Εδώ μπορείτε να διαβάσετε το 1ο μέρος και εδώ το 2ο μέρος
Φεύγουν ἅπαντες, ἐνῶ ὁ Κώστας καλεῖ τὴν Πόπη νὰ τὸν συνοδεύση παρακάτω˙ ἡ Εἰρήνη ἀνησυχεῖ, ὁ Λάμπρος στὸν ὑπέρλαμπρο ἀνέφελο κόσμο του. Μένει μόνον ὁ γλύπτης τοῦ ἀγάλματος, ὁ ἐκτελεστὴς τοῦ ἔργου, καὶ λίγο ἀργότερα, καὶ ἐκτελεστὴς καὶ τοῦ Λάμπρου, ὁ Σωτήρης Λυμπεριάδης, ἢ Νάξιος ἢ Ἀνάξιος, ὅπως θὰ τὸν ἀποκαλέση πρὸς στιγμὴν ὁ Λάμπρος. Μὲ λίγους κεφτέδες καὶ κρασί, τοῦ τὰ ἀποκαλύπτει ὅλα: «ὑπέγραψα γιὰ 20.000 δρχ καὶ πήρα 5.000, κι ἄλλοι τὰ ἴδια. Τί νόμισες; Γιὰ καλὸ σὲ θυμηθήκανε;», ἐνῶ ἐκφράζει καὶ τὴν ἀηδία του γιὰ τὸν Ἀπόστολο καὶ τὸν ἰδιαίτερο. Ἡ ἀφέλεια τοῦ Λάμπρου δὲν μπορεῖ νὰ τὰ κατανοήση: «Δηλαδή, δὲν μὲ θυμήθηκε ἡ πατρίς;». Τὸ πουλόβερ ξηλώνεται, ὁ Σωτήρης εἶναι χείμαρρος ἀκαταμάχητος: «Ἡ πατρίδα δὲν ἔχει ὑποχρέωση σὲ κανέναν. Ἐσὺ τὸ ξέρεις καλλίτερα. Ὁ Ἀπόστολος γέλασε ἐμένα, τὸν ὑπουργό, ἐσένα, ὁ ἰδιαίτερος ἐξαργύρωσε τὰ κατορθώματα σου…Φάε ἐσὺ τὴν δόξα κ’ ἐγὼ τὴν τέχνη». Πυραμὶς ἐξαπατήσεων οἰκειοθελῶν θυμάτων-θυτῶν.
Ὁ Λάμπρος θὰ μείνη ἄναυδος, θὰ τοῦ κοπῆ ἡ ἀνάσα. Ὅμως τὰ πράγματα, ὅπως ἔχει ἤδη δειχθῆ, εἶναι πιὸ ἀμφισήμαντα ἀπ’ ὅ,τι φαίνονται. Λάμπρος καὶ Ἀποστόλης μοιράζονται πολλὰ περισσότερα ἀπ’ ὅ,τι καὶ οἱ ἴδιοι φαντάζονται. Ὄχι μόνον κοινὸ ὑπέδαφος, ἀλλὰ ὁ ἕνας εἶναι το alter ego τοῦ ἄλλου. Καὶ οἱ δύο μοιράζονται τὸν παθητικὸ χρόνο τοῦ φυσικοῦ ἐγώ, ἑνὸς προσώπου μὲ ἀκατέργαστες ἐνορμήσεις καὶ λόγο ἀτροφικὸ προσανατολισμένο στὴν φαντασίωση καὶ στὸ ἐξωπραγματικὸ ὄνειρο. Ἐὰν σὲ αὐτὰ προστεθῆ καὶ ὁ ὀρθόδοξος τύπος θεολογίας ποὺ δὲν θέλει νὰ γνωρίζη τίποτε ἀπὸ τὸ ἐγώ, θεωρῶντας το ἐφάμαρτο κατὰ πάντα καὶ διὰ πάντα, τὸ πρᾶγμα ἐπιβαρύνεται ἔτι περισσότερο. Ἐὰν μεταξὺ φυσικοῦ ἀνθρώπου, φυσικοῦ ἐγώ, κάτι σὰν τὸν Ἀδάμ –ζωώδης ἁγιότης–, ἔμπλεω φυσικῶν καὶ μόνον ὁρμῶν καὶ ἀναγκῶν, καὶ ἁγίου, ἑνὸς προσώπου ἀφηρημένου τῆς σωματοψυχῆς του, ἄνευ ἐγὼ καὶ τῶν συμπαρομαρτούντων τῆς ζωῆς αὐτοῦ, δὲν δέχεται τίποτε τὸ ἐνδιάμεσο, τότε ὅλος ὁ ἐνδιάμεσος χῶρος, τὸ ἐγώ, μένει παντελῶς στὸ σκοτάδι, ἄγριο, παραμορφωμένο, ἀνεπεξέργαστο, τερατῶδες, ἕρμαιο φαντασιώσεων˙ ἀφοῦ συνέβαλε δημιουργικῶς σ’ αὐτήν του τὴν κατάσταση, ἡ ὀρθόδοξη θεολογία, ἔρχεται νὰ τὸ καταδικάση˙ ἡ ἴδια αὐτὴ ποὺ τὸ δημιούργησε ἔτσι –ἔπρεπε νὰ σκοτώσης τὸ ἐγὼ γιὰ νὰ πλησιάσης τὸν Θεό. Ὁ ἐκτὸς ἱστορίας ἡμιάγριος βαλκάνιος ἰδιώτης εἶναι τὸ ἀποτέλεσμα τῆς καθ’ ἡμᾶς ἐξατομικεύσεως, τοῦ ὁποίου τροφὴ εἶναι τὸ ὀνειρῶδες.
