῶν γενεῶν. Ἡ παράδοση, ἐξ αὐτῆς τῆς ἀπόψεως, δὲν εἶναι τίποτε ἄλλο παρὰ ἕνα μάτσο μεταδιδόμενα τραύματα˙ ἡ πρὸ δομήσεως ἐγὼ καὶ ἀντικειμένου ταὔτιση μὲ τὶς παράνοιες, τὶς νευρώσεις τὶς ἐνοχὲς τῶν παλαιοτέρων. Ἐξ οὗ καὶ ἡ αἴσθηση ὅτι αὐτὸ ποὺ πράττουν ὡς νέοι, ἡ Τζούλια καὶ ὁ Κώστας, σχετίζεται μὲ τὴν φθορά, ἡ ὁποία ἔχει ἐπέλθει ἤδη στὸ ἐσωτερικὸ τῶν μεγαλυτέρων. Ὡς κοινωνικὸς ρυθμός, πλέον, Τζούλια καὶ Κώστας θὰ κρυσταλλώσουν ἕναν ψυχισμὸ χειρότερο τοῦ Ἀποστόλη, αὐτὸ τοῦ φαντασιακῶς διαγαλαξιακοῦ σημερινοῦ τύπου Νεοέλληνος, τοῦ ‘‘δὲν ὀφείλω τίποτε, δικαιοῦμαι τὰ πάντα καὶ οὐαὶ καὶ ἀλλοίμονον σὲ ὅποιον θέσει ὅρια μεταξὺ ἐμοῦ καὶ τοῦ ἀπείρου˙ ὁ κόσμος τοῦ φυσικοῦ, ἀλλὰ πεφυσιωμένου πλέον ἐγώ μου δὲν σταματάει πουθενά, γιατί φθάνει μέχρι τὴν ἄκρη τῶν δακτύλων μου’’.
Τζούλια καὶ Κώστας θὰ πιαστοῦν χέρι-χέρι, κρυμμένοι πίσω ἀπὸ τὴν σημαία. Τὸ σύμβολο κατακαλύπτει κάθε ἀτομικότητα. Κάθε συγκεκριμένο θυσιάζεται ἤ, μὲ τὸν καιρό, μαθαίνει νὰ χρησιμοποιῆ τὸ συμβολικὸ καὶ τὴν ἀπολίθωσή του γιὰ νὰ κραταιώνη τὸ νηλεὲς ἐγώ του. Βλέποντάς τους ἡ Πόπη ταράζεται ἀπὸ τὸ σόκ, ἀλλὰ δὲν ξεσπᾶ –θὰ καταρρεύση ἀργότερα. Ἡ δὲ Εἰρήνη εἶναι οὐσιαστικὰ ἀποσυρμένη, σὰν τὴν Κασσάνδρα μὲ τὶς μαντεῖες της.
Ὁ χρόνος ἔχει ἀρχίσει νὰ κυλᾶ, κατ’ ἑτερογονίαν σκοποῦ, εἰς πεῖσμα καὶ ἐξ αἰτίας ἑνὸς χρόνου ἀχρόνου, ἀκινησίας, αὐτὸν τῆς τελετῆς, ἀποκαλύπτοντας τὸν καθένα στὴν ἀλήθειά του. Τὰ ἀποκαλυπτήρια εἶναι γιὰ ὅλους. Ἔρχεται ὁ ἰδιαίτερος. Ὁ ὑπουργὸς μὲ τὴν γυναῖκα του καὶ τὸ αὐτοκίνητό του. Οἱ πρόσκοποι στὴν θέση τους. Ἡ μπάντα παιανίζει. Κόσμος. Ἐπίσημοι. Λόγος. Ἀποκαλυπτήρια ἀγάλματος, πάντων καὶ πασῶν. Ἐθνικὸς ὕμνος. Ὁ στρατηγὸς Λάμπρος Δεκαβάλλας δακρύζει˙ ὁ μόνος ποὺ ζῆ τὰ πάντα πραγματικά, σὰν παιδὶ ποὺ παίζει. Ἀντίστροφη πορεία. Ξαναπαιανίζει ἡ μπάντα –‘‘Μαύρη εἶν’ ἡ νύχτα στὰ βουνά’’. Ὁ ὑπουργός, ἡ γυναῖκα του καὶ τὸ αὐτοκίνητό του φεύγουν. Ἐπίσημοι καὶ κόσμος διαλύονται στὰ ἐξ ὧν συνετέθησαν. Ἡ συλλογική μας νεύρωση ἔλαβε τέλος. Σεμνὴ τελετή, κυνικὴ διεκπεραίωσις. Στὸν τύπο βρίσκεται ἡ οὐσία. Ὅλοι εὐχαριστημένοι.
