Στις 10/10/2020 ο θεατρικός συγγραφέας Δημήτρης Δημητριάδης δημοσίευσε ένα απίστευτης βίας άρθρο με τον εύγλωττο και προκλητικό τίτλο: «Στη θέση της Χρυσής Αυγής θα έπρεπε να καταδικαστεί ο Σύριζα». Ο τίτλος, ακόμα κι αν προέρχεται από την σύνταξη, επαναλαμβάνει πάντως την πρώτη φράση του κειμένου: «Στην θέση της Χρυσής Αυγής, η οποία δικάστηκε και καταδικάστηκε ως εγκληματική οργάνωση, θα έπρεπε, εάν υπήρχε στοιχειώδης πολιτική νοημοσύνη, να δικαστεί και να καταδικαστεί ο ΣΥΡΙΖΑ.» Υπάρχει στη φράση αυτή κάτι το παραληρηματικό, που την κάνει να λειτουργεί ως *lapsus: μπορεί κανείς να πιστεύει ότι υπάρχουν λόγοι να καταδικαστεί ο Σύριζα, πολιτικά, ή ακόμα και να δικαστούν, όχι ο Σύριζα, αλλά όσοι ενδεχομένως, αν αυτό σταθεί δυνατό να αποδειχθεί, στηριζόμενοι στην πολιτική επικράτηση του Σύριζα ή για να την διαιωνίσουν, επέτρεψαν στον εαυτό τους κατάχρηση εξουσίας. Αλλά το: «στην θέση της Χρυσής Αυγής» είναι απόλυτα παραληρηματικό – δεν υπάρχει κανένας απολύτως λόγος στον κόσμο να καταδικαστεί ο Σύριζα «στη θέση» της Χρυσής Αυγής. Πρόκειται για lapsus, αλλά ένα lapsus φανερώνει πάντα κάτι∙ τι φανερώνει εδώ;
Η εύκολη κριτική θα ήταν να πει κανείς ότι ο λόγος του lapsus είναι πως κατά βάθος ο Δημητριάδης συμπαθεί τη Χρυσή Αυγή και λυπάται για την καταδίκη της. Η συνέχεια του κειμένου του περιέχει στοιχεία που εμφανή στόχο έχουν να εξορκίσουν αυτή την ερμηνεία, και δεν προτίθεμαι να υποδυθώ τον ψυχαναλυτή σε βαθμό που να αμφισβητήσω την ειλικρίνειά τους. Πιστεύω ότι η πηγή του ολισθήματος του Δημητριάδη είναι άλλη. Θα προσπαθήσω να πω ποια, μόνο γιατί νομίζω ότι αφορά όλους μας.
Στα αξεχέρσωτα χωράφια της υπαίθρου μας, μια ακτίνα του ήλιου που περνάει μέσα από ένα σπασμένο γυαλί, ξεχασμένο εκεί από κάποια αμέριμνη κατανάλωση μπύρας ή κρασιού, συχνά ανάβει φωτιές δυσθεώρητες. Τα ξεχασμένα του ψυχικού μας κόσμου, μέσα από τα οποία περνάνε ακτίνες σκότους και ανάβουν φωτιές πολλαπλάσια καταστροφικές – μ’ αυτά ποιος ασχολείται; Το άρθρο του Δημητριάδη είναι ένας φακός μέσα από τον οποίο πολλαπλασιάστηκε μια δύναμη που υπάρχει στο τοπίο του ελληνικού ψυχισμού και ψάχνει ευκαιρία να εκδηλωθεί. Δείχνει, σε μια παθολογική πύκνωση, όπως οι ήρωες των έργων του, κάτι πραγματικό. Ο Δημητριάδης βασανίζεται από το μίσος που αισθάνθηκε να κατευθύνεται προς τον ίδιο και απαντά με μίσος. Θα ήθελε, όπως κάποτε και οι ήρωές του, να βγει από τον φαύλο κύκλο του μίσους, αλλά ακόμα δεν μπορεί.