Αὐτὸς ὁ τύπος ἀνθρώπου δύο καταφυγὲς διέθετε: τὴν θρησκεία καὶ τὸ ἐντελῶς ἐξώκοσμο παραμύθι –ἀξίζει νὰ σημειωθῆ πὼς ἐνῶ καὶ οἱ ὑπόλοιποι Βαλκάνιοι ἀνέπτυξαν τὸ εἶδος τῆς παραλογῆς, εἰδικῶς οἱ ἑλληνικὲς παραλογὲς ὑπερβαίνουν ἄπασες σὲ ἀντορθολογισμὸ καὶ ἐξωπραγματικὴ φαντασία. Στὰ Βαλκάνια ὅ,τι δὲν εἶναι ὀνειρικό, ρευστό, συναισθηματικό, προφητικὸ δὲν πιάνει. Ἐξ οὗ καὶ τὸ γεγονὸς τῆς ἀκράτου καὶ ἀσμένου ὑποδοχῆς τοῦ ρομαντισμοῦ στὴν Ἑλλάδα, ἀλλὰ καὶ τὸ ὅτι ἀκόμη καὶ ὁ νεοελληνικὸς διαφωτισμός, ἀποδίδοντας στοὺς Νεοέλληνες ὑπεράνθρωπες ἰδιότητες, ποὺ δὲν διέθετε ἄλλη ἐθνότητα, ρομαντικοποιήθηκε.
Ταίριαζαν, διαμορφωμένοι μὲ αὐτὸν τὸν τρόπο, διότι δημιουργοῦσαν σύγχυση μεταξὺ ποθητοὺ καὶ πραγματικοῦ, δηλαδὴ ἀτομικὲς καὶ συλλογικὲς ψευδαισθήσεις, ἀναπαραστάσεις συνδεδεμένες μὲ σφοδρὲς ἐπιθυμίες, ὅπου τὸ ὑποκειμενικό, ὀνειρῶδες ἢ ἐξ ὁράματος, ἐκλαμβάνεται ὡς ἀντικειμενικό. Τὸ δὲ ποθητόν μᾶς περιμένει στὸ ἐκτὸς χρόνου καὶ χώρου, ἐπέκεινα πάντων, ἀφήνοντας τὸν χῶρο τοῦ ἐνθάδε, τῆς ἱστορίας, ὡς ντουνιᾶ πλέον, βορὰ στὴν μοῖρα καὶ στὸ παράλογο. Τότε γινόμαστε ἀνυπόμονοι καὶ θέλουμε τὸ τέλος ἐδῶ καὶ τώρα, στὸ ὑπερδιεσταλμένο καὶ ἀδιατάρακτο παρόν μας, χωρὶς ἐνδιάμεσα, τὰ ὁποῖα θὰ μᾶς ὑποχρέωναν νὰ ἐγχρονισθοῦμε, ἀλαζονικοὶ καὶ μὲ περιφρόνηση πρὸς τὴν πραγματικότητα, πρὸς τοὺς ἑαυτούς μας καὶ πρὸς τοὺς ἄλλους, καὶ μὲ φαντασιώσεις, γιὰ νὰ μὴν ἀντιμετωπίσουμε τὸν ἑαυτό μας˙ γιγαντιαία ναρκισσιστικὰ νήπια ποὺ θεωροῦν τὴν ἐξάρτηση παντοδυναμία.
Ἐδῶ εἶναι ποὺ ἐμφανίζεται ὁ Ἀπόστολος γιὰ νὰ ὑποσχεθῆ στὸν Λάμπρο τὸ ἅπαν, τὴν ἁγιότητα, τὴν ἀποθέωση, τὸν ἀφηρωϊσμό, τὴν ἐξύψωσή του, ὡς νεκροῦ πλέον –ἀπολεσθείσης τῆς ἰδιοσυστατικῆς του ὑποστάσεως ὡς σωματοψυχῆς–, σὲ ἥρωα πρὸς τὸν ὁποῖο θὰ ἀπονέμωνται καὶ ἐθνικοθρησκευτικὲς τιμές. Ἀποστόλης καὶ Λάμπρος, εἶναι συντηρητικοὶ καὶ οἱ δύο, ἄρα δύσπιστοι στὴν ἐπιθυμία τους καὶ εὔπιστοι στὴν φαντασίωσή τους.