Στὸ σπίτι, ὁ Λάμπρος, ἔμπλεως χαρὰς καὶ ζῶντας τὸ γεγονὸς μὲ ἀνυπόκριτη παιδικὴ καρδιά, προσφέρεται νὰ γίνη τὰ πάντα γιὰ τοὺς πάντες. Ἕλληνας πατρικὸς δεσπότης, ποὺ θεωρεῖ ὅτι τὸ τραπέζι του εἶναι στρωμένο γιὰ ὅλους, καὶ ὅλοι μοιράζονται τὴν δική του οὐσία, γι’ αὐτὸ καὶ αὐτοὶ δὲν μποροῦν ποτὲ νὰ αὐτονομηθοῦν, μένοντας γιὰ πάντα ἐξαρτημένοι˙ ἀκόμη καὶ ἂν ἐπαναστατήσουν ἐναντίον του, εἶναι ὑποχρεωμένοι νὰ τὸν ἐπαναλάβουν. Ἅπαντες, σχεδόν, δὲν συμμερίζονται τὴν χαρά του, ἀφοῦ γι’ αὐτοὺς εἶναι μία ἀκόμη καταναγκαστικὴ ὑποχρέωση, καὶ ὁ καθένας, ἀφοῦ πάρη αὐτὸ ποὺ θέλει, θὰ ἀποχωρήση, πλὴν τοῦ γλύπτη τοῦ ἀγάλματος. Πρὶν συμβῆ, ὅμως, αὐτό, τὸν λόγο ἔχουν οἱ φωτογράφοι, οἱ ὁποῖοι θέλουν στημένες πόζες, μὲ τὸν στρατηγὸ πότε μπροστὰ στὸ ἄγαλμα, πότε μὲ τὴν οἰκογένεια. Στὴν μὲν πρώτη περίπτωση, ὁ Λάμπρος, μὲ μία δόση χιοῦμορ, ἀστειεύεται καλόκαρδα, ἀγνοῶντας ὅτι προλέγει τὴν μοῖρα του, ἡ ὁποία μπλέκεται μὲ αὐτὴν τοῦ ἀγάλματος. Ἔτσι, ὅταν τοῦ προτείνουν τὴν πρώτη πόζα, στὸ μπαλκόνι ποὺ βλέπει στὴν πλατεῖα μὲ τὸ ἄγαλμα, δὲν φέρνει ἀντίρρηση: «Ὡραῖα, μπρὸς ἐγώ, πίσω τὸ ἄγαλμα»˙ ὁ Λάμπρος Δεκαβάλλας δὲν ἔχει ἀκόμη θυσιασθῆ στὴν εἰκόνα του, προηγεῖται τοῦ ἀγάλματός του. Ὅμως ὁ φωτογράφος, ἐπειδὴ ὁ Λάμπρος κρύβει τὸ ἄγαλμά του, τοῦ ζητεῖ νὰ πάη πιὸ πίσω καὶ μετὰ ἀκόμη πιὸ πίσω. Τότε τὸ πρόσωπο ἀντιδρᾶ στὸ προσωπεῖο, ἡ ἀτομικότης στὴν γενικότητα˙ θέλει νὰ κρατήση τὴν ἀνθρωπινότητά του, ἀκόμη καὶ ἐὰν αὐτὴ δὲν συναρμόζεται μὲ τὴν ἁγιότητα-ἡρωϊκότητα, ἡ ὁποία, καθὼς φαίνεται, δὲν ἐνδιαφέρεται νὰ περιχωρήση τὸν