Είναι προφανές πως η έναρξη των πολεμικών επιχειρήσεων της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας στις 24 Φεβρουαρίου 2022, έθεσε τέλος στο «μεγάλο παιχνίδι» μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης που είχε ξεκινήσει, ουσιαστικά, το 2014 με την βίαιη προσάρτηση της Κριμαίας από τα «πράσινα» ανθρωπάκια του Πούτιν.

Το παιχνίδι, έπαψε πια να είναι παιχνίδι και έχει μετεξελιχθεί σε μία ολομέτωπη αντιπαράθεση μεταξύ Ρωσίας και Δύσης, η οποία, προς το παρόν, έχει τον χαρακτήρα της υβριδικής σύγκρουσης, στην πραγματικότητα, όμως, είναι το πρελούδιο για τον Γ’ Παγκόσμιο πόλεμο. Και αυτό γιατί, η κλιμάκωση της αντιπαράθεσης εκ μέρους της Ρωσίας, είναι πρωτοφανής, αφού η χώρα αυτή υπό την ηγεσία του Πούτιν και της φατρίας της ρωσικής ελίτ που τον στηρίζει, δείχνει να περιφρονεί κάθε είδους συνεννόηση με τη Δύση, προβάλλοντας διαρκώς την απειλή ενός πυρηνικού, – έστω και τακτικού – χτυπήματος.

Ωστόσο, μία πιο ψύχραιμη ματιά στα πράγματα, μας δείχνει πως η Ρωσία έχει περιέλθει σε μία πρωτοφανή κατάσταση στην ιστορία της. Ποτέ άλλοτε, η μακρινή χώρα των Ρως, δεν είχε βρεθεί στη θέση όχι μόνο να μην έχει συμμάχους, μα ούτε καν φιλικά διακείμενες προς αυτή χώρα ή δυνητικούς εταίρους, εκτός αν εξαιρέσουμε την Ερυθραία, το Ιράν (με επιφυλάξεις), τη Βενεζουέλα και τη Βόρεια Κορέα.


Διαβάστε ακόμη:  Ρωσία: Μια νέα εποχή ή επιστροφή στο παρελθόν;                


Ο παραλληλισμός της σημερινής κατάστασης και του επερχόμενου Ψυχρού πολέμου που θα ακολουθήσει επί δεκαετίες, με τον Ψυχρό πόλεμο της μεταπολεμικής εποχής και της αντιπαράθεσης της Δύσης με την τότε ΕΣΣΔ, όχι μόνο είναι αδόκιμος, μα αποτελεί κίνδυνο αποπροσανατολισμού της πολιτικής ανάλυσης. Και αυτό γιατί στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και των νέων τεχνολογιών, η αντιπαράθεση είναι πιο εκτεταμένη και με μεγαλύτερη ένταση.

Καταγράφοντας την μέχρι σήμερα «πρόοδο» του πολέμου της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας, αλλά και των εξελίξεων που αυτός πυροδότησε, δεν μπορούμε να μην διαπιστώσουμε πως το βασικό χαρακτηριστικό της αντιπαράθεσης ανάμεσα στην επιτιθέμενη Ρωσία και τη Δύση, είναι εμφανής η ασυμμετρία των διαθέσιμων πόρων και δυνατοτήτων.

Συνεπώς, δεν είναι παράξενο που η δυτική συμμαχία, με επικεφαλής τις ΗΠΑ, αντικατέστησαν το σχετικά ήπιο πρόγραμμα στρατηγικής αποτροπής που ίσχυε επί ΕΣΣΔ, με πιο ρηξικέλευθους στόχους, τους οποίους αν θα θέλαμε να περιγράψουμε εν συντομία, θα λέγαμε: αποκλεισμός της Ρωσίας από την διεθνή πολιτική σκηνή ως διακριτής δύναμης με ταυτόχρονη καταστροφή της ρωσικής οικονομίας. Η επιτυχία αυτής της στρατηγικής, θα επιτρέψει, προφανώς, τη Δύση και κυρίως τις ΗΠΑ, να επιλύσουν το «ρωσικό ζήτημα», ώστε να επικεντρωθούν στη βασική απειλή που ακούει στο όνομα Κίνα.