Ἀναγκαῖα μικρὰ παρέκβασις. Στὸ σημεῖο αὐτό, τὰ πράγματα θυμίζουν ἐντόνως τὸν Φάουστ τοῦ Γκαῖτε, ὅμως πρόκειται γιὰ κάτι παντελῶς ἄλλο –πρβλ. τὴν ταινία Ἀλλοίμονο στοὺς νέους, ἑλληνικὴ μεταφορὰ τοῦ Φάουστ στὴν ὀθόνη, τοῦ 1961, πάλι τοῦ Σακελλάριου, ὅπου πραγματεύεται πάλι τὸ ζήτημα τῆς φαντασιώσεως, ὄχι τῆς βουλήσεως, ἑνὸς φυσικοῦ καὶ ὄχι βουλητικοῦ ἐγώ. Στὸν Φάουστ ἔχουμε ἕνα ἰδιαιτέρως καλοσχηματισμένο ἐγώ, στηριζόμενο γερὰ στὸ ἐγκόσμιο πνεῦμα καὶ στὴν γνώση –πράγματα ἐξοβελιστέα ἀπὸ τὴν ὀρθόδοξη παράδοση– καὶ κυρίως στὴν αὐτοδύναμη βούληση, ποὺ θέλει νὰ ἀνασυστήση τὰ πάντα εἰ δυνατὸν ἐκ τοῦ μηδενός˙ τὸ βάθος του εἶναι ἡ βούλησή του. Τὸ φαουστικὸ ὑποκείμενο ἔχει πίσω του, καὶ ἔχει ἐσωτερικεύσει, μία χριστιανικὴ παράδοση, προτεσταντικῆς κυρίως, ἀλλὰ ὄχι μόνον, μορφῆς, ποὺ ἐννοεῖ νὰ ἐξαγάγη ἀπὸ τὸ μεμονωμένο ἐγὼ, ὅλες τὶς μέχρι τότε ἀλήθειες ποὺ ἐξάγονταν εἴτε ἀπὸ τὴν ὁμάδα εἴτε ἀπὸ τὸ τυποποιημένο δόγμα. Γεννημένο ἀπὸ τὴν καρτεσιανὴ ἐποποιία τοῦ ἐγώ, ποὺ τὰ ἤθελε ὅλα ἀπὸ τὴν ἀρχή, ἐπειδὴ μηδένισε ὡς ψεύδη, κατ’ ἀρχάς, ὅλα τὰ προηγούμενα, σὲ σημεῖο ποὺ νὰ θεωρήση καὶ τὸν θεϊκὸ ἀκόμη νόμο τοῦ Παραδείσου ὡς ἀτελῆ, ἐπειδὴ δὲν πήγαζε ἀπὸ τὸ ἐγώ˙ ἀκόμη καὶ ἡ μετάνοιά του θέλει ἰσχυρὴ βούληση. Μὲ τὴν καντιανὴ παράδοση, πίσω του καὶ μέσα του, ἤθελε τὴν ἐλεύθερη βούληση νὰ παράγη τὰ πάντα καὶ νὰ ἐλευθερώνη ταὐτοχρόνως τὸ ὑποκείμενό της ἐν εὐθύνῃ˙ πᾶσα ἀγωνία καὶ πᾶς ἀγὼν θὰ διεξάγεται ἔκτοτε στὴν ἐκλογὴ μεταξὺ ἐγώ-οὐκ ἐγώ.
Γιὰ τὸ φαουστικὸ ὑποκείμενο ἡ γνώση εἶναι δύναμη ἐλευθερώτρια˙ γιὰ τὸν ἀρχαῖο ἦταν ἀρετὴ καὶ γιὰ τὸν βυζαντινό, στὴν καλλιτέρα τῶν περιπτώσεων, θεωρία ἄνευ πράξεως. Ἡ ζωὴ τοῦ Φάουστ μπορεῖ νὰ εἶναι μοιραίας λογικῆς, ἡ ζωὴ τοῦ ἑκάστοτε προνεωτερικοῦ, εἴτε Μέγας Ἀλέξανδρος εἶναι αὐτός, εἴτε Ἰούλιος Καίσαρ, εἴτε Ἰουστιανιανός, εἴτε Λάμπρος Δεκαβάλλας, εἶναι μοιραίας τύχης˙ ὁ Φαόυστ ἔχει βούληση, ὁ Λάμπρος μία πρόθυμη ἀβουλία.
Μπορεῖ μὲ τὴν λεκτική του φαντασιοκοπία νὰ μὴν δεσμεύεται ἀπὸ τίποτε καὶ σὲ τίποτε ἀπὸ τὰ λόγια του ἢ τὶς πράξεις του, μπορεῖ ὁ δόλος καὶ μηχανορραφία νὰ εἶναι ἴδιον ἀνθρώπου περιορισμένης ἀντιλήψεως, ἀλλὰ ὁ Ἀποστόλης διαθέτει ἐκείνη τὴν μητρικὴ ἱκανότητα, ὥστε νὰ μπορῆ νὰ μαντεύη τὴν πραγματικότητα ἐν ἀναμονῇ γεγονότων, ὅπως κάποτε ἡ μητέρα μάντευε τὶς ψευδαισθήσεις μας γιὰ τὴν πραγματικότητα καὶ μᾶς τὴν παρουσίαζε, γιὰ νὰ μᾶς διατηρήσει τὴν αὐταπάτη ὅτι ἐμεῖς εἴχαμε δημιουργήσει τὴν πραγματικότητα αὐτή.
