Ταινία βασισμένη στὸ ὁμώνυμο θεατρικὸ ἔργο τῶν Χρήστου καὶ Γιώργου Γιαννακόπουλου, τὸ ὁποῖο παίχτηκε στὸ θέατρο Χατζηχρήστου, τὸ 1962, ἀπὸ τὴν 1η Φεβρουαρίου μέχρι τὶς 28 Ἀπριλίου. Στὴν θεατρική του ἐκδοχή, τὸν ρόλο τοῦ κυρ-Παντελῆ ἔπαιζε ὁ Βασίλης Αὐλωνίτης, τῆς κυρα-Δέσποινας ἡ Γεωργία Βασιλειάδου καὶ τῆς Φιφίκας ἡ Μάρθα Καραγιάννη, ἐνῶ ἔπαιζε ἀκόμη καὶ ἡ Ἔλσα Ρίζου· Χατζηχρῆστος καὶ Ρίζος στοὺς ρόλους τοῦ Ζήκου καὶ τοῦ Κιτσάρα. Ἕναν χρόνο μετά, τὸ 1963, θὰ ἑτοιμασθῆ καὶ θὰ προβληθῆ ὡς ταινία, μὲ πρωτοβουλία τοῦ ἴδιου τοῦ Κώστα Χατζηχρήστου καὶ μὲ παραγωγὸ τὸν ἀδελφό του Δῆμο, σὲ σενάριο καὶ σκηνοθεσία τοῦ Ντίνου Κατσουρίδη, ὁ ὁποῖος θὰ ἔχη ὡς βοηθό του τὸν Σταῦρο Τσιώλη. Ἡ θέση, ποὺ θὰ καταλάβη τὴν περίοδο τῆς προβολῆς της, 1963–64, θὰ εἶναι ἡ εἰκοστὴ ἕκτη στὶς ἐνενῆντα δύο, μὲ 201.008 εἰσιτήρια, ἐνῶ στὸ φεστιβὰλ τῆς Θεσσαλονίκης, τὸν Σεπτέμβριο τοῦ 1963, ὅπου θὰ προβληθῆ μὲ τὴν ἔνδειξη ‘‘ἀκατάλληλον δι’ ἀνηλίκους’’, λαμβάνοντας μέρος μαζὶ μὲ ἄλλες πέντε ταινίες, δὲν θὰ διακριθῆ, καθὼς τὰ βραβεῖα θὰ σαρώσουν οἱ ταινίες: Μικρὲς Ἀφροδίτες, Ἕνας ντελικανὴς καὶ Ἀδελφὸς Ἄννα.
Ἡ ταινία, ὅμως, ἔμελλε νὰ σαρώνη στὶς καρδιὲς ὅλων τῶν Ἑλλήνων, σταθερὰ κι ἀμείωτα, ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ ’80 καὶ ἑξῆς. Πότε ὡς Μπακαλόγατος, πότε ὡς ἁπλῶς Ζῆκος, ἡ ταινία θὰ γίνη τὸ κοινὸ προσκυνητάρι ὅλων καὶ τὸ ἰδιωτικὸ φυλακτό, γιὰ τὴν κακιὰ τὴν ὥρα, καθενός.
Γιὰ τὸ 1963, ἡ ὑπόθεση, ἡ πλοκή, ἡ ἀτμόσφαιρα καὶ τὸ αἴσθημα, ποὺ μεταδίδει τὸ ἔργο αὐτό, ἦταν πράγματα, ταὐτοχρόνως, κοντινὰ καὶ μακρινά. Κοντινά, ὡς καταστάσεις ποὺ ὑπῆρχαν ἀκόμη δίπλα μας, ἀλλὰ μακρινά, ὡς καταστάσεις γιὰ τὶς ὁποῖες δὲν θέλαμε νὰ ξέρουμε τίποτε, μίζερες, ἀπὸ τὶς ὁποῖες ἡ κοινωνία ἤθελε νὰ ξεφύγη καὶ νὰ μὴν ἀναγνωρίζη πλέον ἐκεῖ τὸν ἑαυτό της.
Μετὰ τὸ 1950 ὑπῆρξε μία πανδημία κατὰ τῆς φτώχειας μὲ σκοπὸ τὴν λύτρωση ἀπὸ αὐτὴν μὲ κάθε μέσον, ἀλλὰ καὶ μία ἐντεινομένη δυσφορία γιὰ τὴν παράδοση, μὲ πρῶτες τὶς γυναῖκες, τὶς ἄλλοτε στυλοβάτιδες τῆς κοινότητος, πού, ἀπὸ τὴν μιά, ἐκφράζουν ἀνοικτὰ τὴν ἀπροθυμία τους νὰ μείνουν στὰ χωριά τους καί, ἀπὸ τὴν ἄλλη, ἀμφισβητοῦν πλέον τὴν κοινότητα, ἀλλὰ ὄχι ἀπαραιτήτως τοὺς θεσμοὺς καὶ τὶς ἀξίες αὐτῆς. Παραλλήλως, σκηνοθέτες ὅπως ὁ Κατσουρίδης, ὁ Σακελλάριος καὶ ὁ Τζαβέλλας, κοιτοῦν τρυφερὰ πρὸς τὴν γειτονιὰ ποὺ χάνεται, μαζὶ μὲ τὴν παλαιὰ Ἀθήνα, καὶ κτίζουν τὴν νοσταλγία τοῦ μέλλοντος. Ἔτσι, ἡ ταινία θὰ ἐντείνη τὴν ἀμφιθυμία τῶν Νεοελλήνων, οἱ ὁποῖοι θὰ τραβιοῦνται μὲ τὴν πλάτη στὸ μέλλον, κοιτῶντας τὸ παρελθόν. Τὴν δεκαετία πλέον τοῦ 1980, ὅταν ἡ ἀπόσταση, ἐξωτερικῶς τοὐλάχιστον, ἀπὸ τὶς δεκαετίες τοῦ ’50 καὶ τοῦ ’60, ἦταν ἀρκετὰ γενναία, ἡ ταινία θὰ ἀνασυρθῆ καὶ θὰ τοποθετηθῆ σὲ περίοπτη θέση στὸ εἰκονοστάσι τῆς παραδόσεως (διάβαζε: ἀντοχῆς καὶ ἀντιστάσεως στὴν ἐγκοσμίωση). Ἔτσι, δὲν εἶναι τυχαῖο, τὸ γεγονὸς πὼς μετὰ τὸ 2000 τὸ ἔργο θὰ γνωρίση νέες θεατρικὲς καὶ κινηματογραφικὲς ἀναγεννήσεις, ἐνῶ ὅποτε προβάλλεται στὴν τηλεόραση κερδίζει τὴν πρώτη θέση στὴν τηλεθέαση· στὶς 18 Μαρτίου τοῦ 2017, ὅταν ὁ τηλεοπτικὸς Ἀντέννα θὰ τὴν προβάλη, γιὰ πρώτη φορά, στὴν ἔγχρωμη ἐκδοχή της, τὴν ταινία θὰ δοῦν, 1.692.000 θεατές.
Τί συμβαίνει ὅταν βλέπουμε αὐτὴν τὴν ταινία; Γιατί μᾶς ἀνακουφίζει, ἄνευ δικῆς μας προσπαθείας καὶ ἄνευ ἐσωτερικῆς μας ἀλλαγῆς; Γιατί, ἐνῶ τὴν ἔχουμε μάθει ἀπ ἔξω –οὑπάρχουν καὶ τέτοιοι–, τὴν βλέπουμε ἀδιακόπως καὶ πάντα γελᾶμε, ὡς νὰ ἦτο ἡ πρώτη φορά; Γιατί θέλουμε μετὰ μανίας, ἂν δὲν τὸ ἔχουμε κάνει ἤδη, νὰ γίνουμε κ’ ἐμεῖς δισδιάστατοι καὶ νὰ μποῦμε στὸ πανί, νὰ βρεθοῦμε σὲ μιὰ γωνιὰ τῆς μπακαλοταβέρνας ἢ τῆς αὐλῆς –ἂν δὲν βρισκόμαστε ἤδη– καὶ νὰ ζήσουμε ἐκεῖ, στὸ ἐπέκεινά μας χωρὶς ἐμᾶς;
Εἶναι ἡ ταινία ἐκείνη ποὺ ὡς συστατικό της θέμα ἔχει τὴν ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχή, αὐτὴν τὴν πηγὴ ἀφάτου ἡδονῆς καὶ μεταφυσικοῦ ἄλγους, καὶ ποὺ ὡς ταινία δέν σοῦ ζητεῖ ἀπολύτως τίποτε· ἁπλῶς ὑπάρχει, καὶ ἀκραίως εἰπεῖν: ὑπάρχει ὅπως ὁ Πινόκκιο καὶ ὁ Παρθενών.
Στὴν ταινία, παρελαύνουν φορεῖς ἀξιῶν ποὺ δὲν χωροῦν στὸ κόσμο-ντουνιὰ καὶ πού, μὲ τὰ νεωτερικὰ δεδομένα, εἶναι ἀπολύτως ἀλλοκόσμου ἤθους. Πόθος τους: νὰ ἀναγνωρισθοῦν στὸν κόσμο τῆς τιμῆς, μὲ τίμημα, ὅμως, τὴν παραθεώρηση τοῦ ἐνδοκοσμίου παρόντος· πόθος αἰωνιότητος διατρέχει τὴν ταινία. Χαιρόμαστε μένοντες πιστοὶ σ’ αὐτόν μας τὸν ψυχισμό, χωρὶς ἔτσι νὰ μποροῦμε νὰ θάψουμε λυτρωτικῶς αὐτὸ ποὺ μᾶς δίνει ὁμοῦ ταὐτότητα καὶ τραῦμα, ἀλλὰ καὶ ὅσο βιαζόμαστε νὰ καταδικάσουμε καὶ νὰ ἀπορρίψουμε τὸ παρελθὸν καὶ τὸν ψυχισμὸ ποὺ τὸ συνώδευε, γιὰ νὰ ξεμπερδεύουμε μιὰ κι ἔξω μὲ δαῦτα, τόσο ἐξαρτώμεθα ἀπὸ αὐτά· καὶ στὶς δύο περιπτώσεις: ἑλληνικὴ μελαγχολία. Αὐτὸς ὁ κόσμος δὲν μᾶς χωράει, παρὰ μόνον ἂν ἀναγνωρισθοῦμε πρῶτοι, στὴν ἐξωκόσμιο ἐκδοχὴ τοῦ κόσμου καὶ τοῦ ἑαυτοῦ. Θέλουμε τὸν κόσμο καθρέφτη τοῦ φαντασιακοῦ μας ἑαυτοῦ.
Αὐτὸ τὸ αἴσθημα, ὡς τραῦμα, μεταφράζεται σὲ διαρκῆ ἄρνηση τοῦ πραγματικοῦ, σὲ τρέλα ποὺ διεκδικεῖ διαστάσεις πραγματικότητος· ἀπόδραση ἀπὸ τὴν πίστη μέσα στὸν κόσμο, στὴν Δύση, ἀπόδραση ἀπὸ τὸν κόσμο μέσα στὴν πίστη, ἐδῶ.
Ἐξ οὗ καὶ τὸ γεγονὸς πὼς φτειάχνουμε τὰ πάντα γιὰ νὰ συναντοῦμε παντοῦ καὶ πάντα τὸν φαντασιακό μας ἑαυτό, θέλοντας ἀπὸ παντοῦ συνενοχὴ στὸ κρύψιμο –ἕνα εἶδος ἀλλαγῆς θὰ συνιστοῦσε ἴσως, νὰ μὴν μποροῦμε νὰ κατοπτρισθοῦμε στὰ μάτια τοῦ ἄλλου Ἕλληνα, διότι ἐκεῖ ὑπάρχει τὸ κρύψιμο, ὑπάρχει δηλαδὴ μιὰ μεταφυσικὴ πιὰ κοινότητα ποὺ ἀποκρύπτει τὸ πραγματικὸ καὶ τὴν εὐθύνη μας στὸν χρόνο· εἶναι φανερό: ὅλοι μαζὶ δὲν μποροῦμε.
Ὁ πολιτισμὸς εἶναι τὸ ὅριο, ἡ στιγμὴ γιὰ νὰ πέφτη κανεὶς πάνω στὴν ἀλήθεια τοῦ ἑαυτοῦ του, παίρνοντας ἀπόσταση ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἴδιο καὶ τὶς φαντασιώσεις του –ξένος στὸν τόπο του–, μὲ ἀποκλεισμένη τὴν δυνατότητα νὰ γυρνᾶ στὸν γλυκὸ-τόπο παρελθόν. Ἐκεῖνο ποὺ μᾶς φοβίζει εἶναι ἡ ἀπόσταση ἀπὸ αὐτὸ τὸ γλυκὸ αἴσθημα τῆς ἀπολύτου ἐγγύτητος. Τὸ παράδοξο, ὅμως, εἶναι πὼς γιὰ νὰ σώσουμε αὐτὸ τὸ αἴσθημα θὰ πρέπη νὰ πάρουμε τὴν ἀπόλυτη ἀπόσταση· ἡ ἀπόστασις σώζει τὴν ἐγγύτητα.