Αν θεωρήσουμε την παραπάνω παραδοχή ως αληθή, τότε κανείς δεν μπορεί να έχει την παραμικρή αμφιβολία πως στο εγγύς και μεσοπρόθεσμο μέλλον, η λέξη διάλογος στις σχέσεις μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, δεν έχει καμία θέση. Η δυναμική που αναπτύσσεται μεταξύ των δύο αντιπαρατιθέμενων στρατοπέδων, οδηγεί στην πλήρη ρήξη των σχέσεων και την αύξηση της πίεσης της Δύσης επί της Ρωσίας σε όλα τα επίπεδα, δηλαδή στο κρατικό, κοινωνικό, οικονομικό, επιστημονικό, τεχνολογικό, πολιτισμικό κ.λπ. Δεν είναι δύσκολο να καταλάβει κανείς πως αυτή η αντιπαράθεση δεν θυμίζει σε τίποτα τον Ψυχρό πόλεμο του μεταπολεμικού κόσμου, μεταξύ των δύο αντιπάλων, οι οποίοι στη συνέχεια έγιναν άνισοι, μεταξύ τους, εταίροι. Η νέα πραγματικότητα θέλει σαφή όρια και διαχωρισμούς ανάμεσα στη Δύση και στην Ρωσία, όπου δεν υπάρχει χώρος για την ουδετερότητα κάποιων χωρών. Όλοι θα πρέπει να λάβουν θέση και μάλιστα εγκαίρως.

Οι ελπίδες της Ρωσίας, μέχρι στιγμής είναι πως οι δυτικές κοινωνίες θα κουραστούν πολύ γρήγορα από τις εικόνες του πολέμου στην Ουκρανία, ο πληθωρισμός και οι αυξημένες τιμές των καυσίμων θα προκαλέσουν αναταραχή και κοινωνικές εντάσεις, οι οποίες, με τη σειρά τους, θα ασκήσουν πιέσεις στις πολιτικές ελίτ και ηγεσίες, ώστε να βρουν ένα «κοινό τόπο» με την Ρωσία.

Αυτή η προσέγγιση, όμως, της ρωσικής πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας, είναι δομικά λανθασμένη, γιατί δεν λαμβάνει υπ’ όψιν της τις τεκτονικού χαρακτήρα αλλαγές που έγιναν μετά τις 24/02/2022. Χώρες με παράδοση ουδετερότητας, όπως η Σουηδία και η Φινλανδία, έσπευσαν να υποβάλουν αίτηση ένταξης στο ΝΑΤΟ με τον χαρακτήρα του κατεπείγοντος, ενώ άλλες χώρες, όπως  η Γερμανία των ισοσκελισμένων προϋπολογισμών, έσπευσαν να ανακοινώσουν θηριώδεις αμυντικούς προϋπολογισμούς. Η αντιπαράθεση, λοιπόν, της Δύσης με την Ρωσία, έχει λάβει πλέον συστημικές διαστάσεις και το μόνο σίγουρο είναι πως οι σχεδιασμοί της πρώτης είναι μακρόπνοοι και πολυετείς.

Ουσιαστικά, την 24η Φεβρουαρίου 2022 η Ρωσία ακύρωσε όλη την προηγούμενη εξωτερική της πολιτική, η πεμπτουσία της οποίας ήταν να αναγκάσει τη Δύση «να αναγνωρίζει τις ανησυχίες της Ρωσίας ως προς την ασφάλεια της», ενώ παράλληλα θα μπορούσε να συνεργάζεται μαζί της σε ζητήματα που αφορούσαν την διεθνή στρατηγική σταθερότητας και της ευρωπαϊκής ασφάλειας, χωρίς να αναμειγνύεται ο ένας στις εσωτερικές υποθέσεις του άλλου, αναπτύσσοντας, παράλληλα, αμοιβαία επωφελείς οικονομικές σχέσεις.

Θα μπορέσει η Ρωσία να βρει συμμάχους ή έστω οιωνεί εταίρους στην νέα πραγματικότητα; Θα μπορέσει να καταστεί έστω ελάχιστα «γοητευτική» για τις μη δυτικές χώρες; Είναι πολύ αμφίβολο, δεδομένης της περιδίνησης της ρωσικής οικονομίας σε έναν «αμαρτωλό κύκλο», πράγμα που θα περιορίσει πολύ τις δυνατότητες άσκησης μίας παλαιάς, σοβιετικής κοπής, εξωτερικής πολιτικής.

Η επαναφορά του σοβιετικού μοντέλου εξωτερικής πολιτικής, σημαίνει πως η Ρωσία θα πρέπει να κατευθύνει τις προσπάθειες και τους πόρους της στην ανάπτυξη σχέσεων με χώρες όπως η Αλγερία, τα ΗΑΕ, το Ισραήλ, το Πακιστάν, το Ιράν, την Αργεντινή, το Μεξικό κ.λπ. Η ανάπτυξη των σχέσεων με αυτές τις χώρες, ίσως δημιουργήσουν την αίσθηση πως «σπάει η απομόνωση» που επιβάλει η Δύση, στην πραγματικότητα, ωστόσο, θα πρόκειται για μία ψευδαίσθηση, αφού η Ρωσία, θα ανήκει πλέον στις χώρες που βρίσκονται μακράν πίσω στις τεχνολογικές εξελίξεις, τις τόσο απαραίτητες για την οικονομική ανάπτυξη.

