Παρά τις επανειλημμένες εκφράσεις υποστήριξης της διαδικασίας του Μινσκ και την αναγνώριση της κυριαρχίας της Ουκρανίας επί των αυτονομιστικών Λαϊκών Δημοκρατιών του Ντονέτσκ και του Λουχάνσκ (DNR, LNR), η πολιτική της Μόσχας στα ανατολικά της Ουκρανίας το 2014 έδειχνε πως είναι πιο πιθανό να ενισχύσει αυτά τα δύο μορφώματα, παρά να προετοιμάσει τη διάλυση που προβλέπει η συμφωνία του Μινσκ. Εκείνη τη χρονιά, το Κρεμλίνο θεώρησε την ευρωπαϊκή επιλογή της Ουκρανίας ως μείζονα απειλή για την ασφάλειά του και την ανατροπή του προέδρου Βίκτορ Γιανουκόβιτς ως υποστηριζόμενη από τη Δύση, με στόχο την απομόνωση της Ρωσίας.
Το καθεστώς Πούτιν ήθελε να κρατήσει την Ουκρανία υπό τη φιλοδυτική ηγεσία της ασταθή, μπλεγμένη σε μια στρατιωτική αντιπαράθεση χωρίς τέλος, την οποία δεν μπορεί να αντέξει οικονομικά, ώστε να επιστρέψει τελικά στη σφαίρα επιρροής του.
Στην μακροχρόνια ένοπλη αντιπαράθεση του Ντονμπάς σχεδόν 14.000 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους και δεκάδες χιλιάδες στρατεύματα βρέθηκαν αντιμέτωπα κατά μήκος μιας διαχωριστικής γραμμής 500 χιλιομέτρων.
Η κατάπαυση του πυρός στα ανατολικά είχε διατηρηθεί σε μεγάλο βαθμό από την 1η Σεπτεμβρίου 2014, οι απώλειες είχαν μειωθεί και όλες οι πλευρές εξέφραζαν την αποφασιστικότητά τους να εφαρμόσουν τη συμφωνία του Μινσκ. Λίγες διατάξεις είχαν εφαρμοστεί πλήρως, ωστόσο, το χρονοδιάγραμμα για την ολοκλήρωσή του είχε παραταθεί ως το 2016.
Αυτό έδωσε περαιτέρω ευκαιρίες στη Μόσχα να επικεντρωθεί περισσότερο στη διαδικασία, παρά στη διευθέτηση. Αφού έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για την οικοδόμηση πολιτικών θεσμών στις αυτονομημένες δημοκρατίες του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ ή έστω κάποιον ενθουσιασμό για τη χρηματοδότηση κοινωνικών πολιτικών, στις αρχές του 2013 ξεκίνησε να χρηματοδοτεί συντάξεις, κοινωνικές παροχές και μισθούς σε τοπικούς αξιωματούχους και στις στρατιωτικές δυνάμεις των αυτονομιστών.
Ορισμένοι παρατηρητές στο Ντονέτσκ πείστηκαν ότι όλα αυτά ήταν ξεκάθαρα σημάδια ότι η Μόσχα είχε αποφασίσει να μετατρέψει την κρίση σε μια παγωμένη σύγκρουση, ένα σενάριο που όσοι συμμετείχαν στις ειρηνευτικές συνομιλίες φοβούνταν εδώ και καιρό.
Αν και μια παρατεταμένη σύγκρουση στην ανατολική Ουκρανία θα ήταν πολύ διαφορετική από εκείνες στην Αμπχαζία, τη Νότια Οσετία ή την Υπερδνειστερία, θα είχε το πλεονέκτημα για τη Ρωσία να ωθήσει το ζήτημα από τη διεθνή ατζέντα. Μάλλον πιο πειστικά, ορισμένοι έμπειροι παρατηρητές της τακτικής της Μόσχας στην, περιλαμβανομένων ανώτερων αυτονομιστών αξιωματούχων, υπέδειξαν ότι το Κρεμλίνο εξέταζε πιθανώς διάφορες επιλογές, από το πάγωμα της σύγκρουσης, μέχρι την εγκατάλειψη των δύο αυτονομημένων δημοκρατιών σε μια βολική, για εκείνο, στιγμή. Μπορεί επίσης να περίμενε να δει πώς θα εξελίσσονταν άλλα διεθνή ζητήματα με δυνατότητες συνεργασίας μεταξύ της Ρωσίας και της Δύσης (Συρία, για παράδειγμα).
Η Ρωσία έλεγε ότι πιέζει σκληρά για την πλήρη εφαρμογή το συντομότερο δυνατό, αλλά η Ουκρανία και οι δυτικοί υποστηρικτές της υποστήριζαν ότι δεν έχει κάνει αρκετά για να αφαιρέσει τον οπλισμό και να συζητήσει την αποχώρηση των στρατευμάτων.
Εκτός των άλλων, η κυβέρνηση του Κιέβου δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει αρκετές ψήφους για να περάσει τις κρίσιμες συνταγματικές τροποποιήσεις που απαιτούσε το Μινσκ, προς αγανάκτηση της Ρωσίας και των αυτονομιστών συμμάχων της. Επίσης, η Ουκρανία ήταν απρόθυμη να δεχτεί σαρωτική αμνηστία για τους αυτονομιστές. Υπήρξε μικρή πρόοδος σε ό,τι προέβλεπε το Μινσκ (μερικές ανταλλαγές κρατουμένων και αρκετές εκατοντάδες απελευθερώσεις δεν ήταν αρκετές).
Οι αντιμαχόμενες πλευρές εξακολούθησαν επίσης να διαφωνούν σχετικά με τις τοπικές εκλογές χωρίς αποκλεισμούς, υπό διεθνή εποπτεία, οι οποίες θεωρητικά θα βοηθούσαν στην εξομάλυνση της πολιτικής κατάστασης στις αυτονομημένες περιοχές.
Στο μεταξύ, εκτός από τα πολλά στρατεύματα που διατηρούσε η Ρωσία στη δική της πλευρά των συνόρων, διέθετε και αρκετές μονάδες στην ευρύτερη περιφέρεια του Λουγκάνσκ και του Ντονέτσκ. Μία απλή κίνηση που θα μπορούσε να κάνει η Μόσχα για να δείξει την προθυμία της να βοηθήσει στην επίλυση της σύγκρουσης θα ήταν να αποσύρει αθόρυβα αυτές τις μονάδες. Αυτό θα αύξανε σημαντικά την εμπιστοσύνη της Ουκρανίας και της Δύσης ότι ήταν πράγματι δεσμευμένη στη συμφωνία του Μινσκ.
Ένα άλλο σημαντικό βήμα για τη Ρωσία θα ήταν να μειώσει τις στρατιωτικές προμήθειες στην αυτονομημένη ζώνη. Οι περικοπές σε καύσιμα, λιπαντικά και πυρομαχικά για το πυροβολικό και άλλα βαρέα όπλα θα μείωναν σταδιακά την κινητικότητα και την αποτελεσματικότητα των δυνάμεών τους. H διεθνής κοινότητα, περιλαμβανομένων των ΗΠΑ, θα μπορούσε να αντιδράσει με την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, ίσως συμπεριλαμβανομένου ενός διαλόγου για την ασφάλεια στην περιοχή ή διαβουλεύσεις για τρόπους διάλυσης των απείθαρχων στρατιωτικών δυνάμεων της LNR και της DNR.
Νέα από μια κλειστή κοινωνία
Οι ραγδαίες αλλαγές της ρωσικής πολιτικής στην DNR και την LNR που ξεκίνησαν τον Σεπτέμβριο του 2015 σηματοδότησαν μια απότομη, χωρίς πλήρεις εξηγήσεις, τροποποίηση της τακτικής. Υπήρξαν αλλαγές στην ηγεσία της DNR, η πλειοψηφία των Ρώσων συμβούλων αντικαταστάθηκε (όπως ανέφεραν πηγές από το Ντονέτσκ και αυτονομιστές bloggers) από αξιωματικούς της FSB και της Ομοσπονδιακής Υπηρεσίας Ασφαλείας. Χωρίς άλλες εξηγήσεις, η Μόσχα άρχισε να παρέχει χρήματα για συντάξεις, αλλά και για μισθούς της κυβέρνησης και του στρατού.
