Σύμφωνα με τα δεδομένα του Ερευνητικού Κέντρου Pew, παρά τις εκκλήσεις για διαφοροποίηση της ροής των εσόδων, τα έσοδα του ιδρύματος Knight συνέχισαν να είναι ζωτικής σημασίας για την επιβίωση πολλών μη κερδοσκοπικών ειδησεογραφικών οργανισμών. Σχεδόν τα τρία τέταρτα των 93 μέσων ενημέρωσης που συμμετείχαν στην έρευνα στα τέλη του 2012 λαμβάνουν χρηματοδότηση από το ίδρυμα, πράγμα που για τις περισσότερες περιπτώσεις αντιστοιχεί με το μισό των συνολικών εσόδων της επιχείρησης. Επιπλέον, τα νέα στοιχεία του Ιδρύματος Knight σε μικρότερη ομάδα μέσων ενημέρωσης δείχνουν ότι ενώ η στήριξη από τα ιδρύματα μειώνεται για ορισμένους σταθμούς, παραμένει ακόμα η πιο σημαντική ροή εσόδων.

Ενώ οι συμμετέχοντες στην ανοικτή συζήτηση τόνισαν τη συνεχιζόμενη ανάγκη διαφοροποίησης της ροής εσόδων, ιδρύματα, όπως το John D. and Catherine T. MacArthur Foundation, δεν σκοπεύουν να σταματήσουν τις δεσμεύσεις αύριο. Στο ίδιο μήκος κύματος, βρίσκονται μερικοί χρηματοδότες αλλά και πρακτορεία ειδήσεων, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι μια δόση οικονομικής στήριξης είναι απαραίτητη για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. Εντούτοις, δήλωσαν ότι η επιχορήγηση βοηθάει τα μη κερδοσκοπικά μέσα ενημέρωσης να καινοτομούν.

Ορισμένα ιδρύματα είναι μάλιστα πρόθυμα να προβούν σε μακροπρόθεσμες δεσμεύσεις.

Εκπρόσωποι των χορηγικών ιδρυμάτων δήλωσαν με σαφήνεια ότι είναι έτοιμοι να εξετάσουν το ενδεχόμενο μακροχρόνιας χρηματοδότησης των μη κερδοσκοπικών δημοσιογραφικών οργανισμών. Η Elspeth Revere, αντιπρόεδρος του Ιδρύματος MacArthur για τις ειδικές πρωτοβουλίες στα θέματα που αφορούν τα ΜΜΕ και τον πολιτισμό, επεσήμανε ότι έχουν στηρίξει ορισμένους ειδησεογραφικούς οργανισμούς για 20-25 χρόνια. Ο Daniel Green, αναπληρωτής διευθυντής στρατηγικής του Ιδρύματος Bill & Melinda Gates, δήλωσε ότι πολύ πιθανό το Ίδρυμα Gates να έπραττε παρόμοια.

Ο πρόεδρος της ProPublica, Richard Tofel, εξέφρασε την αντίθεσή του για το κατά πόσο είναι πρόθυμος ο κάθε οργανισμός να δεσμεύει κεφάλαια για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα. «Οι θεσμικές βάσεις…σπεύδουν να σας υπενθυμίσουν ότι δεν μπορούν να σας χρηματοδοτούν για 20 συναπτά έτη», όμως αυτοί οι « ιδιώτες υψηλής καθαρής θέσης…υποστηρίζουν τον ίδιο σκοπό για πολύ, πολύ καιρό».

Ο επενδυτής σε κεφάλαια αυξημένου επιχειρηματικού κινδύνου, John Thornton, από την άλλη, διέκοψε τις μεγάλες οικονομικές επενδύσεις της Texas Tribune, την οποία θεωρούσε καθαρά νεοσύστατη εταιρία. Όμως, ισχυρίζεται ότι αυτό ήταν εξαρχής το σχέδιο και ότι ο οργανισμός στηρίζει τώρα το ένα τρίτο των εσόδων του στις επιχορηγήσεις. «Κατά τη γνώμη μου, αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι η ευαισθητοποίηση της νέας γενιάς επενδυτών μετοχικού κεφαλαίου», δήλωσε ο Thornton.

Ωστόσο, η μακροπρόθεσμη στήριξη συνοδεύεται από κάποιες προϋποθέσεις.