Η βία του κειμένου του θα φανεί ακατανόητη στους περισσότερους ανθρώπους, οπαδούς του Σύριζα ή μη. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι σαν τους ήρωες του Δημητριάδη, ζουν μια κανονικότητα στην οποία οι αισθήσεις είναι αραιές, κάποτε απελπιστικά αραιές. Και θα προσπεράσουν τη βία που εκφράζει ο Δημητριάδης σαν κάτι που δεν τους αφορά. Θα ήθελα να πω: κακώς – αν είναι αυτοί που θεωρούν την πολιτική ένα απλό αλισβερίσι, ή αυτοί που την θεωρούν κάτι δευτερεύον σε σχέση με την ιδιωτική τους ζωή. Γιατί και οι δύο αυτές κατηγορίες προσπερνούν αδιάφορα το ουσιώδες.
Το ουσιώδες είναι ότι, συχνά, πολύ συχνά, οι «ιδέες» είναι ένα απλό πρόσχημα πίσω από το οποίο κρύβονται τα πιο αρχαϊκά και πρωτόγονα ένστικτα επικράτησης, ακόμα κι αν φοράνε δέρμα προβάτου για να φαίνονται καλοκάγαθα. Και μέσα στη νεοελληνική κοινωνία κυκλοφορεί πολύ διάχυτο μίσος. Αυτή είναι η πραγματικότητα που πρέπει να καταλάβουμε και την οποία ο Δημητριάδης φέρνει στην επιφάνεια αναλογικά (στην αναλογία της λεκτικής βίας) όπως οι μέχρι σημείου εγκληματικότητας παθολογικοί ήρωες την αλήθεια των οποίων δεν έπαψε να υπηρετεί με το θέατρό του, οι άνθρωποι που, όπως το έλεγε ο Νίτσε (πριν ο Ζιράρ αποκαλύψει την λειτουργία του αποδιοπομπαίου τράγου), είναι πιο χρήσιμοι από τους καλούς για την «κοινωνία», επειδή την συσπειρώνουν εναντίον τους.
Ο Δημητριάδης θα συσπειρώσει πολλούς εναντίον του. Μακάρι όμως να μην λειτουργήσει μόνο ως αποδιοπομπαίος τράγος αλλά και ως πηγή στοχασμού, όσο και οι τραγικοί ήρωές του.
Για να καταλάβουμε ότι ο μεγεθυντικός φακός της ευαισθησίας του δείχνει μια πραγματική παθογένεια της κοινωνίας μας, ότι επιστρέφει συμπυκνωμένο το μίσος που άλλοι αφήνουν να εκχέεται αδιόρατα και ανεξέλεγκτα – τόσο πιο αδιόρατα όσο η επιθετικότητά τους προβάλλεται πάνω στους «κακούς», που αν δεν υπάρχουν εφευρίσκονται, τόσο πιο ανεξέλεγκτα όσο η έντασή του διατηρείται σε σχετικά χαμηλά (συνήθως λεκτικά, σαν του Δημητριάδη, αν και όχι μόνο) επίπεδα. Και να σκεφτούμε ότι αυτό το μίσος κάποτε θα αποχτήσει την κρίσιμη μάζα που θα μας καταπιεί όλους, όπως στο παρελθόν. Υπάρχουν κοινωνίες στις οποίες αυτό το μίσος, μέσα από ιστορικές συνθήκες αιώνων, έχει καταπλακωθεί από υστερότερα ψυχικά στρώματα – και πάλι δεν εξαλείφεται ολοσχερώς και κινδυνεύει να βγει, μετά από κάποιο ψυχικό σεισμό, σαν λάβα που κατακαίει τα πάντα. Υπάρχουν άλλες όπου βράζει ακόμα κάτω από μια λεπτή κρούστα κανονικότητας. Η ελληνική κοινωνία απέχει πολύ από τις πρώτες, και άρα απέχει λιγότερο από τις δεύτερες. Και υπάρχουν σημάδια που δείχνουν ότι ο αρχαϊκός ψυχισμός της βράζει κάτω από την πολιτισμένη προβιά.
*lapsus: παραδρομή της γλώσσας