Στην πραγματικότητα, όλες οι σημαντικές πολιτικές και στρατιωτικές αποφάσεις λαμβάνονται στην Μόσχα και η εφαρμογή τους επιβλέπεται από Ρώσους αξιωματούχους επί τόπου. Ο αριθμός των ντόπιων που γνωρίζουν με κάθε λεπτομέρεια την ουσία της χάραξης πολιτικής της Ρωσίας είναι περιορισμένος και οι κάτοικοι αποθαρρύνονται όλο και περισσότερο από τους Ρώσους επόπτες και τα τοπικά σώματα ασφαλείας από το να μιλούν γι αυτό με ξένους.
Οι καλύτερες πληροφορίες προέρχονται συνήθως από αξιωματούχους και κατοίκους του Ντονέτσκ, επιχειρηματίες που εξακολουθούν να έχουν συναλλαγές στα ανατολικά και από έναν αριθμό ισχυρών, καλά ενημερωμένων αυτονομιστών bloggers.
Τον Σεπτέμβριο του 2015 ο Andrei Purgin, πρόεδρος του κοινοβουλίου και δεύτερος τη τάξει αξιωματούχος του DNR, απομακρύνθηκε από το αξίωμά του και φυλακίστηκε για λίγο από τις αρχές κρατικής ασφάλειας (MGB). Αντικαταστάθηκε από τον Denis Pushilin, έναν πολιτικό γνωστό για την αφοσίωσή του στη Μόσχα. Οι ξένοι δημοσιογράφοι και οι διεθνείς οργανώσεις βρίσκουν όλο και περισσότερο περιορισμένη την πρόσβαση στις δύο αυτόνομες περιοχές.
Οι ντόπιοι κάτοικοι, των οποίων η εργασία συχνά έφερνε σε επαφή με τους ξένους, προειδοποιήθηκαν ότι ήταν “καιρός να διαλέξουν πλευρά”. Οι Γιατροί Χωρίς Σύνορα (MSF) ενημερώθηκαν ότι δεν μπορούσαν να εργάζονται πλέον στο Λουχάνσκ, και αυτό επεκτάθηκε τον Οκτώβριο στο Ντονέτσκ. Η DNR τους κατηγόρησε για παραβάσεις, από την κατάχρηση ψυχοτρόπων φαρμάκων ως την κατασκοπεία.
Θεωρητικά, η ημερομηνία των εκλογών που προέβλεπε η συμφωνία του Μινσκ θα έπρεπε να καθοριστεί από κοινού από το Κίεβο και τις αυτονομιστικές οντότητες και να διεξαχθεί στη συνέχεια σύμφωνα με τις διατάξεις της ουκρανικής νομοθεσίας. Τον Ιανουάριο του 2015 ωστόσο, το LNR ανακοίνωσε ότι εξέταζε το ενδεχόμενο εκλογών στις 21 Φεβρουαρίου.
Τοπικοί αξιωματούχοι μιλούν για στενότερους οικονομικούς δεσμούς με τις ρωσικές παραμεθόριες περιοχές. Και παρόλο που η κατάπαυση του πυρός διατηρήθηκε σε μεγάλο βαθμό, πηγές της DNR αναφέρουν ότι συνέχισε να ρέει σημαντική ρωσική στρατιωτική βοήθεια. Οι πολιτικές δομές και των δύο αυτόνομων περιοχών επισκιάστηκαν σε επιρροή από τα στρατιωτικά τους όργανα και τις δυνάμεις ασφαλείας. Όταν η DNR προσπάθησε να διαμορφώσει μια μακροπρόθεσμη στρατηγική, η Μόσχα δεν ανταποκρίθηκε. Τα χρήματα για τους μισθούς και τις κοινωνικές πληρωμές προέρχονταν από εκείνη.
Προηγουμένως, ήταν απρόθυμη να δαπανήσει πολλά για τις αυτόνομες περιοχές, τις οποίες θεωρούσε σαφώς αναλώσιμες. Οι αυτονομιστές αξιωματούχοι είχαν ενημερωθεί ότι η Ρωσία θα παρέμβαινε στην περίπτωση θανάσιμης στρατιωτικής απειλής εναντίον τους ή μεγάλης ανθρωπιστικής κρίσης. Διαφορετικά, η υποστήριξη θα ήταν περιορισμένη. Η αλλαγή δείχνει είτε ότι η Μόσχα φοβόταν μια ανθρωπιστική κρίση (η οποία δεν είχε υπονοηθεί στα μέσα ενημέρωσης ή στις επίσημες αναφορές από την περιοχή), είτε ετοιμαζόταν να εδραιώσει τη θέση της στο Ντονμπάς για σημαντικό χρονικό διάστημα.
Σε κάθε περίπτωση, το κόστος ήταν σημαντικό: περίπου 40 εκατομμύρια δολάρια το μήνα μόνο για τους συνταξιούχους της DNR. Αν προστεθούν και πάνω από 410.000 συνταξιούχοι της LNR, το συνολικό ποσό υπερέβαινε τα 700 εκατομμύρια δολάρια ετησίως. Οι πληρωμές κοινωνικών παροχών έφθασαν περίπου τα 3,5 εκατομμύρια δολάρια τον Δεκέμβριο για 110.000 δικαιούχους του DNR.
Οι κυβερνητικοί μισθοί δεν έγιναν γνωστοί, αλλά η συνολική δαπάνη της Μόσχας σε συντάξεις, επιδόματα και κρατικούς μισθούς στα αυτονομημένα μέρη είναι πιθανό να ξεπερνούν το 1 δις δολάρια ετησίως. Ως αποτέλεσμα, το ρούβλι άρχισε να παίζει κυρίαρχο ρόλο στις οικονομίες της DNR και της LNR. Μέχρι το δεύτερο εξάμηνο του 2015, πολλά καταστήματα του Ντονμπάς λειτουργούσαν κυρίως με το ρωσικό νόμισμα και οι τιμές είχαν αναπροσαρμοστεί αναλόγως.
Στους αξιωματούχους του DNR άρεσε η ιδέα ότι η Μόσχα μπορεί να επεδίωκε να παγώσει τη σύγκρουση, με την ελπίδα ότι θα ξεθωριάσει από την παγκόσμια προσοχή, και ότι η διεθνής κοινότητα θα εγκαταλείψει τις κυρώσεις. Τα χρήματα που ξαφνικά έφθαναν στα ανατολικά και το γεγονός ότι η ρωσική στρατιωτική παρουσία (στρατεύματα και προμήθειες) παρέμενε σημαντική, έδινε λόγους για αισιοδοξία. Δεν απέκλειαν, ωστόσο, το ενδεχόμενο ότι η Ρωσία θα προχωρούσε τελικά στην εφαρμογή του συμφώνου του Μινσκ, επιστρέφοντας τις δύο περιοχές στον έλεγχο του Κιέβου.
Η Μόσχα και οι αυτονομιστές
Οι ηγέτες των αυτονομιστών παραδέχονται ότι κινήθηκαν στο κενό πολιτικής που δημιουργήθηκε από την κατάρρευση της προεδρίας Γιανουκόβιτς και την παράλυση της προσωρινής κυβέρνησης τον Φεβρουάριο του 2014. Λίγοι γνώριζαν καλά ο ένας τον άλλον. Οι διάφορες καταβολές τους περιλάμβαναν διασυνδέσεις με το Κόμμα των Περιφερειών του Γιανουκόβιτς, τους ριζοσπάστες εθνικιστές της Ρωσίας, ένα μεγάλο ρωσικό σύστημα πυραμίδας και το οργανωμένο έγκλημα.