Μέλη της  κοινότητας των χορηγών επεσήμαναν ότι ορισμένοι χρηματοδότες έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να «βάλουν το χέρι στην τσέπη» υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Σύμφωνα με την Green, το Ίδρυμα Gates είναι πιθανότερο να παρέχει μακροπρόθεσμη στήριξη εάν ο δικαιούχος παρουσιάσει στο κοινό ένα θέμα που το ίδρυμα θεωρεί ως κορυφαία προτεραιότητα.

Κλείνοντας τη συζήτηση, ο αντιπρόεδρος του Ιδρύματος Knight για θέματα δημοσιογραφίας και καινοτομίας στα μέσα, Michael Maness, απευθύνθηκε άμεσα στους αξιολογητές που βρίσκονταν στην αίθουσα, λέγοντας ότι πρέπει να κάνουν καλύτερη δουλειά στον τομέα των καινοτομιών: «Υπάρχουν διαφορές μεταξύ μας αλλά, πιστεύω ακράδαντα…ότι οι βασικές δομές επαναλαμβάνονται και βρίσκονται σε πειραματικό στάδιο, κάτι που εμείς δεν βλέπουμε,ενώ πρέπει να δούμε». Για το λόγο αυτό, ο Maness ανακοίνωσε μια χρηματοδοτική πρόταση που θα ανταμείβει την καινοτομία.

Ορισμένα ειδησεογραφικά μέσα ενημέρωσης εξαρτώνται σε μόνιμη βάση  από τις επιχορηγήσεις απ’ ό,τι άλλα.

Η Texas Tribune, με το επιθετικά ποικίλο πρότυπο εσόδων της, μπορεί να αποτελεί εξαιρετική περίπτωση, την ώρα που άλλα μέσα ενημέρωσης εργάζονται προς αυτήν την κατεύθυνση. Ο Joel Kramel, διευθύνων σύμβουλος και συντάκτης της MinnPost, σημείωσε ότι η φιλοδοξία της Tribune να αυξήσει τα έσοδά της (από ροές εσόδων μη δωρητών, όπως εκδηλώσεις και κοινοπραξίες) θεωρείται μεγάλη ακόμα και σύμφωνα με τα πρότυπα άλλων πολιτιστικών μη κερδοσκοπικών οργανισμών, όπως είναι οι ορχήστρες και τα μουσεία, κάτι που μπορεί να είναι εξωπραγματικό για τους μικρότερους ειδησεογραφικούς σταθμούς.

Αυτό μπορεί να μην είναι απλώς εξωπραγματικό, μπορεί να είναι τελείως ξένο για αυτούς: Ο Kevin Davis, διευθύνων σύμβουλος και εκτελεστικός διευθυντής του Ερευνητικού Ειδησεογραφικού Δικτύου, Investigative News Network (INN), προέβη στη διάκριση μεταξύ των οργανισμών που καθοδηγούνται από την αποστολή και σε εκείνους που καθοδηγούνται από τα έσοδα. Υποστήριξε επίσης ότι οι μη κερδοσκοπικοί ειδησεογραφικοί οργανισμοί, που συχνά επικεντρώνονται στη ερευνητική δημοσιογραφία, βασίζονται στην αποστολή τους. «Εκείνο που προσδοκούμε» για αυτούς τους τύπος οργανισμών, «είναι να συνεχιστεί σε μεγάλο βαθμό η χορηγική στήριξη».

Ο Kramer συνοπτικά μίλησε για την ένταση γύρω από το ρόλο της οικονομικής στήριξης των ιδρυμάτων στη μη κερδοσκοπική δημοσιογραφία: «Νομίζω ότι η αναζήτηση χορηγών σε αυτό το οικοσύστημα είναι πολύ σημαντική σήμερα, και ας κάνουμε ό,τι μπορούμε για να μην εξαρτόμαστε από αυτούς».

Η ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας είναι κρίσιμης σημασίας, όμως για ορισμένους μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς αποτελεί έναν πολύ δύσκολο αν και αναγκαίο στόχο.

