“Η Κατρίνε άκουγε τα στυλό και τα πληκτρολόγια να καταγράφουν ερωτήσεις που ήταν ασφαλώς πολύ πιο περιγραφικές από τις απαντήσεις της αστυνομίας: “Το πτώμα ήταν κατακρεουργημένο;”, “Υπήρχαν ίχνη βιασμού;”, “Έχετε κάποιον ύποπτο;”, “Μήπως ανήκει στον στενό της κύκλο;”. Eρωτήσεις κερδοσκοπικού χαρακτήρα που χάριζαν στην απάντηση “ουδέν σχόλιο” ένα, αν μη τι άλλο, πιπεράτο υπόβαθρο.
Jo Nesbo, Η δίψα
Η κάλυψη θεμάτων σκληρής βίας και ακραίας εγκληματικότητας στην Ελλάδα, όπως της απαγωγής της νεαρής γυναίκας και του βιασμού της από τον 52άχρονο άντρα καθώς και κάποιων άλλων περιστατικών το τελευταίο διάστημα, αναδεικνύει για μία ακόμα φορά το εμπειρικό συμπέρασμα για τον δημοσιογραφικό χειρισμό αυτών: «Όσο περισσότερο εκπαιδευμένος είσαι στη χρήση υπερβολών, λεκτικών ακροτήτων, ανούσιων συναισθηματισμών και κλισέ, τόσο λιγότερο αποτελεσματικά θα μπορέσεις να χειριστείς μια πράγματι υπερβολική υπόθεση».
Ας ξεκινήσουμε από ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει από τη φύση της η κάλυψη αστυνομικών ιστοριών ή το λεγόμενο «αστυνομικό ρεπορτάζ». Καλείται να καλύψει μια υπόθεση, κατά κύριο λόγο, αφού αυτή έχει τελειώσει και έτσι ο ρεπόρτερ δεν έχει να δει κάτι από τη σκηνή του θέματός του. Μοιραία είναι αναγκασμένος να αναπλάσει προς τον αποδέκτη της είδησης τη δράση της είδησης με τον προσφορότερο τρόπο που εν πολλοίς ορίζεται και από τις πρακτικές που συνηθίζει το Μέσον στο οποίο εργάζεται. Μια εξαιρετικά προκλητική διαδικασία κατά την οποία δοκιμάζονται όλες -μα όλες- οι δεξιότητες του δημοσιογράφου. Μια διαδικασία που απαιτεί αυξημένες ικανότητες, εμπειρία και προσοχή για να αποφύγει τον κιτρινισμό και εν τέλει τη γελοιοποίηση.
Χρειάζεται εξάσκηση στην περιγραφή των εικόνων και τοποθέτηση ορίων στις περιγραφές των λεπτομερειών με βασικό κριτήριο να είναι αληθές, να προσθέτει ουσία στην είδηση και να εξυπηρετεί το το δημόσιο συμφέρον. Εν ολίγοις η μετάδοση των πληροφοριών που αφορούν τέτοιες υποθέσεις έχει ανάγκη από ισχυρά φίλτρα. Κάτι που επιτυγχάνεται και με την απάντηση στο ερώτημα: «Αν δεν το μεταδώσω τι θα λείπει από το θέμα μου;».
Είναι αλήθεια οι δημοσιογραφικές ιστορίες που περιέχουν έγκλημα, βία, ψυχική εξουθένωση και εν γένει συγκρουσιακές εικόνες της κοινωνίας δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται τόσο απλά, όσο αντιμετωπίζονται, από τους ειδικούς των media και της επικοινωνίας διότι εμπεριέχουν και συμπυκνώνουν ή και επαναπροσδιορίζουν σε κάποιες περιπτώσεις τις βασικές αρχές ενός «δημοσιογραφικού λαϊκισμού», ικανού να αποτελέσει σημαντικό συμπλήρωμα στις θεωρίες που αναλύουν την ευρύτερη κοινωνικοπολιτική διάσταση του φαινομένου.