Δεν καθοδηγήθηκαν από μία και μόνη ιδεολογία, αλλά από μικτά κίνητρα: Απόρριψη της “αναρχίας” του Μαϊντάν, βαθιά καχυποψία για κάθε μετασοβιετική κυβέρνηση του Κιέβου, φιλορωσικά αισθήματα και καιροσκοπισμός. Μόνο ένας από τους ηγέτες του DNR και του LNR, ο Andrei Purgin, συμμετείχε ενεργά στην πολιτική πριν από τη σύγκρουση, ως επικεφαλής μιας περιθωριακής πολιτικής ομάδας που ζητούσε ειδικό καθεστώς για το Ντονμπάς.
Ο επικεφαλής του DNR Zakharchenko (που σκοτώθηκε το 2018 σε αυτοκίνητο παγιδευμένο με εκρηκτικά) εκπαιδεύτηκε ως ηλεκτρολόγος ορυχείων και έγινε γνωστός τις τελευταίες ημέρες της προεδρίας του Yanukovych ως αρχηγός της Oplot (προμαχώνας), μιας ομάδας νέων ανδρών που αντιμετώπισε διαδηλωτές υπέρ του Μαϊντάν στο Χάρκοβο και είχε στενούς δεσμούς με το κυβερνών Κόμμα των Περιφερειών.
Ο Pushilin εργαζόταν για τον αμφιλεγόμενο επιχειρηματία Sergei Mavrodi. Ο Khodakovsky διοικούσε την αντιτρομοκρατική ομάδα Alfa της ουκρανικής υπηρεσίας ασφαλείας. Η μοναδική κυρίαρχη προσωπικότητα του LNR, ο Igor Plotnitsky, ήταν πρώην αξιωματούχος της τοπικής κυβέρνησης και ο πιο αμφιλεγόμενος από τους αυτονομιστές ηγέτες. Η ποικιλοµορφία, ο κατακερµατισµός των αρμοδιοτήτων και η δυσπιστία τους, µαζί µε τη σχεδόν παντελή έλλειψη πολιτικής ή διοικητικής εµπειρίας, εμπόδισαν την ανάδυση συνεκτικών διοικήσεων ή λειτουργικών πολιτικών κοµµάτων. Αυτό πλέον μόνο με την παρότρυνση της Μόσχας μπορούσε να συμβεί.
Το σύστηµα των συμβούλων ενίσχυε την ανάγκη για κάθετους δεσµούς µε το Κρεμλίνο και όχι µε την ηγεσία. Η αυξανόμενη δυνατότητα απόκτησης πλούτου μέσω λαθρεμπορίου, δωροδοκίας και κλοπής κρατικών κονδυλίων έκανε πολλά μέλη της ελίτ να υποστηρίζουν ακόμη περισσότερο αυτό το status quo.
Οι στρατιωτικοί διοικητές έτειναν να είναι πιο ειλικρινείς, αλλά όχι τόσο ικανοί να επιφέρουν οποιαδήποτε αλλαγή στην πολιτική των αυτονομιστών ηγετών. Η εξάρτηση των ένοπλων ομάδων από τη Ρωσία όσον αφορά τα όπλα, τον εξοπλισμό, τον ρουχισμό και τη στρατιωτική υποστήριξη λειτούργησε ως ισχυρό αποτρεπτικό μέσο για την αμφισβήτηση της γραμμής της Μόσχας.
Το φθινόπωρο του 2014 ανώτεροι στρατιωτικοί διοικητές κάλεσαν στρατιωτικό συμβούλιο για να συζητήσουν την υπαναχώρηση της πολιτικής ηγεσίας στη δημιουργία μιας μεγαλύτερης Νοβορωσίας, ενός νέου φιλορωσικού κράτους που θα περιελάμβανε μεγάλο μέρος της νοτιοανατολικής Ουκρανίας. Η πρωτοβουλία αυτή ανησύχησε την ηγεσία, αλλά τελικά απέτυχε: Οι διοικητές δεν κατάφεραν ποτέ να συγκεντρώσουν απαρτία.
H αναλώσιμη ηγεσία
Ένα πράγμα για το οποίο οι ηγέτες και των δύο αυτονομημένων περιοχών δεν αμφέβαλαν ποτέ είναι ότι η Μόσχα τους έβλεπε ως αναλώσιμους. Το Ντονέτσκ και το Λουχάνσκ δεν ήταν ποτέ το κύριο έπαθλο. Για δύο μήνες μετά την πτώση του Γιανουκόβιτς, η Μόσχα ήλπιζε σε μια εξέγερση στις υπόλοιπες “ιστορικά ρωσικές” περιφέρειες της χώρας και απογοητεύτηκε βαθιά όταν δεν συνέβη. Οι ηγέτες του DNR και του LNR παραδέχονται ότι ο ρόλος τους είναι πολύ περιορισμένος. Μόνο οι δύο επικεφαλής του DNR, ο Ζαχαρτσένκο και ο Πουργκίν, ασκούσαν έστω και μέτρια επιρροή στις ρωσικές αποφάσεις. Οι υπόλοιποι “χειρίζονται τεχνικά ζητήματα”.
Ο Πούσιλιν, ο νέος πρόεδρος του κοινοβουλίου, είχε ελάχιστη πολιτική εμπειρία, αλλά θεωρείτο απρόσκοπτος εφαρμοστής της ρωσικής πολιτικής. Ενώ δημοσίως επέμεναν στη γραμμή ότι η πολιτική και στρατιωτική επιρροή της Μόσχας στις αυτόνομες περιοχές είναι ελάχιστη, οι ηγέτες της DNR παραδέχονταν σε ιδιωτικές συζητήσεις την πλήρη εξάρτησή τους από την άλλοτε μητρόπολη του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο Χοντακόφσκι, γραμματέας του Συμβουλίου Ασφαλείας του DNR, έφτασε στο σημείο να το παραδεχτεί αυτό δημοσίως. Είπε επίσης ότι η ρωσική “υλική υποστήριξη” αποτελεί το 70% του προϋπολογισμού της DNR. Πολλοί παρατηρητές και αξιωματούχοι πιστεύουν ότι το 90% είναι ένα πιο ρεαλιστικό ποσοστό, με τους τοπικούς φόρους να καλύπτουν το υπόλοιπο.
Ένας άλλος αυτονομιστής ηγέτης δήλωσε, εκφράζοντας την απογοήτευσή του για την έλλειψη εκτίμησης του κοινού στη Ρωσία: Δεν αντιλαμβάνονται ποιος παρέχει φυσικό αέριο για θέρμανση, καύσιμα για οχήματα, χρήματα για βασικά αγαθά. Πώς νομίζουν ότι ξεπεράσαμε τον περασμένο χειμώνα και θα επιβιώσουμε και σε αυτόν;
Συνολική εξάρτηση
Είναι δεδομένο ότι οι πρωθυπουργοί και οι υπουργοί Άμυνας των δύο αυτόνομων περιοχών δεν λάμβαναν καμία στρατιωτική απόφαση. Η διοίκηση των στρατιωτικών σωμάτων, η στρατιωτική αντικατασκοπεία, ο σχεδιασμός, ο εφοδιασμός των στρατευμάτων με πυρομαχικά και καύσιμα βρίσκονταν όλα στα χέρια “των ανθρώπων που αποφασίζουν για ορισμένα ζητήματα”.
Οι, σε μεγάλο βαθμό ανεπαρκώς καθοδηγούμενες και απείθαρχες, πολιτοφυλακές των δύο αυτονομημένων δημοκρατιών αναδιοργανώθηκαν από Ρώσους αξιωματικούς και εντάχθηκαν σε μια επίσημη στρατιωτική δομή. Από το επίπεδο του τάγματος, Ρώσοι αξιωματικοί διοικούσαν πλέον τις αυτονομιστικές μονάδες, ενώ πρώην τοπικοί διοικητές ενεργούσαν μερικές φορές ως αναπληρωτές.
Ορισμένοι τοπικοί ηγέτες έλεγαν ότι μετά την αναδιοργάνωση, ακόμη και η πρόσβασή τους στις πρώην στρατιωτικές μονάδες ήταν περιορισμένη. Ένας πολιτικός και διοικητής ταξιαρχίας είπε σε έναν επισκέπτη ότι δυσκολευόταν να ταξιδέψει στην πρώτη γραμμή: Οι Ρώσοι διοικούσαν και η πρόσβαση ήταν “περίπλοκη”.