Η πλειοψηφία (54%) των μέσων ενημέρωσης που συμμετείχαν στην έρευνα του Ερευνητικού Κέντρου Pew εντόπισαν ότι οι μεγαλύτερες ανάγκες σε προσωπικό βρίσκονται στους τομείς της επιχειρηματικότητας, του μάρκετινγκ και της άντλησης πόρων. Ενώ σχεδόν τα δύο τρίτα (62%) δήλωσαν ότι «η μεγαλύτερη πρόκληση» είναι το να βρεθεί ο κατάλληλος χρόνος για αυτές τις δραστηριότητες. Τα στοιχεία του Ιδρύματος Knight υποδεικνύουν ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μη κερδοσκοπικών ειδησεογραφικών πόρων πηγαίνουν στη συντακτική πλευρά παραγωγής της δημοσιογραφίας, παραμελώντας έτσι το τεχνικό και επιχειρησιακό κομμάτι.

Μιά φυσική αδυναμία

Κανείς στην αίθουσα δεν αμφισβήτησε την αντίληψη ότι οι επιχειρηματικές δεξιότητες και ικανότητες είναι κριτικής σημασίας για το μέλλον της μη κερδοσκοπικής δημοσιογραφίας. Ωστόσο, ορισμένοι συμμετέχοντες έσπευσαν να επισημάνουν ότι εντόπισαν μιά φυσική αδυναμία σε μερικούς που εισήλθαν στο επάγγελμα.

«Προσωπικά έχω έρθει σε επαφή με πέντε από αυτούς (τους μη κερδοσκοπικούς ειδησεογραφικούς οργανισμούς)», δήλωσε η Feather Houstoun, ανώτερη σύμβουλος του Ιδρύματος Wyncote. «Απλώς δεν έχουν επιχειρηματικό μυαλό».

«Η Feather έχει απόλυτο δίκιο», δήλωσε ο Jeff Jarvis, διευθυντής του Κέντρου Επιχειρηματικής Δημοσιογραφίας Tow-Knight στην Ανώτατη Σχολή Δημοσιογραφίας του Πανεπιστημίου της Νέας Υόρκης. «Οι δημοσιογράφοι δεν σκέφτονται όπως οι επιχειρηματίες».

Ο Richard Tofel επεσήμανε ότι όσοι εισέρχονται στον κόσμο της μη κερδοσκοπικής δημοσιογραφίας, έχοντας ήδη δουλέψει στα εμπορικά μέσα ενημέρωσης μπορεί να παραλείψουν τη σημαντική διάκριση μεταξύ του κερδοσκοπικού και του μη κερδοσκοπικού τομέα: Η ικανότητα μιας κερδοσκοπικής εταιρίας να υφίσταται απώλειες με την πάροδο του χρόνου, τη στιγμή που διαμορφώνεται η αξία της «επιχείρησης», δεν ισχύει στο μη κερδοσκοπικό τομέα, ο οποίος επικεντρώνεται κυρίως στη διαχείριση του κέρδους και των εξόδων.

Και ενστικτωδώς, οι συντάκτες και οι διευθυντές αυτών των επιχειρήσεων τείνουν να δίνουν προτεραιότητα στο δημοσιογραφικό έργο, δήλωσε ο Kevin Davis του δικτύου INN, προσθέτοντας ότι ενώ αυτά τα μέσα ενημέρωσης αφιερώνουν σήμερα περισσότερο χρόνο στην επιχειρηματική δραστηριότητα σε σχέση με το παρελθόν, ωστόσο προβαίνουν σε αυτές τις δραστηριότητες με κάποια καθυστέρηση.

Η Susan Mernit του κέντρου Oakland Local συμφώνησε, επικαλούμενη το μικρό προσωπικό των δύο ατόμων και τις περιορισμένες ικανότητες που διαθέτει. «Δεν έχουμε τους πόρους για να μπορούμε να κάνουμε όσα πραγματικά θα θέλαμε σε ιδιωτικές φιλανθρωπίες και στήριξη των οικογενειών».