Ἔτσι ὁ λαϊκιστὴς Ἀποστόλης θὰ ἐπιχειρήση τὸ ποιοτικὸ ἐκεῖνο ἅλμα ποὺ διαφοροποιεῖ καὶ τὴν ἑλληνικοῦ τύπου διαφθορὰ καὶ λαϊκισμὸ ἀπὸ ὁποιονδήποτε ἄλλον τύπο παγκοσμίως. Δὲν ὑπόσχεται ἁπλῶς χρήματα ἢ δόξα (π.χ. ἀμερικανική, γερμανική, γαλλική, ἀγγλικὴ διαφθορά) οὔτε ἁπλῆ νηπιακὴ παντοδυναμία καὶ ἀπελευθέρωση νοτιοαμερικανικοῦ, περονικοῦ τύπου, κοντινὴ στὸν δικό μας τύπο, ποὺ ἦταν ὅμως προσανατολισμένη στὸν κόσμο καὶ δὲν τὸν διέγραφε, ἀλλὰ ὑπόσχεται μία παντοδυναμία ἀποθεωτική, ἀπὸ ἕναν λαϊκισμό, ὁ ὁποῖος ἀνεπτύσσετο τὰ χρόνια ἐκεῖνα, γιὰ νὰ ἐκδιπλωθῆ πλήρως ἐπὶ ΠΑΣΟΚ, διαγραφέως τοῦ κόσμου, τοῦ ἐγὼ καὶ τοῦ χρόνου, καὶ ὅλα αὐτὰ ἐντὸς μίας ἁγιοποιημένης, ἐξαμβλωματικῆς, παρανοϊκῆς διαστρεβλώσεως τῆς πραγματικότητος, μὲ σκοπὸ μία ἐσχατολογικῆς καὶ λυτρωτικῆς ὑφῆς ρήξη μὲ αὐτήν˙ ὁ Περὸν χόρευε τάνγκο, ὁ Παπανδρέου ζεϊμπέκικο.
Ἡ διαφθορὰ ποὺ τοῦ προτείνει εἶναι τὸ μέσον διαφυγῆς ἀπὸ τὴν πραγματικότητα τοῦ μερακλῆ Λάμπρου, ὁ ὁποῖος ζητοῦσε ἐναγωνίως ἕναν γλυκό, συγγενῆ του, οἰκεῖο ψεύτη νὰ ἀναλάβη τὴν εὐθύνη γι’ αὐτόν˙ μιὰ μαμμὰ γιὰ ἀγκαλιά. Στὴν ματαιοδοξία του καὶ στὴν ξιπασιά του προβάλλει ὁ Ἀποστόλης γιὰ νὰ τοῦ τὶς ἐξιδανικεύση, γιατί καὶ ὁ ἴδιος θέλει τὸ ἔσχατον ἄνευ νόμου, ἀνευνούχιστος ἀπὸ τὸν πατέρα-χρόνο-ἱστορία-νόμο. Διαφθορεὺς καὶ διαφθειρόμενος μάχονται τὸν φαντασιακὸ παντοδύναμο πατέρα, μὲ σκοπὸ τὴν ἐπιστροφὴ στὴν μήτρα. Δὲν ἔχουν σκοπούς, πρᾶγμα ποὺ θὰ συνεπαγόταν χρόνο καὶ ἔγχρονο μέλλον, ἀλλὰ μόνον ὄνειρα καὶ τὰ ὄνειρά τους εἶναι ὄπισθεν. Τὸ ἐμπόδιο ποὺ διαχωρίζει πρέπει νὰ τὸ ἀντιμετωπίσουν μαγικῶς. Ἡ σύνδεσή τους ὁμοιάζει μὲ μύηση σὲ ποδοσφαιρικὴ ὁμάδα, στὸ ὀπαδιλίκι: ἐπιθυμία ἐνάντια στὸν πατέρα.
Ἡ πραγματικότης συντρίβει ἀνελέητα τὶς ψευδαισθήσεις. Ἐνῶ ὁ Λάμπρος μαίνεται στὴν σιωπὴ ἀπὸ τὸ ἀδιανόητον τοῦ κτυπήματος, πηγαινοερχόμενος στὸ δωμάτιο καὶ ρίχνοντας ἄγριες ματιὲς στὸ ἄγαλμα τῆς πλατείας, ἔρχεται ἡ Πόπη, μετὰ τὴν συνάντησή της μὲ τὸν Κώστα, σὲ ἀθλία κατάσταση καὶ καταρρέει˙ ἄνθρωπος ἔφυγε, ἐρείπιο ἦρθε. Κι ἄλλο κτύπημα˙ ὁ Λάμπρος τὰ χάνει ἐκ νέου: «Τί τοῦ κάνανε τοῦ παιδιοῦ, κάτι τοῦ κάνανε». Φέρνουν ἐπειγόντως τὸν γιατρό, ὁ ὁποῖος θὰ προχωρήση καὶ σὲ ἔνεση. Ὁ Λάμπρος δὲν ἀντέχει νὰ βλέπη. Δὲν ἀντέχει τὸν συγκεκριμένο πόνο καὶ δὴ δικοῦ του ἀνθρώπου˙ τὸ ὅριό του, ὅπως ὅλων, εἶναι ἡ οἰκογένεια.