Από την άλλη πλευρά της διαχωριστικής γραμμής, οι Ουκρανοί ειδικοί σε θέματα ασφάλειας και στρατιωτικών παραδέχονται ότι ήταν περισσότερο παρατηρητές παρά συμμετέχοντες σε εκείνο το στάδιο της σύγκρουσης. “Όλα εξαρτώνται από έναν άνθρωπο, τον Πούτιν“, δήλωσε ένας εξέχων Ουκρανός αναλυτής ασφαλείας. Η ουκρανική πλευρά μπορούσε μόνο να παρακολουθεί και να προσπαθεί να μαντέψει τι σχεδίαζε η Ρωσία.
Η ρωσική αναδιοργάνωση του στρατού της LNR και της DNR φαίνεται να αποσκοπoύσε στη δημιουργία μεγάλων, καλά εξοπλισμένων δυνάμεων φύλαξης των συνόρων, με εντυπωσιακά μέσα θωράκισης, σε περίπτωση που η Ρωσία αποφασίσει να διατηρήσει τις δύο δημοκρατίες του Ντονμπάς ζωντανές για μερικά ακόμη χρόνια. Τους τελευταίους μήνες του 2014, οι στρατιωτικοί σύμβουλοι είχαν έναν άλλο σημαντικό ρόλο: Να επιβάλλουν την εκεχειρία, πράγμα που έκαναν ως επί το πλείστον με αυστηρότητα. Αξιωματούχοι και αξιωματικοί των αυτονομιστών ανέφεραν τακτικά ότι αν οι μαχητές τους απαντούσαν στα ουκρανικά πυρά, οι σύμβουλοι απειλούσαν με τιμωρία ή μείωση των στρατιωτικών προμηθειών.
Και οι δύο πλευρές έφεραν ευθύνη για τις περιοδικές αναζωπυρώσεις, αλλά όταν ξεσπούσαν οξείες ανταλλαγές πυρών όπως στα τέλη του 2015 και στις αρχές του 2016, οι Ουκρανοί και οι δυτικοί παρατηρητές τις ερμήνευαν ως υπενθύμιση από τη Μόσχα ότι μπορεί να μειώσει ή να αυξήσει τη στρατιωτική δράση κατά μήκος της διαχωριστικής γραμμής κατά βούληση. Διεθνείς αξιωματούχοι τόνισαν ωστόσο ότι τους τελευταίους μήνες σημειώθηκε ρεκόρ χαμηλών θανάτων αμάχων (δέκα). Οι περισσότεροι δεν προήλθαν από πυρά πυροβολικού ή άλλα πυρά, αλλά από νάρκες και πυρομαχικά που είχαν απομείνει από προηγούμενες μάχες.
Ο άμαχος πληθυσμός: Θύματα, συνεργοί ή θεατές;
Δεν υπάρχουν αξιόπιστες δημοσκοπήσεις στα ανατολικά και ούτε καν σαφείς εκτιμήσεις για τον πληθυσμό των αυτονομιστικών οντοτήτων. Τα θραύσματα των διαθέσιμων πληροφοριών και οι συνομιλίες με κατοίκους υποδηλώνουν ότι οι αυτονομιστές δεν είχαν ευρεία κοινωνική υποστήριξη, αλλά αν οι ανατολικοί εξακολουθούν να αισθάνονται ότι το Κίεβο δεν ενδιαφέρεται γι αυτούς, η αποδοχή θα αυξανόταν. Η βαθιά δυσπιστία απέναντι στους πολιτικούς του Κιέβου και ο φόβος για την ακροδεξιά εξακολουθούν να είναι ισχυρά και πρέπει να αντιμετωπιστούν. Έχουν επικαλυφθεί από μακροχρόνια παράπονα, που βρίσκονται στο επίκεντρο των εντάσεων μεταξύ του Κιέβου και των ανατολικών περιοχών της χώρας, όπως οι ανησυχίες σχετικά με την ισότιμη διακυβέρνηση και την κατανομή των πόρων.
Τα γλωσσικά ζητήματα και ο φόβος του αναπροσανατολισμού προς τη Δύση εις βάρος των πολιτιστικών και οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία αποτέλεσαν ιδιαίτερο σημείο ανησυχίας. Ένας ανώτερος ηγέτης της DNR είναι εδώ και καιρό “βάναυσα” ειλικρινής σχετικά με την περιορισμένη βάση υποστήριξης, απαριθμώντας τις κοινωνικές ομάδες που δεν υποστήριξαν την αυτονομιστική υπόθεση: Η μεσαία τάξη, οι περισσότεροι επιχειρηματίες και όσοι έχουν τριτοβάθμια εκπαίδευση. Οι κάτοικοι των πόλεων, εκτός από τους συνταξιούχους και τους ανειδίκευτους εργάτες, ήταν πιθανό να είδαν τη νέα κυβέρνηση με σκεπτικισμό.
“Το μεγάλο μας δέλεαρ στην αρχή ήταν η πεποίθηση ότι εμείς ότι θα τους οδηγούσαμε στη Ρωσική Ομοσπονδία” κατέληξε. Ένας μικρής εμβέλειας επιχειρηματίας υπενθύμισε ότι κατά τη διάρκεια του δημοψηφίσματος του Μαΐου 2014 για το μελλοντικό καθεστώς των αυτόνομων εδαφών: Όλοι οι γείτονές μου νόμιζαν ότι ψήφιζαν για να γίνουν μέρος της Ρωσίας. Αν και δεν συμμετείχε, ο ίδιος δεν ήταν αρνητικός στο να ενταχθεί στη Ρωσία, με τις καλές συντάξεις, τη “μέτρια” διαφθορά και (το σημαντικότερο) την “κανονική ζωή”.
Υπήρξαν ελάχιστες ή και καθόλου δημόσιες διαμαρτυρίες. Μεταλλωρύχοι έχουν πραγματοποιήσει αρκετές από αυτές, μία το 2016 για τη μη καταβολή των μισθών στη Μακέγιεβκα, μια πόλη λίγο έξω από το Ντονέτσκ.
Η γενική διάθεση, δήλωσε ένας κάτοικος του Ντονέτσκ, φαίνεται να είναι “να αποφεύγεται η επαφή με το καθεστώς όσο το δυνατόν περισσότερο“.
Ένας ενεργός εκπρόσωπος της κοινωνίας των πολιτών εκτίμησε ότι ο πληθυσμός είναι διχασμένος σε τρία επίπεδα: υπέρ του καθεστώτος, κατά του καθεστώτος και ουδέτερος. Η ισχυρότερη προσηλυτιστική ομάδα είναι πιθανώς οι συνταξιούχοι, οι χωρικοί και οι ανειδίκευτοι εργάτες. Η μεσαία τάξη κρατά γενικά αποστάσεις και ένα κυμαινόμενο τμήμα περιλαμβάνει εκείνους που δεν έχουν πού αλλού να πάνε ή που οι επαγγελματικές και οι οικογενειακές υποχρεώσεις τους κρατούν στην περιοχή.
Οι δυσκολίες στρατολόγησης που αντιμετώπισαν η DNR και η LNR ήταν ένα από τα πιο σαφή δείγματα της λαϊκής στάσης απέναντι στους αυτονομιστές.
Τον Μάιο του 2014, στο αποκορύφωμα της μάχης για την Σλαβιάνσκ, όταν τα φιλορωσικά μέσα ενημέρωσης ήταν γεμάτα με ηρωικές αναφορές, ο επικεφαλής των αυτονομιστών Igor Girkin (Strelkov), κάλεσε για περισσότερες στρατολογήσεις. Σημειώνοντας ότι ο πληθυσμός της περιφέρειας Ντόνετσκ είναι 4,5 εκατομμύρια άτομα, δήλωσε: “Δεν περίμενα ποτέ ότι δεν θα ήμουν σε θέση να βρω 1.000 εθελοντές“, ενώ στη συνέχεια άνοιξε περιφρονητικά τη στρατολόγηση για τις γυναίκες και οι λίγες που βρέθηκαν στις αυτονομιστικές δυνάμεις υπηρέτησαν σε μη μάχιμες θέσεις.
