[…] Αν είσαι άρρωστος σε κρίσιμη κατάσταση – με καρκίνο για παράδειγμα – δεν υπάρχει χημειοθεραπεία για σένα. Αν δε μπορείς να φύγεις από τη χώρα για θεραπεία απλώς μένεις και αργοπεθαίνεις μέσα σε τρομερούς πόνους. Οι βικτωριανές αρρώστειες επιστρέφουν – η πολυομελίτιδα, ο τύφος και η χολέρα. Βλέπεις γύρω σου ανθρώπους πολύ άρρωστους, που τελευταία φορά που τους είδες πριν τον πόλεμο, ήταν καλά στην υγεία τους. Ακούς έναν συνεχόμενο βήχα. Όλοι βήχουν – από τη σκόνη των κατεστραμμένων κτιρίων, από τις αρρώστιες, από το κρύο.

Όσο για τον παλιό σου κόσμο, εξαφανίζεται σαν καπνός από τα τσιγάρα που δεν μπορείς να αγοράσεις πια. Πού είναι οι πιο κοντινοί σου φίλοι; Κάποιοι έφυγαν, κάποιοι πέθαναν. Οι λίγοι που έχουν μείνει δεν έχουν πια τίποτα καινούριο να πουν. Δεν μπορείς να πας στα σπίτια τους, γιατί ο δρόμος είναι κλειστός από τους σταθμούς ελέγχων. Ή, ελεύθεροι σκοπευτές σε πυροβολούν όταν βγαίνεις από το σπίτι σου οπότε τρέχεις γρήγορα πίσω, σαν καβούρας που υποχωρεί μέσα στο κέλυφος του[…]

Ο πόλεμος είναι κάπως έτσι. Αλλά επεκτείνει το παζλ υπέρβασης μιας «κανονικής» ανθρωπινότητας και με άλλα κομμάτια…

«Όταν πρωτοσυναντηθήκαμε και της άγγιξα το χέρι για να τη χαιρετήσω, εκείνη δείλιασε. Έμοιαζε διαλυμένη, ευάλωτη. Δεν χρησιμοποιούσε τη λέξη βιασμός. Αλλά μετά από λίγο κι ενώ καθόταν ήσυχα, έβλεπες το πρόσωπο της να άλλαζει, περνώντας από εκατομμυρια συναισθήματα. Να περνάει από τη θλιψη στον πόνο, μετά να ακολουθεί ο χείμαρρος των αναμνήσεων και τελικά να έρχεται η αποστροφή. Μου μίλησε για τη μέρα που έφεραν έναν άντρα κρατούμενο και την ανάγκασαν να βλέπει να τον σοδομίζουν μπροστά της. Όσο μιλούσε, η φωνή της έσβηνε, ανοιγοκλείνοντας μηχανικά τα χέρια της, κρατώντας σφιχτά τα λουριά της τσάντας της. Έβαλε τα κλάματα. Πολύ γρήγορα το κλάμα μετατράπηκε σε λυγμούς.

“Τα πράγματα που είδα…τα πράγματα που είδα…” ξεστομίζει. “Δεν αντέχεται να εξηγήσω τι είδα…δε μπορώ να ξεχάσω τι είδα…έναν άλλο κρατούμενο να βιάζεται…έναν άντρα να βιάζεται. Το άκουσα…Το είδα…Ξέρεις τι είναι να ακούς έναν άντρα να κλαίει;”

Σηκώθηκε απότομα από την καρέκλα που καθόταν, ακούμπησε το χέρι στο στόμα και έτρεξε στο κοντινότερο μπάνιο. Άνοιξε τη βρύση και ξεκίνησε να ξερνάει.

Η φίλη της που είχε έρθει μαζί ήταν έτοιμη κι αυτή να βάλει τα κλάματα.

“Ναι, η Νάντα βιάστηκε” μου λέει. “Αλλά δεν μπορεί να το παραδεχτεί, ούτε καν στον εαυτό της”.