Αὐτὴ μπορεῖ νὰ παραλύση τοὺς πάντες καὶ τὰ πάντα˙ ἂν χαθῆ χάνεται κάθε νόημα ζωῆς γιὰ τὸν Ἕλληνα. Τὸν πόνο καὶ τὴν ἀπώλεια στὸν πόλεμο ὁ στρατηγὸς τὰ ἀντέχει, ὄχι γιατί εἶναι ἀνάλγητος –τοὐναντίον–, ἀλλὰ γιατί ὁ ἀτομικὸς πόνος σβήνει στὸ γενικόν˙ τὸν πόνο τὸν ἀντέχει μόνον ἐν στολῇ –ὅμοια συμπεριφορὰ ἐπιδεικνύει καὶ στὴν ἀνησυχία του, λίγο ἀργότερα, γιὰ ἕναν ἀπὸ τοὺς ἐργάτες τῆς Ἠλεκτρικῆς, ὅταν τὸν βλέπη νὰ ἀναρριχᾶται στὸ μπαλκόνι καὶ τοῦ κρατάει τὸ πόδι, γιὰ νὰ μὴν πέση, παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις περὶ τοῦ ἀντιθέτου ἀπὸ τὸν ἴδιο καὶ τὸν ἄλλον ἐργάτη: «βρὲ παιδί μου, σ’ ἔχει δεῖ ἡ μαννούλα σου;».
Ὁ Λάμπρος φαίνεται ὅτι σιγά-σιγὰ ἔρχεται στὰ συγκαλά του. Δὲν θέλει τὴν στολή, τὴν μάσκα ἐξαγιασμένου ἥρωος στρατηγοῦ. Τώρα μιλᾶ σὰν ἄνθρωπος μὲ ἐγώ, γυμνός, πληγωμένος ἀπὸ τὸν πόνο γιὰ τὴν κόρη του, τσαλακωμένος. Ἀνακαλύπτει τὸν ἀτομικό του ἑαυτὸ καὶ ἕνα ἐγώ, ἀτροφικὸ μὲν δικό του δέ, ἀλλὰ ποὺ φυσικὰ δὲν μπορεῖ νὰ τὸ ὡριμάση ἐν μιᾷ νυκτί. Τὸ ἀνακαλύπτει μὲ τὸν πόνο, ἂν καὶ δὲν τὸ μεγάλωσε σωματοψυχικῶς, γιατί ἦταν πάντα ἕνα ἐγὼ ὁμαδικό, ποὺ τοῦ εἶχε κρεμάσει ἡ κοινότης, μιὰ εἰκόνα ἑαυτοῦ γιὰ τὴν ὁποία ἔπρεπε νὰ πράττη ὅσα δέοντα αὐτὴ ἐπέτασσε˙ ἕνα ἄγαλμα πρὶν ἀπὸ τὸ ἄγαλμα.
Μπορεῖ ὁ Λάμπρος νὰ νιώθει ὅτι ἀνοίγεται στὴν ἐσωτερικότητα, ἀμυδρῶς, ὅμως ὅλος ὁ ὑπόλοιπος κόσμος τοῦ αὐτοῦ ψυχισμοῦ μὲ αὐτὸν θὰ νιώση ὅτι δὲν ὑπάρχει μετά –κρίσιμο σημεῖο αὐτό– καὶ θὰ αἰσθανθῆ προδομένος. Ἡ ἀνάγνωση τῶν τυπικῶν μοτίβων καὶ γεγονότων τῆς ἱστορίας εἶναι διαφορετική, ἀλλὰ αὐτὴ θὰ ἐπικρατήση. Τὸ ἔργο ἔχει ξαναπαιχθῆ σὲ ἑκατοντάδες ἢ καὶ χιλιάδες ἐκδοχὲς συλλογικοῦ ἢ ἀτομικοῦ ἐνδιαφέροντος: πολιτικοὶ προδίδουν στρατιωτικούς. Ἕνα μοτίβο ποὺ ἄρχισε νὰ δημιουργῆται ἀπὸ τὸ δεύτερο μισὸ τοῦ 11ου αἰῶνος, μετὰ τὸ τέλος τῆς Μακεδονικῆς δυναστείας, κυρίως, καὶ ποὺ διήρκεσε, ἐπισήμως τοὐλάχιστον, μέχρι τὸ 1974, χωρὶς ὅμως νὰ ἔχη παύση νὰ συγκινῆ, νὰ κινητοποιῆ καὶ νὰ ἐμψυχώνη καταστάσεις.