Τότε ο Igor Girkin (Strelkov) παραπονέθηκε ότι λίγοι πρώην αξιωματικοί είχαν συσπειρωθεί στον αγώνα και πολλοί επίδοξοι μαχητές ήταν υπερήλικες ή ανήλικοι, ενώ συχνά έφευγαν μετά από σύντομη έκθεση στις κακουχίες. Παρά τα ανακοινωθέντα σχέδια για τη συγκρότηση ενός στρατού 100.000 ανδρών τον Φεβρουάριο του 2015, οι δυνάμεις αριθμούν 40.000, σύμφωνα με δυτικούς αξιωματούχους. Για την υποστήριξή τους, ο πρώην πρόεδρος της Ένωσης των εθελοντών του Ντονμπάς, δήλωσε ότι 30.000 έως 60.000 Ρώσοι εθελοντές είχαν ενταχθεί στον αγώνα μέχρι τον Σεπτέμβριο του 2015.
Στις μεγάλες πόλεις της Ρωσίας, οι ακτιβιστές στρατολόγησαν ανθρώπινο δυναμικό και συγκέντρωσαν βοήθεια για το Ντονμπάς, μεταξύ άλλων σε περίπτερα κοντά σε σταθμούς του μετρό. Η απόφαση της ουκρανικής κυβέρνησης το Δεκέμβριο του 2014 να μπλοκάρει τις περισσότερες τραπεζικές και άλλες οικονομικές συναλλαγές στα ανατολικά ήταν ένα σοβαρό πλήγμα για πολλούς κατοίκους των αυτονομιστικών θυλάκων. Το πέρασμα της διαχωριστικής γραμμής ήταν μια χρονοβόρα, δαπανηρή και δύσκολη διαδικασία για τους περισσότερους πολίτες, ενώ δυσχέραινε την πιθανή πρόσβαση σε συντάξεις που πληρώνονταν από το Κίεβο και σε στήριξη προγραμμάτων κοινωνικής πρόνοιας.
Οι κάτοικοι των περιοχών που ελέγχονται από τους αυτονομιστές είχαν πληγεί από τις αυξήσεις των τιμών (δύο ή τρεις φορές υψηλότερες από τις περιοχές που ελέγχονται από το Κίεβο) και ήταν δύσκολο γι αυτούς να έχουν πρόσβαση σε βασικές κοινωνικές υπηρεσίες. Στον τομέα της υγείας, για παράδειγμα, υπήρχε σοβαρή έλλειψη φαρμάκων και ιατρικών προμηθειών.
Ένας εξέχων υποστηρικτής του αυτονομιστικού αγώνα, ο Ρώσος εθνικιστής ακτιβιστής και blogger Ζουτσκόφσκι, προσέφερε μια απογοητευτική περιγραφή της κατάστασης στο Ντόνετσκ, όπου περνά μεγάλο μέρος του χρόνου του: Οι άνθρωποι επιβιώνουν. Υπάρχει κρίση και στη Ρωσία, αλλά η δική μας κρίση έχει εντελώς διαφορετικά κριτήρια. Οι συνθήκες είναι πολεμικές.
Οι άνθρωποι έχουν φτάσει στα όριά τους, κάτι να φάνε, κάτι να φορέσουν για το κρύο. Ζουν κυρίως από τις οικονομίες τους. Φυσικά, κάποια κυβερνητικά γραφεία λειτουργούν, αλλά ο μισθός εκεί είναι κατά μέσο όρο 5.000-7.000 ρούβλια (65-90 δολάρια) το μήνα. Οι οικονομικές δυσκολίες και οι οικονομικοί περιορισμοί έδωσαν περισσότερη ένταση στο αίσθημα μεταξύ των κατοίκων των ανατολικών περιοχών, ότι το Κίεβο τους έχει ξεγράψει. Αυτό θα περιέπλεκε περαιτέρω την μελλοντική επανένταξη της περιοχής σε μια ενωμένη Ουκρανία. Η κυβέρνηση του Κιέβου έπρεπε επειγόντως να εργαστεί σε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό έκτακτης ανάγκης για την αντιμετώπιση αυτού του ζητήματος.
Οι μηχανισμοί ελέγχου της Ρωσίας στην Ανατολή
Ένας οξυδερκής παρατηρητής της ρωσικής παρουσίας, ανώτερος αξιωματούχος της DNR, προσδιόρισε αυτό που αποκάλεσε βασικό στόχο της Μόσχας: Η Ουκρανία έχει στα μάτια της Ρωσίας διαλύσει την ισορροπία, με την απομάκρυνση από αυτήν.
Στο μυαλό της Μόσχας η Ουκρανία πρέπει να είναι ουδέτερη, δεν πρέπει να αποτελεί απειλή για τη Ρωσία, πρέπει να επιτρέπει στη Μόσχα να ασκεί κάποιου είδους προστασία.
Ορισμένοι αυτονομιστές έλεγαν ότι οι Ρώσοι ομόλογοί τους ανέφεραν μερικές φορές ένα δεκαετές σχέδιο για την ανάκτηση του ελέγχου της Ουκρανίας, το οποίο συνδυάζει τη συνεχή αποσταθεροποίηση της Ανατολής, την οικονομική πίεση που εκμεταλλεύεται τους αργούς ρυθμούς του τότε προέδρου Πέτρο Ποροσένκο στην αντιμετώπιση της διαφθοράς και των μεταρρυθμίσεων, τις συνεχιζόμενες προσπάθειες πρόκλησης οικονομικών δυσχερειών και την υποστήριξη των φιλορωσικών πολιτικών δυνάμεων.
Μοχλοί του ρωσικού ελέγχου
Μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ, η διαχείριση των σχέσεων με τις πρώην σοβιετικές δημοκρατίες, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας, ασκείται κυρίως από την προεδρική διοίκηση και όχι από το υπουργείο Εξωτερικών. Όπως σημειώθηκε, η εξουσία ασκείται σε μεγάλο βαθμό μέσω των συμβούλων. Αυτοί αναπτύχθηκαν πιθανώς για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2014, λίγο μετά την πρώτη μεγάλη ρωσική στρατιωτική εισβολή στο Ιλοβάισκ.
Ο κύριος πολιτικός καθοδηγητής ήταν ο Vladislav Surkov, βοηθός του Πούτιν στις εξωτερικές σχέσεις, πρώην αναπληρωτής επικεφαλής της προεδρικής διοίκησης και αναπληρωτής πρωθυπουργός, υπεύθυνος για τις πολιτικές αντιμετώπισης των “επαναστάσεων”. Υπήρξε επί µακρόν ο υπεύθυνος του Κρεµλίνου για τη Δούµα, όπου ανέπτυξε τη φήµη του ανθρώπου που περίµενε να τον υπακούσουν. ∆υτικοί αξιωµατούχοι έλεγαν πως ήταν πλέον γνωστό ότι αναφέρεται στους αυτονοµιστές ηγέτες κάπως συγκαταβατικά, ως “προστατευόµενούς” του.
Ρωσο-τσετσενικής καταγωγής, έχει συμβουλεύσει τον πρόεδρο για τον Καύκασο και παρέμεινε σημαντικός επίσης στη Νότια Οσετία και την Αμπχαζία. Το όνομά του εμφανίστηκε νωρίς σε σχέση με την ανατολική Ουκρανία. Τον Ιούνιο του 2014, ο Ρώσος πολίτης και πρώτος πρωθυπουργός της DNR Alexander Boroday τον αποκάλεσε “ο άνθρωπός μας στο Κρεμλίνο”. Συμμετείχε ενεργά στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στις συμφωνίες του Μινσκ του Σεπτεμβρίου 2014 και του Φεβρουαρίου 2015.