Πῶς, ὅμως, ἡ ταινία αὐτὴ ἐξακολουθεῖ νὰ ἀναπνέη λυτρωτικῶς ἐντός μας· πῶς πάλλει ἀκόμη ἐντός μας;
Στὴν ἀρχαία ὀπτική, καὶ ἔν τινι μέτρῳ καὶ στὴν σύγχρονη δική μας, ἰδίως στὶς κρίσιμες, προσυνειδητὲς ἐπιλογές μας, ἴσχυε περισσότερο ἕνα βλέμμα ἐνεργητικό, ἁπτικὸ –αἴφνης τὸ μάτι συλλαμβάνει, πιάνει, κάτι, ἐξ οὗ καὶ ἡ βασκανία–, καθὼς ὁ ὀφθαλμὸς δὲν ἦταν μόνον δέκτης ἀλλὰ καὶ πομπός. Στὸν τύπο αὐτὸ τῆς ὀπτικῆς τὸ «βλέπω» δὲν διεχωρίζετο τοῦ «βλέπομαι» (πρβλ. τὴν τραγωδία τοῦ Πενθέως στὶς Βάκχες), οὔτε νὰ ὑπάρξη συζήτηση ἄνευ συναντήσεως βλεμμάτων (πρβλ. τὴν τραγωδία τῶν φυλακισμένων τοῦ σπηλαίου, στὴν πλατωνικὴ Πολιτεία)· τὸ νὰ βλέπω σήμαινε αὐτομάτως ὅτι γίνομαι ὁρατός. Ἡ ὀπτικὴ αὐτὴ δημιουργοῦσε ἕναν τύπο διχασμοῦ, ὅπου τὸ ὑποκείμενο τῆς ὁράσεως δὲν ἦταν τὸ ἐγώ, ἀλλὰ τὰ μάτια, καὶ τὸ ἐγὼ ἦταν τὸ ἀντικείμενο· καὶ ἦταν πάντοτε ἀντικείμενο, ἀκόμη καὶ ἂν ἀνεφέρετο ἡ δραστηριότης του. Τὰ μάτια μὲ βλέπουν καὶ βλέπουν ὅσα κάνω ἢ παθαίνω (πρβλ. τὶς φράσεις «μὲ κλαῖν τὰ μάτια μου» ἢ «τί βλέπουν τὰ μάτια μου –τὰ ἐντός μου καὶ τὰ ἐκτός μου, ὅσα κάνω, παθαίνω, ἢ ὅσα γίνονται»). Μὲ τὰ μάτια ὡς ὑποκείμενα τῆς ὁράσεως, ἡ αὐτοσυνείδηση γεννᾶται ὡς ἀντοψία ὄχι μεταξὺ ἑνὸς ἐγὼ καὶ ἑνὸς ἐσύ, ἀλλὰ μεταξὺ ἐμένα καὶ τῶν ὀφθαλμῶν μου ποὺ ἐπέχουν θέσιν ἐσύ, ὅπου τὸ ἐγὼ δέον νὰ ἐκλαμβάνεται σταθερὰ ὡς ἀντικείμενο. Ἡ ἀναπαράσταση τοῦ ἑαυτοῦ λαμβάνει χώραν ἔξωθεν καὶ ἀπαιτεῖ ἐξωτερικὸ θεατή, ὁ ὁποῖος εἶναι τὰ μάτια μου ἢ οἱ ἄλλοι –τοῦτο, παρ’ ἀρχαῖοις ἴσχυε ἀκραιφνῶς μόνον γιὰ τοὺς ἄνδρες, καθὼς γιὰ τὴν γυναῖκα ἴσχυε ὁ καθρέπτης, τὸν ὁποῖο ὅμως τῆς τὸν εἶχε δωρίσει ὁ ἀγαπημένος της, ὁπότε καὶ βλεπόταν ἀπὸ τὰ μάτια αὐτοῦ· ἀργότερα, ὅμως, ἴσχυε γιὰ ὅλους, ἀφοῦ τὰ μάτια, ὡς προβολεῖς φωτός, ἔκαναν ὁρατὰ τὰ πράγματα, ἀποκτῶντας ἔτσι τὴν ἰδιότητα τοῦ καθρέφτη ἀκόμη καὶ γιὰ τὸν φορέα τους. Ἔτσι δὲν ὑπῆρχε πρόσωπο ἀπροσπέλαστο, ὁ δὲ προσανατολισμὸς τοῦ προσώπου ἦταν πάντα καὶ μόνον πρὸς τὰ ἔξω, ἐνῶ στὸ γεγονὸς πὼς τὸ πρόσωπο κοιτᾶ-κοιτάζεται, ἀδιαχωρίστως, καὶ ἀπευθύνει καὶ τοῦ ἀπευθύνουν λόγο, ἀδιαχωρίστως, ἐσυστήνετο ἡ ταὐτότης ἑκάστου.
Στὸν ἀμέσως ἐπόμενο βίο μας, τὸν χριστιανικό, πλέον, ἡ ἀρχαία ὀπτικὴ θὰ συντεθῆ καὶ θὰ ἐμπλουτισθῆ, κρατῶντας ὅμως τὴν συστατική της βάση, μὲ τὴν θεώρηση τοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκὼν Θεοῦ, ἡ ὁποία μὲ τὴν πάροδο τῶν χρόνων δόμησε τοὺς ψυχισμούς, ἀλλὰ καὶ τὰ ἀσυνείδητα.
Ὁ ἑλληνικὸς ψυχισμὸς ἔχει κάτι τὸ βαθιὰ ἀμεταμόρφωτο, ποὺ συνιστᾶ τὴν ψυχική μας ζωή, ἀλλὰ τραβῶντάς μας πρὸς τὸ παρελθὸν συνιστᾶ ταὐτοχρόνως καὶ τὸν θάνατό μας. Εἴμαστε βαθιὰ διχασμένοι μεταξὺ μιᾶς ἐμβρυϊκῆς καὶ ἀνολοκληρώτου αἰσθήσεως τοῦ μέλλοντος, ἀπὸ τὴν μιά, καὶ μιᾶς, ἕως γλυκείας σήψεως, ὑπεροκληρωμένης αἰσθήσεως τοῦ παρελθόντος, ἀπὸ τὴν ἄλλη.
Ἡ αὐτοθεώρηση τοῦ μεσαιωνικοῦ βυζαντινοῦ ἀνθρώπου ὡς εἰκόνα Θεοῦ, καὶ τοῦτο ὡς ἄρρητο ὑπόβαθρο, δὲν μᾶς ἐπέτρεπε νὰ σκεφθοῦμε καὶ νὰ φαντασθοῦμε κάτι ἐναλλακτικό. Τί ἐσωτερικότητα, ὅμως, μπορεῖ νὰ ἔχη ἕνας ἄνθρωπος ποὺ αὐτοθεωρεῖται, καὶ εἶναι, εἰκὼν Θεοῦ; Μοῖρά του νὰ ἐπενδύη, ἄνευ ὁρίων, τὰ πάντα ἀλλοῦ καὶ ἐκτός του, ἀλλὰ ἔτσι ἀναγνωρίζεται μόνον στὸ ἔξω καὶ μόνον μεταφυσικῶς, ἐξωκοσμίως, ἔχοντας μιὰν ἐξωτερικὴ ἐσωτερικότητα, πράγμα ποὺ μπορεῖ, ὅμως, νὰ τὸν κάνη γλυκὸ καὶ ἅγιο. Ποιά, ὅμως, αὐτόνομη ἐσωτερικότητα εὐθύνης νὰ ἀναγνωρίση, ὅταν τὴν εὐθύνη τὴν αἰσθάνεται σὰν ἐγκατάλειψη, σὰν ἔλλειψη τοῦ βλέμματος τῆς εἰκόνος τοῦ ἄλλου; Δεδομένον: ὁ ἄνθρωπος-εἰκὼν ἐὰν δὲν ἀνήκη σὲ κάτι ἄλλο, δὲν ἀναδύεται σὲ κάτι ἄλλο, δὲν παραμένει, δὲν ὑφίσταται.
Ἐδῶ εἶναι ποὺ συγκροτεῖται, ἐν πολλοῖς, αὐτὸ τὸ βάθος ποὺ ἐπιμένει στὸ ἀμεταμόρφωτό του καὶ τὸ ὁποῖο ἐπανέρχεται συνεχῶς, ὡς τραῦμα, ζητῶντας πλήρωση καὶ δικαίωση. Ὁμοιάζοντας στὸ σημεῖο αὐτὸ μὲ τὴν βία, ἡ ὁποία, τὴν στιγμὴ ποὺ σοῦ ὑπόσχεται αὐτοπαντοδυναμία, συγγενεύοντας μὲ τὸ θεῖο, τὴν ἴδια στιγμή, σὲ βυθίζει στὴν ἀπόλυτη ἀπροσωπία. Κάλλιστα μποροῦμε νὰ θέσουμε στὴν θέση τῆς βίας αὐτὸ τὸ ἑλληνικὸ ἀμεταμόρφωτο τοῦ ψυχισμοῦ μας καὶ τὸ σχῆμα νὰ ἰσχύη· ἡ κίνησή του, ἡ ζωή του καὶ τὸ βάθος του συνδέονται μὲ τὸ θεῖο.
Μὲ τὴν ἀνθρωπολογία τῆς εἰκόνος, ἔχουμε μιὰ ψυχολογία Πινόκκιο. Ὁ Πινόκκιο εἶναι ἕνα ξύλινο ἀνθρωπάκι μὲ ἐσωτερικότητα πάχους κόντρα πλακέ, μηδενική. Ὅταν τιμωρῆται δὲν νιώθει ἔνοχος· ἁπλῶς ἄτυχος, ὅπως ὁ Ζῆκος. Ὅμως ἔτσι, δὲν μποροῦμε νὰ ἐσωτερικεύσουμε τίποτε, σὰν ἄνθρωποι tefal –τὰ γνωστὰ ἀντικολλητικὰ σκεύη. Ἐάν, ὅμως, δὲν ἐσωτερικεύουμε, δὲν μποροῦμε καὶ νὰ ἔχουμε αὐτενέργεια καὶ ἐλευθερία, δὲν μποροῦμε νὰ νιώθουμε ὑπεύθυνοι. Ὁ Πινόκκιο θὰ μποροῦσε νὰ ἰσχυρισθῆ πὼς ὅποιος καταφέρνει νὰ ἐντυπώνη κάτι, μὲ δύναμη, πάνω στὸ σῶμα-ψυχή του, αὐτὸς τὸν κερδίζει κιόλας. Κοντολογίς: ἀφοῦ μὲ κοιτᾶς, ἐσὺ εἶσαι ὑπεύθυνος γι’ αὐτὸ ποὺ εἶμαι ἐγὼ· ἐσὺ φταῖς, γιατί ἐσὺ μ’ ἔκανες ἔτσι. Τὸ κακὸ καὶ τὸ καλὸ εἶναι πάντα ἐξωτερικά. Ὅμως αὐτὸς περίπου ὁ τύπος ψυχισμοῦ ἔφτειαξε, ἐπὶ παραδείγματι, τὸν Παρθενῶνα καὶ τὴν Ἀκρόπολη.
Ἡ Ἀκρόπολη δὲν εἶναι ἐφαρμογὴ ἑνὸς κώδικος κανόνων, ὁπότε θὰ ἦταν παραλλαγὴ τοῦ αἰγυπτιακοῦ τύπου τέχνης, ἀλλὰ ἕνα ἐμψυχωμένο ἐκ τῶν ἔσω ὅλον. Δὲν ἐκφράζει τίποτε. Πρόκειται γιὰ μιὰ ἁγνή, ἀθώα, παιδικὴ ἀνταπόκριση μιᾶς ἀβαθοῦς ψυχῆς στὴν ὀμορφιὰ τοῦ κόσμου, δηλαδὴ στὸ ἕτερον. Ἡ ὀμορφιὰ εἶναι αὐτὴ ἡ ἴδια ἡ ἀνυπόκριτη ἀνταπόκριση. Ἡ ἐσωτερικότης του ἦταν ἀβαθής, ἀλλὰ διέθετε τὸ πλούσιο βάθος τοῦ ἐκτός του κόσμου-ὡραιότητος, ποὺ συνιστοῦσε καὶ τὴν «ἐσωτερικότητά» του.
Ὅταν, ἐπὶ παραδείγματι, ἦρθε ὁ Φρόυντ στὴν Ἀκρόπολη, ἔμεινε ἐνεός. Τὸν εἶχε ἀφήσει ἄναυδο ἡ ὀμορφιὰ τῆς ἀλήθειας, ὡς ἐμψυχωμένη σύνθεση· ἐκεῖ μποροῦσε νὰ συνυπάρχει μὲ ὀποιονδήποτε δαίμονά του εἰρηνικῶς. Μπορεῖ νὰ μὴν λύνεται τίποτε, ἀλλὰ ὅλα ὑπερβαίνονται σὲ ἀνώτερο ἐπίπεδο συνθέσεως καὶ ἡ σύνθεση εἶναι ἴδιον τῆς ἀληθείας. Ὄμορφη κάνει τὴν Ἀκρόπολη ἡ παιδικὴ αὐτὴ ἀνταπόκριση σὲ μιὰ ἐξωτερικὴ ὀμορφιά, τὴν ὁποία προσλαμβάνω χωρὶς νὰ κρατάω τίποτα γιὰ τὸν ἑαυτό μου καὶ χωρὶς νὰ ἐπιβάλλω καμμιὰν ἰδέα ἔξω μου.