Χαρακτηριστικό ήταν το ξεσπάθωμα των μαζικών ενστίκτων περί επαναφοράς της θανατικής ποινής μετά την αποκάλυψη της δολοφονίας της εξάχρονης από τον πατέρα της ή μετά την αποκάλυψη της υπόθεσης με την 25άχρονη και τον βιασμό της. Όσο πιο συγκλονιστικές είναι οι υποθέσεις αυτές τόσο λεπτότεροι χειρισμοί είναι αναγκαίοι ώστε να μην νομιμοποιούνται ως μοναδικές οι αυτόματες μαζικές συναισθηματικές αντιδράσεις της κοινωνίας, όπως είθισται σε πολλά επίπεδα τα τελευταία χρόνια.
Η διαπόμπευση, οι ακραίες συναισθηματικές αναφορές, το φλερτ με τις θωπευτικές λεπτομέρειες, οι αναφορές σε σεξουαλικές πτυχές της ιστορίας , τα σεξιστικά υπονοούμενα, ο κοινωνικός διασυρμός πριν καν η υπόθεση φτάσει στη Δικαιοσύνη, η καλλιέργεια μαζικού φόβου και πανικού, η ανακήρυξη του θυμικού σε κυρίαρχη πηγή παραγωγής δικαιοσύνης και ποινών, η δραματοποίηση, η αναζήτηση του πρώτου και εύκολου εχθρού που θα ικανοποιεί τα λαϊκά ένστικτα, η θεοποίηση και η ανατροφοδότηση των προκαταλήψεων, η αποφυγή εξήγησης της πολυπλοκότητας που κρύβεται κάτω από την πρώτη εικόνα. Ποιος μπορεί να πιστεύει ότι όλα τα παραπάνω αφορούν μόνο το αστυνομικό ρεπορτάζ;
Η δημοσιογραφική κάλυψη σε αυτά τα βαθιά κοινωνικά θέματα είναι περισσότερο από αυτονόητη. «Η παρουσία της κάμερας είναι αναγκαία για να εφαρμοστεί και πρακτικά η έννοια της “λαϊκής κυριαρχίας” αφού ο πολίτης δεν έχει άλλο τρόπο να παρακολουθήσει τα τεκταινόμενα και να σχηματίσει ολοκληρωμένη άποψη» ( Αγγελική Καρδαρά, Τρομοκρατία και ΜΜΕ, Εισαγωγή: Γ. Πανούσης, Σάκουλας, Αθήνα, 2003).
.
Το ερώτημα, λοιπόν, που τίθεται είναι το αν η κάλυψη αυτών των θεμάτων θα πρέπει να ακολουθεί, εκτός των γενικότερων, και κάποιους άλλους «ρυθμιστικούς κανόνες» ή «κώδικες δεοντολογίας» που αφορούν μόνο τα συγκεκριμένα θέματα και εξειδικεύουν τη στόχευσή τους σε αυτά. Τα πράγματα είναι σχετικώς απλά.
Υπάρχουν κώδικες δεοντολογίας από πολλές επίσημες δημοσιογραφικές πηγές που αφορούν τόσο τα παραδοσιακά όσο και τα διαδικτυακά Μέσα. Εδώ μπορείτε να πάρετε εξαιρετικές πληροφορίες. Επίσης, η Διεθνής Ένωση Δημοσιογράφων περιγράφει εδώ τις βασικές αρχές που πρέπει να διέπουν τις δημοσιογραφικές μεταδόσεις. Μεγάλα Μέσα ενημέρωσης με διεθνή χαρακτήρα όπως το BBC ή το CNN διαθέτουν εξειδικευμένους κώδικες δεοντολογίας ή βασικών αρχών που αφορούν αποκλειστικά και μόνο στην δημοσιογραφική κάλυψη εγκληματικών υποθέσεων (crime stories).
“Θα πρέπει να εξασφαλίζουμε ότι υλικό που ενδέχεται να ενθαρρύνει την διάπραξη εγκληματικών πράξεων ή να προκαλέσουν διαταραχές, δεν θα πρέπει να συμπεριλαμβάνεται στις υπηρεσίες μας. Ωστόσο αυτό δεν θα εμποδίσει τη μετάδοση περιεχομένου για το οποίο υπάρχει σαφές δημόσιο ενδιαφέρον”, είναι μία από τις βασικές αρχές του BBC.
