Δύσκολα χαρακτηρίζεις ένα βιβλίο που συνδυάζει τις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες με τα αντίστοιχα εργαλεία τους, απολαυστικό. Το βιβλίο του Ρωμανού Γεροδήμου όμως είναι (και) αυτό. Η ευρυμάθεια του συγγραφέα, η επιστημονική επάρκεια και ένα σπάνιο «δημοσιογραφικό» ταλέντο αναδεικνύουν τις πολλαπλές αλλά σαφείς οπτικές, την πολυεπίπεδη ανάλυση της παγκόσμιας και ελληνικής καθημερινότητας, τη σύνδεση της ιστορίας που δεν ζήσαμε με αυτήν στην οποία συμμετέχουμε-ηθελημένα ή όχι, συνειδητά ή ασυνείδητα- εν τη γενέσει της, διευκολύνοντας, έτσι, την «πρόσβαση» του αναγνώστη σε ό,τι ο Ρ. Γεροδήμος πραγματεύεται στις 350 σελίδες του βιβλίου του που κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ.

Στην εισαγωγή του σημειώνει, μεταξύ άλλων: […]Τα τελευταία χρόνια η Ελλάδα βίωσε ένα συλλογικό τραύμα ιστορικών διαστάσεων. Επί δέκα χρόνια, παλέψαμε μεταξύ μας και με τους άλλους, κλειστήκαμε στο καβούκι μας, ομφαλοσκοπήσαμε, νιώσαμε μόνοι,χάσαμε την αίσθηση της κανονικότητας. Τα κείμενα του βιβλίου αυτού τα έγραψα με τη γνώση ότι είμαστε μέρος ενός παγκόσμιου οικοσυστήματος,το οποίο επηρεάζει κάθε πτυχή της ατομικής και συλλογικής μας καθη-μερινότητας, συχνά χωρίς καν να το συνειδητοποιούμε· αλλά και με την πεποίθηση ότι, αν το πάρουμε απόφαση, μπορούμε να συνδιαμορφώσουμε το οικοσύστημα αυτό. Το μέλλον μας δεν χρειάζεται να είναι έρμαιο μιας παγκόσμιας δίνης. Τα ερωτήματα, οι ευκαιρίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουμε εμείς –η αίσθηση απώλειας ελέγχου, η αναζήτηση ταυτότητας και οράματος, οι μάχες για τα σύμβολα και τους κώδικες επικοινωνίας, η ανάγκη για ουσιαστική επαφή, η καθημερινή μάχη με τον εαυτό και το σώμα μας, το δέος μπροστά στην αλματώδη ανάπτυξη της τεχνολογίας– είναι ακριβώς οι ίδιες προκλήσεις που αντιμετωπίζουν εκατομμύρια άνθρωποι στα μήκη και τα πλάτη της Γης[…]

[…] Η ανθρωπότητα βιώνει τη μετάβαση σε μία νέα πραγματικότητα–ατελούς μεν, αναπόφευκτης δε– παγκοσμιοποίησης. Το τζίνι αυτό –η ταχύτητα με την οποία κινούμαστε και συνδεόμαστε με τον υπόλοιπο κόσμο– δεν πρόκειται να ξαναμπεί στο μπουκάλι του. Η μία επιλογή που έχουμε είναι να χώσουμε το κεφάλι μας στην άμμο, προσποιούμενοι ότι τίποτα δεν έχει αλλάξει κι ότι ο κόσμος είναι ακριβώς όπως τον ξέραμε και τον είχαμε συνηθίσει. Η άλλη επιλογή είναι να εμπλακούμε και να σχετιστούμε με όσα βιώνουν οι άλλοι, έξω από τα ατομικά, τοπικά και εθνικά σύνορα· να προσπαθήσουμε να τους καταλάβουμε και να βρούμε τρόπους συνύπαρξης. Το βιβλίο αυτό –μέσα από ένα ψηφιδωτό εμπειριών, αναζητήσεων και προβληματισμών– παρατηρεί το άτομο, το κοινωνικό σύνολο και τον κόσμο να επηρεάζονται από τα μεγάλα κύματα της Ιστορίας, να προσπαθούν να προσαρμοστούν σε αυτά· και αποτελεί ένα μανιφέστο συνειδητής εμπλοκής με τον κόσμο, με τον Άλλον και με τον εαυτό.