Αὐτὸς ὁ τύπος ἀνθρώπου, μὲ τὴν ἐξωτερικὴ ἐσωτερικότητα, ἀναγνωρίζεται στὸ βλέμμα τῆς Θείας Λειτουργίας, ἡ ὁποία δὲν ζητεῖ τίποτε ἀπὸ τὸν «συμμετέχοντα» σὲ αὐτήν, διότι ἡ συμμετοχή του εἶναι ἤδη ὅτι βλέπει-βλέπεται ἀπὸ αὐτήν. Ἀφ’ ἧς στιγμῆς λειτουργεῖ αὐτὸς ὁ μηχανισμός, πᾶν τὶ «ἐσωτερικόν» ἔχει λυθῆ, κατ’ ἀκρίβειαν ἔχει τακτοποιηθῆ, ἀφοῦ ὅλη ἡ ἐσωτερικότης ἑκάστου ὑπάρχει ἐκτός, ἐντὸς αὐτῆς τῆς Λειτουργίας. Ἐὰν στὴν θέση τῆς Θείας Λειτουργίας θέσουμε τὴν ἐν λόγῳ ταινία, τότε καταλαβαίνουμε πόσο ἀνακούφιζε τὴν ἐσωτερική μας ἀταξία, χωρὶς νὰ μᾶς προβληματίζη ἢ νὰ ἀπαιτῆ νὰ ἀλλάξουμε ἐσωτερικῶς, ἀφοῦ κάτι τέτοιο ἦταν ἀδιανόητο. Λύσις ἐξωτερικὴ σήμαινε καὶ λύσις «ἐσωτερική». Ἡ ἴδια ἡ ταινία ἦταν αὐτὴ ποὺ μᾶς ἔβλεπε. Τόσο δὲ στὶς παλαιὲς ἑλληνικὲς ταινίες, εἴτε δράματα ἦσαν αὐτὲς εἴτε κωμῳδίες, ἢ στὰ ρεμπέτικα, ἀλλὰ καὶ στὰ ἐκκλησιαστικὰ δρώμενα, ἡ σφοδρὴ ἀντίθεση, ποὺ ὑπάρχει μεταξὺ μιᾶς ἀκάμπτου ἀταραξίας τῆς μάσκας-προσωπείου-προσώπου καὶ τῆς δραματικότητος τῶν ἀναφερομένων ἢ δρωμένων, συνιστοῦν τὴν κατ’ ἐξοχὴν ἑλληνικὴ συγκίνηση.
Ἡ ταινία, ποὺ δικαίως μπορεῖ νὰ χαρακτηρισθῆ ὡς ἕνα καλειδοσκόπιο τοῦ ἑλληνικοῦ ψυχισμοῦ, ἀνήκει στὶς κλασσικὲς κωμῳδίες τοῦ ἑλληνικοῦ κινηματογράφου: οὐδεὶς γνωρίζει τὴν θέση του· πάντες, δέ, νομίζουν ὅτι εἶναι κάτι ἄλλο ἀπὸ αὐτὸ ποὺ εἶναι, τρυφερὰ ἀνεύρετοι μὲ τὸν ἑαυτό τους –ἐὰν ὑποθέσουμε ὅτι ὑπάρχει ἑαυτός. Ταινία μὲ ἑλληνικοῦ τύπου στατικότητα, ποὺ δὲν ξεπέφτει, ὅμως, στὸν εὔκολο συμβολισμό· ἀντὶ γιὰ δράση ἔχει ἀκατάσχετο καὶ ἐξαιρετικὰ ζωντανὸ λόγο, ἀπὸ τὴν μιά, καὶ ἔντονες παρουσίες τύπων, ἀπὸ τὴν ἄλλη· ἡ συμπάθεια ἔρχεται ἀβίαστη. Ἡ ταινία διαθέτει καὶ μίαν ἄλλη πρωτοτυπία ἢ καὶ ἰδιομορφία: δὲν ὑπάρχει μάννα, ὄχι μόνον σὰν φιγούρα ἀλλὰ οὔτε κἂν σὰν ἀναφορά. Ἐξ οὗ καὶ τὸ γεγονὸς πὼς δὲν ὑπάρχει οὔτε ἕνα πλάνο ἀπὸ ἐσωτερικὸ χῶρο σπιτιοῦ. Τὰ κύρια πλάνα εἶναι στὸ μπακάλικο τοῦ κυρ-Παντελῆ καὶ στὴν ἐσωτερικὴ αὐλή, ὅπου βρίσκεται καὶ τὸ σπίτι τοῦ κυρ-Μανώλη –μοναδικὸ τὸ φευγαλέο πλάνο ἀπὸ τὸ δωμάτιο τῆς ἔγκλειστης Λίτσας. Λείπει, δηλαδή, ἐκεῖνο τὸ στοιχεῖο ποὺ θὰ προσέδιδε μία κάποια ἀνθρωπολογικὴ ἐσωτερικότητα· μὲ τοὺς ἄνδρες στὴν σκηνὴ κυριαρχεῖ ὁ ἄκαμπτος τύπος καί, κυρίως, οἱ κώδικες τιμῆς καὶ ἀναγνωρίσεως ἀπὸ τοὺς ἄλλους.
Ἔτσι, εἶναι, κυρίως, ἕνας κόσμος ἀνδρῶν, πατεράδων κοριτσιῶν καὶ ὑποψηφίων γαμπρῶν ἄνευ γονέων, καὶ μιᾶς προξενήτρας, ἀπαραίτητης στὴν διαμεσολάβηση μεταξὺ τῶν, ἐξ ὁρισμοῦ ἀκάμπτων καὶ σὲ διαρκῆ ἀνταγωνισμὸ γιὰ ἐπιβεβαίωση, ἀνδρῶν. Ἐξ αὐτοῦ καὶ οἱ χῶροι τῶν γυρισμάτων εἶναι κυρίως ἐξωτερικοί, ὄχι ὅμως στὸν δρόμο, ἀλλὰ στοὺς χώρους ἐκείνους τῆς ἀναμετρήσεως, ὅπου παιζόταν ἡ τιμὴ καὶ ἡ ἀξία καθενός, ἐκεῖ ὅπου ἐκρίνετο ἡ ἀκεραιότης τῆς οἰκογενείας, ἡ ὁποία ἐσυμβολίζετο μὲ τὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὴν τιμὴ τοῦ ἀρχηγοῦ της. Ἔτσι, ἡ μπακαλοταβέρνα, τὸ καφενεῖο, ἡ ταβέρνα καὶ ἡ ἐσωεξωτερικὴ αὐλὴ ἔχουν τὸν πρῶτο καὶ μοναδικὸ λόγο –δευτερευόντως ὑπάρχει καὶ ἕνα συνοικιακὸ θερινὸ σινεμὰ ὡς οὐδέτερος χῶρος περισσότερο ἀπροϋποθέτων συναντήσεων καὶ ἀνεκτικότητος.
Ἡ ὑπόθεση, ὅπως καὶ τὸ σενάριο –λέγεται πὼς ἦταν μόνον ἑπτὰ σελίδες–, εἶναι στοιχειώδη. Ὁ μπακάλης κυρ-Παντελῆς (Κώστας Δούκας) καὶ ὁ ὑπάλληλος-μπακαλόγατός του Ζῆκος (Κώστας Χατζηχρῆστος), ποὺ μαζὶ δὲν κάνουνε καὶ χώρια δὲν μποροῦνε, εἶναι ἐρωτευμένοι μὲ δυὸ κοπέλλες, φιλενάδες μεταξύ τους, τὴν Λίτσα (Ντίνα Τριάντη) καὶ τὴν Φιφίκα (Νέλλυ Παππά), ἀντιστοίχως. Αὐτές, ὅμως, βρίσκονται στὰ πρόθυρα τοῦ γάμου μὲ τὸν ἠλεκτρολόγο Ἀργύρη (Θανάσης Μυλωνᾶς), ἡ πρώτη, καὶ μὲ τὸν ὑδραυλικὸ Κιτσάρα (Νῖκος Ρίζος), ἡ δεύτερη. Ὁ κυρ-Παντελῆς, ποὺ ἀγνοεῖ τὰ τεκταινόμενα, βάζει τὴν προξενήτρα, καὶ γνωστὴ κουτσομπόλα τῆς γειτονιᾶς κυρα-Δέσποινα (Μαρίκα Νέζερ) νὰ μεσολαβήση στὸν πατέρα τῆς Λίτσας, κυρ-Μανώλη (Νῖκος Φέρμας), ἡ ὁποία, ὄντως, κατορθώνει ὥστε οἱ δυὸ ἄνδρες νὰ ἔλθουν σὲ συνεννόηση καὶ νὰ «κλείσουν τὴν δουλειά», ἐν ἀγνοίᾳ τῆς Λίτσας. Ὁ Ζῆκος ἀντιδρᾶ, τὸν ἐπικρίνει, καὶ προσπαθεῖ μὲ εἰρωνεῖες καὶ κοροϊδίες νὰ τὸν μεταπείση· τὸ μόνο ποὺ ἐπιτυγχάνει, ὅμως, εἶναι οἱ ἀτελείωτοι τσακωμοὶ μὲ τὸ ἀφεντικό του. Ὁ ἴδιος, ὅμως, ἀρνεῖται νὰ παραδεχθῆ πὼς ἡ Φιφίκα, ὁ ἔρωτάς του, τὸν κοροϊδεύει καὶ πὼς τὸν ἔχει γεμίσει ψέματα· Ζῆκος καὶ κυρ-Παντελῆς μοιάζουν σὰν δυὸ σταγόνες νερό. Μὲ ἀφορμὴ τὰ γενέθλια τῆς Λίτσας, μαζεύονται ἅπαντες στὸ σπίτι τοῦ Κυρ-Μανώλη, ὅπου ὁ ἴδιος ὁ πατέρας πρόκειται νὰ ἀναγγείλη τὸν γάμο τῆς Λίτσας μὲ τὸν κυρ-Παντελῆ. Ἐπ’ εὐκαιρία, ὁ Ζῆκος προσπαθεῖ νὰ προλειάνη τὸ ἔδαφος, γιὰ τὸν δικό του γάμο, καὶ κάνει τὶς πρῶτες κρούσεις στὸν κυρ-Σωτήρη (Γιῶργος Ὀλύμπιος), πατέρα τῆς Φιφίκας.
Στὴν γιορτή, ἔρχονται καὶ ὁ Κιτσάρας μὲ τὸν Ἀργύρη. Μὲ τὸ ἄκουσμα τοῦ ἀρραβῶνος, ἡ Λίτσα σοκάρεται καὶ φεύγει τρέχοντας· ὁμοίως καὶ οἱ δύο φίλοι· ὁ Ζῆκος φαίνεται νὰ ἀπολαμβάνη τὴν δικαίωσή του. Καὶ ἐνῶ ὁ κυρ-Παντελῆς, ἀπτόητος, ἐτοιμάζεται γιὰ τὸν γάμο του, Κιτσάρας καὶ Ἀργύρης, μὲ τὴν βοήθεια ἑνὸς φίλου τοὺς ταξιτζή, τοῦ Μήτσου (Γιῶργος Βελέντζας) σχεδιάζουν τὴν ἀπαγωγὴ τῆς Λίτσας. Ἡ κυρα-Δέσποινα, ὅμως, ποὺ τὰ πάνθ’ ὁρᾶ, τὰ ἀντιλαμβάνεται ὅλα καὶ εἰδοποιεῖ τοὺς τρεῖς ἄνδρες στὴν μπακαλοταβέρνα, οἱ ὁποῖοι σπεύδουν στὸ σπίτι τῆς Λίτσας καὶ προλαβαίνουν τὴν ἀπαγωγή. Στὰ ἀποκαλυπτήρια ποὺ ἀκολουθοῦν, τὰ πραγματικὰ ζευγάρια ἑνώνονται, συναινέσει ὅλων, ἑκόντων καὶ ἀκόντων· Ζῆκος καὶ κυρ-Παντελῆς μένουν μὲ τὴν μπουκάλα μετὰ χεῖρας.
