Αν η ενημέρωση μπορεί να θεωρηθεί “προϊόν” προς κατανάλωση, όσοι συμμετέχουν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στον σχεδιασμό και την “παραγωγή” του – δημοσιογράφοι, εκδότες, διαχειριστές- θα πρέπει να προβληματιστούν σοβαρά με την τελευταία έκθεση του Ινστιτούτου Μελέτης Δημοσιογραφίας του πρακτορείου Reuters.
Για όσους εξακολουθούν να θεωρούν ότι είναι λειτούργημα, προϋπόθεση και ακρογωνιαίος λίθος της πολυφωνίας και της δημοκρατίας, η παραπάνω έρευνα αποτελεί οπωσδήποτε ένα είδος συναγερμού.
Η εμπιστοσύνη προς τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης παραμένει σε χαμηλά επίπεδα παγκοσμίως, όμως ούτε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης θεωρούνται αξιόπιστες εναλλακτικές πηγές ενημέρωσης.
Το Διαδίκτυο και τα social media έχουν επιδεινώσει τη χαμηλή εμπιστοσύνη του κόσμου στη “βιομηχανία” της ενημέρωσης σε συνάρτηση με το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων, αλλά αυτό δεν εξηγεί τα πάντα. Διαπιστώνεται πως σε πολλές χώρες οι βασικοί παράγοντες της δυσπιστίας απέναντι στα ΜΜΕ σχετίζονται τόσο με τη βαθιά ριζωμένη πολιτική πόλωση όσο και με την αντιληπτή απ’ το κοινό μεροληψία, που εκφράζουν τα κυρίαρχα μέσα ενημέρωσης.
Greek… news
Ειδικά για την Ελλάδα, οι στατιστικές αποτυπώνουν πολύ χαρακτηριστικά τις τάσεις της τρέχουσας συγκυρίας:
Η μοναδική χώρα-μεταξύ των υπό εξέταση 36- που αποτελεί εξαίρεση στη βασική διαπίστωση της έρευνας, το κοινό της οποίας θεωρεί τα social media πιο αξιόπιστα από τα παραδοσιακά media – κατά την ακριβή διατύπωση του ερωτήματος, “πιο ικανά να ξεχωρίζουν τις αληθινές από τις ψεύτικες ειδήσεις”- είναι η Ελλάδα!
Είναι παράλληλα η πρώτη χώρα (μαζί με την Τουρκία) στη λίστα με τα υψηλότερα ποσοστά όσων δηλώνουν ότι αποφεύγουν συχνά ή μερικές φορές την ενημέρωση- είτε διότι αυτό έχει αρνητικό αντίκτυπο στη διάθεσή τους, είτε επειδή δεν εμπιστεύονται τα ΜΜΕ- και τελευταία (μετά τη Χιλή και την Τσεχία) στις συνδρομές σε ενημερωτικούς ιστότοπους.
Αν και υπάρχουν πολλοί επιμέρους παράγοντες που πρέπει να ληφθούν υπόψιν για να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα, η ελληνική αυτή “πρωτιά” θα μπορούσε να εκληφθεί ως μια ακόμα απόδειξη της βαθιάς και “ανεπούλωτης” δυσπιστίας απέναντι στα κυρίαρχα ΜΜΕ, κάτι αναπόφευκτο ενδεχομένως, σε μια χώρα που η οικονομική κρίση λειτούργησε ως ένα είδος “Αποκάλυψης” για τον τρόπο που οι οργανισμοί ενημέρωσης πορεύονταν όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Υπάρχουν όμως κι άλλα ανησυχητικά ευρήματα: Στην εποχή που η διαδικτυακή ενημέρωση γίνεται όλο και πιο δημοφιλής αυξάνοντας δυναμικά το μερίδιο της σε βάρος των παραδοσιακών ΜΜΕ (Τύπος, τηλεόραση, ραδιόφωνο) μόλις ένας στους δέκα “καταναλωτές” ενημέρωσης παγκοσμίως (ποσοστό 13%) πληρώνει για on-line ενημερωτικές υπηρεσίες.
