Υπάρχει ένα παιχνίδι νοητικό που το έχουμε παίξει όλοι, για τον έναν ή τον άλλο λόγο και με αφορμή ένα προσωπικό, κοινωνικό ή πολιτικό ζήτημα: «τί θα έκανα τότε αν ήξερα ότι». Το πρόβλημα μ’ αυτό το παιχνίδι και και τις παραλλαγές του «Αν τότε…» είναι ότι αντιμετωπίζει το όποιο ζήτημα σε συνθήκες εργαστηρίου και, σχεδόν σίγουρα, ενδεδυμένο ένα σύστημα φαντασιώσεων για την προσωπική ή συλλογική, μερική ή ολική ανταπόκριση στην αντιμετώπισή του. Υπέρ ή κατά δεν έχει σημασία. Επιπλέον, δεν μπαίνει ποτέ σε…λεπτομέρειες: κουλτούρας, ιστορίας, συνθηκών, ανάλυσης και επανασύνθεσης κλπ. Ευρύτερο ή πραγματικό ενδιαφέρον, αποκτά όταν χρησιμοποιείται λογοτεχνικά ή κινηματογραφικά: όπως στη μίνι σειρά « Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής» που βασίζεται στο ομώνυμο βιβλίο του Φίλιπ Ροθ (εκδ. Πόλις, μτφ. Ηλίας Μαγκλίνης) -μια έξοχη μυθιστορηματική αφήγηση βασισμένη σε μια εκδοχή του παιχνιδιού «Αν τότε…» η οποία αφορά την ίδια εποχή με την οποία ασχολείται και το βιβλίο του Γάλλου δημοσιογράφου.
Στο βιβλίο του ,, αναγνωρίζουμε τις πολλές χρήσεις του παιχνιδιού και των παραλλαγών του, στην προσπάθεια να δημιουργηθεί μια παιγνιώδης αφήγηση που όμως αφορά ένα σοβαρό ζήτημα: τη στάση του αγγλοσαξωνικού και γαλλικού Τύπου απέναντι στον Χίτλερ στη διάρκεια ανόδου και εγκαθίδρυσης του ναζισμού. Το ενδιαφέρον του βιβλίου έγκειται στα πραγματολογικά στοιχεία που εν αφθονία προσφέρει στον αναγνώστη, δημοσιογράφο ή όχι.
Κατά τον συγγραφέα, η συχνή ενασχόληση των σύγχρονων Αμερικανών δημοσιογράφων με την περίοδο ανόδου του Χίτλερ -μετά την εκλογή Τραμπ και εξαιτίας της- απηχεί την αμηχανία και την αγωνία τους: ανατρέχουν σε έναν προηγούμενο «γνωσιακό σεισμό», στο πιό κοντινό αδιανόητο γεγονός, στο ναζισμό, προκειμένου να αναζητήσουν τα λάθη τους ή, όπως γράφει, «ομοιότητες με τη δική τους εσωτερική κατάρρευση». Αν και τελικά, στη σελίδα 53, ο Schneiderman συμπεραίνει ότι «όσο ο Χίτλερ δεν ήταν απλώς ένας Γερμανός Μουσολίνι» αναφερόμενος σε μία από τις πρώτες μνείες που έγιναν εκείνη την εποχή από τον Αμερικανικό Τύπο για τον δικτάτορα, «άλλο τόσο ο Τραμπ δεν είναι ένας Αμερικανός Χίτλερ». Πρέπει, όμως, να σημειωθεί ότι η άνοδος του λαϊκισμού σε πολλές χώρες ταυτόχρονα –και στην Αμερική- δεν προκάλεσε μόνο στους εκπροσώπους της Αμερικανικής δημοσιογραφίας διάθεση αναζήτησης αναλογιών με τη διάλυση της δημοκρατίας της Βαϊμάρης και την άνοδο του Χίτλερ. Κοινωνικοί φορείς, ακαδημαϊκοί, δεξαμενές σκέψης (think tank), ανεξάρτητοι διανοητές και δημοσιογράφοι ανέτρεξαν στα ίδια σκοτεινά χρόνια, παράγοντας πολλές σελίδες σχετικών αναλύσεων.
Οπως αναφέρει ο συγγραφέας, διακόσιοι ανταποκριτές από τριάντα περίπου χώρες τοποθετήθηκαν στο Βερολίνο. Βρετανοί και Γάλλοι έμειναν μέχρι το 1939 και Αμερικανοί μέχρι το 1941. Ο Schneiderman ιχνηλατεί μέσω των αρχείων, κυρίως Αμερικανικών και Γαλλικών εφημερίδων, τον τρόπο που καλύφθηκαν από τα, μετέπειτα συμμαχικά, ΜΜΕ οι ναζιστικές προετοιμασίες για την Τελική Λύση με όλες τις αντισημιτικές φρικαλεότητες που διέτρεχαν την καθημερινότητα να συμβαίνουν «μπροστά στα μάτια» των δημοσιογράφων που έβλεπαν -πρέπει να έβλεπαν- πολλά και έγραφαν λίγα. Ξυλοδαρμοί, αντισημιτικοί νόμοι, αυτοκτονίες, ανεξήγητες εξαφανίσεις, ήδη υπάρχοντα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν έφτασαν με την ένταση, την έκταση και την επιμονή που απαιτούσαν οι περιστάσεις ούτε καν στους New York Times, εφημερίδα εβραϊκής ιδοκτησίας.