Ἡ ταινία ἀρχίζει μὲ μία καθημερινὴ τυχαιότητα. Ὁ κυρ-Σωτήρης, πατέρας τῆς Φιφίκας, περνᾶ, τυχαίως (;) ἀπὸ τὸ μπακάλικο τοῦ κυρ-Παντελῆ, ὁ ὁποῖος τοῦ γκρινιάζει γιὰ τοὺς δύο τυράννους του, τὴν ἐφορία, τὴν ἐπιβουλεύουσα τὰ χρήματά του, καὶ τὴν κυρα-Δέσποινα, τὴν ἐπιβουλεύουσα τὴν ἐλευθερία του. Θέλει νὰ ξεφύγη, ἀλλὰ κατ’ οὐσίαν νὰ κρυφτῆ, καὶ ἀπὸ τὶς δύο καὶ νὰ διάγη τὸν δικό του βίο, τὸν μυστικό, ἐλεύθερο, ἀλλὰ καὶ τοῦ αἰσθήματός του. Στὸ βάθος του, ὁ κατὰ πάντα συμβιβασμένος μπακάλης, διατηρεῖ κάτι ἀπὸ τὸ προεπαναστατικὸ καὶ ἀνοικοκύρευτο παλληκάρι· ἀντιτάσσεται, διὰ τῆς φυγῆς, τόσο στὸ κρατικό –ἡ ἱστορία τῶν καταστηματαρχῶν θὰ μποροῦσε, κάλλιστα, νὰ γραφῆ ὡς ἡ ἱστορία τῆς πάλης τους γιὰ νὰ ἀποφευχθῆ ὁ ἔλεγχός τους ἀπὸ τὸ κράτος–, ὅσο καὶ στὸ κοινωνικὸ δέον· εἶναι καὶ αὐτὸς κατὰ τοῦ γνωστοῦ, «καταπιεστικοῦ συστήματος».
Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ κυρ-Παντελῆς ἔχει μάθει νὰ κρύβη τὴν εὐχαρίστησή του, νὰ χαίρεται στὰ κρυφά, καὶ ἐξωτερικῶς νὰ προβάλλη ἕνα μισοκακόμοιρο, μίζερο πρόσωπο, ὥστε νὰ μὴν κινῆ τὸν φθόνο τῶν γειτόνων –αὐτομεμψιμοιρία ὅλων πρὸς ὅλους, ἀκόμη καὶ ἂν καὶ τὰ οἰκονομικὰ ἦσαν ἀνθηρά· σὲ μία κοινωνία ὅπου ἡ ἐσωτερικότης ἑκάστου ἐξαρτᾶτο, σχεδὸν κατ’ ἀπόλυτον τρόπο, ἀπὸ τὴν γνώμη τῆς ὁμάδος, τὸ βλέμμα τοῦ ἄλλου ἦταν ἁπτικό· τὸ «κακὸ μάτι» ἐπροηγεῖτο τῆς καλυτέρας προθέσεως καὶ ἐπαραμόνευε ἐντὸς αὐτῆς.
Ὁ κυρ-Σωτήρης, γνωρίζει πολὺ καλὰ αὐτὸ τὸ τελετουργικὸ τῆς ἐπιρρίψεως, ἐν εἴδει πίνγκ–πόνγκ, τῆς ἐνοχῆς, τοῦ βάρους καὶ τοῦ κακοῦ στὸν ἄλλον· ἐπ’ οὐδενὶ δὲν πρέπει νὰ ἐσωτερικευθῆ τίποτε. Τὸ κακό, ὡς φυσικὴ ὀντότης, ὅπως ἀκριβῶς ἡ πέτρα ἢ τὸ χόρτο, πρέπει νὰ παραμείνη ἐκτὸς καί, εἰ δυνατόν, στὸν ἄλλον. Ἔτσι ἀνταπαντᾶ μὲ μία ἄλλη φράση ἀπὸ τὸ πλούσιο, γι’ αὐτὲς τὶς περιπτώσεις, ρεπερτόριο τῆς παραδόσεως: (ἂν ἐσὺ παραπονιέσαι, τότε ἐμεῖς οἱ ἄλλοι πρέπει νὰ πᾶμε νὰ πεθάνουμε).
Ὁ κυρ-Παντελῆς, ὅμως, ἔχει καὶ ἕνα ἀκόμη πρόβλημα, ποὺ ὀνομάζεται Ζῆκος. Τὸν Ζῆκο τοῦ τὸν ἔστειλε μιὰ τρίτη ἐξαδέλφη τοῦ Παντελῆ, γιὰ μπουρέκι, ἀπὸ τὸ Καρπενήσι, (νὰ πιάση δουλειά, νὰ φάη κι αὐτός, νὰ λιγδώση τ’ ἄντερό του καί, τέλος πάντων, νά ’χω κ’ ἐγὼ ἕναν ἄνθρωπο μὲς τὸ μαγαζί μου). Εἶναι ὁ ὑπάλληλός του, ὁ «μπακαλόγατος» τοῦ μαγαζιοῦ, ἀλλὰ οὐσιαστικά τό alter ego του, γι’ αὐτὸ καὶ δὲν τὸν χωνεύει. Ὁ Ζῆκος, ὡς συνήθως, ἔχει ἀργήσει καὶ ὁ κυρ-Παντελῆς ἀδημονεῖ: (τὸ χαϊβάνι· ποῦ στὸ διάολο ἔχει πάει; θὰ τὸν σαπίσω στὴν καρπαζά).
Ὁ «μπακαλόγατος» μάθαινε τὴν μπακαλική, συναινετικῶς, μὲ τὴν γνωστὴ τοῖς ἅπασιν καρπαζοεισπρακτικὴ μέθοδο, τὴν γαϊδουρινὴ ὑπομονὴ καὶ ὑπακοὴ καὶ τὴν μίμηση· ἡ μίμηση καὶ ἡ ἐξ αὐτῆς μαθητεία δὲν συνδέεται κατ’ ἀνάγκην μὲ τὴν γλωσσικὴ ἐπικοινωνία, εἶναι ὀπτικοκινητικῆς ὑφῆς καὶ τείνει πρὸς τὴν συμμόρφωση καὶ τὸν ἄκαμπτο συντηρητισμό. Ὁ μαθητευόμενος ὑπάλληλος ἢ ἐργάτης ἔφερνε ὡς κεφάλαιο τὴν κοινοτική του ἀγωγή, ἐγγύηση γιὰ τὴν ἀφοσίωσή του καὶ ὄχι ἁπλῶς τὴν μετρήσιμη ἐργασία του. Μὴ γνωρίζων τὴν ἐργαλειακὴ ἐξατομίκευση, τὴν ὡρισμένη θέση καὶ τὸν καταμερισμὸ ἐργασίας, σὰν νὰ ἦταν σὲ μονάδα παραγωγῆς, ὁ μαθητευόμενος ἐννοοῦσε τὸν τόπο ἐργασίας του, ὡς τόπο ἀναδείξεως τῆς ἐσωτερικῆς του ἐξωκοσμίου ἀληθείας, τὴν ὁποία ἔπρεπε ἅπαντες νὰ ἀναγνωρίσουν καὶ νὰ σεβασθοῦν. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, ὁ μαθητευόμενος, δὲν περίμενε νὰ μάθη κάτι πλήρως· μόλις ἀντιλαμβανόταν τὰ στοιχειώδη, αὐτονομεῖτο καὶ αὐτοσχεδίαζε –ἐκτὸς καὶ ἂν κατώρθωνε νὰ μεταγράψη σὲ προσωπικὲς τὶς ἐπαγγελματικές του σχέσεις μὲ τὸν ἐργοδότη, ὁπότε γινόταν μέλος τῆς οἰκογενείας του καί, μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, «ἀνέβαινε» καὶ ἐπαγγελματικῶς καὶ κοινωνικῶς· ἄλλαζε εὔκολα ἐργασία –ἐκτὸς καὶ ἂν γινόταν ἀρχιεπιστάτης μὲ παράλληλη, φαντασιακὴ ἢ πραγματική, εἰσδοχὴ στὸν οἰκεῖο χῶρο τοῦ κυρίου–, χωρίς, ὅμως, καὶ νὰ τελειοποιῆται πουθενά.
Οὔτε οἱ ἐργάτες οὔτε οἱ μαθητευόμενοι τεχνίτες καὶ ὑπάλληλοι αἰσθάνονταν ἐργάτες μεροκάματου, ἀλλὰ συνέταιροι καὶ ἐξ αὐτοῦ δὲν ἐννοοῦσαν νὰ μὴν μοιράζωνται τὸ προϊὸν παραγωγῆς ἢ νὰ μὴν ἔχουν λόγο γι’ αὐτό· κάτωθι αὐτῶν ἔπαλλε τὸ ἰδανικὸ τῆς κοινοτικῆς ἀδελφοποιίας. Ἡ ἐργασία δὲν μποροῦσε νὰ θεωρηθῆ ἐπιχείρηση, ἀφοῦ σκόπευε, γιὰ ὅλους, στὴν ἀνεξαρτησία καὶ τὴν αὐτάρκεια. Ἐξ αὐτοῦ καὶ σκοπὸς καθενὸς ἦταν ἡ ὅπως ὅπως ἐκμάθηση καὶ ἡ κατόπιν καθίδρυση δικῆς του ἀνεξάρτητης «ἐπιχειρηματικῆς μονάδος», γινόμενος ἀπὸ λοῦστρος μέχρι βιοτέχνης, ἀρκεῖ νὰ μὴν εἶχε κανέναν πάνω ἀπὸ αὐτὸν –ὁ Ζῆκος, στὸ ἑπόμενο βῆμα, ἀφοῦ θὰ μάθαινε μὲ τὸ σχῆμα προσταγὴ-ὑπακοὴ ἢ ἀνυπακοή, θὰ ἔκλεβε τὴν πελατεία τοῦ Παντελῆ, γινόμενος ὁ ἴδιος μπακάλης, μὲ μαγαζὶ πιθανὸν κοντὰ σ’ αὐτὸ τοῦ πρώην ἀφεντικοῦ του, γιὰ νὰ τὸν ἀνταγωνισθῆ σὲ προσωπικὸ ἐπίπεδο πλέον· ὁ ἐρχόμενος ἀπὸ τὸ χωριὸ στὴν πόλη Ἕλληνας ἐργάτης ἦταν ὑποψήφιος μικροαστός, ὄχι ὁριστικὸς προλετάριος, ἐξ οὗ καὶ τὸ γεγονὸς πὼς ἡ εὕρεση ἐργασίας, ὅπως στὴν περίπτωση τοῦ Ζήκου, γινόταν πάντα σὲ οἰκεῖο περιβάλλον, εἴτε γνωστοῦ, εἴτε ἐντὸς κοινότητος «πατριωτῶν», ἀπὸ τὸ χωριό, μεταφερθείσης στὴν Ἀθήνα.
Ὁ κυρ-Σωτήρης τοῦ ἀποκαλύπτει πὼς ὁ Ζῆκος εἶναι ἐρωτευμένος μὲ τὴν Φιφίκα, τὴν κόρη του, καὶ γι’ αὐτὸ ἔχει γίνει περίγελως καὶ ἀντικείμενο πειραγμάτων, ἀφοῦ ὁ ἔρωτάς του δὲν ἔχει τύχει παραθεωρήσεως ἀπὸ τὴν ἀδηφάγο καὶ ψυχοβόρο γειτονιά. Ταὐτοχρόνως, ὅμως, τὸν συμπονᾶ καὶ τὸν ὑποστηρίζει στὸν Παντελῆ, ποὺ εἶναι ἕτοιμος νὰ τὸν διώξη: (μὴν τὸ κάνης αὐτό· ὁ Ζῆκος –δὲν ξέρω τί εἶναι–, ἀλλὰ τὸ πονάει τὸ μαγαζί· κ’ ἐσένα σ’ ἀγαπάει, νὰ ξέρης). Ὄντως, ὅπως, θὰ φανῆ ἀργότερα, ὁ πόνος-πόθος τοῦ Ζήκου γιὰ τὸ μαγαζὶ καὶ τὸ ἀφεντικό του, περνᾶ, ἀπαραιτήτως καὶ ἀδιαχωρίστως, μέσῳ τῆς ὑπ’ αὐτὸν καταστροφῆς τους· ἀγάπη καὶ μῖσος ὁμοῦ, μὲ τὸ μῖσος νὰ προηγῆται κατά τι, ὡς πιὸ ἀρχαϊκό, καὶ αὐτὸ διότι ὁ Ζῆκος πρέπει νὰ ἀναγνωρισθῆ ὡς ἀνεξάρτητος πατέρας-δεσπότης σὲ ἕνα καθεστώς, ὅμως, ποὺ δὲν σηκώνει θεσμισμένες ἐξατομικεύσεις.
Ὁ Σωτήρης σηκώνεται νὰ φύγη, παρὰ τὴν προτροπὴ τοῦ Παντελῆ νὰ καθίση κι ἄλλο. Ὁ Παντελῆς, ὅμως, ἔχει τὸ μαγαζί, τὴν ἐπιχείρηση, ὄχι καθοδηγούμενος τόσο ἀπὸ τὸ κέρδος, ὅσο γιὰ τὴν διασφάλιση τῆς κοινωνικῆς του θέσεως στὸ φαντασιακὸ κοινοτικὸ τραπέζι, γιὰ αὐτεπιβεβαίωση τῆς πατρικῆς του δεσποτείας· στὴν Δύση, ἡ ἐπιχειρηματικότης ὡδηγοῦσε μακρὰν τῆς γειτονιᾶς καὶ ἡ ἀπόσταση αὐτὴ ἔφερνε πιὸ κοντὰ στὴν ἀστικὴ τάξη, στὴν Ἑλλάδα ἡ ἐπιχειρηματικότης ὡδηγοῦσε βαθύτερα στὴν κοινότητα, στὸ κέντρο καὶ τὴν καρδιὰ τῆς κοινοτικῆς τραπέζης. Ὅμως ὁ Σωτήρης, τοῦ ὑπενθυμίζει πὼς γιὰ νὰ καλῆ στὸ μαγαζί του, δηλαδὴ νὰ δείχνεται ὡς ἄρχοντας, πρέπει νὰ κερνᾶ: (βάλε καὶ κανένα μεζέ)· ὁ Παντελῆς τὸ ὑποβαθμίζει καὶ αὐτομειώνεται, αὐτοειρωνικά, ἀλλὰ καὶ μεμψίμοιρα: (μὰ τί λές; Θὰ σφάξω ρέγκα!).