Η ιεράρχηση της επιχείρησης: Οι πρακτικές και η νοοτροπία

Παρατηρητές του μη κερδοσκοπικού τομέα εκφράζουν από κοινού το παράπονο ότι οι οργανισμοί, συμπεριλαμβανομένων όσων είναι επικεντρωμένοι στο ειδησεογραφικό μέρος, αισθάνονται την πίεση από ιδρύματα και ελεγκτικούς οργανισμούς προκειμένου να εστιάσουν το μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους στον τομέα του προγράμματος. «Οι οργανισμοί λιμοκτονούν», όπως δήλωσε η Kate Barr του Nonprofits Assistance Fund σε συνέντευξή της στο Ερευνητικό Κέντρο Pew. «Υπάρχει η έντονη τάση να λέμε [στους χρηματοδότες] ότι τα 80 με 90 λεπτά του κάθε δολαρίου που μας δίνουν πηγαίνουν στα προγράμματα».

Ωστόσο, μια “φιλανθρωπική” φωνή στην αίθουσα αμφισβήτησε αυτή την άποψη. «Για μένα, η οργανωτική πλευρά και αυτό που ονομάζουμε τεχνική βοήθεια», είπε ο Chris Daggett, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος του Ιδρύματος Geraldine R. Dodge, «είναι εξίσου ή περισσότερο σημαντικές από τις υπόλοιπες δραστηριότητες».

Κάποιοι πρότειναν ότι η επιμόρφωση ή η παροχή επαγγελματικών συμβουλών θα μπορούσαν να θεωρηθούν χορηγική στήριξη, κερδίζοντας έτσι την έγκριση τόσο των δημοσιογράφων όσο και των ιδρυμάτων. Η Elizabeth Green, αρχισυντάκτης στο EdNews Network, λαμβάνει ήδη αυτό το είδος βοήθειας. Η ίδια τους συμβουλεύει όλους να δουν έξω από τη μη κερδοσκοπική ειδησεογραφική σφαίρα για να μπορέσουν να εμπνευστούν. Η δική της πηγή έμπνευσης είναι οι νεοσύστατες τεχνολογικές επιχειρήσεις και ο εκπαιδευτικός τομέας.

Και τουλάχιστον μερικοί ηγέτες στον τομέα της μη κερδοσκοπικής δημοσιογραφίας μεταμορφώνονται από δημοσιογράφοι σε διευθυντές επιχειρήσεων. Ο Steve Beatty, συντάκτης στο The Lens, δήλωσε ότι «Ανήκω ανάμεσα σε αυτούς, που όπως είπε η Feather, δεν γεννήθηκαν για να διαχειρίζονται χρήματα». Ωστόσο, ο ίδιος πρόσθεσε ότι «Ορισμένα προγράμματα, μια ολέθρια σχέση, ο Kevin Davis και κάποιοι άλλοι συνεργάτες στο ΙΝΝ, με έκαναν να συνειδητοποιήσω ότι οι μέρες μου σαν δημοσιογράφος έχουν περάσει. Πρέπει να είμαι τώρα επιχειρηματίας».

Οι παρατηρήσεις του Beatty φάνηκαν να αντικατοπτρίζουν το συναίσθημα που συμμερίζονταν οι δημοσιογράφοι στην αίθουσα: τη θέληση να συμμετέχουν ενεργά στην επιχειρηματική πλευρά της δημοσιογραφίας, και την ταυτόχρονη αναγνώριση της πραγματικής ανάγκης για βοήθεια. Η έννοια των κοινών υπηρεσιών, όπως οι τεχνολογικές πλατφόρμες ή η παροχή επαγγελματικών συμβουλών μέσω των δικτύων των μη κερδοσκοπικών ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης, φάνηκε να έχει απήχηση όχι μόνο στα θέματα προσωπικού και πόρων που αντιμετωπίζουν πολλά μέσα, αλλά και στη γεφύρωση του χάσματος της γνώσης.

Ο μη κερδοσκοπικός τομέας αντιμετωπίζει μοναδικές τεχνολογικές προκλήσεις όσον αφορά την προσέγγιση και καταμέτρηση του κοινού