Τώρα βέβαια έχουμε ερμηνείες. Η αντιμετώπιση του Χίτλερ και του φασισμού δεν ξεκίνησε τη στιγμή που η Αμερική μπήκε στον πόλεμο. Για όσους δεν έχουν ασχοληθεί με το θέμα των πολλών διαφορετικών τάσεων και προσεγγίσεων ως προς το Εβραϊκό ζήτημα και τον κομμουνισμό στο εσωτερικό των ΗΠΑ, σε θεσμικό επίπεδο αλλά και σ΄αυτό των των απλών πολιτών, το βιβλίο του Ερικ Λάρσον (Στον Κήπο με τα θηρία, εκδ. Μεταίχμιο, μτφ. Ανδρέας Μιχαηλίδης) συνιστά μια απλή «εισαγωγή», εξαιρετική αναγνωστικά, στις αντίρροπες δυνάμεις που πάλευαν για την επικράτηση, από τη βάση μέχρι τον Πρόεδρο της μεγάλης δύναμης. Τηρουμένων των αναλογιών και των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών, το ίδιο συνέβαινε στις περισσότερες Ευρωπαϊκές χώρες.
Το χρονικό της καθημερινής ζωής των Δυτικών δημοσιογράφων στο Βερολίνο της δεκαετίας του ’30 εκβάλλει στα τυπωμένα άρθρα και στην, ανηλεή ως προς τις λεπτομέρειες, καταγραφή τους από τον Schneiderman μετά την αναδίφηση των σχετικών αρχείων. Λόγοι οικονομικοί, ιδεολογικοί, ψυχολογικοί συνδυάζονται με τις πρακτικές των δημοσιογράφων: Η αδυναμία έρευνας πεδίου ειδικά εκτός Βερολίνου, ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες από «επίσημες πηγές» of the record που ανακυκλώνονται στα τραπέζια μιας βαυαρικής ταβέρνας -στέκι των ξένων ανταποκριτών, οργανωμένες από το καθεστώς επισκέψεις στο Νταχάου, οδηγούν σε τίτλους όπως «Ο Γκέρινγκ τηρεί την υπόσχεσή του επιτρέποντας σε ξένους ανταποκριτές να επαληθεύσουν εάν οι φήμες για φρικαλεότητες είναι σωστές»! Μήπως δεν κατάλαβαν; Και τι θα έκαναν αν ήξεραν τι θα ακολουθούσε;
Σύμφωνα με τον Schneiderman, ελάχιστοι ήταν οι ανταποκριτές που διαφοροποιήθηκαν δίνοντας την επαφή με την τρομακτική πραγματικότητα: ο Edgar Ansel Mowrer από την Chicago Daily news, η Αμερικανίδα Dorothy Thompson, ο Βρετανός Norman Ebbutt, o Pembroke Stephens από την Daily Εxpress και Daily Telegraph, ο Georges Duhamel από την Figaro, η Γαλλίδα Andrée Viollis.
Δυστυχώς, είναι μάλλον απογοητευτικό για τον αναγνώστη, κυρίως για τον αναγνώστη-δημοσιογράφο, όταν ένα βιβλίο βασιζόμενο εξ ολοκλήρου σε αρχεία που περιλαμβάνει έναν ποταμό ονομάτων, δεν παραθέτει στο τέλος βιβλιογραφία και ευρετήριο. Ο ίδιος ο συγγραφέας σημειώνει την έλλειψη στον επίλογο επικαλούμενος το γεγονός ότι «ένα ευρετήριο θα έκανε την αφήγησή μου να μοιάζει με επιστημονικό βιβλίο-πράγμα που πασχίζει να μην είναι. Είναι μια ταξιδιωτική αφήγηση, εν μέρει μυθοπλαστική και λιγάκι μυθιστορηματική[…] Ταξιδιωτική αφήγηση με επίγνωση των ορίων της, μη τελεσίδικο εργαλείο σκέψης-ιδού τι θέλει να είναι αυτό κείμενο». Δύσκολο να φανταστεί κανείς σε τι θα έβλαπτε τα παραπάνω η βιβλιογραφία και το ευρετήριο. Κρίμα..
Daniel Schneidermann, Εκδόσεις Πόλις, σελ. 440, Μτφ.: Γιώργος Καράμπελας
Διαβάστε ακόμα
ΟΧΙ ΕΓΩ- Ο Ναζισμός μέσα από τα μάτια ενός παιδιού
Ολοκαύτωμα: στα μονοπάτια της θηριωδίας του Αουσβιτς