Όπως οι περισσότεροι περίμεναν, παρά τις ελπιδοφόρες δηλώσεις περί του αντιθέτου, οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των δύο αντιπάλων στο Γκόλεν της Λευκορωσίας δεν κατέληξαν σε κάποια μορφή συνεννόησης. Η ουκρανική αντιπροσωπεία ζήτησε την επιστροφή της Κριμαίας και της περιοχής του Nτονμπάς, αλλά και την πλήρη αποχώρηση των στρατευμάτων που εισέβαλαν στη χώρα της. Μερικές δεκάδες χιλιόμετρα πιο κάτω, ο πρόεδρος του αμυνόμενου κράτους υπέβαλε αίτηση ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Από την πλευρά του, το καθεστώς Πούτιν απαίτησε την ουδετερότητα της Ουκρανίας, την παραίτηση-εκδίωξη της κυβέρνησής της και την αντικατάστασή της από άλλη. Όπως γίνεται αντιληπτό, η σχεδόν τρίωρη συζήτηση των δύο αντιμαχόμενων μερών δεν μπορούσε να είναι γόνιμη. Τουλάχιστον έδωσαν μια ακόμη ευκαιρία στις συζητήσεις περί εκεχειρίας, κλείνοντας ένα νέο ραντεβού σε δύο ημέρες, κάπου στα σύνορα Λευκορωσίας και Πολωνίας.
Στη διάρκεια αυτών των συζητήσεων το καθεστώς Πούτιν συνέχισε την πολεμική δραστηριότητα, επιχειρώντας με περισσότερες δυνάμεις, καύσιμα και εξοπλισμό να καταλάβει το Χάρκοβο. Όμως, το μόνο που κατάφερε, ήταν να αυξηθούν περαιτέρω οι νεκροί άμαχοι. Κατόπιν, ενέτεινε τις προσπάθειές του για την κατάληψη του Κιέβου και την εξόντωση της ουκρανικής κυβέρνησης, εντατικοποιώντας παράλληλα τους βομβαρδισμούς. Συνάμα, με ανακοίνωσή του ενημέρωσε τους άμαχους ότι είναι ελεύθεροι να διαφύγουν του κινδύνου, μέσω της νοτιοδυτικής οδικής εξόδου από την πρωτεύουσα. Η ουκρανική πλευρά αναφέρει πως το καθεστώς Πούτιν χρησιμοποίησε και θερμοβαρικές βόμβες εναντίον τους, κάτι που όμως δεν έχει επιβεβαιωθεί.
Τα πράγματα παραμένουν δύσκολα για τους επιτιθέμενους, που αρχικά υποτίμησαν τους Ουκρανούς, πιστεύοντας ότι θα κάνουν παρέλαση στη χώρα τους. Τελικά αυτό δεν συνέβη και φθάσαμε στο τέλος της πέμπτης ημέρας της εισβολής, με φτωχό απολογισμό για εκείνους από πλευράς κατάληψης εδαφών. Οι αμυνόμενοι παραμένουν μαχητικοί και ανθεκτικοί, παρατείνοντας τις πολεμικές επιχειρήσεις του καθεστώτος Πούτιν. Στον αντίποδα, το μη μόνιμο στρατιωτικό προσωπικό των επιτιθέμενων δεν πολεμά και με μεγάλο φανατισμό. Εκτός απροόπτου, οι επιτιθέμενοι θα κατορθώσουν να καταλάβουν τη χώρα αν προσφύγουν σε μαζικότερους βομβαρδισμούς, ενώ θα βρουν και κάποιον να την κυβερνήσει (ίσως επιστρέψει ο Γιανούκεβιτς, όπως ακούγεται). Θα χρειαστούν όμως αρκετό επιπλέον χρόνο, ο οποίος αποβαίνει εναντίον τους, αφού αναγκαστικά θα αυξηθούν τα θύματα και οι καταστροφές στις υποδομές. Επιπλέον, θα υποχρεωθούν σε αγώνα κατά της ουκρανικής αντίστασης, που κατά τα φαινόμενα θα αντιμετωπίσουν (όπως λένε και οι θεωρητικοί του πολέμου, δεν αρκεί να κατακτήσεις μια χώρα, πρέπει και να την κρατήσεις).