Καταφθάνει ὁ Ζῆκος μὲ τὸ ποδήλατο καὶ τὸ κλασσικὸ ψάθινο ζεμπίλι –καθὼς παίζονται οἱ τίτλοι τῆς ἀρχῆς (generique [ζενερίκ]), ὁ Ζῆκος, τραγουδάει στὸ ποδήλατο, καὶ ἡ κάμερα ἀνεβαίνει ἀπὸ τὴν Γούβα πρὸς τὸ Παγκράτι μέσῳ Φιλολάου· τὰ γυρίσματα στὴν μπακαλοταβέρνα, πιθανόν, νὰ ἔγιναν στὰ στούντιο τῆς Φίνος Φίλμ, στὸν Ἅγιο Παῦλο, ἤ, λιγώτερο πιθανόν, σὲ παρακείμενο μπακάλικο, ἐνῶ ἡ σκηνὴ τὴς ἀπαγωγῆς γυρίσθηκε σὲ σπίτι τῆς ὁδοῦ Κίμωνος στὴν Ἀκαδημία Πλάτωνος.
Ἅμα τῇ ἐμφανίσει του πληρωτέος· εἰσπράττει μία μούντζα ἀπὸ τὸ ἀφεντικό του, τὴν ὁποία ἀγνοεῖ, πρὸς στιγμήν, αὐτοσυγκρατούμενος, ἀφοῦ ἔχη νὰ ἀσχοληθῆ μὲ σοβαρώτερη ὑπόθεση, ποὺ εἶναι ὁ κυρ-Σωτήρης, ὁ πατέρας τῆς ἀγαπημένης του, τὸν ὁποῖο χαιρετᾶ μετὰ πάσης ἐπισημότητος καὶ τυπικότητος, ἀλλὰ καὶ ἐγκαρδίως.
Ἀμέσως ἀρχίζει τὸ ψυχόδραμα γιὰ τὴν ἀναγνώρισή του· ὁ ἀγῶνας γιὰ τὴν ἐπιβίωση τῆς τιμῆς καὶ τῆς ἀξιοπρεπείας του, ἡ ὁποία βάλλεται πανταχόθεν –ἔτσι αἰσθάνεται– καὶ ποὺ ἀμφισβητεῖται ἀπὸ τὸν καθένα (‘‘ρε’’ σὲ ’μένα; Μὲ τὸ ‘‘ρε’’ δέν σου ἐπιτρέπω νὰ μοῦ μιλᾶς· ἐγὼ τὸ ‘‘ρε’’ δὲν τὸ σηκώνω· οὔτε ‘‘ρε’’ δέχομαι οὔτε χειρονομίες). Ὁ κυρ-Παντελῆς τοῦ ζητάει τὸν λόγο γιὰ τὴν ἀργοπορία του, μιλῶντάς του ἄσχημα· ὁ Ζῆκος ἀντεπιτίθεται καὶ τὸν κτυπᾶ μὲ τὸ δάκτυλο στὸ στῆθος, δηλώνοντάς του πὼς δὲν σηκώνει χειρονομίες· δὲν εἶναι μόνον πὼς ἐνεργεῖ προληπτικῶς καὶ συγχρόνως ἀποτρεπτικῶς, κάνοντας αὐτὸ ποὺ δὲν θέλει νὰ τοῦ κάνουν οἱ ἄλλοι, ἀλλὰ κατηγορεῖ καὶ τὸν ἄλλον, τὸ ἀφεντικό του, ἀκριβῶς γιὰ τὴν δική του ἐπιθετικότητα· ὁ Ζῆκος, ἀσυνείδητα, νιώθει πὼς εἶναι ὁ κακέκτυπος καθρέπτης τοῦ κυρ-Παντελῆ· ἐδῶ, μάλιστα, τὸν προλαβαίνει καὶ τὸν μιμεῖται μὲ τρόπο γκροτέσκο, φανερώνοντας, ἔτσι, τὴν ἀλήθεια τοῦ Παντελῆ. Ὁμοίως θὰ πράξη καὶ μὲ ἄλλους.
Ὁ Ζῆκος ζῆ σὰν ἀρπακτικό. Ἐπανειλημμένως, «κλέβει» ἀπὸ τοὺς ἄλλους ὅ,τι καλὸ νομίζει πὼς ἔχουν, τὸ ὁποῖο ὅμως περιορίζεται πάντα σὲ νέα μέσα καὶ τεχνικὲς ἐπιβολῆς –ὅ,τι τὸν ἐντυπωσιάζει– γιὰ νὰ τοὺς φορτώση ὅ,τι κακὸ (διάβαζε: ἀδυναμία) ἔχει ὁ ἴδιος· ἀνέτως, πλέον, μπορεῖ νὰ τὸ ἐντοπίζη στὸν ἄλλον καὶ νὰ τὸ καταδικάζη νηλεῶς. Ἔτσι, ἐπὶ παραδείγματι, μπορεῖ νὰ κατηγορῆ τὸν κυρ-Μανώλη ὡς κουσκουσάρη, ἐνῶ ὁ ἴδιος εἶναι κουτσομπόλης, ἢ νὰ ἐπικρίνη μία συμπεριφορὰ (τῆς κυρα-Δέσποινας, τοῦ κυρ-Παντελῆ, τοῦ Κιτσάρα ἢ τοῦ Μήτσου τοῦ σωφέρ), ἀλλὰ ἀμέσως μετά, ἀφοῦ ἀντιλαμβάνεται πὼς ἔτσι θὰ κατισχύση, νὰ τὴν οἰκειώνεται ἀνενδοίαστα. Ἀπεκδύεται πάσης εὐθύνης, ἀκόμη καὶ γιὰ τὴν ἐπιθετικότητά του, ἀφοῦ ὑπεύθυνος εἶναι ὁ ἑκάστοτε ἄλλος· καὶ εἶναι φυσικό. Ὁ ἄλλος εἶναι ὑπεύθυνος γι’ αὐτόν· αὐτὸς ὁ ἄλλος χρεώνεται καὶ τὴν δική του ὕπαρξη. Ἡ ἐσωτερικότης του εἶναι αὐτὴ τῆς εἰκόνος-καθρέπτου: μηδενική. «Ὀντολογικῶς»: ἀδυνατεῖ νὰ ἀναλάβη τὴν εὐθύνη τῆς ὑπάρξεώς του, ζωῆς, πράξεων καὶ λόγων, ἀφοῦ, στὴν ἀντίθετη περίπτωση, θὰ ἔπαυε νὰ εἶναι Ζῆκος· εἶναι ὅ,τι τοῦ δείχνουν οἱ ἄλλοι καὶ εἰσπράττει ἀπὸ αὐτούς· ἕνας Πινόκκιο.
Ὁ μετ’ ἀπειλῶν καβγᾶς συνεχίζεται, φθάνοντας, καὶ μόνον φθάνοντας χωρὶς νὰ ξεπερνᾶ, τὸ ὅριο τῆς χειροδικίας καὶ σὲ κάποια στιγμή, ὁ μονίμως αἰσθανόμενος ὑστέρηση Ζῆκος θὰ σηκωθῆ στὶς μύτες τῶν ποδιῶν του, θὰ φουσκώση καὶ θὰ ἀνοίξη τὰ χέρια του, ἀπειλῶντας μὲ τὸ «τεράστιον» τῶν διαστάσεών του τὸν κυρ-Παντελῆ. Φουσκώνει καὶ ξεδιπλώνεταιγιὰ νὰ ‘‘πιάση’’ τόπο, καθὼς ἡ φάνειά του, τὸ ξετύλιγμά του, ὅπως τὸ λέει ὁ ἴδιος, καὶ ἡ εὕρεση τόπου εἶναι ὁ διαρκὴς καὶ μόνιμος καημός του γιὰ διάκριση· ὁ Νεοέλλην μπορεῖ νὰ μὴν θέλη πάντα νὰ ἐπιβάλλεται, θέλει, ὅμως, πάντα νὰ διακρίνεται καὶ γι’ αὐτὸν τὸν σκοπὸ ἔχει πάντοτε τὴν ἀνάγκη τοῦ ἄλλου νὰ στέκεται κατ’ ἔναντί του· ὁ αὐτοσεβασμός, γιὰ τὸν κάθε Ζῆκο, περνᾶ ἀπαραιτήτως μέσα ἀπὸ τὴν περιφρόνηση καὶ τὴν ὑποτίμηση τῶν ἄλλων.
Στὸν ἐπόμενο τόνο, ὁ κυρ-Παντελῆς ὑπερβαίνει τὰ ἐσκαμμένα, κτυπῶντας τὸν Ζῆκο ἐκεῖ ποὺ τὸν πονάει· στὸ ζήτημα τῆς Φιφίκας. Ὁ Ζῆκος γίνεται ἔξαλλος· τὸ κρύψιμο τῆς ἰδιωτικῆς ζωῆς εἶναι ὅρος ἀπαράβατος· τὸ κτύπημα εἶναι κάτω ἀπὸ τὴν μέση. Ὁ Ζῆκος νιώθει εὐάλωτος στὴν πρόγκα, στὴν ὁποία ὁ ἴδιος εἶναι πρῶτος· αἰσθάνεται, δι’ εἰσέτι μίαν φοράν, ἀπειλημένος. Ἡ παραδοσιακὴ κοινοτική του σκευὴ τοῦ κτυπᾶ τὸν κώδωνα τοῦ κινδύνου· τὸ φιλότιμο συμβαδίζει μὲ τὸ φαίνεσθαι, τὰ προσχήματα καὶ τὴν κάλυψη τῆς γυμνῆς ἀλήθειας καὶ σὲ αὐτὰ θεμελιώνεται ἡ ἀποφυγὴ τῆς ντροπῆς· ἕκαστος Ζῆκος ἔτρεμε τὸ ρεζίλεμα.
Ὁ κυρ-Παντελῆς προχωρεῖ ἀκάθεκτος, γνωρίζοντας καὶ αὐτὸς πὼς τὰ ὅρια τῶν ἀτόμων στὴν παραδοσιακὴ κοινότητα καὶ γειτονιὰ δὲν εἶναι εὐδιάκριτα· κατ’ οὐσίαν δὲν ὑπάρχει ἰδιωτικὸς (private), ἱερὸς καὶ ἀπαράβατος βίος· ὁ καθεὶς εἶναι, ἢ μπορεῖ νὰ γίνη, ὑπόλογος στοὺς ἄλλους καὶ ἐὰν δὲν ὑποκύψη σ’ αὐτὸν τὸν μηχανισμό, θὰ ἐπακολούθηση διαπόμπευση. Τοῦ ἀνοίγει τὰ μάτια: (ρὲ περίγελο τῆς κοινωνίας, ρὲ σὲ δουλεύουνε, ρὲ μοσχάρι), τοῦ δείχνει τὴν πραγματική του θέση· τὸ ξετύλιγμα τοῦ Ζήκου εἶναι φαντασιακό, εἶναι μία ἀτοπία. Ἀλλὰ στὴν κωμῳδία οὐδεὶς ξέρει τὴν θέση του.
Ὁ Ζῆκος προσπαθεῖ νὰ περισωθῆ: (δὲν γεννήθηκε ἄνθρωπος νὰ μὲ δουλέψη ἐμένα ἀκόμα)· τὸ ἐγώ του πρέπει νὰ παραμείνη, γιὰ τοὺς ἔξω, ἀρράγιστο –μέσα του, ὅμως, θὰ τὸ σκεφθῆ, ὅπως τὸ εἶχε σκεφθῆ κάποτε καὶ ὁ Οἰδίπους, ὅταν τὸν εἶπαν νόθο· κ’ ἐκεῖνος καβγάδισε μὲν μ’ αὐτὸν ποὺ τὸν ἀπεκάλεσε ἔτσι, μέσα του ὅμως ἐνεγράφη σὰν σαράκι ἡ κουβέντα.
Ὁ καβγᾶς φαίνεται νὰ ὁδεύη πρὸς τὸ τέλος του, ὅμως ἡ νέα ἀφορμὴ παραμονεύει στὴν γωνία. Ὁ Ζῆκος, μὲ ἕνα μῖγμα μοχθηρίας καὶ μιζέριας, διαπραγματεύεται, μὲ ἔντρομη ἐπιθετικότητα καὶ σκληρά, τὸ κάθε τι. Ἔτσι, ἀρνεῖται νὰ κάνη μία κατ’ οἶκον διανομὴ στὴν κ. Καραζαμπούκου, ἐπειδὴ ἡ ἐν λόγῳ κυρία δὲν τοῦ εἶχε δώσει, κάποτε, φιλοδώρημα, καὶ προτείνει στὸν ἴδιο τὸν κυρ-Παντελῆ νὰ πάη αὐτός, ποὺ ἐκπλήσσεται, θέλοντας νὰ κρατήση τὴν θέση του· ὡς καταστηματάρχης δὲν θὰ ἦταν ἁρμόζον στὸν ρόλο του. Ἀπὸ τὸν Ζῆκο βγαίνει αὐθορμήτως ἡ ἀπάντηση: (Τί λὲς μωρὲ μεγάλε καταστηματάρχη. Χαρὰ ’στὸ πράμα. Τί εἶσαι; Μπακαλόγατος εἶσ’ ἐσὺ κ’ ἐγὼ τὸ μπακαλογατί).