Όλα τα μέσα ενημέρωσης μάχονται γύρω από το πώς θα τονώσουμε τη συμμετοχή του κοινού στον ψηφιακό χώρο. Ο μη κερδοσκοπικός τομέας χωρίς να αποτελεί εξαίρεση, έχει να αντιμετωπίσει κάποιες μοναδικές προκλήσεις. Αρχικά είναι αντιμέτωπος με το θέμα του μεγέθους του προσωπικού. Πάνω από τα τρία τέταρτα (78%) των σταθμών που συμμετείχαν στην έρευνα ανέφεραν ότι απασχολούν πενταμελές ή και λιγότερο έμμισθο προσωπικό πλήρους απασχόλησης, πράγμα που περιορίζει τη χρήση εσωτερικών εμπειρογνωμόνων αλλά και καινοτομιών για τη μέτρηση του κοινού. Κατά δεύτερον, ο μη κερδοσκοπικός τομέας καθοδηγείται απ΄την αποστολή, πράγμα που σημαίνει ότι είναι απαραίτητη η μέτρηση όχι απλώς του μεγέθους του κοινού αλλά και της επιρροής που ασκεί η δημοσιογραφία λόγω της εμβέλειά της.

Η προσέγγιση του κοινού

«Χρειαζόμαστε προγραμματιστές», δήλωσε ο Brian Wheeler, που διευθύνει το περιορισμένο προσωπικό του μη κερδοσκοπικού μέσου ενημέρωσης Charlottesville Tomorrow, όπου εργάζεται ως εκτελεστικός διευθυντής με στόχο να βελτιώσει τη ψηφιακή εμπειρία για το κοινό του. Ήταν μια έκκληση που ακούστηκε στην αίθουσα, μετά την υπόδειξη ότι τα δίκτυα ειδησεογραφικών μέσων ενημέρωσης, όπως το INN ή το LION (Local Independent Online News Publishers), μπορούν να εφαρμόσουν από κοινού ένα πρόγραμμα στήριξης.

Άλλοι πάλι πρότειναν τρόπους για την επίλυση της έλλειψης διαθέσιμων πόρων. Η Susan Mernit προσέφερε μια πρακτική λύση για τους μικρούς σταθμούς: εάν δεν έχεις την οικονομική δυνατότητα να έχεις μια εφαρμογή για το κινητό, τουλάχιστον χρησιμοποίησε ένα σύστημα διαχείρισης περιεχομένου για μια βελτιωμένη εμπειρία. Η ίδια δήλωσε ότι η επισκεψιμότητα στην ιστοσελίδα της διέγραψε ανοδική πορεία από τότε που πέρασε στο σύστημα διαδικτυακών δημοσιεύσεων WordPress.

Η ισχυρή παρουσία ενός σταθμού στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν βοηθάει απλώς στη διεύρυνση της εμβέλειας του, αλλά και στην προσέγγιση ενός άλλοτε αναξιοποίητου κοινού. Ο Joel Kramer μίλησε για τη στρατηγική προσέγγιση της εφημερίδας MinnPost, η οποία ξεκίνησε πριν από έξι χρόνια από μια λίστα με e-mail. Όμως οι 30.000 «followers» στο Twitter και τα 10.000 «likes» στο Facebook κατάφεραν να ρίξουν το μέσο όρο ηλικίας από τα 50 στα 40 έτη.

Από την πλευρά του, ο Beatty δήλωσε ότι η επισκεψιμότητα της ιστοσελίδας The Lens τα σαββατοκύριακα ανέβηκε «εντυπωσιακά», όταν το προσωπικό του σταθμού ξεκίνησε να ανεβάζει το περιεχόμενο στο Twitter εκείνο το διάστημα της εβδομάδας.

Ο επιμερισμός του περιεχομένου και οι συμφωνίες κοινοπραξίας είναι μερικές πρακτικές που όπως υποστήριξαν πολλοί χρησιμεύουν στη διαμόρφωση του κοινού, με τους περισσότερους να ισχυρίζονται ότι τέτοιες ρυθμίσεις έχουν ελάχιστη άμεση χρηματική αξία. Οι ιστορίες της Charlottesville Tomorrow παρουσιάζονται σε τοπικά μέσα ενημέρωσης, πράγμα που τη βοηθά να προσεγγίσει ένα ευρύτερο κοινό αλλά και να εισάγει νέα κοινά στην εταιρία τους. Ο Wheeler επεσήμανε ότι ο σταθμός δεν χρεώνει για την υπηρεσία, κανονίζει όμως μια συνεισφορά σε είδος, όπως οι υπηρεσίες μάρκετινγκ ή εκτύπωσης.