Παρακάτω μπορείτε να “απολαύσετε” ένα από τα κείμενα του βιβλίου, με τίτλο: ΤΟ ΚΟΣΤΟΣ ΤΗΣ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ

Mία από τις μεγάλες δομικές αλλαγές του τελευταίου αιώνα είναι η παρακμή των μεγάλων αφηγημάτων και ιδεολογιών και η σταδιακή απώ- λεια πολιτικής ισχύος και νομιμοποίησης παραδοσιακών φορέων εξουσίας, όπως το Στέμμα, η Εκκλησία, ο στρατός και το κράτος. Τις δύο βα- σικές αιτίες της παρακμής αυτής θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε θετικές. Τα ανθρώπινα δικαιώματα και το κράτος δικαίου αναγνωρίζονται πλέον ως θεμέλια της κοινωνίας (έστω στις φιλελεύθερες δημοκρατίες, εάν όχι παντού· έστω θεωρητικά, εάν όχι πάντα στην πράξη), θέτοντας έτσι ασφυκτικούς περιορισμούς στη δυνατότητα των φορέων ισχύος να ασκούν εξουσία, δηλαδή βία. Ταυτόχρονα, η ραγδαία επέκταση της μόρφωσης, του πολιτισμού, της επικοινωνίας, του λόγου και της επιστημονικής μεθόδου έδωσε στον πολίτη φωνή και σκέψη· τον έσπρωξε να αμφισβητήσει, να ερευνήσει, να δυσπιστήσει. Η δυσπιστία αυτή είναι τόσο οργανικά συνυφασμένη με τον πολιτισμό μας, ώστε αποτελεί το οξυγόνο που αναπνέουμε. Ο αντίλογος, το αντεπιχείρημα, η αμφισβήτηση, η κριτική δεν είναι πολυτελή χόμπι φιλολογικών σαλονιών, αλλά οι λόγοι για τους οποίους τα αεροπλάνα δεν πέφτουν, οι γέφυρες δεν γκρεμίζονται, το φαγητό, το νερό και ο αέρας δεν μας δηλητηριάζουν.

Είχαμε την τύχη να μεγαλώσουμε σε μία περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας, την πιο φωτισμένη, ίσως επειδή ακολούθησε την πιο σκοτεινή, κατά την οποία το κόστος της ευπιστίας εντυπώθηκε καλά στο μυαλό μας. Προπαγάνδα, φασισμός, ναζισμός, χειραγώγηση, δημαγωγία, ολοκληρω- τισμός, Όργουελ, δυστοπία, διαφήμιση, δημόσιες σχέσεις, επιστημονική φαντασία, στρατευμένη τέχνη, λογοτεχνική κριτική, Ιστορία και ιστο- ριογραφία, ΜΜΕ και μαζική κουλτούρα, αποδόμηση στερεοτύπων και αναπαραστάσεων από τις κοινωνικές και ανθρωπιστικές επιστήμες, ερευ- νητική δημοσιογραφία, κοινωνικά κινήματα, διαδηλώσεις, τηλεμαχίες, 24ωρη τηλεόραση, ίντερνετ, σάτιρα, θεωρίες συνωμοσίας, μέσα κοινω- νικής δικτύωσης, ψευδείς ειδήσεις. Καθετί που συμβαίνει τα τελευταία 100 χρόνια είναι σαν να μας στέλνει ένα επείγον μήνυμα: να δυσπιστείς. Όπως δείχνει και η συγκλονιστική πρόσφατη μίνι σειρά του HBO για το Τσερνόμπιλ (που επιτέλους ανοίγει την παγκόσμια συζήτηση για ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της ανθρώπινης ιστορίας), ο συντομότερος δρόμος για την καταστροφή είναι η αφαίρεση αυτών των μηχανισμών αμφισβήτησης, αντιλόγου και ελέγχου που εξισορροπούν ένα σύστημα και το διατηρούν σε επαφή με την πραγματικότητα, με την αλήθεια. Το κόστος της ευπιστίας είναι η καταπίεση της αλήθειας· και η αλήθεια παίρνει πάντα, μα πάντα, την εκδίκησή της.