Τὸ φαντασιακὸ τοῦ Ζήκου ἔχει κτισθῆ ἀπὸ τὴν παραδοσιακὴ σεμπριά. Τὸ ἰδιόμορφο αὐτὸ συνεταιρικὸ καθεστὼς ἐργασίας ἑδράζετο ἐπὶ μιᾶς ὀρθοδόξου κοπῆς ἀδελφοποιίας, ἄνευ ἡμερομισθίων ἐργατῶν· τὸ ἰδιότυπο αὐτὸ καθεστὼς προϋπέθετε μίαν ἰσοτέλεια καὶ μίαν ἐχθρότητα πρὸς πᾶσαν διαφοροποίησιν· ἡ δὲ κοινὴ ἐργασία ἦτο κοινὴ καὶ εἰς τὴν αἰωνιότητα ἐκτεθειμένη. Ἔτσι, τὸ λαϊκὸ στρατόπεδο, ἀπ’ ὅπου κατήγετο ὁ Ζῆκος, καὶ κατὰ τὴν, σωστή, ἀντίληψή του καὶ ὁ κυρ-Παντελῆς –γιὰ ἑγελιανὴ διαλεκτικὴ ἀφέντη-δούλου οὔτε λόγος–, τὸ προσδιώριζε ὁ κοινοβιακὸς δεσμὸς τῆς σεμπριᾶς τῶν μικρομεσαίων –ἕνα εἶδος ἀγροτικοῦ κοινωνισμοῦ ἠθελημένως ἀλυτρώτων–, ἡ ὁποία δὲν ἀπέδιδε, φυσικά, ἐπιχειρηματίες ἀλλὰ ὑπηρέτες, εἴτε τοῦ δημοσίου εἴτε τοῦ ἰδιωτικοῦ τομέως. Γιατί ἐκεῖνο ποὺ ἐνδιέφερε δὲν ἦταν, καὶ πάλι φυσικά, τὸ πάθος τῆς οἰκονομικῆς ἀναπτύξεως, ἡ ἀστικοποίηση, ὁ ἐξευρωπαϊσμὸς ἢ ἡ ἀπελευθέρωση ἀπὸ τὰ παραδοσιακὰ δεσμά, ἀλλὰ μόνον τὸ ψωροφιλότιμο τοῦ νὰ ὑπολογίζωνται, νὰ λογιάζωνται, ὡς μεσάζοντες καὶ παράγοντες ἐλέγχου μέρους τῆς διοικήσεως καὶ ταὐτοχρόνως ἀνεξάρτητοι καὶ αὐτάρκεις. Ἀπὸ τὴν μιὰ ἐξευτελιστικὴ ἰσοπέδωση πάσης ἀξίας ὁδηγούσης σὲ διαφοροποίηση, ἀπὸ τὴν ἄλλη ἀπέχθεια πρὸς πᾶσαν ὑποχρέωσιν, ἡ ὁποία σημαίνει σχέσιν ἀνισότητος, ἀσύμβατες μὲ τὶς ἀξίες τοῦ ἐγωϊσμοῦ καὶ τῆς ἀνεξαρτησίας. Ἀντίφασις; Οὐδεμία. Ἡ σεμπριὰ ὑπέσχετο τὸ ἰδεῶδες: χαλαρὴ συνομοσπονδία ἀγέλης ἀτομικοτήτων. Ἔτσι, ἐσυγκροτεῖτο ἕνας παραπηγματικὸς ὑποαστισμός, ἄνευ σταθερῶν ἀστικῶν μορφῶν, πλὴν κάποιων νησίδων ἄνευ ὅμως εὐρυτέρας σημασίας –ὄχημα αὐτοῦ τοῦ ὑποαστισμοῦ ἡ ἠθογραφία, ὅπου ἐν πολλοῖς, ἀνήκει καὶ ἡ ταινία αὐτή. Ἡ ἠθογραφία χάιδευε καὶ θαύμαζε πάντα τὰ τῆς παραδόσεως, ὅπου ἔβλεπε ἕνα σύνολο ἁρμονιῶν ἀκόμη καὶ στὶς ἀντιθέσεις· κριτήριο δικαίου ἦταν ἡ κλειστὴ αὐτάρκης κοινότης. Μὲ αὐτήν, ἡ ἐθνικὴ μειονεξία αὐτοαναπαύετο στὴν ὑπερεπάρκεια τῶν ἠθῶν καὶ τῶν ἐθίμων, τὰ ὁποῖα δὲν ἀξιολογοῦντο ἀλλὰ μετεδίδοντο φωτοτυπικῶς ὡς θέσφατα ἀπολύτου ἀξίας, ὡς ἀπαράβατη μοῖρα.
Ὁ Ζῆκος γνωρίζει –ὁ κυρ-Παντελῆς τὸ φοβᾶται, τὸ ψυχανεμίζεται, ἀλλὰ δὲν θέλει νὰ ξέρη τίποτε γι’ αὐτό– πὼς τσαρούχι καὶ ἐμπορία δὲν συναιροῦνται καὶ πὼς ἡ ἕνωσή τους ἀποφέρει, ὡς ἀποφορά, ἕναν ἐξαμβλωματικὸ Μπάρμπα-Γιῶργο. Στὸ φαντασιακὸ τοῦ Ζήκου, ἀλλὰ καὶ τοῦ κυρ-Παντελῆ, βασιλεύει ἡ ἐν πενίᾳ ἀδελφότης, αὐτὸ τὸ ἰδεῶδες τῆς ἑλληνικῆς ὀρθοδόξου κοινότητος, ποὺ καταδικάζει τὸ μὲ σκοπὸ τὸ κέρδος ἐμπόριο καὶ τὸν πλουτισμό, τὶς τάξεις καὶ τὴν ἱεραρχία καὶ ποὺ προκρίνει τὸ χωριὸ καὶ τὴν γειτονιὰ καὶ ὄχι τὴν ἀστικὴ πόλη. Ὁ ρωμαίικος αὐτὸς τύπος σοσιαλισμοῦ, ποὺ θὰ γίνη, κατὰ βάθος, καὶ σημαία πάντων τῶν λεγομένων προοδευτικῶν ἐν Ἐλλάδι, θὰ ἀγνοῆ ἐπισήμως πᾶσα διαφοροποίηση, ἀλλὰ θὰ ἀφήνη ἀνεπισήμως τὸν καθένα νὰ ἔχη μία θέση ἐκ προνομίου –ἀπὸ ρουσφέτι στὸ δημόσιο ἢ λόγῳ προστατευτισμοῦ καὶ προνομιακῆς κλειστότητος ἀγορασμένη θέση ἐργασίας, ὁμοίως δημοσίου δομῆς καὶ χαρακτῆρος, στὴν λεγομένη «ἐλεύθερη» ἀγορὰ ἐργασίας.
Ἔναντι καὶ ἔξωθεν τοῦ ρωμαίικου αὐτοῦ σοσιαλισμοῦ θὰ στέκη, φαντασιακῶς, τὸ κατεστημένο καὶ τὸ σύστημα, ὁ ψεύτης ντουνιᾶς, ποὺ πρέπει νὰ καταστραφῆ, ἔνδοθεν ὅμως αὐτὸ ἀκριβῶς ποὺ ὅλοι ζοῦμε, ἀλλὰ δὲν θέλουμε νὰ γνωρίζουμε: ἕνας ἀκατέργαστος καὶ ἀμορφοποίητος ἀτομισμός, ὅπου ἕκαστος θέλει νὰ λογιάζεται ὡς κάτι, νὰ ὠφελῆ τοὺς δικοὺς καὶ νὰ τυραννῆ τοὺς «ἐχθρούς»· τὸ ἰδανικὸν ἦτο τὸ πολύγωνον, τὸ ἐξοβελιστέον εἰς τὸ πῦρ τὸ ἐξώτερον φαντασιακὸν ἡ πυραμίς.
Ὁ Ζῆκος ἔρχεται συνεχῶς σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν τάξη καὶ τὴν ἱεραρχία, αἰσθανόμενος πὼς μόνον ἔτσι δὲν θὰ νιώθη ἁπλῶς θύμα τῶν περιστάσεων, ἕνα περίτριμμα τῆς ἀγορᾶς, καὶ διασώζοντας, καὶ αὐτός, κάτι ἀπὸ τὸ ἦθος καὶ τὴν λεβεντιὰ τοῦ παλληκαριοῦ, δηλαδὴ τὴν νίκη τοῦ ἐσωτερικοῦ κόσμου ἐπὶ τοῦ αἰσθητοῦ, στὴν ἄκαρδη πόλη. Πρέπει νὰ ἀποδεικνύη συνεχῶς τὴν ὕπαρξή του καὶ τὴν δύναμή του, εἴτε ὑποτιμῶντας καὶ μειώνοντας τοὺς ἄλλους, εἴτε ἐξισώνοντας πρὸς τὰ κάτω τὰ πάντα, εἴτε, ὁμοίως πως, φέρνοντας τὰ πάντα στὰ δικά του μέτρα. Καὶ εἶναι φυσικό. Τὸ φιλότιμό του τὸν ὠθεῖ στὴν θυσία, ἄνευ ἀναλήψεως τῆς ὑπάρξεώς του, ἄνευ ἠθικῆς εὐθύνης καὶ ἄνευ αὐτοσεβασμοῦ, ἐξ οὗ καὶ ἡ εὐαλωτότης του τὸ μετατρέπει σὲ ὅπλο μειώσεως καὶ ἀπαξιώσεως τοῦ ἄλλου, ἐὰν αὐτὸς ὁ ἄλλος τοῦ ἀρνῆται τὴν ναρκισσιστικὴ προβολὴ τοῦ ἐγώ του· φιλότιμον: ἡ ματαιοδοξία καὶ ὁ ναρκισσισμὸς τοῦ ὁμαδικῆς συνειδήσεως ἀνθρώπου.
Τὴν «λεβεντιά» του ὁ Ζῆκος –ἔχει καὶ κάτι ἀπὸ τὸ θράσος τοῦ ὁμηρικοῦ Θερσίτου– θὰ τὴν δείχνη μὲ τὴν διατυμπανιζομένη ἀπὸ αὐτὸν ἄρνηση τῆς ἱεραρχίας καὶ ἀντίσταση στὴν ἐξουσία. Μόνον στὰ λόγια, γιατί στὴν πράξη ὑποκύπτει ἀνενδοίαστα καὶ εὔκολα· ἀφοῦ παίξη τὸ ψυχόδραμα τοῦ ἀντάρτη, σὰν ἐπιληπτικός, μετατρέπει, ἄνευ ἐσωτερικῶν, κραδασμῶν τὸ μεγαλειῶδες καὶ ἑορταστικὸ ὄχι σὲ φυσικώτατο ναί.
Ἔναντι τῆς «ἱεραρχίας» καὶ τῆς «ἐξουσίας», τοῦ ἀφεντικοῦ του στὴν προκειμένη περίπτωση, διαθέτει μίαν ἀποστροφὴ ἰσοκρατικοῦ ἤθους καί, ἐπειδὴ οὐδέποτε ἐσωτερικεύει κάτι –ἡ πειθαρχία του εἶναι περισσότερο παρατακτικὴ παρὰ ὑποτακτική–, γέμει ἀμφιθυμίας ἔναντί τους. Φόβος, ἐχθρότης, ἐπαναστατικότης, προσβολὲς πρὸς τὴν ἐξουσία, ἀπὸ τὴν μιά, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ἐπιθυμία νὰ τὴν πάρη μὲ τὸ μέρος του ὄχι μὲ δουλοπρέπεια, προσποίηση, δωροδοκία, κολακεία ἢ ἐξευμενισμό, ὅπως χρησιμοποίησαν ἄλλοι σὲ ἄλλες ταινίες, ἀλλὰ μὲ μιὰ βαθειὰ ἐπιθυμία προσεταιρισμοῦ της: ὁ ἰσχυρὸς νὰ τὸν ἀναγνωρίση, νὰ τὸν ἐναγκαλισθῆ ὡς δικό του ἄνθρωπο, νὰ κοινωνήσουν· νὰ ἀλληλοκερδηθοῦν στὸ αἴσθημά τους.