Θα μπορούσε να πει κανείς ότι τα βασικά συμπεράσματα της έρευνας έχουν χαρακτήρα προειδοποιητικού σήματος κινδύνου για όλη την “βιομηχανία” της ενημέρωσης. Είναι απολύτως ξεκάθαρο πια, πως η δυσπιστία απέναντί της αποτελεί μια παγκόσμια τάση.
No news, good news
Τριάντα έξι χώρες κι από τις πέντε ηπείρους, ανάμεσά τους οι ΗΠΑ, ο Καναδάς, η Βρετανία, η Γαλλία, η Γερμανία, η Ελλάδα, η Τουρκία, η Ιαπωνία, η Αυστραλία, η Βραζιλία, το Μεξικό, κι ένα κοινό 70.000 ανθρώπων μέσω on-line ερωτηματολογίου του ινστιτούτου YouGov, πήραν μέρος στην παγκόσμια έρευνα Digital News Report 2017 του πρακρορείου Reuters που έγινε στο διάστημα απ’ τα τέλη Ιανουαρίου-αρχές Φεβρουαρίου εφέτος.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό και παράλληλα, αποκαρδιωτικό, εύρημα της έρευνας είναι ότι σχεδόν το ένα τρίτο των ερωτηθέντων (ποσοστό 29%) αποφεύγουν συχνά ή συστηματικά την ενημέρωση. Η αιτία γι’ αυτό έχει δύο όψεις: α) οι ειδήσεις έχουν αρνητικό αντίκτυπο στην ψυχική διάθεσή τους, β) το κοινό δεν εμπιστεύεται τα ΜΜΕ. Απ’ όσους αποφεύγουν την ενημέρωση, το 33% δηλώνουν ότι το κάνουν διότι δεν μπορούν να είναι σίγουροι πως οι ειδήσεις που ακούν, βλέπουν, ή διαβάζουν είναι όντως αληθινές! Ένα μεγάλο μέρος του κοινού δηλαδή, έχει επηρεαστεί σε τέτοιο βαθμό από το φαινόμενο των ψευδών ειδήσεων που έχει καταστεί εκ προοιμίου καχύποπτο απέναντι στην ενημέρωση εν γένει.
Η έρευνα διαπιστώνει ένα ακόμη ανησυχητικό στοιχείο: Στις περισσότερες χώρες υπάρχει μια ισχυρή διασύνδεση της δυσπιστίας απέναντι στα ΜΜΕ και “της αντιληπτής πολιτικής προκατάληψης”. Μ’ άλλα λόγια, το επίπεδο δυσπιστίας απέναντι στα κυρίαρχα ΜΜΕ έχει άμεση σχέση του πόσο μεροληπτικά θεωρεί το κοινό ότι είναι αυτά. Η σχέση εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη σε χώρες με ψηλό δείκτη πολιτικής πόλωσης όπως π.χ. οι ΗΠΑ, η Ουγγαρία και η Ιταλία. Σημειωτέον ότι ο Τραμπ έχει επανειλημμένα κατακρίνει τα παραδοσιακά ΜΜΕ για προώθηση “ψευδών ειδήσεων”, έναν ισχυρισμό που καθιέρωσε κατά την προεκλογική εκστρατεία του υποστηρίζοντας ότι η κάλυψη της από τα ΜΜΕ ήταν “άδικη”.
Where’s the news?
Τα βασικά ευρήματα της έρευνας περιλαμβάνουν αρκετές πολύ ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις για το πως λειτουργεί, κυρίως όμως για πως μεταβάλλεται η “βιομηχανία” της ενημέρωσης ως αποτέλεσμα της τεχνολογικής εξέλιξης και των νόμων της αγοράς. Μερικά απ’ τα σημαντικά ευρήματα μπορεί να δει κανείς παρακάτω:
* Η ανάπτυξη των social media ως ειδησεογραφικών και ενημερωτικών μέσων συρρικνώνεται σε ορισμένες αγορές καθώς οι εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων που είναι πιο ιδιωτικές και τείνουν να φιλτράρουν το περιεχόμενο αλγοριθμικά, γίνονται όλο και πιο δημοφιλείς. Η χρήση του WhatsApp για ειδησεογραφική ενημέρωση αρχίζει πλέον να ανταγωνίζεται το Facebook σε χώρες όπως η Μαλαισία (ποσοστό χρήσης 51%) η Βραζιλία (46%) και η Ισπανία (32%).