Έχει άραγε και η δυσπιστία κόστος; Και ποιο είναι αυτό;

Η πίστη, για την ακρίβεια, η εμπιστοσύνη: στους άλλους, στο κράτος, στον νόμο, στην κοινωνία, στο νόμισμα, στο σύστημα– είναι μία από τις θεμελιώδεις συγκολλητικές ουσίες της κοινωνίας (οι άλλες είναι ο φόβος του ισχυρού και του Άλλου, η ανάγκη και η ενσυναίσθηση) και κατά συνέπεια μία από τις βασικές έννοιες των κοινωνικών επιστημών. Από τη δεκαετία του ’60 και μετά, παρατηρούμε στις ΗΠΑ αλλά και στις περισ- σότερες φιλελεύθερες δημοκρατίες μία πτωτική πορεία της εμπιστοσύνης των πολιτών σε βασικούς θεσμούς του πολιτικού συστήματος. Η πορεία αυτή έχει βέβαια διαλείμματα ανόδου (μία υπαρξιακή απειλή, όπως έγινε αντιληπτή η 11η Σεπτεμβρίου στις ΗΠΑ, μπορεί να οδηγήσει σε απότομη αύξηση της εμπιστοσύνης προς το σύστημα, εφόσον το άτομο συνειδητοποιεί την απόλυτη τρωτότητα και εξάρτησή του από το σύνολο). Ωστόσο, η συνολική τάση είναι πτωτική και συνοδεύεται από πολλές άλλες ενδείξεις κοινωνικής και πολιτικής αποδιοργάνωσης, όπως η μείωση του κοινωνικού κεφαλαίου (δηλαδή, του συνόλου κοινωνικών σχέσεων και πρόσβασης που έχει ένα άτομο σε δίκτυα υποστήριξης), η κρίση πολιτικής συμμετοχής και αντιπροσώπευσης, η παρακμή του ρόλου και της επιρροής συλλογικών θεσμών, όπως τα πολιτικά κόμματα και οι συνδικαλιστικές ενώσεις, οι τοπικοί σύλλογοι κ.ο.κ. Είναι αλήθεια ότι ένα κομμάτι αυτής της κοινωνικής και πολιτικής δραστηριότητας έχει μεταφερθεί στην ψηφιακή σφαίρα. Ωστόσο, 20 χρόνια έρευνας στην πολιτική κοινωνιολογία με έχουν πείσει ότι αυτός ο «εκτοπισμός» στην ψηφιακή σφαίρα είναι προβληματικός από πολλές απόψεις, τόσο σε ατομικό όσο και σε συλλογικό επίπεδο.

Σημαντικό κομμάτι αυτής της τάσης είναι η αλλαγή της σχέσης δημοσιογράφων-πολιτικών. Εδώ και δύο δεκαετίες, θεωρητικοί της πολιτικής επικοινωνίας, όπως ο Στίβεν Μπάρνετ, προειδοποιούν ότι η κρίση της δημοσιογραφίας και ο απαξιωτικός τρόπος με τον οποίον πολλοί δημοσιο- γράφοι απευθύνονται στους πολιτικούς μπορούν να οδηγήσουν σε κρίση της δημοκρατίας. Από την εποχή του σεβασμού –κατά την οποία οι δημοσιογράφοι αντιμετώπιζαν τους πολιτικούς ηγέτες με δέος– περάσαμε στην εποχή του ισότιμου διαλόγου, μετά σε αυτή του σκεπτικισμού και, πλέον, της περιφρόνησης.