Η ηγεσία του Κρεμλίνου είναι αναμφισβήτητα το σημαντικότερο μέσο ελέγχου της Μόσχας επί των αυτονομιστών ηγετών, μαζί με τη στρατιωτική και οικονομική της υποστήριξη. Οι ανώτεροι αξιωματούχοι διαβουλεύονται τακτικά στην πρωτεύουσα, οι περισσότεροι τουλάχιστον κάθε μήνα, σε τεταμένες περιόδους, μπορεί να βρίσκονται εκεί για εβδομάδες. Ωστόσο, δεν υπάρχει καμία ένδειξη ότι κάποιος αυτονομιστής ηγέτης είχε συναντηθεί με κάποιον από τα υψηλότερα επίπεδα. Ο Σούρκοφ είναι ο πιο υψηλόβαθμος σύνδεσμός τους. Η Μόσχα μπορεί να τιμωρήσει, να ανταμείψει ή να εξουδετερώσει τους αυτονομιστές ηγέτες, ελέγχοντας την πρόσβασή τους. Τον Αύγουστο του 2014, ένας ανώτερος αξιωματούχος δήλωσε ότι ήταν σε μια “λίστα απαγόρευσης”: Δεν θα του επιτρεπόταν η είσοδος στη Ρωσία μέχρι νεωτέρας.
Στα τέλη του 2014, ένας ανώτερος αξιωματικός που είχε κατηγορήσει κορυφαίους ηγέτες του DNR για διαφθορά, ο Σεργκέι Πετρόφσκι, πήγε στη Μόσχα μετά από απόπειρα δολοφονίας του. Όταν προσπάθησε να επιστρέψει, οι συνοριοφύλακες του είπαν ότι δεν μπορούσαν να του επιτρέψουν την είσοδο στην DNR, για την ασφάλειά του.
Από τότε μπόρεσε να επισκεφθεί το Ντονέτσκ μόνο κατά διαστήματα.
Ένας από τους πιο σκληρούς αυτονομιστές διοικητές, ο Igor Bezler, δεν επέστρεψε. από τότε που κλήθηκε στη Μόσχα στα τέλη του 2014. Πηγές του DNR λένε ότι το κύριο πρόβλημά του ήταν μια διαμάχη με τον Ζαχαρτσένκο. Ο Στρέλκοφ, ο πρώτος γενικός στρατιωτικός διοικητής, αργότερα επικριτής του DNR και της ρωσικής ηγεσίας, είναι επίσης persona non grata στο Ντονέτσκ. Κάποιοι ανερχόμενοι στο LNR έχουν υποστεί πιο σκληρή μοίρα.
Τουλάχιστον τέσσερις στρατιωτικοί διοικητές έχουν πεθάνει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες. Οι αξιωματούχοι ισχυρίστηκαν ότι ο Alexander Bednov σκοτώθηκε αντιστεκόμενος στη σύλληψή του την 1η Ιανουαρίου 2015 και ότι οι άλλοι τρεις σκοτώθηκαν από τις ουκρανικές ειδικές δυνάμεις: Evgeniy Ishchenko (στρατιωτικός διοικητής και δήμαρχος της πόλης Pervomaysk, που έπεσε σε ενέδρα), Alexei Mozgovoy (ένας από τους πιο γνωστούς διοικητές του αυτονομιστικού κινήματος, που σκοτώθηκε στις 24 Μαΐου 2015) και Pavel Dremov (διοικητής των κοζάκων, του οποίου το αυτοκίνητο ανατινάχθηκε στις 12 Δεκεμβρίου).
Ο Dremov, πριν χάσει τη ζωή του, κατηγόρησε κορυφαίους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες της LNR για εμπλοκή σε μεγάλη διαφθορά.
Όπως και σε προηγούμενες περιπτώσεις, ορισμένοι αυτονομιστές διαμορφωτές της κοινής γνώμης κατηγόρησαν κορυφαία κυβερνητικά στελέχη του LNR ότι διέταξαν τη δολοφονία. Ένας blogger με ιδιαίτερη επιρροή ισχυρίστηκε ότι η ευθύνη βρισκόταν ακόμη πιο ψηλά. Το ανώτερο στέλεχος της LNR που συνήθως κατηγορείται για τέτοια περιστατικά “δεν μπορεί να λάβει αυτού του επιπέδου την απόφαση”, έγραψε. Οι αυτονομιστές ακτιβιστές κατηγορούν συχνά τη Μόσχα ότι δεν τιμωρεί τους ηγέτες της LNR για τέτοιες δολοφονίες.
Ο ελάχιστα συγκαλυμμένος ισχυρισμός για ρωσική ανάμειξη στο θάνατο του Dremov είναι ασυνήθιστος, αλλά όχι μοναδικός. Η δολοφονία του έμεινε ασχολίαστη από τη ρωσική κυβέρνηση, αλλά ορισμένα ηλεκτρονικά και έντυπα μέσα ενημέρωσης μετέδωσαν την είδηση. Η επίσημη εφημερίδα των ενόπλων δυνάμεων, που συνήθως φροντίζει να αποφεύγει τις αντιπαραθέσεις, έγραψε: “Ανεξάρτητοι παρατηρητές σημειώνουν ότι αυτό δεν είναι η πρώτη δολοφονία στην LNR, με θύματα διοικητές που έχουν ξεχωρίσει για την ανεξαρτησία των κινήσεων και των απόψεών τους”.
Ατέλειες του συστήματος
Η δομή για τον έλεγχο των αυτόνομων δημοκρατιών του Λουγκάνσκ και του Ντόνετσκ δεν ήταν αλάνθαστη. Η Ρωσία ασκούσε τον έλεγχο της ηγεσίας, εξασφάλιζε αυστηρή υποταγή σε θέματα όπως η στρατηγική για τη συμφωνία του Μινσκ. Παράλληλα, έφερε στις περιοχές αυτές σκληρές και έτοιμες αυτονομιστικές πολιτοφυλακές, επιρρεπείς στην εγκληματικότητα.
Όμως, άφησε ανεξέλεγκτο τον εσωτερικό χώρο, δηλαδή τις σχέσεις μεταξύ των αυτονομιστών διοικητών, των τοπικών πολιτικών ηγετών, του οργανωμένου εγκλήματος και των διεφθαρμένων αξιωματούχων στην άλλη πλευρά της διαχωριστικής γραμμής. Ως αποτέλεσμα, η διαφθορά ανθούσε. Η παράνομη παραγωγή και το λαθρεμπόριο του άνθρακα εκτιμάται ότι είναι διαχρονικά μια από τις πιο προσοδοφόρες πηγές πλούτου στο Ντονμπάς. Οι παράνομες αποστολές άνθρακα, συνήθως στην Ουκρανία αλλά και στη Ρωσία, έχουν αποφέρει σε πολιτικούς ηγέτες, συνοριακούς στρατιώτες και άλλους “εκατομμύρια δολάρια”, δήλωσε ένας κορυφαίος ηγέτης.
Μεταξύ αυτών που πανηγύριζαν τον Φεβρουάριο του 2015, όταν ο σιδηροδρομικός κόμβος του Ντεμπάλτσεβε κατακτήθηκε με ρωσική στρατιωτική επέμβαση, ήταν το καρτέλ του λαθρεμπορίου, συμπεριλαμβανομένου ενός προσώπου που συχνά συνδέεται με υψηλόβαθμο ηγέτη του DNR.
Ένας αξιωματούχος δήλωσε ότι πολλές εσωτερικές διαμάχες προκλήθηκαν από προσπάθειες ελέγχου των “οικονομικών ροών” και όχι από διαφορές πολιτικής. Το λαθρεμπόριο αποδίδει καλά, εν μέρει λόγω του αποκλεισμού της Ουκρανίας: τα εξαιρετικά κερδοφόρα εμπορεύματα περιλαμβάνουν παλιοσίδερα, ναρκωτικά, καταναλωτικά αγαθά και όπλα. Ορισμένοι Ρώσοι αξιωματούχοι, προσκείμενοι στον στρατό, είχαν εκφράσει την ανησυχία τους για την έκταση του λαθρεμπορίου. Η εβδομαδιαία εφημερίδα Military Industrial Courier σημείωσε τον Ιούλιο του 2015 πως σύμφωνα με τα στοιχεία που παρείχε η Ομοσπονδιακή Συνοριακή Υπηρεσία της Ρωσικής Ομοσπονδίας, η παράνομη μεταφορά όπλων και προς τις δύο κατευθύνσεις είχε γίνει μια συνεχής ροή. Δεν μπορούσε να αποκλειστεί η επιδείνωση της εγκληματικής κατάστασης σε περιοχές των χωρών που συνορεύουν με τη νοτιοανατολική Ουκρανία.