συγκεκριμένο ἄνθρωπο Λάμπρο. Μπορεῖ νὰ ὑφίσταται καὶ ἀπὸ μόνη της καὶ μάλιστα καλλίτερα ἀφηρημένου τοῦ ἀνθρώπου. Μὲ χιοῦμορ, προλέγει τὴν μοῖρα του, ἀλλὰ καὶ ἀποκαλύπτοντας, ἄθελά του, τὸν λόγο γιὰ τὸν ὁποῖο ἀνεγείρονται τὰ ἀγάλματα: «Ἀκόμη δυὸ βήματα πίσω, θὰ πάρετε μονάχα τὸ ἄγαλμα κ’ ἐμένα θὰ μὲ μαζεύετε μὲ τὸ κουταλάκι», ἀφοῦ θὰ ἔπεφτε κάτω ἀπὸ τὸ μπαλκόνι˙ τὸ γενικὸν θέλει τὴν θυσία τοῦ εἰδικοῦ γιὰ νὰ ὑπάρξη μόνο του. Ἡ ἁγιότης καὶ ἡ ἡρωϊκότης δὲν ἔχουν ἀνάγκη τὸν συγκεκριμένο ἅγιο καὶ ἥρωα γιὰ νὰ σταθοῦν, παρὰ μόνον γιὰ νὰ τὶς ὑπηρετοῦν, ἀφοῦ τοὺς ἀφαιρέσουν, σὰν μεταφυσικὰ βαμπίρ, τὴν ἀνθρώπινή τους ὕπαρξη, σῶμα, ψυχή, πνεῦμα καὶ λόγο. Ὀνόματα δίχως πράγματα, πράγματα δίχως ὀνόματα˙ χάος˙ τὸ ἐλληνορθόδοξο πρόβλημα, σὰν ὀδύνη, ἀναδύεται ἐκτύπως.
Θεολογικῶς: πρὸς τί ἕνας Χριστὸς ποῦ ἀπαιτεῖ τὴν θυσία-ἀφαίρεση τῆς σωτοψυχῆς τοῦ ἀνθρώπου; Πρὸς τί μία σωτηρία ποὺ δὲν περιλαμβάνει τὸν σωματάνθρωπο; Χριστός, σωτηρία, ἁγιότης καταντοῦν παγιωμένοι τύποι, σὰν ἀρχαία ἀγάλματα, σὰν ἀρχαῖοι θεοί˙ αὐτάρκεις, κλειστοὶ στὴν τελειότητά τους καὶ ἀδιάφοροι γιὰ τὰ ἀνθρώπινα. Σὲ μιὰ τέτοια περίπτωση, μόνον ἡ ὀρθοπραξία μετρᾶ˙ ἡ τελετουργία νὰ εἶναι σωστή… Ἡ ἐξωλογικὴ ἀγάπη τοῦ Ντοστογιέφσκυ γιὰ τὸν Χριστό, ὅπου, ἀκόμη καὶ ἂν αὐτὸς ἦταν στὴν Κόλαση, θὰ τὸν ἀκολουθοῦσε ἐκεῖ καὶ ὄχι στὸν Παράδεισο, παραπέμπει σὲ ἕναν ἄνθρωπο ποὺ θέλει νὰ ζήση ὁ ἴδιος στὴν Ἀνάστασι καὶ ὄχι τὸ ἐνάρετο ἄγαλμά του˙ ἄλλως, σὲ μία ἐμμενῆ ὑπερβατικότητα, ὅπου τὸ πρόσωπο καὶ ἡ ἀλήθεια τοῦ αἰσθήματός του προηγοῦνται ὁτινοσδήποτε ἄλλου.