Προς το παρόν, δεν έχει ξεκαθαρίσει η στρατηγική της Ρωσίας για το επόμενο διάστημα. Το ερώτημα παραμένει: θα βγει αλώβητη από την πολεμική περιπέτεια που ξεκίνησε με δική της ευθύνη;

Η απάντηση θα δοθεί στα πεδία των μαχών στην Ουκρανία, αλλά και στο «αόρατο» μέτωπο της οικονομίας, όπου η Ρωσία έχει ήδη αρχίσει να βιώνει δυσκολίες που δεν θα μπορέσει να ξεπεράσει, παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις των προπαγανδιστών του Κρεμλίνου.

Βέβαια, κάποιος ψύχραιμος και νουνεχής παρατηρητής, θα μπορούσε να επισημάνει πως για να καθορίσει η Ρωσία τη στρατηγική της, θα πρέπει πρώτα να προσδιορίσει το ποια είναι σήμερα, πώς θα ήθελε να δει τον εαυτό της στο μέλλον και ποια σχέση θα ήθελε να έχει με τη Δύση.

Οι δυνατότητες και οι σχεδιασμοί της εξωτερικής πολιτικής, είναι πάντα συνάρτηση της εσωτερικής και μάλιστα της οικονομικής. Θα μπορέσει η Ρωσία να επαναπροσανατολίσει την οικονομία της στις νέες συνθήκες, όπου οι κυρώσεις, ουσιαστικά, την απομονώνουν από τον υπόλοιπο κόσμο; Θα μπορέσει η Ρωσία, σε συνθήκες του νέου τύπου πολέμου, όπου το «μέτωπο» και τα «μετόπισθεν» δεν έχουν πλέον ευδιάκριτα όρια, να αντέξει τις κοινωνικές πιέσεις που αναπόφευκτα θα αυξάνονται διαρκώς, όταν οι ελίτ της είναι γαλουχημένες με τις αρχές του προσωπικού πλουτισμού και της αδιαφορίας για τον πληθυσμό;

Δεν είναι λίγοι εκείνοι που υποστηρίζουν πως εφόσον ο πόλεμος με την Ουκρανία, καταλήξει να πάρει μακροχρόνια χαρακτηριστικά, είναι μοιραίο ο πόλεμος αυτός να απομακρυνθεί από τα δυτικά σύνορα και να κινηθεί προς Ανατολάς, απειλώντας το οικοδόμημα που σήμερα αποκαλείται Ρωσική Ομοσπονδία. Οι έτσι κι αλλιώς τεταμένες σχέσεις της Μόσχας με διάφορα περιφέρειες της Ρωσίας, όπου υπάρχουν μεγάλες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές διαφορές, θα κατευναστούν λόγω του πολέμου ή, απεναντίας θα οξυνθούν, προκαλώντας φυγόκεντρες δυνάμεις;

Δεν είναι κρυφό, πως η Δύση θα επιδιώξει να εκμεταλλευτεί αυτές τις εσωτερικές αντιθέσεις και διαιρέσεις της Ρωσίας. Η ίδια η Ρωσία θα μπορέσει να ανταποκριθεί σε αυτές τις προκλήσεις ή θα ακολουθήσει την πάγια και δοκιμασμένη ρωσική αποικιοκρατική πολιτική της καταστολής. Αν καταφύγει σε αυτό, σίγουρα δεν έμαθε τίποτα από τους δύο πολέμους της Τσετσενίας και αναγκαστικά θα ξαναζήσει τις ίδιες τραγωδίες.

Τα πάντα θα εξαρτηθούν από την πορεία του πολέμου στις στέπες της Ουκρανίας. Αν καταφέρει η Ρωσία να αποκτήσει έστω και κάποιες μικρές εκτάσεις, η ρωσική ηγεσία θα το παρουσιάσει ως νίκη και θα μπορέσει να «αποσυμπιέσει» τις κοινωνικές εντάσεις. Αν, όμως, η Ουκρανία, προχωρήσει μέχρι το τέλος του καλοκαιριού σε αντεπίθεση και ανακαταλάβει τα εδάφη της, τότε πολύ δύσκολα το Κρεμλίνο θα μπορέσει να πείσει την ρωσική κοινωνία.

Μπορεί, φέτος, η Ρωσία να γιόρτασε την 9η Μαΐου και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου με την προσφιλή της τακτική, την τακτική της ανάδειξης του περασμένου κλέους και της νίκης κατά του ναζισμού, το ερώτημα που τίθεται είναι αν οι επόμενες γενιές θα θελήσουν να γιορτάζουν τα σημερινά της «κατορθώματα». Στο ερώτημα αυτό μπορεί μόνο να απαντήσει ο ιστορικός του μέλλοντος.