Ο Kevin Davis τόνισε επίσης ότι ο επιμερισμός του περιεχομένου δεν αποτελεί μια σημαντική ροή εσόδων. «Το μέγεθος της προσπάθειας που καταβάλλεται για τη συγκέντρωση μικροποσών ίσως δεν αξίζει πια τον κόπο. Για το λόγο αυτό όσοι συνήθιζαν να χρεώνουν για συμφωνίες κοινοπραξίας τώρα βασίζονται στην άδεια του Creative Commons (http://creativecommons.org/about)» που επιτρέπει τη συνεχόμενη ανάρτηση περιεχομένου μεταξύ των ειδησεογραφικών παρόχων.

Η MinnPost έχει υπογράψει συμφωνίες μερισμού του περιεχομένου, όμως και πάλι δεν της αποφέρουν ιδιαίτερα έσοδα. «Οι μεγάλοι [σταθμοί μέσων ενημέρωσης] δεν φαίνονται πρόθυμοι να επενδύσουν στην κοινή χρήση περιεχομένου».

Μολονότι η ProPublica δημοσιεύει πολλές από τις ιστορίες της με εξωτερικούς εταίρους, ο Richard Tofel παραδέχτηκε ότι ένας μη κερδοσκοπικός οργανισμός βγάζει ελάχιστα χρήματα από τις κοινοπραξίες. Ο ίδιος χαρακτήρισε μάλιστα ορισμένα είδη κοινοπραξιών ως «νέα άθλια επιχειρηματικά μοντέλα».

Η καταμέτρηση του κοινού

Ανεξάρτητα από τις μεθόδους που χρησιμοποιούνται για την προσέγγιση του κοινού, οι συμμετέχοντες συμφώνησαν ότι ο ψηφιακός μη κερδοσκοπικός ειδησεογραφικός τομέας έφτασε σε ένα σημείο, όπου χρειάζεται μια σαφώς καθορισμένη και ευρέως αποδεκτή μέτρηση του κοινού. Ωστόσο, η αβεβαιότητα γύρω από το ποιες είναι αυτές οι μετρήσεις χαρακτήρισε ένα από τα πιο έντονα σημεία της συζήτησης.

Ο Eric Newton, ανώτερος σύμβουλος του προέδρου του Ιδρύματος Knight, επεσήμανε ότι «δεν διαθέτουμε στην πραγματικότητα αυτό το είδος μετρήσεων που είχαν αναπτύξει τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης, σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα κατά τη διάρκεια ενός αιώνα, και έτσι δεν μπορούμε να πούμε πόσοι άνθρωποι καταναλώνουν το προϊόν σας».

Η Emily Bell, διευθύντρια του Κέντρου Tow για την Ψηφιακή Δημοσιογραφία, Tow Center for Digital Journalism, του Πανεπιστημίου της Κολούμπια, έγνεψε επίσης καταφατικά στο θέμα της μέτρησης του κοινού στα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης. «Ο λόγος για τον οποίο η τηλεοπτική βιομηχανία χρεώνει τα υψηλότερα ασφάλιστρα για το λιγότερο αξιόπιστο σύστημα καταμέτρησης είναι γιατί υπάρχει ένας συνεπής και συμφωνημένος διάλογος για το τι σημαίνουν αυτά τα πράγματα».

Για τον Davis, το θέμα ήταν να μην ξαναγυρίσουμε στην αρχή. «Εάν είχαμε συμφωνήσει εξαρχής σε ορισμένα πρότυπα, δεν θα χρειαζόταν να τα διαμορφώνουμε από την αρχή κάθε φορά».

Ο Kramer, αναφερόμενος στην ευρέως διαδεδομένη πλατφόρμα μέτρησης της επισκεψιμότητας Google Analytics, δήλωσε ότι το παν είναι η συνοχή κατά μήκος του τομέα. «[Η Google Analytics] χρησιμοποιείται εντελώς λάθος και με διαφορετικό τρόπο από όλους. Θα είχε ιδιαίτερη ωφελιμότητα εάν συμφωνούσαμε στο ποια συστήματα καταμέτρησης σε παγκόσμιο επίπεδο…έχουν πραγματικά σημασία».