Ἔτσι, ὁ στρατηγὸς Δεκαβάλλα, μπορεῖ νὰ θεωρήση κανείς, ὄχι κατ’ ἀνάγκην ἐσφαλμένως, σίγουρα ὅμως ὄχι ἀποκλειστικῶς καὶ μόνον, ὅπως θὰ δειχθῆ παρακάτω, ὅτι νιώθει προδομένος, ματαιωμένος, ἐκδιωγμένος ἀπὸ τὸν κόσμο, κατ’ οὐσίαν ἀπὸ τὴν μητέρα, ἀνακαλῶντας στὴν μνήμη του τὰ πλέον πρόσφατα γεγονότα τῆς ἑλληνικῆς ἱστορίας, τὰ ὁποῖα στοιχειώνουν μὲ εἰδικὸ τρόπο τὸ φαντασιακό του, ἔχοντας λάβει θέσιν καὶ ἰσχὺν μύθου. Στὸν χρόνο τῆς προδοσίας, τὸ 1922 ἦταν καρπὸς τοῦ 1821˙ οἱ πολιτικοὶ «πρόδωσαν τοὺς ἀξίους καὶ ἁγνοὺς ἐκφραστὲς τοῦ ἁγιασμένου λαϊκοῦ ἤθους στρατιωτικούς», καὶ μαζὶ μὲ αὐτὰ τὸ 1941, τὸν Ρωμανὸ τὸν Διογένη, τὸν Κωνσταντῖνο Παλαιολόγο κ.τ.λ., κ.τ.λ., καθὼς τὸ μυθικὸν καὶ τὸ φαντασιακὸν δὲν γνωρίζουν χρόνο.
Θὰ θεωρήσουν ὅτι ὁ Δεκαβάλλας αἰσθάνεται ὅτι, καταρριφθείσης τῆς τάξεως, στὴν ὁποία πίστευε ἀκραδάντως, ἡ ὕπαρξή του καὶ ἡ ταὐτότης του ἀποστραγγίζονται, καθώς, στὸν φαντασιακό του κόσμο, ἡ τάξη καὶ ἡ ἐξασφάλιση τῶν ὑπάρξεων ἐταὐτίζοντο. Εἰδικώτερα, ἡ Ἐπανάσταση καὶ ἡ Μικρασιατικὴ Καταστροφὴ κατοικοῦσαν σὰν στοιχειὰ τὸν ψυχικὸ κόσμο, ὄχι μόνον τῶν στρατιωτικῶν, ἀλλὰ καὶ ἑνὸς ὁλοκλήρου κόσμου ποὺ συμμεριζόταν τὶς ἀξίες τους˙ οἱ στρατιωτικοὶ προδόθηκαν καὶ τὰ ἐπιχειρήματα τῶν ἡττημένων ἀντήχησαν παντοῦ, ὄχι φυσικὰ σὰν συλλογισμοὶ σὲ διαδικασία διαλόγου, ἀλλὰ σὰν σύμβολα, καὶ ὡς σύμβολα δὲν ἔχρηζαν ἀναλύσεων, ἀλλὰ ταὐτίσεων. Ὁ στρατιωτικός, αὐτὸς ὁ ἄλλος Διγενὴς Ἀκρίτης, ὁ κλεφταρματολός, τὸ παλληκάρι τῆς Ἐπαναστάσεως, προδίδεται καὶ σταυρώνεται σὰν ἀμνὸς ἐπὶ σφαγῇ ἀπὸ τὸν πολιτικό.
Στὴν Ἑλλάδα ὁ στρατιωτικὸς δὲν ἀντεπαρετέθη στὸν ἅγιο ἢ στὸν κληρικὸ –ἐξ οὗ καὶ δὲν ἔχουμε μυθιστόρημα ἀνάλογο τοῦ Κόκκινου καὶ τὸ Μαύρου, τοῦ Σταντάλ–, τοὐναντίον, μάλιστα, ταὐτίσθηκε μαζί τους, ὅπως μαρτυρεῖ τὸ πλῆθος τῶν στρατιωτικῶν ἁγίων, τῶν ἐνόπλων κληρικῶν καὶ τῶν ἐθνομαρτύρων, ἀλλὰ καὶ ἡ εὐλογία τῶν ὅπλων. Ἀντεπαρετέθη στὸν πολιτικό –οὐδεὶς πολιτικὸς ἐξαγιάσθηκε, πλήν, ἐν τινι μέτρῳ, Ἐλ. Βενιζέλου καὶ Ἀν. Παπανδρέου γιὰ εἰδικοὺς λόγους.