Από το τέλος του Β ́ Παγκοσμίου Πολέμου και μετά, μπορούμε να διακρίνουμε τρία «κύματα» τροφοδότησης της δυσπιστίας στη δημόσια σφαίρα των ΗΠΑ, που επηρέασαν και τις υπόλοιπες φιλελεύθερες δημοκρατίες. Οι δολοφονίες των Τζον και Ρόμπερτ Κένεντι και του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ στην Αμερική της δεκαετίας του ’60, ο καταστροφικός πόλεμος στο Βιετνάμ και το Γουότεργκεϊτ στις αρχές της δεκαετίας του ’70 άλλαξαν δραστικά τη σχέση πολιτών-δημοσιογράφων-πολιτικών· μετά τα τραγούδια, τα λουλούδια, την απελευθέρωση του ατόμου και τη χειραφέτηση της νεολαίας ως πολιτικού δρώντα, ακολούθησε η απομάγευση, η απογοήτευση, ο σκεπτικισμός, η ιδιώτευση.

Το δεύτερο κύμα ήρθε στα μέσα της δεκαετίας του ’90 με την ενδυνάμωση αντισυστημικών φωνών και θεωριών συνωμοσίας μέσω του διαδικτύου και τη στρατηγική απομάκρυνση των Ρεπουμπλικανών από τις αρχές της διακομματικής συνεργασίας. Η εκστρατεία δεξιών καιακροδεξιών κύκλων εναντίον του Μπιλ Κλίντον, η καταιγιστική και συχνά κτηνώδης κάλυψη ειδήσεων και σκανδάλων επί 24ώρου βάσεως, με εκτόξευση λάσπης και δολοφονία χαρακτήρων, και η εμφάνιση «εναλλακτικών» διαδικτυακών μέσων όπως το Drudge Report ήταν οι σπόροι της παρακμής του μιντιακού και πολιτικού συστήματος των ΗΠΑ.

Αυτό ακριβώς το νήμα από τα μέσα της δεκαετίας του ’90 –το χειραγωγούμενο χάος του διαδικτύου και το πολωμένο δυσλειτουργικό πολιτικό σύστημα– μας οδηγεί απευθείας στο σήμερα: στον Τραμπ, στο Twitter και στις ψευδείς ειδήσεις· σε ένα τρίτο κύμα αμφισβήτησης, το οποίο, σε συνδυασμό με άλλα κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά κύματα δεκαετιών –όπως η κρίση ταυτότητας στη Δύση–, δημιουργεί ένα τσουνάμι δυσπιστίας και απαισιοδοξίας.

Εκτός από συγκολλητική ουσία, η στοιχειώδης εμπιστοσύνη στο σύστημα –με άλλα λόγια, η συνειδητή και εθελούσια υποταγή στην αυθεντία των ειδικών και σε πλαίσιο ορθολογικών κανόνων και διαδικασιών– είναι απαραίτητη για τη λειτουργία και επιβίωση της κοινότητας: όταν οι πολίτες δεν εμπιστεύονται τους γιατρούς για τον εμβολιασμό των παιδιών τους ή για τη δική τους θεραπεία επειδή διάβασαν κάτι διαφορετικό στο ίντερνετ· όταν δεν εμπιστεύονται τις προειδοποιήσεις των επιστημόνων για τη μόλυνση και την κλιματική αλλαγή· όταν δεν εμπιστεύονται την ικανότητα της αστυνομίας να τους προστατέψει και το δικαστικό σύστημα να αποδώσει δικαιοσύνη· όταν δεν εμπιστεύονται το κράτος για τη δίκαιη και αποτελεσματική είσπραξη φόρων και κατανομή επιδομάτων· όταν δεν εμπιστεύονται καν την ίδια την ανάγκη είσπραξης φόρων για τη συντήρηση υποδομών και δικτύων· όταν δεν εμπιστεύονται τους αντιπροσώπους που οι ίδιοι εξέλεξαν για να διασφαλίσουν το κοινό συμφέρον· όταν δεν πιστεύουν καν ότι υπάρχει κοινό συμφέρον· όταν, εντέλει, δεν εμπιστεύονται τους άλλους ανθρώπους ώστε να δομήσουν μαζί τους υγιείς κοινότητες· τότε το σύστημα αρχίζει να πιέζεται, καταρρέει και τελικά άνθρωποι πεθαίνουν. Το κόστος της δυσπιστίας μπορεί να είναι εξίσου τεράστιο με αυτό της ευπιστίας.