Με τα μέχρι στιγμής δεδομένα, το καθεστώς Πούτιν έχει υποστεί πολιτική ήττα. Το ΝΑΤΟ, για το οποίο δικαίως διαμαρτυρόταν ότι επί πολλά χρόνια χωνόταν στα πόδια του και φύτρωνε εκεί που δεν το έσπερναν, χάρις στην εισβολή στην Ουκρανία απέκτησε και πάλι ρόλο (αυτό το «κατόρθωμα» ανήκει στον επικεφαλής του καθεστώτος). Ο 70χρονος Βλαντιμίρ όμως δεν σταμάτησε εκεί. Μέσω της υφισταμένης του Μαρίας Ζαχάροβα που απείλησε με στρατιωτική δράση την Φινλανδία και την Σουηδία αν ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, κατάφερε μέσα σε λίγα 24ωρα να μετατρέψει την Ευρώπη από λογιστήριο σε ενιαία αμυντική πλατφόρμα. Κατόρθωσε να… πείσει την Γερμανία να πάρει την απόφαση να επανεξοπλιστεί σαν αστακός για πρώτη φορά από το 1945 και να βγάλει την… Ελβετία από την διάρκειας οκτώ αιώνων ουδετερότητά της (η ορεινή χώρα των Άλπεων θα στείλει όπλα στην Ουκρανία, βοηθώντας την να αμυνθεί ενάντια στις ορέξεις του γηραιού ηγέτη). Είναι η πρώτη φορά που η Ευρώπη είναι τόσο εξοργισμένη, με σχεδόν όλες τις χώρες της να στέλνουν απροκάλυπτα πολεμικό εξοπλισμό στην Ουκρανία, για να μπορέσει να τον αντιμετωπίσει (δεν είχε την ίδια ευαισθησία με την εισβολή στην Κύπρο το 1974 και κανένα «τακτ» με την Γιουγκοσλαβία τη δεκαετία του ’90, αλλά τώρα φαίνεται να ξύπνησε).
Επιπλέον, το καθεστώς Πούτιν υποχρεώνει τη χώρα που διοικεί να υποστεί βαριές οικονομικές κυρώσεις, όντας εκτός παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος και με όλα τα περιουσιακά στοιχεία των ολιγαρχών της ανενεργά. Βαριές περιουσίες και πανάκριβα ακίνητα που οι τελευταίοι απέκτησαν σε άλλες χώρες με τον «ιδρώτα» τους (πώς μπορείς να γίνεις δισεκατομμυριούχος σε 5-6 χρόνια, σε ένα κράτος που λίγο πριν εφάρμοζε τον υπαρκτό σοσιαλισμό, ποτέ δεν καταλάβαμε) έγιναν «μαυσωλείο» επί αόριστον. Μέσα σε λίγα 24ωρα, η χώρα του 70χρονου έγινε ένας τόπος που κανένας δεν θέλει να ξέρει. Έξω από κάθε αθλητική και πολιτιστική διοργάνωση, με τις ξένες επενδύσεις μέσα στη χώρα να παγώνουν, με αεροπλάνα που δεν έχουν προς τα πού να πετάξουν.
O Πούτιν εξαπέλυσε μύδρους κατά της «αυτοκρατορίας του ψέμματος» (την Ευρώπη εννοεί), οπλίζοντας τους υποτελείς του με πληθώρα δηλώσεων σε περιβάλλον περισσής αγένειας, εναντίον σχεδόν όλων των κρατών του πλανήτη. Κατόπιν πήγε σε ένα καταφύγιο στα Ουράλια (έτσι λέγεται, δεν το ξέρουμε κιόλας) και ζήτησε την ενεργοποίηση των πυρηνικών συστημάτων, απειλώντας με μαζικές καταστροφές («δεν ξέρετε τί σας περιμένει» και άλλα τέτοια ωραία). Παράλληλα, αντιμετώπισε και διαδηλώσεις μέσα στην ίδια του τη χώρα, σε περισσότερες από 40 πόλεις από την Αγία Πετρούπολη ως τη Σιβηρία, που κατέληξαν σε χιλιάδες συλλήψεις αντιφρονούντων.
Αυτή η ένταση δεν θα κρατήσει πάρα πολύ, άσχετα τί θα γίνει με την Ουκρανία. Η εξομάλυνση των σχέσεων, κάποια στιγμή θα έρθει. Ο 21ος πρώτος αιώνας δείχνει πως στις επόμενες δεκαετίες θα βαδίσει σε μια νέα αντιπαλότητα, στην οποία τα «στρατόπεδα» θα είναι και πάλι δύο: Κοινοβουλευτικές δημοκρατίες εναντίον καθεστώτων. Οι πρώτες σέρνουν μαζί τους αρκετές από τις παλιές τους αμαρτίες, καθώς ούτε εκείνες είναι τόσο αθώες όσο παρουσιάζονται (Δρέσδη, Χιροσίμα, Ναγκασάκι, Βιετνάμ, Χιλή, Γρανάδα, Αφγανιστάν, Ιράκ, Συρία, τα ξέρετε αυτά). Όσο για τα καθεστώτα, έχουν τη δική τους λογική: Kαταπάτηση συνταγματικών δικαιωμάτων, διχαστικός λόγος, κυρήγματα μίσους, ο θάνατός σου η ζωή μου, με λίγα λόγια φασισμός. Οι προηγμένες τεχνολογίες θα συνοδεύουν και τους δύο σε αυτό το άχαρο «μπρα-ντε-φερ», ενώ τα πυρηνικά όπλα θα ξαναμπούν στο πρόγραμμα (αν έλειψαν και ποτέ). Εν κατακλείδι, τα παθήματα του 20ου αιώνα δεν δίδαξαν τίποτα στις άρχουσες τάξεις του 21ου.