Σκάνδαλα στην κορυφή
Δύο σκάνδαλα κατά το δεύτερο εξάμηνο του 2015 έριξαν φως στις διαιρέσεις εντός των ηγεσιών της DNR και της LNR. H διαφθορά είχε εξαπλωθεί σε όλες τις αυτονομιστικές δομές και η προθυμία της Μόσχας να αγνοήσει τις ατασθαλίες ή τη σοβαρή διαφθορά στα ανώτερα κλιμάκια εξουσίας ήταν έκδηλη. Στην πρώτη περίπτωση, στο Ντονέτσκ, μια διαμάχη μεταξύ τμημάτων του στρατού του DNR, υποστηρικτών του έντιμου στρατηγού Σεργκέι Πετρόφσκι ενάντια σε μια μονάδα στρατιωτικών πληροφοριών που ο ίδιος είπε ότι ήταν εγκληματική υπό την κάλυψη των μυστικών υπηρεσιών, ξεχύθηκε στους δρόμους του κέντρου της πόλης.
Ο γραμματέας του Zakharchenko τραυματίστηκε σοβαρά όταν το παγιδευμένο με εκρηκτικά SUV του ανατινάχθηκε. Γρήγορα αποκαλύφθηκε ότι ο προοριζόμενος στόχος της βόμβας ήταν η κόρη του, μια ταγματάρχης των στρατιωτικών μυστικών υπηρεσιών κοντά σε αρχηγό φερόμενης εγκληματικής ομάδας.
Οι εφημερίδες της Μόσχας σχολίαζαν προσεκτικά ότι η υπόθεση θα μπορούσε να επηρεάσει τη φήμη του Ζαχαρτσένκο, ενώ μία από αυτές επέκρινε τον ίδιο και το περιβάλλον του. Αλλά ο Σούρκοφ παρατάχθηκε πίσω από τον Ζαχαρτσένκο, με συγχαρητήρια για τη γέννηση ενός ακόμη γιου. Το σκάνδαλο υποχώρησε, ενώ ο ταγματάρχης και ένας φερόμενος ως αρχηγός της υποτιθέμενης εγκληματικής ομάδας εξαφανίστηκαν από το προσκήνιο. Λίγους μήνες αργότερα, ο πρώτος διορίστηκε στο επιτελείο του Zakharchenko.
Ο ομόλογός του Ζαχαρτσένκο στο Λουχάνσκ, ο Ιγκόρ Πλοτνίτσκι, αντιμετώπισε παρόμοιο πρόβλημα τον Νοέμβριο της ίδιας χρονιάς, ενώ βρισκόταν στη Ρωσία. Το υπουργείο ασφαλείας της LNR (MGB) συνέλαβε τον υπουργό πετρελαίου Ντμίτρι Λιάμιν, με την κατηγορία της διεφθαρμένης εμπλοκής σε πωλήσεις άνθρακα. Η υπηρεσία ανακάλυψε όπλα και μεγάλα χρηματικά ποσά στο σπίτι του, μετά από έφοδο. Ο Πλοτνίτσκι επέστρεψε εσπευσμένα και κατήγγειλε την επιδρομή.
Ο υπουργός Κρατικής Ασφάλειας αρνήθηκε να υποχωρήσει, με αποτέλεσμα να τεθεί σε διαθεσιμότητα μαζί με τον υπουργό άνθρακα. Οι επικριτές του Πλοτνίτσκι χαιρέτισαν τις ενέργειες της MGB, αλλά δεν έπεσαν άλλα κεφάλια και η υπόθεση διαφθοράς έσβησε. Όταν τον Νοέμβριο κυκλοφόρησε η φήμη ότι ο Σούρκοφ απολύθηκε, ο Πλοτνίτσκι ήταν από τους πρώτους που το διέψευσε δημοσίως. Η LNR συνέχισε να συνεργάζεται στενά με τον Surkov, δήλωσε, και οι “υπαινιγμοί” περί του αντιθέτου ήταν έργο των εχθρών της Ρωσίας και της αυτονομιστικής οντότητας.
Ένας αναλυτής της DNR θεωρεί την αδιαφάνεια των προθέσεών της ως απόδειξη ότι η Μόσχα δεν έχει ακόμη συμφωνήσει για την έξοδο από το τέλμα της ανατολικής Ουκρανίας. Ο εσωτερικός πυρήνας που λαμβάνει τις τελικές αποφάσεις για θέματα όπως η Ουκρανία, μπορεί να είναι μικρός αλλά συχνά φαίνεται διχασμένος, αβέβαιος ή περιμένει μια ευκαιρία για να χρησιμοποιήσει την κατάσταση προς μέγιστο όφελος. Αυτό εκδηλώνεται επί τόπου, με την έλλειψη πολιτικού και στρατιωτικού συντονισμού.
Οι ηγέτες του DNR λαμβάνουν έτσι μερικές φορές αντικρουόμενα μηνύματα από τους Ρώσους προϊσταμένους τους. “Δεν ξέρω πού βρίσκεται ο Πούτιν σε αυτό το θέμα, αλλά πιθανότατα παλεύει με τις συνέπειες των δικών του αποφάσεων. Ως πρόεδρος έχει πάρει αποφάσεις για την Κριμαία και τη Σεβαστούπολη, αλλά τώρα προσπαθεί να κάνει τις λιγότερο κακές. Τόσο η Μόσχα, όσο και το Κίεβο, θα ήθελαν πολύ να ξεφύγουν από αυτή την κατάσταση, αλλά πρέπει να είναι σε θέση να προσφέρουν στον λαό τους την ψευδαίσθηση της νίκης“, προσέθεσε ο ίδιος αναλυτής. Η πραγματική νίκη είναι ακόμη μακριά και για τις δύο πλευρές. Εκτός από την κατάπαυση του πυρός, η εφαρμογή των δεκατριών ρητρών της συμφωνίας του Μινσκ του Φεβρουαρίου του 2015 παρέμεινε άπιαστη.
Μόνο μία, η εντατικοποίηση των εργασιών της τριμερούς ομάδας επαφής είχε επιτευχθεί, με ελάχιστα ουσιαστικά αποτελέσματα. Η παρακολούθηση από τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και Συνεργασία στην Ευρώπη (ΟΑΣΕ), συνεχίστηκε, αν και οι παρατηρητές συνάντησαν εμπόδια και από τις δύο πλευρές. Υπήρξε περιορισμένη ή καθόλου πρόοδος όσον αφορά τις περισσότερες άλλες διατάξεις, συμπεριλαμβανομένων των ad hoc ανταλλαγών κρατουμένων (η ανταλλαγή “όλων για όλους” που προβλεπόταν από τη συμφωνία δεν είχε ακόμη αποτελέσει αντικείμενο διαπραγμάτευσης), των προετοιμασιών για τη συνταγματική μεταρρύθμιση και τις τοπικές εκλογές, της αποκατάστασης των κοινωνικών και οικονομικών δεσμών, της αμνηστίας και της απόσυρσης των ξένων ένοπλων σχηματισμών, του στρατιωτικού εξοπλισμού και οπισθοχώρηση από τη γραμμή διαχωρισμού με ταυτόχρονη απόσυρση των βαρέων όπλων (που ευθύνονται και για τραγωδίες, όπως η κατάρριψη της επιβατικής πτήσης ΜΗ17 τον Αύγουστο του 2014).