Εννοείται φυσικά ότι για όλα αυτά δεν φταίνε μόνον οι δύσπιστοι πολίτες· οι συστημικές υποδομές της Δύσης αντιμετωπίζουν τεράστια προβλήματα, εν μέρει λόγω του τρόπου με τον οποίον οι κυβερνήσεις απεμπόλησαν την ευθύνη και την ισχύ τους. Οι φιλελεύθερες δημοκρατί- ες έχουν αποδυθεί σε μία δημοπρασία αμεσοδημοκρατίας· παραχωρούν σταδιακά φωνή και ισχύ –δηλαδή, ευθύνη– στον πολίτη, καθιστώντας τον μέτοχο, χωρίς όμως να έχουν διασφαλίσει ότι ο πολίτης μπορεί και θέλει να ενημερωθεί και να συμμετάσχει μέσα στον κυκεώνα των υποχρεώσεων και των ερεθισμάτων που τον περιβάλλουν.

Η πίστη σε ευγενείς ιδέες, σε ευγενείς ανθρώπους, σε ευγενή έθιμα μοιάζει αφελής. Τίποτα και κανείς δεν μπορεί να περάσει τα τεστ ιδεολο- γικής και αξιακής αγνότητας που θέτουμε. Η ελπίδα δεν είναι κουλ. Άλλωστε, πολλοί πιστεύουν ότι η ανθρωπότητα δεν θα επιβιώσει μέχρι το τέλος του 21ου αιώνα. Αυτό που όντως φαίνεται να συμβαίνει είναι ότι οι πολίτες της Δύσης –έπειτα από μία παρατεταμένη περίοδο ηγεμονίας του ατομισμού– αναζητούν απελπισμένα ένα πλαίσιο αξιών, έναν ηθικό κώδικα, δηλαδή δομές, ερμηνείες και περιορισμούς που θα πηγάζουν πέρα και πάνω από το άτομο. Αυτή η αναζήτηση βρίσκεται στον πυρήνα όλων των ερωτημάτων και προβλημάτων της ύστερης νεωτερικότητας. Το άτομο δεν ξέρει πώς να διαχειριστεί την ελευθερία που απέκτησε ξαφνικά· πώς να διαμορφώσει την ταυτότητά του και να γεμίσει το κενό που άφησε η παρακμή μεγάλων συλλογικών αφηγημάτων. Ο άνθρωπος θέλει να πιστέψει· σε κάτι, σε οτιδήποτε· αρκεί αυτό το κάτι να είναι μεγαλύτερο από το άτομο.

Η ανάγκη αυτή για νόημα, για δομές, εξηγεί πολλά πράγματα. Εξηγεί την τεράστια και παγκόσμια επιτυχία του αμφιλεγόμενου ψυχολόγου και συγγραφέα Τζόρνταν Πίτερσον, ο οποίος στο μπεστ σέλερ του με τίτλο Δώδεκα κανόνες για τη ζωή προσπαθεί να αποκαταστήσει την αίσθηση ευθύνης και αξιοπρέπειας του χαμένου ατόμου – και ειδικά των νέων ανδρών, οι οποίοι περνούν μία δεύτερη, παράλληλη κρίση ταυτότητας λόγω της αλλαγής των συσχετισμών ισχύος ανάμεσα στα δύο φύλα και στην αμφισβήτηση παραδοσιακών συμπεριφορών αρρενωπότητας. Ο υπότιτλος του βιβλίου: «Ένα αντίδοτο στο χάος».

Εξηγεί, επίσης, γιατί στη λαϊκή κουλτούρα κυριάρχησαν τα τελευταία 20 χρόνια αφηγήματα –βιβλία, ταινίες, παιχνίδια– με αντικείμενο τη μαγεία, τους υπερήρωες, το φανταστικό. Εξηγεί γιατί επανεμφανίζονται στη Δύση πρακτικές όπως ο μυστικισμός, η αστρολογία και (ω, ναι!) ο εξορκισμός. Στο αντίστοιχο αφιέρωμα του Atlantic δίνεται η απάντηση: όταν οι μεγάλες ιδεολογίες και τα αφηγήματα υποχωρούν, οι άνθρωποι ψάχνουν από μόνοι τους για τις απαντήσεις. Η ειρωνεία βέβαια είναι ότι αυτή η αναζήτηση –μέσω των παραφυσικών φαινομένων– μπορεί να τους οδηγήσει πίσω στη θρησκεία και τη δεισιδαιμονία, κλείνοντας έτσι έναν κύκλο αιώνων εξέλιξης, επιστημονικής σκέψης και διαφωτισμού: προνεωτερικότητα, νεωτερικότητα, μετανεωτερικότητα κ.ο.κ.