Ὁ Λάμπρος, μόλις τώρα, ἀρχίζει νὰ ἀφυπνίζεται, ἔχει ὅμως ἀκόμη δρόμο νὰ διανύση. Μπροστά του, πρὸς τὸ παρόν, ἔχει τὸν σωσία του εἰς τύπον ἁγίου˙ νιώθει τὸν θανάσιμο κίνδυνο. Δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ περίπτωση διδύμων, ὅπου, φυλακισμένοι οἱ δυό τους σ’ ἕνα παιγνίδι μὲ καθρέφτες, δυσκολεύονται στὴν ἐξατομίκευση –χωρὶς κάτι τέτοιο καὶ νὰ ἀποκλείεται. Ἐδῶ, ὅμως, ὁ σωσίας, ἀπὸ ἐγγύηση βεβαιότητος ἑνὸς καλλιτέρου ἑαυτοῦ γίνεται γρήγορα ἡ προαγγελία θανάτου. Μὲ τὸν σωσία, τὸ ἐγὼ νομίζει πὼς ἔχει νὰ κάνη μὲ ἕναν ἐξωτερικὸ ἐχθρό, ὁ ὁποῖος ἀρχικῶς προέβαλε ὡς ὁ καλλίτερος ἑαυτός-alter ego, ἐνῶ, στὴν πραγματικότητα, ἀντιμάχεται ἕνα κομμάτι τοῦ ἑαυτοῦ, τὸ ὁποῖο προβάλλει ὡς καθολικότης, μόνον ποὺ τώρα, αὐτὴ ἡ προβαλλομένη καθολικότης, ἀφοῦ τὸν ἔχει ἀποστάξει, τὸν πετᾶ σὰν ἄδειο κέλυφος, σὰν μία σκάλα ποὺ ἀφοῦ τὴν χρησιμοποίησε γιὰ νὰ ἀνεβῆ ἐκεῖ ποὺ ἤθελε, τὴν πετᾶ ἄχρηστη στὴν ἄκρη˙ παράδοξη ἀντιστροφὴ τοῦ νομιναλισμοῦ, ὅπου ἐκεῖ τὸ συγκεκριμένο ἐπεφύλασσε αὐτὴν ἀκριβῶς τὴν τύχη στὸ γενικό, ἐνῶ ἐδῶ ὁ νομιναλισμὸς χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ σωθῆ τὸ γενικὸ ἀπὸ τὸ συγκεκριμένο.
Οἱ φωτογράφοι θέλουν, ὅμως, καὶ μία οἰκογενειακὴ φωτογραφία. Καθέκαστος, καὶ γιὰ δικούς του λόγους, ἀποφεύγουν τὴν συμμετοχή τους καὶ ἀποσύρονται. Ἡ Τζούλια, μὲ ἔκδηλη περιφρόνηση καὶ εἰρωνεία, μηδενίζει τὴν ὅλη κατάσταση, ὁ Κώστας προφασιζόμενος διάφορα μισόλογα καὶ ἐπιδεικνύοντας ἕναν καθωσπρεπισμὸ καὶ μία ντροπή, ποὺ θὰ ἤθελε νὰ ἔχη, ἀλλὰ δὲν ἔχει, ὁ δὲ Ἀποστόλης, προβάλοντας τὸ μακρινὸν τῆς συγγενείας του –Τζούλια καὶ Ἀποστόλης εἶναι ἐκφραστές τῆς κυρίαρχης ἐκδοχῆς ‘‘ἑλληνικὴ πυρηνικὴ οἰκογένεια: δαιμονία ἐκμετάλλευσις εὐκαιριῶν’’˙ ἦρθαν, ἅρπαξαν, ἔφυγαν. Ἄλλωστε ὁ Ἀπόστολος ἔχει μία παρουσία ἁλὰ-κὰρτ καὶ μία ἀπουσία ταμπλ-ντ’ ότ (table d’ hôte), υποχρεωτική, ἄνευ δυνατότητος ἐπιλογῆς. Μοιάζει νὰ φορῆ τὸ δακτυλίδι τοῦ Γύγη, γιὰ νὰ κρατῆ πάντας δεσμίους, ἐνῶ τὸν ἑαυτό του, κατὰ πάντα, ἀνεξάρτητον αὐτῶν, φαντασιακῶς˙ τὸ δρᾶμα του: νὰ βλέπη χωρὶς νὰ βλέπεται.