Οἱ θυσίες θὰ πᾶνε χαμένες; Γιὰ ἄλλη μία φορὰ θὰ προδοθοῦν, ὅπως τὸ μαρτυρεῖ πλῆθος κινηματογραφικῶν ἐπιτυχιῶν, αὐτὴ ἡ τροφὴ τοῦ φαντασιακοῦ: Ποιὸς θὰ ἀπαντήση στὸν «ἐσμὸ αὐτὸ τῶν προδοτῶν, ποὺ δὲν εἶναι ἄλλος ἀπὸ τοὺς πολιτικούς, ποὺ μὲ τὰ ρουσφέτια τους ἐκμαυλίζουν τὸν ἁγνὸ λαϊκὸ κόσμο»; Καὶ ἀπὸ κοντὰ «τὰ διεφθαρμένα κόμματα, οἱ μεγαλέμποροι ἀπατεῶνες μεταπράτες, τὸ σάπιο μεγάλο κεφάλαιο»; Ἡ χώρα θὰ μείνη ἕρμαιο τῶν πολιτικῶν; Δυὸ εἶναι, οἱ ἄσπονδοι φίλοι, ἐκδικητὲς τοῦ Λάμπρου Δεκαβάλλα, ὁ κομμουνιστὴς καὶ ὁ χουντικός –προσωρινῶς, θὰ ἀφήσουμε τὸν πρῶτο καὶ θὰ ἀσχοληθοῦμε μὲ τὸν δεύτερο, ἀφοῦ ἡ ταινία αὐτὴ εἶναι ἀπὸ ἐκεῖνες ποὺ προοιωνίσθηκαν τὴν μετὰ ἀπὸ ἐννέα χρόνια στρατιωτικὴ δικτατορία.
Ἀπὸ τὴν δεκαετία τοῦ 1860 συνεπήχθη ἕνα περίεργο μέτωπο, τὸ ὁποῖο ἀπήρτιζαν παλαιοὶ ἀγωνιστές, κοτζαμπάσηδες καὶ οἱ κληρονόμοι τους, καθὼς καὶ ὅσοι ἔνιωθαν ἀδικημένοι καὶ μειωμένοι ἀπὸ τὶς ἀλλαγὲς ποὺ συντελοῦνταν στὴν ἑλληνικὴ κοινωνία, ἀπόντων αὐτῶν, ἐναντίον τῶν ἐμπόρων καὶ τῶν ὑποστηρικτῶν τους πολιτικῶν. Ἀσυνειδήτως –γιατί ἡ ἑλληνικὴ πραγματικότης δὲν ἐπέτρεπε κάτι τέτοιο–, ἔνιωθαν πὼς ἐμπόριο σημαίνει νὰ ἐξαρτᾶσαι ἀπὸ τοὺς ἄλλους, νὰ χάνεις τὴν αὐτάρκειά σου, νὰ ἐκτίθεσαι. Τὸ ἐμπόριο προκρίνοντας μιὰ ζωὴ ἄνευ ἐπικρατείας πλήττει τὸ πολιτικὸ αἴσθημα ἐκείνων ποὺ θέλουν νὰ βλέπουν ποιὸς διατάζει καὶ ποιὸς ὑπακούει. Ἔτσι συνεπήχθη ἕνα ρεῦμα ποὺ ἐξέβαλε, συνδραμούντων καὶ ἄλλων ἀλυτρώτων, σὲ ἕναν σφοδρὸ ἀντικοινοβουλευτισμό, πρωΐμου, γιατί οὐδέποτε ὑπερέβη τὸ στάδιο αὐτό, φασιστικῆς χροιᾶς. Τὸ ρεῦμα αὐτὸ θὰ ἰσχυροποιηθῆ καὶ θὰ βρῆ καὶ πολιτικὴ ἔκφραση τὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 20ου αἰῶνος ὡς ἀντιβενιζελισμός, φιλοκωνσταντινισμός, ἀντικεφαλαιοκρατισμός –εἶχε ὑπερπροβληθῆ ἡ ἰδέα πὼς ὁ πλουτισμὸς σχηματιζόταν ἐξωοικονομικῶς καὶ ἀντικοινωνικῶς–, συγκροτούμενος περὶ τὶς ἐλληνοκοινοτικὲς ἀρχὲς τοῦ βίου, οἱ ὁποῖες καὶ θὰ χρησιμεύσουν ὡς θεμέλιο ἑδραίωμα ὅλων τῶν μετὰ τὸ 1922 στρατιωτικῶν, πλέον, κυρίως ἐκφραστῶν τοῦ κινήματος αὐτοῦ. Ἡ κοινότης ταίριαζε τὰ μάλα μὲ τὸν ψυχισμὸ πάντων τῶν συντηρητικῶν. Φαντασιακῶς ἢ ὄχι, ἦταν ὑπεράνω ἀτόμων καὶ ὁμάδων, συγκροτουμένη ἐπὶ βαθείας θρησκευτικῆς βάσεως, συνιστῶντας ἕναν δοκιμασμένο ἀνὰ τοὺς αἰῶνας ἀμυντικὸ μηχανισμὸ ἐπιβιώσεως.