* Μόλις το ένα τέταρτο των ερωτηθέντων (24%) πιστεύει ότι τα social media προσφέρουν καλές υπηρεσίες στον διαχωρισμό των γεγονότων από τον μύθο, συγκριστικά με το 40% που πιστεύουν το ίδιο για τα παραδοσιακά ΜΜΕ. Τα δεδομένα ποιοτικής ανάλυσης υποδεικνύουν ότι οι χρήστες αισθάνονται πως ο συνδυασμός έλλειψης κανόνων και οι αλγόριθμοι viral αναμετάδοσης, ενθαρρύνουν την γρήγορη εξάπλωση της χαμηλής ποιότητας ενημέρωσης και των ψευδών ειδήσεων.
* Υπάρχουν μεγάλες αποκλίσεις όσον αφορά στην εμπιστοσύνη του κοινού προς τα μέσα ενημέρωσης στις 36 υπό εξέταση χώρες. Το ποσοστό όσων δηλώνουν ότι εμπιστεύονται τους οργανισμούς ΜΜΕ είναι το υψηλότερο στην Φινλανδία (62%) και το χαμηλότερο στην Ελλάδα και τη Νότια Κορέα (23%)
*Το ποσοστό χρήσης φορητών συσκευών ξεπερνά εκείνο των σταθερών υπολογιστών για πρόσβαση σε ενημερωτικό περιεχόμενο σ’ έναν αυξανόμενο αριθμό χωρών. Η χρήση ειδησεογραφικών ειδοποιήσεων (news notifications) σε φορητές συσκευές αυξήθηκε σημαντικά την περασμένη χρονιά ειδικά στις ΗΠΑ (8%) τη Νότια Κορέα (7%) και στην Αυστραλία (4%) καθιστώντας τις σχετικές εφαρμογές μια σημαντική νέα διαδρομή πρόσβασης ενημερωτικού περιεχομένου που δίνει παράλληλα ώθηση στις υπάρχουσες εφαρμογές.
*Μια σχετική με το παραπάνω, εξέλιξη, είναι και η σημαντική αύξηση μεταξύ του νεανικού κοινού των συνδρομητών ειδησεογραφικών “συναθροιστών” (news aggregators) για φορητές συσκευές όπως το Apple News και το Snapchat Discover. Και οι δύο υπηρεσίες διπλασίασαν τους χρήστες τους την περασμένη χρονιά στο target group τους.
*Η αυξητική τάση της εγκατάστασης λογισμικού κατά των διαφημισεων έχει παγώσει στους επιτραπέζιους υπολογιστές (21%) και παραμένει χαμηλή στα smartphones (7%). Περισσότεροι από τους μισούς χρήστες δήλωσαν ότι έχουν απενεργοποιήσει προσωρινά τον αποκλεισμό διαφημίσεων για ενημερωτικό περιεχόμενο σε χώρες όπως η Πολωνία (57%) η Δανία (57%) και οι Ηνωμένες Πολιτείες (52%)
*Οι ενημερωτικοί οργανισμοί αντιμετωπίζουν δυσκολίες στο να “περάσουν” και καθιερωθούν στις διάφορες πλατφόρμες διανομής. Σε ένα πείραμα παρατήρησης περισσοτέρων των 2.000 ερωτηθέντων στην Βρετανία, διαπιστώθηκε ότι ενώ οι περισσότεροι μπορούσαν να θυμηθούν την διαδρομή μέσω της οποίας βρήκαν ένα δημοσίευμα (π.χ. Facebook, Google κλπ.) λιγότεροι από τους μισούς μπορούσαν να θυμηθούν το όνομα του μέσου από το οποίο προέρχονταν το συγκεκριμένο δημοσίευμα.