Ἔτσι, στὴν λογομαχία ποὺ ξεσπᾶ, ἀμέσως μετά, ὁ Ζῆκος θὰ ἀνακοινώση, μόνος του ὅμως καὶ καμαρώνοντας, πὼς μαζεύει χρήματα γιὰ βέρες, διατεινόμενος, καὶ πιστεύοντας καὶ ὁ ἴδιος στὶς φαντασιοπληξίες του, πὼς εἶναι ἐπισήμως λογοδοσμένος μὲ τὴν Φιφίκα. Ὁ Ζῆκος, ἀφοῦ ἔχει ἐξασφαλίσει τὴν θέση του, μὲ τὴν ἀνακοίνωση τῶν «ἀρραβώνων» του, δὲν ἀντιδρᾶ πλέον μὲ θυμό, ἀλλὰ μὲ μία φράση ἀπὸ τὰ βάθη τῆς καρδιάς του, ποὺ δείχνει καὶ ὅλον του τὸν πόνο: (μὴ σπρώχνης· ἐμένα πᾶρέ με μὲ τὸ καλό· πᾶρέ με μὲ τὸ καλὸ νὰ γίνω μοῦσι νὰ μὲ ξουρίσης)· θέλει νὰ γίνη, λυτρωτικῶς, ὁ ἄνθρωπος κάποιου καὶ νὰ τὸν ὑπηρετῆ, νὰ γίνη ἀποδεκτὸς ἀπὸ τὸν ἰσχυρὸ πατέρα-ἀφεντικό-ἐξουσία –γιατί νιώθει δεδιωγμένος–, ἀπὸ τὸν ὁποῖο περιμένει τὸν κάνη προνομιακῶς μέτοχο τῆς οὐσίας του· θέλει μιὰ ἀγκαλιὰ γιὰ νὰ ἀφοσιωθῆ μὲ πίστη καὶ νὰ ἐναποθέση ἐκεῖ ὅλο τὸ ἀντάρτικο ἐγώ του, ποὺ τόσο τὸν κουράζει. Ὁ Ζῆκος ἦταν μία ἀγαθὴ ψυχὴ μὲ μεταφυσικὸ ἄλγος.
Φεύγοντας, διαολοσταλμένος ἀπὸ τὸν ἀπαυδήσαντα πλέον κυρ-Παντελῆ, ὁ Ζῆκος, στὴν πόρτα, θὰ θελήση νὰ ἔχη τὸν τελευταῖο λόγο: (Ἔχε χάρι ποὺ βάρεσε τὸ τελεφοῦνκεν καὶ ἔχε χάρι ποὺ σ’ ἀγαπάω καὶ ἐκτιμάω τὸ μαγαζί· εἰδ’ ἄλλως, θὰ σὲ κανόνιζα). Ἐπανέρχεται, πάλι, στὸ λόγοις ἀντάρτικο καὶ στὴν δημοσία ἐπίδειξη μεγαλοθυμίας καὶ μεγαλοψυχίας –πρᾶγμα ποὺ θὰ ξανακάνη–, γνωρίζοντας πὼς εἶναι ἀπείρως σημαντικώτερο νὰ ἐπιδεικνύης τὸν ρόλο, τὸ ἦθος καὶ τὰ αἰσθήματα ποὺ τὸν συνοδεύουν ἀπὸ τὸ νὰ εὐθυγραμμίζης τὶς πραγματικὲς πράξεις καὶ προθέσεις σου μὲ αὐτά. Παρὰ ταῦτα, ὁ Ζῆκος, πέρα ἀπὸ τὸ νὰ διασώση, ὅσο μπορεῖ, ἀτσαλάκωτη τὴν αὐτοεικόνα του, μπορεῖ νὰ αἰσθάνεται ὁμοῦ, καὶ ποτὲ τὸ ἕνα ἄνευ τοῦ ἄλλου, τὶς ὑποχρεώσεις του σὲ ἕνα ἐπίπεδο βαθέος ἐνδιαφέροντος καὶ ἀγάπης καί, ταὐτοχρόνως, στὸ πιὸ ὑπολογιστικὸ ἐπίπεδο παζαριοῦ ἢ στὸ πιὸ ἀντιδραστικὸ ἐπίπεδο ἀρνήσεως καὶ μίσους· ὁ Ζῆκος φαίνεται νὰ συνδυάζη, ἀντιφατικῶς καὶ μοιραῖα ἄνευ διαφυγῆς, ἀγάπη καὶ μῖσος· σὰν νὰ ἀδυνατῆ νὰ ἀγαπήση κάτι χωρὶς καὶ νὰ τὸ μισῆ συγχρόνως.
Τὸ ψυχόδραμα λήγει, ἀλλ’ ὡς ψυχαναγκαστικὴ ἐκδραμάτιση θὰ ἐπαναλαμβάνεται μέχρι τὸ τέλος, τῆς ταινίας.
Στὸ πλάνο ἐμφανίζεται ἡ κυρα-Δέσποινα, ἡ ὁποία περπατᾶ καμαρωτή, δῆθεν ἀδιάφορη, ὑπεροπτικά, στὴν μέση τοῦ δρόμου, ἔξω ἀπὸ γεμάτα καφενεία. Διατρανώνει τὴν παρουσία της, ἐπιζητεῖ τὰ βλέμματα γιὰ νὰ ἐπιβεβαιώση τὴν ὕπαρξη της· ξέρει τὴν δύναμή της: εἶναι ἡ προξενήτρα καὶ ἡ ἀρχικουτσομπόλα τῆς γειτονιᾶς, ὅσες δὲ καὶ ὅσοι ἀγνοοῦν τὰ σχόλια της εἶναι ἁπλῶς ἀναίσθητοι, ἐνῶ σὺν τοῖς ἄλλοις εἶναι ὁ ἀπαραίτητος τρίτος ἄνθρωπος, ὁ ἐνδιάμεσος παντός· σὲ μία «κοινότητα»-ἄσυλο κοινωνικῆς ὁλοπαγείας τύπων, συμβάσεων καὶ ἐφαμάρτου ἐγὼ εἶναι ἀήττητη ἐξ ἀρχῆς. Τραγουδᾶ, ἐπιδεικτικῶς, τὴν μεγάλη ἐπιτυχία τῆς ἐποχῆς, τοῦ 1962, τὸ ‘‘Τό ’πες καὶ τό ’κανες’’, τοῦ Μακρυδάκη· τραγοῦδι ἀλληλοβασανισμοῦ καὶ ἀλληλοαποδοχῆς δύο ἐραστῶν, μὲ ὁλικὴ προσφορά, στὸ τέλος, τῆς γυναίκας στὸν βασανιστή της. Ἡ κυρα-Δέσποινα βασανίζεται ἀπὸ μιὰ κρυφὴ καὶ ἀνομολόγητη λαχτάρα γιὰ τὸν κυρ-Παντελῆ, πρᾶγμα ποὺ μόνον τὸ ἀετογερακίσιο μάτι τοῦ Ζήκου θὰ διακρίνη. Ὁ πανέξυπνος μπακαλόγατος εἶναι ὁ πραγματικὸς πάνθ’ ὁρῶν στὴν γειτονιά, εἶναι αὐτὸς ποὺ καταλαβαίνει το μετὰ τῆς κάθε πράξεως καὶ τοῦ κάθε λόγου, τὶς συνέπειες καὶ τὸν τελικὸ λογαριασμό τους. Εἶναι τὸ μάτι ἐκεῖνο ποὺ διακρίνει τὰ ὅρια καὶ τὰ πεπρωμένα τοῦ καθενός, ὁ καθρέφτης ἑκάστου, τὸ ἔξωθεν βλέμμα· μόνον τὸν ἑαυτό του δὲν μπορεῖ νὰ κοιτάξη ἀπ’ ἔξω· στὴν περίπτωσή του πέφτει τόσο μέσα ποὺ βρίσκεται παντελῶς ἔξω.
Ὁ Παντελῆς τὴν ὑποδέχεται ἀσμένως: (Καλῶς τὴν δόξα τῆς συνοικίας μας)· ἡ Δέσποινα ἀκκίζεται, ἐνῶ ὁ κυρ-Παντελῆς προσπαθεῖ νὰ τῆς πασσάρη μπακαλιάρο, ἀστειευόμενος, κιόλας, γιὰ τὴν ποιότητά του. Ὁ μπακαλιάρος ἦταν τὸ πρόσχημα· το κυρίως πιάτο εἶναι τὸ προξενειὸ τῆς Ἀρτεμισίας, μιᾶς μεγαλοκοπέλλας ποὺ τὴν ἔχει ἀναλάβει ἐργολαβικῶς ἡ κυρα-Δέσποινα νὰ τὴν παντρέψη· ὁ καθεὶς καὶ τὸ ἐμπόρευμά του. Ὁ κυρ-Παντελῆς, μὲ διαδοχικὲς ὑποτιμήσεις καὶ ἐξευτελιστικὲς ἀπαξιώσεις τοῦ ἐμπορεύματος τῆς κυρα-Δέσποινας, ἀρνεῖται νὰ τὸ παραλάβη· ἐθεωρήθη μπαγιάτικο. Ὁ Παντελῆς ὅμως καίγεται γι’ ἄλλην· τὸ γεροντικό του ἐρωτικὸ αἴσθημα θὰ τὸ ἐκδηλώση χλιμιντρίζοντας σὰν ψοφάλογο.
Καφενεῖον: πεδίον δόξης λαμπρὸν διὰ τὸν Ζῆκον, πεδίον διαρκῶν ἀνταγωνισμῶν, προστριβῶν καὶ αὐτοπροβολῆς δι’ όλους, ὅπου ὅλοι ἔχουν λόγο γιὰ ὄλα· κλασσικὸς δημόσιος χῶρος, ποὺ πρέπει νὰ γίνη ἰδιωτικός, δηλαδὴ ὁ χῶρος τοῦ ναρκισσισμοῦ ἑκάστου ἐν μέσῳ τῶν ἀπαραιτήτων ἄλλων. Καταφθάνει μὲ τὸ ποδήλατο καὶ στὴν πόρτα συναντᾶ τὸν Κιτσάρα, τὸν ὑδραυλικό, ποὺ τὸν παρακαλεῖ νὰ τοῦ δανείση τὸ ποδήλατο. Τὰ ψέματα πέφτουν βροχηδόν. Ὁ Κιτσάρας θέλει νὰ εἰδοποιήση τὸν φίλο του Ἀργύρη, τὸν ἠλεκτρολόγο, ὅτι μεσολαβήσει τοῦ θείου του, προσελήφθη στὴν ΔΕΗ, ἀλλὰ στὸν Ζῆκο προβάλλει μιὰν ἄλλη αἰτία.
Ὁ Ζῆκος, ὅμως ξέρει τὴν πιάτσα: πρωτίστως μὴν γελασθοῦμε· κάθε τι γεννᾶ καχυποψία καὶ ὁ Ζῆκος εἶναι καχύποπτος καὶ δύσπιστος, «ἀπὸ κούνια» –ὅσοι, ἄλλωστε, σκέπτονται αὐτὰ τὰ κάνουν στοὺς ἄλλους– καὶ δεύτερον πὼς κανεὶς δὲν πρέπει νὰ εἶναι σίγουρος πὼς οἱ ἄλλοι εἶναι αὐτὸ ποὺ φαίνονται. Ὁ Κιτσάρας, σίγουρος γιὰ τὴν νίκη του, πέφτει ἀπὸ τὰ σύννεφα. Ὁ Ζῆκος ἀκάθεκτος. Τώρα εἶναι ἡ εὐκαιρία του νὰ τὸν παραδεχθοῦν, νὰ ἀποκτήση αὐτοεκτίμηση. Βρῆκε τὴν εὐκαιρία: ἀφοῦ κάποιος ἔπεσε στὴν ἀνάγκη του, τώρα θὰ τὸν βασανίση γιὰ νὰ αὐταξιωθῆ στὰ μάτια του: αὐτάρκεια, πανουργία, ἐπιτηδειότης, οἱ ἀρετές του. Ὑποτιμᾶ τὸν Κιτσάρα, προβάλλει τήν, ἀνύπαρκτη, ὑπαλληλική του εὐσυνειδησία –ἐπ’ εὐκαιρία κατηγορεῖ τὸ ἀφεντικό του– καὶ τὴν βιασύνη του καὶ καταδεικνύει τὸν Κιτσάρα ὡς ἀνίκανο νὰ ὁδηγήση ποδήλατο· τὸ ἀποκορύφωμα: καθ’ ἣν στιγμὴν προβάλλει ὅλα τὰ ἀνωτέρω, μὲ ἀπόλυτη πειστικότητα, φωνάζει κάποιον θαμῶνα νὰ παίξουν ποδοσφαιράκι· κοροϊδεύει κατὰ πρόσωπον τὸν Κιτσάρα μὲ ἐμφανῆ ψέματα –ὁ Ζῆκος εἶναι ὁ παραμορφωτικὸς καθρέφτης ὅλων· ὅ,τι οἱ ἄλλοι φθάνουν μέχρι τὴν μέση, αὐτὸς τὸ φθάνει στὰ ἄκρα. Ἀπὸ τὸ καφενεῖο θὰ φύγη θριαμβευτής, νικητὴς καὶ τροπαιοῦχος· θὰ ξεχάση τὰ ψώνια τῆς Καραζαμπούκου, ἀλλὰ τί σημασία ἔχει; Ὁ σκοπὸς ἐπετεύχθη: ἔγινε τὸ πρόσωπο τῆς ἡμέρας στὸν κατ’ ἐξοχὴν ἑλληνικὸ χῶρο· ‘‘εἶμαι, καὶ τὸ πιστεύω, αὐτὸ ποὺ βλέπουν καὶ ἐπιδοκιμάζουν οἱ ἄλλοι’’ –δεινὸς κολυμβητὴς τοῦ βούρκου.