Οἱ ἄλλοι καταλαβαίνουν καὶ δὲν πράττουν –ὁμοιάζουν μὲ τοὺς Κινέζους ποὺ ἀναφέρει ὁ Χέγκελ γιὰ νὰ δείξη τὴν ἀπουσία τῆς ὑποκειμενικότητος καὶ τὴν ἐξ αὐτῆς τῆς ἀπουσίας προερχομένη ἀπάτη: ὁ φίλος ἢ ὁ συγγενὴς ἐξαπατᾶ τὸν φίλο ἢ τὸν συγγενῆ καί, ἐὰν ἡ ἀπάτη δὲν τελεσφορήση, κανεὶς δὲν τὰ βάζει μὲ τὸν ἐξαπατῶντα˙ τόσο κατάδηλος ἡ περιφρόνησις τοῦ ἀτόμου–, ὁ Λάμπρος δὲν καταλαβαίνει καὶ δὲν πτοεῖται˙ ἔχει ξαναγίνει παιδί, εἶναι ὅλος μέσα στὸ παιγνίδι του: «Τώρα, ἂς πεθάνω, καὶ ἄγαλμα ἔγινα καὶ πλατεῖα ἔγινα… νὰ δῶ καὶ τὴν Πόπη μου παντρεμένη…»˙ πληρότης ἀπλήρωτη. Ὁ στρατηγὸς εἶναι ἕνας στρατηγὸς τῆς κοινότητος, ἐπιβεβαιώνοντας τὸ παλαιὸν ρητὸν πὼς ὁ ἄνθρωπος τῆς κοινότητος ζοῦσε δι’ ἕναν ἔπαινον καὶ ἐπέθαινε δι’ ἕνα τραγούδι.
Ὁ ἰδιαίτερος μὲ τὸν Ἀποστόλη δὲν φαίνεται νὰ ἔχουν τελειώσει μὲ τὸν Λάμπρο. Στὸ ἴδιο μοτίβο, ἀλλὰ αὐτὴ τὴν φορὰ θέλουν ἀπὸ τὸν στρατηγὸ τὸ σπαθί του γιὰ μιὰ δῆθεν ἔκθεση πολεμικῶν ἀντικειμένων. Ὁ Ἀποστόλης φροντίζει νὰ τὸν κάνη νὰ αἰσθανθῆ μοναδικὸς καὶ ἀνεπανάληπτος: «Κι ἄλλες τιμὲς καὶ δόξες ξάδελφε…, κι ἄλλες τιμὲς καὶ δόξες». Ὁ Ἀποστόλης ἐνδιαφέρεται ἀκραιφνῶς καὶ μόνον γιὰ κάποιο πρᾶγμα, στὸν βαθμὸ ποὺ μπορεῖ νὰ ἀποκομίση κάτι ἀπὸ αὐτό, συνδέοντας τὴν ὕπαρξη τοῦ ἀντικειμένου μὲ τὸ πάντα ὑπερδιεσταλμένο στὴν αἰωνιότητα παρόν του˙ ἕνα παρὸν αὔταρκες καὶ πλῆρες ἀπὸ τὸν ἴδιο.