Fake news
Η φετινή έρευνα Reuters/YouGov ήταν η πρώτη που εξέτασε την ανταπόκριση του κοινού στην ποιότητα της ενημέρωσης από τα social media καθώς το 54% των ερωτηθέντων δήλωσαν ότι τα χρησιμοποιούν ως ενημερωτικές πηγές. Ωστόσο, μόλις το 24% αναγνώρισαν ότι τα social media έκαναν “καλή δουλειά” στο να ξεχωρίσουν την πραγματικότητα από τον μύθο, σε σχέση με το 40% που είδαν αυτή την προσπάθεια απ’ τα παραδοσιακά MME. Μάλιστα, σε χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Βρετανία, ο κόσμος έχει διπλάσια εμπιστοσύνη στα παραδοσιακά media από ό,τι στα social media.
“Αν και δεν υπάρχει γενικά εμπιστοσύνη προς τα παραδοσιακά ΜΜΕ, υπάρχει διπλάσια εμπιστοσύνη σε αυτά ως προς την ικανότητά τους να ξεχωρίζουν την αλήθεια από το ψέμα σε σχέση με τα social media”, επισημαίνει ο Νικ Νιούμαν, επικεφαλής της ομάδας των ερευνητών του Reuters. Όμως, τα social media κάνουν κι αυτά σημαντική “δουλειά”: Είναι πολύ καλά στον τομέα της περιστασιακής ενημέρωσης και ιδιαίτερα σε χώρες όπου τα παραδοσιακά ΜΜΕ ελέγχονται. “Εκθέτουν” τους ανθρώπους σε ένα πολύ μεγαλύτερο φάσμα ενημέρωσης και προβληματισμού όπως π.χ. το μεταναστευτικό, ή όπως θέματα ΛΟΑΤ.
“Οι ψεύτικες ειδήσεις μπορεί να είναι το καλύτερο πράγμα που έχει συμβεί στη δημοσιογραφία εδώ και πολύ καιρό. Είναι μια ευκαιρία να αποκατασταθεί η αξία των παραδοσιακών μέσων και να υπάρξει εστίαση στην ποιότητα”, αναφέρει ο υπεύθυνος της έρευνας φέρνοντας ως παράδειγμα την άνοδο του αριθμού ηλεκτρονικών συνδρομών σε ειδησεογραφικούς οργανισμούς στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 16% των ερωτηθέντων δήλωσαν εφέτος πως είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν για την ενημέρωσή τους σε σχέση με το περυσινό 9%, ένδειξη ότι κάτι ανάλογο μπορεί να συμβαίνει και σε άλλες χώρες.
Παρά την επικρατούσα άποψη ότι οι νεότεροι σε ηλικία δεν θέλουν να πληρώνουν για την on line ενημέρωσή τους, η έρευνα αποκαλύπτει ότι άτομα κάτω των 35 ετών είναι διατεθειμένα να πληρώσουν για ποιοτικές ειδήσεις όπως ακριβώς κάνουν για υπηρεσίες μουσικής και βίντεο.
Σημαντικές είναι επίσης οι αλλαγές που συντελούνται σε τεχνικό επίπεδο. Έτσι, τα smartphones είναι σήμερα εξίσου σημαντικά για την on line ενημέρωση τόσο μέσα στο σπίτι όσο και έξω από αυτό. Περισσότεροι χρήστες “έξυπνων” κινητών επισκέπτονται ενημερωτικούς ιστότοπους στο κρεβάτι τους (ποσοστό 46%) παρά στο χρονικό διάστημα που πηγαίνουν στις δουλειές τους. Τα ποιοτικά χαρακτηριστικά των προτιμήσεων των “αναγνωστών” διαφοροποιούνται επίσης σημαντικά ανά την υφήλιο. Π.χ. Αυστριακοί και Ελβετοί είναι οι πιο πιστοί των εφημερίδων, ενώ Γερμανοί και Ιταλοί προτιμούν τα τηλεοπτικά δελτία, σε αντίθεση με τους Λατινοαμερικάνους που ενημερώνονται περισσότερο από τα social media και τις εφαρμογές ανταλλαγής μηνυμάτων.