Το βιβλίο της Janine di Giovanni είναι μια συνεχής “ξενάγηση” σε περιστατικά που επισημαίνουν με πόσους διαφορετικούς τρόπους διακόπτεται η “φυσιολογική” ζωή, η κανονικότητα-όποια κι αν είναι αυτή για τον καθένα από μας-από έναν πόλεμο:“Αλλά όλο αυτό το έχω ξαναδεί. Η ταχύτητα με την οποία η ζωή που ήξερες μέχρι χτες διαλύεται, είναι σαρωτική. Το νερό σταμάτησε να τρέχει, οι βρύσες στέγνωσαν, οι τράπεζες έφυγαν και ένας ελεύθερος σκοπευτής σκοτώνει τον αδελφό σου. Αλλά αυτό που δεν περιμένεις είναι να εξαφανίζονται επίσης τα καθημερινά πράγματα, αυτά που θεωρείς δεδομένα στη ζωή. Ο σκουπιδιάρης δεν έρχεται πια γιατί δεν λειτουργούν οι δημόσιες υπηρεσίες. Οι νοσοκόμες που παίρνουν αίμα εξαφανίζονται γιατί τα νοσοκομεία βομβαρδίζονται. Η καθημερινή σου εφημερίδα, το μέρος που πίνεις καφέ, και  – τελικά – κάθε κομμάτι από αυτό που γνωρίζεις ως κανονικότητα, εξαφανίζεται.

Αυτό που λαχταράς πιο πολύ από οτιδήποτε είναι να επιστρέψει η κανονικότητα. Η απλή απόλαυση του να πηγαίνεις σε ένα μαγαζί να αγοράσεις μήλα. Να καπνίσεις με νωθρότητα ένα τσιγάρο σε μια καφετέρια[…]

Στόχος και ουσία της αφήγησής της δεν είναι να καταλάβουμε τι ακριβώς συμβαίνει στη Συρία αλλά τι ακριβώς σημαίνει μια πολεμική σύρραξη τέτοιου μεγέθους για τους ανθρώπους που τη βιώνουν. Μοιραία λοιπόν, οι δραματικές εξάρσεις χαρακτηρίζουν την ουσία της αφήγησής της η οποία, πρέπει να σημειωθεί, εδράζεται σε γεγονότα του 2012. Ισως, η κλιμάκωση όλων αυτών που φτάνει μέχρι τις μέρες μας μπορεί να μας βοηθήσει να αντιληφθούμε, από τη θέση του αναγνώστη-ευτυχώς- τη μεταμόρφωση ή, μάλλον, την παραμόρφωση μιας χώρας οι εναπομείναντες κάτοικοι της οποίας διανύουν τον έκτο χρόνο εμπόλεμης “ζωής”.

Δεν γνωρίζουμε φυσικά τη Νάντα, τον Χουσεϊν, τον Μοχάμεντ, τις ζωές και τις δράσεις των οποίων σ΄αυτούς τους σκοτεινούς καιρούς περιγράφει η συγγραφέας αλλά, όποιος θέλει να δει τις μορφές, να “συνομιλήσει” με τις εμπειρίες τους μπορεί να δει το ντοκυμαντέρ “ 7 Days in Syria” που έχει σκηνοθετήσει ο Robert Rippberger. Εκεί ζωντανεύουν-πόσο ειρωνικό φαίνεται το ρήμα «ζωντανεύω»-κάποιες από τις εκατομμύρια κατεστραμμένες ζωές αλλά και αρκετοί άλλοι από αυτούς που κατέθεσαν τις μαρτυρίες τους για τη δημιουργία του βιβλίου.

«Ζωντανεύουν» επίσης οι νεκροί δημοσιογράφοι Steven Sotloff (περιοδικό TIME) και James Foley οι οποίοι αποκεφαλίστηκαν απο τον ISIS, η αγωνία των συναδέλφων τους τη μέρα που αντιλαμβάνονται την εξαφάνισή τους, η άγνωστη-μέχρι στιγμής-μοίρα του επίσης δημοσιογράφου, John Cantlie.

Για δες! Ηταν όλοι άνθρωποι σαν κι εμάς. Αλλά αυτοί, όσοι ζουν, θυμούνται ακόμα το τελευταίο τους κανονικό πρωινό…

ΠΟΙΑ ΕΙΝΑΙ

Η Janine di Giovanni είναι τακτική συνεργάτιδα των εφημερίδων New York Times και Guardian αλλά και του The New York Review of Books. Είναι πρώην αρχισυντάκτρια του Newsweekσε θέματα Μέσης Ανατολής. Έχει καλύψει πολέμους και ανθρωπιστικές κρίσεις στη Βοσνία, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν, στη Σιέρα Λεόνε, στη Λιβερία, στην Τσετσενία, στη Σομαλία, στη Λιβύη και στο Ανατολικό Τιμόρ.

 

Τζανίν Ντι Τζιοβάνι

 ΤΟ ΠΡΩΙ ΠΟΥ ΗΡΘΑΝ ΝΑ ΜΑΣ ΠΑΡΟΥΝ, ανταποκρίσεις από τον πόλεμο στη Συρία

Μτφ.: Μαριάννα Ρουμελιώτη

Εκδόσεις ΔΩΜΑ, σελ. 320

πηγή κεντρικής φωτογραφίας