Σώζεται όμως το πρότζεκτ του Διαφωτισμού και της νεωτερικότητας; Ήταν αυτή η ανάγκη υπενθύμισης και κριτικής υπεράσπισης κάποιων θεμελιωδών αξιών με βάση τις οποίες είναι οργανωμένες οι κοινωνίες μας που με οδήγησε στη δημιουργία της ταινίας Essence. Ίσως η μόνη βιώσιμη πηγή εμπιστοσύνης τον 21ο αιώνα είναι η ενσυναίσθηση· το τρίπτυχο πίστη-ελπίδα-αγάπη.

Ένα από τα πιο συγκλονιστικά πράγματα σε σχέση με το Τσερνόμπιλ είναι το αστικό τοπίο μετά το ατύχημα (αφιερώστε τρία λεπτά από τον χρόνο σας για να δείτε αυτές τις εικόνες που τραβήχτηκαν με drone πριν από λίγα χρόνια). Το Πρίπιατ –το χωριό δίπλα στο εργοστάσιο– μοιάζει να έχει βγει από ένα παράλληλο σύμπαν· νιώθεις ότι είσαι σε ταινία επιστημονικής φαντασίας· κι όμως, όλα αυτά συνέβησαν· συνέβησαν πριν από λίγα χρόνια στην ήπειρό μας, εν μια νυκτί. Η ζωή συνεχίζεται και εμείς θεωρούμε τον κόσμο μας δεδομένο, μέχρι να σταματήσει να λει- τουργεί ή να υπάρχει.

Το πιο ανατριχιαστικό όμως –το οποίο ακόμα το γνωρίζουν λίγοι– είναι πόσο κοντά βρέθηκε η Ευρώπη σε μόνιμο και ολοκληρωτικό αφανισμό λίγο μετά το ατύχημα στο Τσερνόμπιλ, αφού η λάβα του ουρανίου έλιωνε το τσιμέντο πλησιάζοντας τις δεξαμενές με το νερό, με κίνδυνο να σκάσουν όλοι οι αντιδραστήρες μαζί. Αυτό τελικά αποφεύχθηκε λόγω της επιστήμης, λόγω μιας κολοσσιαίας κινητοποίησης της σοβιετικής γραφειοκρατίας και λόγω της αυτοθυσίας μιας χούφτας ανθρώπων.

Στη Δύση, τα αεροπλάνα πετάνε ακόμα (σχεδόν πάντα), οι γέφυρες στέκονται (σχεδόν όλες ακόμα), το φαγητό, το νερό και ο αέρας δεν μας δηλητηριάζουν (ακόμα πολύ) και όλα αυτά γίνονται σε μεγάλο βαθμό διότι το σύστημα λειτουργεί κουτσά-στραβά, διότι αρκετοί άνθρωποι εξα- κολουθούμε έμπρακτα να πιστεύουμε σε αυτό και να αγωνιζόμαστε γι’ αυτό· ίσως όχι συνειδητά, ασυνείδητα· ίσως μηχανικά, αλλά έμπρακτα. Εάν θέλουμε να αποφύγουμε μία μαζική πολιτισμική μεταστροφή σε πη- γές πίστης που δεν εξυπηρετούν την ανθρωπότητα και τον πολιτισμό μας, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη μας τόσο το κόστος της ευπιστίας όσο και αυτό της δυσπιστίας· και να δώσουμε πειστικές απαντήσεις για τον λόγο που αυτό το αξιακό σύστημα είναι καλύτερο από άλλα.

πηγή κεντρικής φωτογραφίας