Ἐν τῷ μεταξύ, Λίτσα καὶ Φιφίκα πηγαίνουν γιὰ ψώνια στὸ μπακάλικο. Ὁ κυρ-Παντελῆς λειώνει στὴν θέα τῆς πρώτης. Ἐν ἀντιθέσει μὲ τὴν κυρα-Δέσποινα, ποὺ θὰ ἤθελε τὰ γλυκόλογα τοῦ μπακάλη, ἡ μὲν Λίτσα εἶναι μᾶλλον ἀμήχανη, μὴ μπορῶντας, ἢ καὶ μὴ θέλοντας, νὰ βάλη ἐξ ἀρχῆς ὅριο στὸν κυρ-Παντελῆ, τὸ δὲ στήριγμά της, ὅμως –πάντα συνοδεύεται ἀπὸ τὴν φίλη της–, Φιφίκα, θὰ ἐπέμβη τρεῖς φορὲς γιὰ νὰ φρενάρη ἀπότομα τὸν εὐγενῆ μέν, ἀλλὰ ταχύτατο μπακάλη, πρὶν γίνη παράξενα ἐνοχλητικός. Ὁ κυρ-Παντελῆς σὰν νὰ αἰσθάνεται ἔνοχος, ἢ καὶ ἀμαυρωμένος ἀκόμη, ἀπὸ τὸ γεγονὸς πὼς εἶναι μπακάλης, προσπαθεῖ νὰ δείξη πὼς καὶ σ’ αὐτὸν τὰ αἰσθήματα προηγοῦνται τῆς οἰκονομίας. Ὁ συνοικιακὸς μπακάλης ἦταν ἀμφιλεγομένη προσωπικότης. Ἀπὸ τὴν μιά, τρόμαζε τοῦς ἄλλους τόσο μὲ τὸν βερεσὲ ὅσο καὶ μὲ τὸ «ἐπὶ πιστώσει»· αἰσχροκερδὴς στὴν πρώτη περίπτωση, σκληρὸς στὴν δεύτερη· προτιμοῦσε τὴν πρώτη. Μὲ τὸν βερεσέ, καὶ κατ’ ἐπέκτασιν μὲ τὴν παραχάραξη τοῦ περιφήμου «τεφτεριοῦ» του, μποροῦσε νὰ ἀναπληρώνη τὴν κακὴ «συνήθεια» μέρους τῆς πελατείας του νὰ μὴν πληρώνη καὶ νὰ τὸν ἀφήνουν μὲ ζημία.
Ἐπιτηδείως, οἱ μπακάληδες ἐνέπλεκαν τὴν πελατεία στὸν φαῦλο κύκλο τῆς πιστώσεως· ὅμως συνήθως ἔχαναν, ἀκόμη καὶ τὰ ἐνέχυρα ποὺ τοὺς ἄφηναν. Καὶ ἐνῶ θὰ μποροῦσαν νὰ καταλήξουν σὲ τοκογλύφους, ὅπως οἱ ὁμότεχνοί τους στὰ χωριά, στὴν Ἀθήνα ἐλάχιστοι μαγαζάτορες ἐξελίσσοντο στὸ εἶδος αὐτό. Ἐκτὸς τούτων, ὅμως, κάθε μπακάλης, ποὺ σεβόταν τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ λειτούργημά του, πείραζε τόσο τὰ τρόφιμα ὅσο καὶ τὸ ζύγι. Τὴν μὲ διαφόρους τρόπους νοθεία τὴν πλήρωναν κυρίως τὸ πετρέλαιο, τὸ λάδι, τὸ κρασί, ὁ καφές, ἀλλὰ καὶ πλῆθος ἄλλων –ὁ Ζῆκος τὴν ἐπισημαίνει στὸ κρασί, στὸ οὖζο, στὶς κονσέρβες καὶ στὸ τυρί–, ἐνῶ ἅπαντα τὰ εἴδη ἐμετροῦντο, ἐζυγίζοντο καὶ εὑρίσκοντο ἐλλιπῆ. Ἀπὸ τὴν ἄλλη, λόγω του ὅτι ὁ μπακάλης κρατοῦσε τοὺς βερεσατζῆδες, κατὰ τὴν ἔκφραση τοῦ Ζήκου, στὸ χέρι, αὐτὸ τοῦ προσέδιδε ἕνα εἶδος κύρους ἀναμεμιγμένου μὲ φόβο καὶ φθόνο, ἐνῶ, λόγῳ τῆς παντογνωσίας του τόσο γιὰ τὶς κοινωνικὲς σχέσεις καὶ ἐξαρτήσεις, ὅσο καὶ γιὰ τὶς οἰκονομικὲς καταστάσεις τῶν οἰκογενειῶν, τοῦ ἀπεδίδετο καὶ ἕνα εἶδος ἐξουσίας.
Γεγονός, ὅμως, ἦταν πὼς οἱ λογιστικὲς καὶ ἀριθμητικὲς του ἱκανότητες –πολλοὶ δάσκαλοι καὶ καθηγητὲς μαθηματικῶν στὸ σχολεῖο τὸν ἔφερναν ὡς παράδειγμα ὑπολογιστικὴς μαθηματικῆς εὐφυΐας–, ἀπὸ τὴν μιά, ἀποσποῦσαν ἀπὸ τὸ πλῆθος τῆς πελατείας του τὸν σεβασμὸ γιὰ τὶς μαγικὲς ἐγκεφαλικές του ἱκανότητες, ἀπὸ τὴν ἄλλη, τοῦ προσέδιδε τὴν φήμη ἑνὸς μᾶλλον ψυχροῦ, σφιγμένου καὶ στεγνοῦ ἀπὸ ζωὴ καὶ αἰσθήματα ἀνθρώπου. Ὁ μπακάλης, ὅμως, ἦταν πολὺ προσεκτικός, ὥστε ὄχι μόνον νὰ μὴν προκαλῆ ἢ νὰ χλευάζη μὲ σχόλια τὸν φτωχὸ πελάτη, ἀλλὰ εἰδικῶς μὲ τὶς γυναῖκες –ἦταν καὶ ἡ συντριπτικὴ πλειοψηφία–, φρόντιζε νὰ τοὺς πάλλη τὴν φιλαρέσκειά τους, μὲ ἕναν καλὸ λόγο –ἦταν ἀπὸ τοὺς λίγους ποὺ ἄκουγαν καθημερινῶς– καὶ αὐτὲς πάλι ἔτρεμαν τὴν κακογλωσσιά του ἢ τὶς κακὲς καὶ πονηρές του προθέσεις –αὐτὲς ποὺ διαπιστώνει ἡ Φιφίκα γιὰ τὴν Λίτσα. Ἔτσι, ὁ Παντελῆς θεωρεῖ ἐκλεκτὴ πελάτισσα τὴν Λίτσα –θὰ μποροῦσε νὰ τὸ πῆ καὶ σὲ ἄλλη πελάτισσα–, προκαλῶντας ἀμέσως τὴν κάπως αὐτάρεσκη ἀπορία τῆς κοπέλλας: (εἶμαι δηλαδὴ ἐκλεκτὴ πελάτισσα; Μὲ τί; Μὲ τὶς πενταροδεκάρες;). Ἀπὸ ἐδῶ ξεκινᾶ ὁ κυρ-Παντελῆς γιὰ νὰ ἀνατρέψη τὴν καθεστηκυῖα εἰκόνα: (Μὰ τί εἶναι αὐτὰ ποὺ λέτε δεσποινὶς Λίτσα μας· τί ἀξία νὰ ἔχουν τὰ χρήματα μπροστὰ εἰς τὰ προσώπατα· τὰ χρήματα εἶναι χρήματα καὶ τὰ προσώπατα εἶναι προσώπατα), λέει καὶ εἶναι ἕτοιμος νὰ τῆς παραδώση τὸ μαγαζὶ μαζὶ μὲ κλειδιά του. Γιὰ τὸν Ἕλληνα ὀρθόδοξο ἐμπορομπακάλη ἴσχυε ἡ δικαιοσύνη τῶν προσώπων καὶ ὄχι τῶν συμβολαίων. Οἱ σχέσεις τοῦ μπακάλη μὲ τὴν πελατεία του, ἀπὸ ἕνα σημεῖο καὶ μετά, περνοῦσαν μέσα ἀπὸ τὴν τήρηση ἑνὸς ἀγράφου συμβολαίου τιμῆς, τὸ ὁποῖο ἐξαρτᾶτο ἀπὸ τὴν ἀνθρωπιὰ ποὺ ἔδινε ὁ σεβασμὸς στὸ φιλότιμο (διάβαζε: ἀξιοπρέπεια τοῦ ἄλλου), μὲ συνεχῆ καὶ ἔντεχνη συγκάλυψη κοινωνικῶν συνθηκῶν ἢ πράξεων ἑκάστου, οἱ ὁποῖες, ἐὰν ἐγίνοντο φανερές, θὰ ἔβλαπταν τὸ φιλότιμο καὶ θὰ ἐπήρχετο σύγκρουση· ἐννοοῦσε καὶ αὐτὸς τὸν ἑαυτό του ὡς μέρος ἑνὸς συνόλου ἀνθρώπων συνδεομένων διὰ ψυχικῶν δεσμῶν ἐπέκεινα παντὸς ἀμέσου ὠφελείας καὶ σκοπιμότητος –ὅπου ἐπέκεινα, διάβαζε: δὲν εἶναι τοῦτο.
Ἡ προσγειωμένη καὶ πραγματίστρια Φιφίκα στὶς προσφορὲς τοῦ κυρ-Παντελῆ, «γιὰ τὴν ὄρεξη», πρὸς τὴν φιλάρεσκη, ἀλλὰ μᾶλλον ἀφελῆ καὶ ἀγαθὴ φίλη της, θὰ παρατηρήση πὼς ψάχνουν κάτι ποὺ νὰ κόβη τὴν ὄρεξη ὄχι κάτι ποὺ νὰ τὴν ἀνοίγη. Ἄθελά της καὶ ἐν ἀγνοίᾳ της σηματοδοτεῖ τὸ τέλος τοῦ μπακάλικου. Ἔχουμε εἰσέλθει πλέον στὴν ἐποχὴ τῆς δίαιτας καί, ταὐτοχρόνως, τῆς καταναλώσεως· ἀμφότερα σηματοδοτοῦν τὴν ἐποχὴ τῆς ἐξατομικεύσεως καὶ τὸν θάνατο τῆς γειτονιᾶς, ἀλλὰ καὶ τοῦ μπακάλικου. Ὁ μπακάλης θὰ συμπλέξη καὶ θὰ καταγράψη τὴν δική του ἀρχὴ μὲ τὴν ἀρχὴ τῆς γειτονιᾶς καὶ τῆς φτώχειας τῆς κοινωνίας· θὰ συμπλέξη καὶ θὰ καταγράψη, ὁμοίως, τὸ δικό του τέλος μὲ τὸ δικό τους.
Ἡ ταινία καταγράφει, νοσταλγικά, τὰ τελευταῖα σπαρταρίσματα ἑνὸς κόσμου καὶ μιᾶς ζωῆς ποὺ ἀμέσως μετὰ θὰ διαλυθῆ, ἀλλ’ ὡς μορφὴ καὶ μόνον, καθὼς τὰ περιεχόμενά της, ἄνευ πλέον τῶν σταθερῶν μορφῶν ποὺ ἔδινε ἡ ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ –τὴν ὁποία ἐκφράζει μὲ τὸν καλύτερο τρόπο ὁ Ζῆκος, ἀλλὰ καὶ ὑποφέρει ἀπὸ αὐτήν–, θὰ στρεβλωθοῦν καὶ θὰ παραμορφωθοῦν στὴν ἑλληνικοῦ τύπου ἐξαμβλωματικὴ ἐξατομίκευση-ἰδιώτευση. Διότι, ἐξακολουθούσης νὰ ὑπάρχη ἡ σύνολη ψυχή, ἡ ἐξ ἀδιαιρέτου, αὐτὴ ποὺ φροντίζει γιὰ τὰ πάντα, ἀλλὰ καὶ ὁ καημὸς ἑκάστου, τὸ κατὰ τὸν Πλωτίνο πλεονάζον ἐντὸς ἡμῶν, τότε ἡ ὅποια ἐπιθυμία νὰ ἀνήκουμε στὸν ἑαυτό μας γίνεται μὲ θράσος καὶ μόνον ὡς θλιβερὲς μερικότητες μποροῦμε νὰ νοηθοῦμε· δὲν μπορεῖς νὰ βαδίζης μὲ τὴν ἐξ ἀδιαιρέτου ψυχὴ καὶ τὸ κατ’ εἰκόνα ὑπὸ μάλης πρὸς τὴν ἔγχρονη καὶ ἔγκοσμη ἐξατομίκευση –καλῶς ἢ κακῶς.