Και ακόμα ένα: “Θα πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι λεπτομερείς περιγραφές ή οι προβολές των εγκληματικών τεχνικών που θα μπορούσαν να προτρέψουν σε παράνομες ενέργειες δεν περιλαμβάνονται στις υπηρεσίες μας εκτός εάν είναι απολύτως δικαιολογημένες”. Εννοείται ότι ο σεβασμός στα δικαιώματα και την αξιοπρέπεια των πρωταγωνιστών και των οικογενειών τους, είτε από την πλευρά των δραστών είτε αυτή των θυμάτων, περιγράφεται με σαφήνεια σε άλλες παραγράφους του κώδικα. Χαρακτηριστικό πρόσφατο παράδειγμα, στα μέρη μας, είναι ο δημοσιογραφικός χειρισμός της κομματικής προέλευσης των γονέων ενός νεαρού που συνελήφθη πριν από λίγες ημέρες για συμμετοχή σε ληστεία. Κάτι που έχει συμβεί ουκ ολίγες φορές στο παρελθόν. Το πεδίο της λεγόμενης “οικογενειακής ευθύνης” είναι εξαιρετικά ταλαιπωρημένο σε πολλές και μεγάλες υποθέσεις που έχουν απασχολήσει τα ελληνικά media.
Σημαντικό μέρος αυτών των κωδίκων καλύπτει ακόμα ένα ευαίσθητο σημείο για τον δημοσιογραφικό χειρισμό. Και έχει σχέση με την πρόκληση που νιώθει ένας ρεπόρτερ να παρασυρθεί και να μετατραπεί ο ίδιος σε μέρος της ιστορίας λόγω του γεγονότος ότι έχει πρωτογενή πληροφόρηση για την υπόθεση που απασχολεί την κοινή γνώμη, Ο κίνδυνος, τότε, για την ηρωοποίηση της εγκληματικής δράσης είναι κάτι περισσότερο από ορατός.
Το ίδιο και σε υψηλό επίπεδο συμβαίνει και έχει συμβεί τόσο στην Ελλάδα όσο και σε άλλες χώρες που έχουν παράδοση στη δράση μεγάλων τρομοκρατικών οργανώσεων οι οποίες απέδιδαν και αποδίδουν την εγκληματική τους δράση σε ιδεολογικοπολιτικές αφηγήσεις και επιχειρηματολογίες.
“Η απλή καταγραφή και μετάδοση της εγκληματικής δραστηριότητας συνήθως δεν αποτελεί ενθάρρυνση ή υποκίνηση, εκτός αν παρουσιάζονται λεπτομέρειες που μπορούν να οδηγήσουν σε μιμητισμό. Ωστόσο, θα πρέπει να προσέχουμε ότι οι εγκληματικές πράξεις ούτε υμνολογούνται ούτε και λατρεύονται”,.αναφέρει σχετικά ο κώδικας του BBC.
Ιδιαίτερη έμφαση δίδεται επίσης και στον σεβασμό του τεκμηρίου της αθωότητας πριν από την απόφαση της Δικαιοσύνης. “Ψιλά γράμματα”, θα πει κάποιος για κάποια ελληνικά, κυρίως διαδικτυακά Μέσα, που μιμούνται την άλλοτε ανώριμη σε τέτοια θέματα ιδιωτική τηλεόραση. Όπως επίσης και στην τεκμηρίωση κάθε στοιχείου που άπτεται στην οικογένεια αλλά και στην προσωπικότητα του δράστη ή ακόμα και του θύματος.
Σε όλη αυτή τη διαδικασία χειρισμού υποθέσεων βαριάς εγκληματικότητας και βίας ιδιαίτερο ρόλο παίζει ο χειρισμός πληροφοριών, εικασιών ή και συμπερασμάτων που διατυπώνουν οι χρήστες των social media στο πλαίσιο ενός ολοένα και περισσότερο διαχεόμενου μιμητισμού της δημοσιογραφίας χωρίς ποιοτικά χαρακτηριστικά. Κάτι που δεν είναι μόνο φρούτο της εποχής, ανεξάρτητα αν τα κλισέ που χρησιμοποιεί σε πολλές περιπτώσεις η γλώσσα του συγκεκριμένου είδους ειδήσεων -ακόμα και σε online πλατφόρμες- θυμίζουν έντυπο Τύπο στην πρώτη ταμπλόιντ εποχή. Άλλωστε, τότε άνοιξε ο δρόμος. Ακόμα και με τεμαχισμένα πτώματα στα πρωτοσέλιδα…
Το βιβλίο του Nesbo κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΜΕΤΑΙΧΜΙΟ σε μετάφραση της Κρυστάλλης Γλυνιαδάκη.