Η επιθυμία της Μόσχας για την άρση των κυρώσεων το συντομότερο δυνατό θα αποτελούσε ένα σημαντικό παράγοντας σε επόμενο στάδιο συνομιλιών, όμως το Κρεμλίνο επιθυμούσε να μεταθέσει την ευθύνη για τα επόμενα βήματα στο Κίεβο. Η δεύτερη και καθοριστική ψηφοφορία στο ουκρανικό κοινοβούλιο για τις συνταγματικές αλλαγές, έπρεπε βάσει νόμου να έχει διεξαχθεί το αργότερο στις αρχές Φεβρουαρίου 2015. Οι αλλαγές όφειλαν να είναι “μόνιμες” και να “λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες ορισμένων περιοχών των περιφερειών Ντονέτσκ και Λουχάνσκ“. Η διατύπωση αυτή είχε διχάσει την ουκρανική πολιτική γνώμη και ο τότε πρόεδρος Ποροσένκο δεν μπόρεσε να συγκεντρώσει την απαιτούμενη υποστήριξη. Μια τελική ψηφοφορία ήταν απίθανο να διεξαχθεί πριν από το καλοκαίρι του 2016 και η Ρωσία κατηγορούσε ήδη την Ουκρανία ότι καθυστερεί.
Οι Ουκρανοί πολιτικοί ηγέτες γνώριζαν ότι η διεθνής προσοχή είχε μετατοπιστεί στη Συρία και πίστευαν ότι η συναίνεση της ΕΕ υπέρ των κυρώσεων θα έληγε το επόμενο εξάμηνο, αν και οι δυτικοί ηγέτες είχαν δηλώσει σταθεροί στη διατήρησή τους. Ορισμένα σημαίνοντα μέλη του κυβερνητικού συνασπισμού της Ουκρανίας πίεζαν σκληρά για τη δική τους εκδοχή μιας παγωμένης σύγκρουσης. Αυτό, σύμφωνα με έναν κορυφαίο υποστηρικτή της στάσης αυτής, θα έκλεινε ουσιαστικά τα σύνορα για δύο ή τρία χρόνια. Υποστήριζαν ότι ο πλήρης διακανονισμός του Μινσκ θα απαιτούσε από το Κίεβο να αναλάβει το κόστος της αποκατάστασης και της συντήρησης των ανατολικών περιοχών, ενώ θα ανακτούσε τον έλεγχο στην καλύτερη περίπτωση μόνο κατά όνομα.
Οι υποστηρικτές της προσέγγισης αυτής εξέφρασαν φόβους ότι η Μόσχα και οι σύμμαχοί της θα διατηρήσουν ισχυρή επιρροή στις πολιτικές και στρατιωτικές δομές στις αυτονομημένες περιοχές. Πίστευαν ότι ένα πάγωμα, από την άλλη πλευρά, θα ανάγκαζε τη Μόσχα να πληρώσει για την ανασυγκρότηση και τη συντήρηση του Ντονμπάς και θα εμπόδιζε τους πληθυσμούς (οι οποίοι υποψιάζονταν ότι είναι σε μεγάλο βαθμό φιλοαποσχιστές) να ψηφίσουν σε οποιεσδήποτε εκλογές, ενώ η Ουκρανία προσπαθούσε να περάσει την αντιδημοφιλή οικονομική μεταρρύθμιση, αντιμετωπίζοντας ταυτόχρονα τη συνεχιζόμενη ρωσική υπονόμευση.
Στα μέσα Ιανουαρίου 2015 η Ρωσία διόρισε νέο εκπρόσωπο στην ομάδα επαφής του Μινσκ, τον υψηλόβαθμο αλλά εξαιρετικά προσεκτικό Boris Gryzlov. Την ίδια εβδομάδα πρότεινε τη διεξαγωγή συνομιλιών μεταξύ του Surkov και της βοηθού υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Victoria Nuland. Και οι δύο κινήσεις χαρακτηρίστηκαν από ανώτερους δυτικούς διπλωμάτες ως προσπάθεια να δείξουν οι Ρώσοι την επιθυμία να προχωρήσει η συμφωνία του Μινσκ. Ωστόσο, η επόμενη συνεδρίαση της τριμερούς ομάδας επαφής δεν κατέγραψε, ως συνήθως, καμία πρόοδο.
Τον Δεκέμβριο του 2015, μια δεξαμενή σκέψης με στενούς δεσμούς με τον Surkov περιέγραψε την πολιτική της Ουκρανίας για το Μινσκ ως μίμηση της υποστήριξης της ειρηνευτικής διαδικασίας, ενώ στην πραγματικότητα ήλπιζε στη διάλυσή της. Η Ρωσία ήταν η “πιο πιστή στις αρχές της, από όσους συμμετείχαν στην ειρηνευτική προσπάθεια” και υποστηρίζει την “αυστηρή, κυριολεκτική εφαρμογή” της ειρηνευτικής συμφωνίας, υποστήριξε. Η δεξαμενή σκέψης πρότεινε τέσσερα σενάρια για το Μινσκ: Ένα αισιόδοξο, αλλά απίθανο σενάριο που οδηγεί σε πλήρη εφαρμογή, ένα ρεαλιστικό σενάριο που θα επιβραδύνει τη διαδικασία και θα επιτύχει διευθέτηση σε τρία έως πέντε χρόνια, ένα απαισιόδοξο σενάριο παγωμένης σύγκρουσης “για πολλά χρόνια, αν όχι για πάντα” και ένα “καταστροφικό” σενάριο επανάληψης και μακροχρόνιων στρατιωτικών εχθροπραξιών. Ατυχώς, όπως όλοι πλέον γνωρίζουμε, το σενάριο που τελικά ίσχυσε ήταν το τελευταίο…
Αντί επιλόγου
Ορισμένοι επιφανείς Ρώσοι αναλυτές, που δημόσια υποστηρίζουν αδιαμαρτύρητα τον πρόεδρό τους, λένε ότι δεν είναι ούτε τακτικός ούτε στρατηγιστής, αλλά μοιρολάτρης, που παίρνει τολμηρές, αλλά μη τεκμηριωμένες αποφάσεις και ξεκινά ριψοκίνδυνες πολιτικές πορείες χωρίς να γνωρίζει πλήρως πού θα οδηγήσουν. Αυτός ο αυτοσχεδιασμός έχει συμβάλει σε περίπου 10.000 θανάτους στην Ουκρανία μέχρι τα τέλη του 2014 και σε ανεξακρίβωτο ακόμη αριθμό νεκρών από την εισβολή του Φεβρουαρίου 2022.
Η πλήρης εφαρµογή των συμφωνιών του Μινσκ θα επέτρεπε στη Ρωσία να αποχωρήσει από την ανατολική Ουκρανία µε αξιοπρέπεια. Θα απαιτούσε από τη Μόσχα να διαλύσει τους αυτονομιστικούς θύλακες, εγκαταλείποντας έτσι το πολιτικό αγκάθι στο πλευρό του Κιέβου, που το καθεστώς Πούτιν κάρφωνε στα πλευρά της χώρας ελπίζοντας ότι θα επιβράδυνε περαιτέρω την πολιτική και οικονομική μεταρρύθμιση στην Ουκρανία. Το πάγωμα της σύγκρουσης στο Ντονμπάς το 2015 είχε τα πλεονεκτήματά του: Οι σύμμαχοι της Μόσχας εξακολούθησαν να έχουν τον έλεγχο και η πίεση στο Κίεβο διατηρήθηκε. Μια κατάσταση ούτε πολέμου ούτε ειρήνης εμπόδιζε τη μεταρρύθμιση και ωφελούσε διεφθαρμένα πρόσωπα, πλούσιους αυτονομιστές ηγέτες και ενδεχομένως κάποιους από την ελίτ της Μόσχας. Ανέβαλλε επίσης τη λύση σε ακανθώδη προβλήματα, όπως το τι θα γίνει με τους στρατιώτες της DNR και της LNR και ενίσχυσε τις προειδοποιήσεις προς άλλους γείτονες για τους κινδύνους που διατρέχουν από στενότερους δεσμούς με τη Δύση. Όμως, κόστισε πολλά χρήματα στην άλλοτε μητρόπολη του υπαρκτού σοσιαλισμού.