Ἐξ οὗ καὶ τὸ γεγονὸς ὅτι στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία δὲν ἀνεπτύχθη τὸ χόμπυ, ἀλλὰ ἀντιθέτως κατεκράτησε τὸ μεράκι, ἔννοια παντελῶς διαφορετικὴ ἀπὸ αὐτὴν τοῦ χόμπυ. Κινητήριος δύναμη καὶ βάση τοῦ μερακιοῦ εἶναι ἡ μελαγχολία, ἡ ἀπόσυρση ἀπὸ τὸν κόσμο. Ὁ μερακλὴς εἶναι ἕνας παθητικὸς τύπος ποὺ δὲν ἀντέχει τὴν πίεση τοῦ χρόνου˙ ὅταν καταλάβη πὼς ὁ χρόνος τὸν πιέζει, τὸν καλεῖ στὴν ἐγκοσμιοποίηση, τότε γίνεται καταθλιπτικός. Θέλει τὴν ἀναγνώριση καὶ γι’ αὐτὸ πολλὲς φορὲς βάζει τὴν τέχνη του νὰ ὑπηρετήση τὸν ἰδιοτελῆ του σκοπό, τὴν ἐπίδειξη τῆς πρωτιᾶς του. Εἶναι ἄβουλος καὶ μιὰ κοινωνία μερακλήδων εἶναι μιὰ κλειστὴ κοινωνία, προστατευμένου περιβάλλοντος, ἡ ὁποία δὲν ἀναγνωρίζει ἀξίες ποὺ χρήζουν ἐγκοσμιοποιήσεως. Ὅ,τι δὲν τοῦ ζητεῖ ἀλλαγὴ εἶναι ἀποδεκτό, ἀλλὰ μόλις κάτι ἀπὸ τὸν χῶρο τῆς ἀληθείας καὶ τῆς τέχνης διεκδικεῖ σάρκα ἐξοβελίζεται. Τὸ γλέντι εἶναι ἡ ἔκφρασή του˙ σκόρπισμα ἑαυτοῦ καὶ μπεγλέρισμα τοῦ χρόνου ἐκ θέσεως ἰσχύος, αὐτῆς τοῦ διαγραφέως τοῦ κόσμου. Ὁ Ἀποστόλης εἶναι διαφθορέας ἀπὸ μεράκι.
Ἀντιθέτως τὸ χόμπυ προϋποθέτει τὸν ἐγκόσμιο καὶ μόνον χρόνο, ἀνιδιοτέλεια προερχομένη ἀπὸ μιὰν ἐμμενῆ ἀνθρωπινότητα, ἀνεξαρτήτου κοινωνικῶν κανόνων καὶ ρόλων, καὶ μιὰν ἀξιοπρέπεια, ὁριζομένη, κατὰ τὸν Κάντ, ἀπὸ τὴν ἀνεξαρτησία της ἀπὸ τὴν ἰδιοτελῆ φύση. Τὸ ὑποκείμενο τοῦ χόμπυ δὲν καθορίζεται ἀπὸ τοὺς σκοπούς του˙ αὐτὸ τὸ ἴδιο εἶναι πηγὴ τῶν ἀξιῶν, ἀκριβῶς γιατί δὲν ταὐτίζεται μὲ αὐτούς. Ἐπειδὴ ἀκριβῶς εἶναι ὑποκείμενο ποὺ διαθέτει σκοποὺς καὶ ὄχι ἀντικείμενα ποὺ κατέχονται ἀπὸ αὐτό, ἔχει χαρακτηριστικὰ τὰ ὁποῖα δὲν ἀποτελοῦν συστατικὰ γνωρίσματά του. Στὸ χόμπυ, τὸ ὑποκείμενο ἔχει, κατ’ οὐσίαν, ὡς ἀντικείμενο τὸν ἴδιό του τὸν ἑαυτό, ἀνιδιοτελῶς.