Η Ruth McCambridge, αρχισυντάκτρια στην Nonprofit Quarterly, επεσήμανε ότι «όλα τα νούμερα δεν είναι ίδια», υπονοώντας ότι η βαθιά επαφή με ένα μικρό ακροατήριο θα μπορούσε να είναι εξίσου πολύτιμη με μια επιφανειακή επαφή με ένα ευρύτερο ακροατήριο. Αυτό ακριβώς κάνει η Texas Tribune, εγκαινιάζοντας ένα ενημερωτικό δελτίο για τους πιο «μυημένους».

Όμως σύμφωνα με τον Steve Waldman, επιχειρηματία των μέσων ενημέρωσης με εμπειρία στον εμπορικό τομέα, οι μη κερδοσκοπικοί οργανισμοί πρέπει να συνειδητοποιούν ποιο είναι το επιχειρηματικό τους μοντέλο πριν μπορέσουν να προσδιορίσουν τον τρόπο με τον οποίο θα προσεγγίσουν το κοινό τους.

Μέτρηση του αντίκτυπου

Αρκετοί από τους συμμετέχοντες στη συζήτηση, μαζί με τους Charles Lewis (εκτελεστικός διευθυντής του Investigative Reporting Workshop), Richard Tofel και Davis, έχουν πρόσφατα γράψει για τη σημασία των επιπτώσεων και τη συμμετοχή στην αξιολόγηση της επιτυχίας των εν λόγω μέσων. Δείτε κάτω από την επιφάνεια και οι προκλήσεις από τη μέτρηση του αντίκτυπου θα αναδυθούν. Ο Lewis και η  συντάκτρια Hilary Niles(http://investigativereportingworkshop.org/ilab/story/measuring-impact/) για το Investigative Reporting Workshop, έγραψαν ότι, ενώ η ανεύρεση του τρόπου μέτρησης του αντίκτυπου είναι σημαντική για το μέλλον των μη κερδοσκοπικών οργανισμών, «όταν πρόκειται για ειδικές μεθοδολογίες για την αξιολόγηση του αντίκτυπου αυτού, αρχίζουν να εμφανίζονται οι αποκλίνουσες προτεραιότητες και οι προοπτικές. Οι αλλαγές στο τοπίο της δημοσιογραφίας δυσκολεύουν τον εντοπισμό αυτού του αντίκτυπου».

Ο Beatty από το The Lens συνέχισε από εκεί που σταμάτησε, υποστηρίζοντας ότι τα αποτελέσματα της ερευνητικής δημοσιογραφίας δεν μεταφράζονται εύκολα σε τυπικές εμπειρικές μετρήσεις.  Ο Mark Horvit, εκτελεστικός διευθυντής του Investigative Reporters and Editors, πρόσθεσε ότι «βασικά θα πρέπει να μετράμε όλο αυτό… όχι με βάση ποιος επισκέπτεται την ιστοσελίδα, αλλά τι αποτέλεσμα έχει αυτό, σωστά;». Ωστόσο, δεν έχει βρεθεί ακόμα ο «τρόπος» μέτρησης του αντίκτυπου, αν και έχουν αρχίσει να θεσπίζονται θεσμοί για να σπάσει αυτός ο κώδικας, συμπεριλαμβανομένου του προγράμματος Media Impact Project του Norman Lear Center του Πανεπιστημίου της νότιας Καλιφόρνιας, με τη χρηματοδότηση των Ιδρυμάτων Gates και Knight.

Καλύτερα μαζί; Οι εντάσεις γύρω από την εξεύρεση μιας κοινής βάσης σε ένα διαφορετικό πεδίο

Kramer: Τα μη κερδοσκοπικά ειδησεογραφικά μέσα «δεν έχουν τα ίδια πρότυπα ούτε τις ίδιες ανάγκες».

Μια βασική πρόκληση που προέκυψε από αυτή τη συζήτηση ήταν το πως θα ξεπεραστούν οι τεράστιες διαφορές σε αυτά τα μη κερδοσκοπικά μέσα ενημέρωσης και τα επιχειρηματικά μοντέλα τους προκειμένου να δημιουργήσουν δίκτυα που θα ενισχύσουν τη βιωσιμότητα.

Ο Joel Kramer δήλωσε με σαφήνεια: «Μαζεύετε όλους αυτούς τους ανθρώπους που δεν είναι στην ίδια επιχείρηση και δεν έχουν τα ίδια πρότυπα ούτε τις ίδιες ανάγκες». Η λύση που πρότεινε ο Kramer ήταν η εξής: η διαίρεση του μη κερδοσκοπικού ειδησεογραφικού τομέα σε υποομάδες βασισμένες στις κοινές ανάγκες και ταυτότητα, προκειμένου να λυθούν τα προβλήματα με αυτόν τον τρόπο.

«Έχω βαρεθεί να ακούω πως πρέπει να αναβαθμίσουμε τα πράγματα», είπε ο Dylan Smith, συντάκτης στην Tucson Sentinel, υπαινισσόμενος την αποτυχία του μοντέλου Patch.com στις τοπικές ειδήσεις.

Ένα θέμα που αντικατοπτρίζει το ευρύ φάσμα των δυνατοτήτων αλλά και τις μοναδικές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν οι διάφοροι τύποι οργανισμών είναι η διοργάνωση εκδηλώσεων. Η Texas Tribune μπορεί να συγκεντρώσει 1 εκατ. δολάρια από εκδηλώσεις, όμως όπως σημείωσε η συντάκτρια Emily Ramshaw, «Υπάρχουν πολλοί φορείς που συμμετέχουν στην παραγωγή και στη συγκέντρωση ενός αρκετά υψηλού ποσού». Η Ramshaw προσέθεσε ότι η Tribune δαπάνησε σχεδόν 200.000 δολάρια για τη διοργάνωση εκδηλώσεων το 2012.

Η Susan Mernit από το Oakland Local λέει ότι μπορεί να διοργανώνει εκδηλώσεις, όμως λόγω της φύσης της κοινότητάς της, αυτές δεν θα αποφέρουν σημαντικά έσοδα. «Θεωρώ ότι πρέπει να ξέρεις την αγορά αλλά και το κοινό σου», δήλωσε η ίδια.

Για τη Rose Hoban του Health Care News της Νότιας Καρολίνας, η προοπτική διοργάνωσης μιας εκδήλωσης είναι «αδύνατη», μιας και πρόκειται για ατομική επιχείρηση.

Ο Steve Waldman παρατήρησε ότι «Έχει γίνει κάποια δουλειά από ένα τοπικό μέσο που είναι εγγενώς τοπικό. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος…. όμως από την άλλη, υπάρχουν άλλες λειτουργίες που θα μπορούσαν να είναι κοινές».

Από τη συζήτηση προέκυψαν τα εξής παραδείγματα: η ανάπτυξη της ιδιότητας του μέλους, οι στρατηγικές άντλησης κεφαλαίου αλλά και άλλες τεχνολογικές ανάγκες. Η Molly de Aguiar, διευθύντρια μέσων ενημέρωσης και επικοινωνίας του Ιδρύματος Dodge, υπέδειξε την προσπάθεια εφαρμογής αυτής της στρατηγικής με τη στήριξη του Κέντρου για τη Συνεργασία των ΜΜΕ, Center for Cooperative Media, του Κρατικού Πανεπιστημίου Montclair. Ο Kevin Davis μοιράστηκε το πως το INN κατάφερε να αναπτύξει το σύστημα διαδικτυακών δημοσιεύσεων WordPress που χρησιμοποιείται τώρα από πάνω από 45 οργανισμούς. «Πολλά από τα μη κερδοσκοπικά μέσα ενημέρωσης σε αυτή την αίθουσα έχουν ήδη αναπτύξει δίκτυα μεταξύ τους», σημείωσε ο Brian Wheeler, επισημαίνοντας με αυτό τον τρόπο την ανάπτυξη δικτύων υποστήριξης των μέσων ενημέρωσης.

Παρά τις διαφορές, ο τομέας της μη κερδοσκοπικής δημοσιογραφίας είναι ιδιαίτερα ενωμένος. Αυτό εντοπίζεται στις κοινές πρακτικές αλλά και στην οργάνωση σε ομάδες όπως το INN και το LION. Η ευπάθεια του τομέα συνεχίζει να υφίσταται, όμως τουλάχιστον μεταξύ των μελών της αίθουσας, υπήρχαν σημάδια ότι η ψηφιακή μη κερδοσκοπική δημοσιογραφία εισέρχεται σε μια νέα εποχή ανάμεσα στην εκκίνηση και την ωρίμανση.

photo credit:noodlepie via http://photopin.com cc