Ἀπὸ τὸν 6ο ἤδη αἰῶνα, ἡ μετατροπὴ τοῦ Ἀνατολικοῦ Ρωμαϊκοῦ Κράτους ἀπὸ αὐτοκρατορία πόλεων σὲ αὐτοκρατορία κάστρων-οἰκισμῶν σηματοδοτεῖ ἐκεῖνες τὶς ἀλλαγὲς στὸν ψυχισμὸ τοῦ ρωμιοῦ, οἱ ὁποῖες τὸν συνοδεύουν μέχρι σήμερα. Ἡ ὑπερδιόγκωση τοῦ συναισθηματισμοῦ, τῆς παραλόγου πίστεως καὶ τῶν ὁραμάτων, ἡ ἐμβρυώδης ὀρθολογικὴ σκέψη, ἡ κλειστότης ψυχῶν, ἡ ἐλεφαντίαση τοῦ οἰκογενειακοῦ δεσμοῦ καὶ τοῦ ἐν δεσμοῖς αἵματος συγγενικοῦ αἰσθήματος (σόι), ἡ καχυποψία, ὁ φθόνος, ἡ ἀδιαφορία γιὰ τὸν δημόσιο χῶρο, ἀλλὰ ἡ ἱεροποίηση τοῦ κλειστοῦ οἰκογενειακοῦ, ἡ ἐχθρότης γιὰ κάθε δημιουργικότητα ποὺ συνεπάγεται πίστη στὸν κόσμο, ἡ ἀποστροφὴ γιὰ τὸν κόσμο ποὺ ἐθεωρήθη ψεύτης ντουνιᾶς καὶ αἰὼν ἀπατεών, ἡ ἀνάπτυξη ἀμυνῶν ἔναντι πάντων καὶ πασῶν ποὺ θὰ μποροῦσαν νὰ τοὺς ἀποκόψουν ἀπὸ τὴν κοινότητα-ὁμάδα καὶ τὴν θρησκεία –καὶ αὐτὸ θὰ μποροῦσε νὰ εἶναι τὸ κάθε τι–, ὅπως αὐτὴ ἐννοεῖτο, κ.ά. ἔχουν τὶς ρίζες τους σ’ ἐκείνη τὴν ἐποχή. Μὲ θεμελιακώτερο στοιχεῖο της τὴν δεμένη οἰκογένεια πρὸς ἀντιμετώπισιν τῶν ἐξωτερικῶν ἐχθρῶν, τοῦ ἐχθρικοῦ κόσμου, ὅ,τι διεχώριζε κατεπολεμᾶτο.
Ἡ κοινότης ἐθεωρήθη, φαντασιακῶς ἢ ὄχι, ὡς ἀταξικὴ ἀδελφοποιία πρὸς μεταφυσικήν, καὶ μόνον, δικαίωσιν. Στήριζε δὲ τὴν συνεχῆ ἀναπαράσταση τοῦ ὁράματος-εἰκόνος τῆς ἑνότητος. Αἴφνης, ὁ πατέρας μπορεῖ νὰ τελοῦσε ὑπὸ τὸν πλήρη ἔλεγχό της, στὸ σπίτι ὅμως ἦταν ἀφέντης, ἐνῶ ἡ ἴδια εἰκόνα διαπερνοῦσε ὁλόκληρη τὴν κοινωνία, ἀποτυπώνοντας τὴν ἴδια ἀναπαράσταση τοῦ δεσμοῦ: ὁ πατέρας τῆς πιὸ φτωχῆς οἰκογενείας ἦταν ἐξ ὁρισμοῦ βασιλιάς˙ ὁ βασιλιὰς ἦταν ὁ πατέρας τοῦ λαοῦ. Παραδοσιακὴ κοινότης σήμαινε ἀπὸ τὴν μιά, ἐξιδανικευτικῶς, ὁμονοοῦν, ὁμόθυμον, ἀλληλέγγυον, ὀρθόδοξον –ἐκεῖ αἰσθανόταν ἐλεύθερος ὁ Ἕλληνας–, καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη ὑποταγή, καταναγκασμός, ὑποκρισία, καταπίεση, ἐπίδειξη καὶ ἐξάρτηση –τὰ τελευταῖα αὐτὰ δὲν ἤθελαν νὰ τὰ γνωρίζουν τόσο οἱ κοινοτικοὶ δεξιοὶ ὅσο καὶ οἱ κομμουνιστές˙ οἱ μὲν πρῶτοι ἤθελαν ἕνα ἔθνος ἄνευ λαοῦ, οἱ δὲ δεύτεροι μία τάξη (κοινωνία προλεταρίων) ἄνευ ἀτόμων, ἀμφότεροι δὲ δὲν ἀνεγνώριζαν καὶ δὲν ἄντεχαν τὴν ἐμμενῆ ἀνθρωπολογία στὸν ἄνθρωπο.
Πολιτικοὶ καὶ μεγαλοκεφαλαιοῦχοι πιστώθηκαν στὸ ἕνα στρατόπεδο, στὸ ἄλλο ὅλος ὁ «λαός», μὲ ἀμύντορές του τοὺς στρατιωτικούς, οἱ ὁποῖοι δὲν συμμερίζονταν τὰ ἰδεώδη τῶν πολιτικῶν˙ ὁ Ἰω. Μεταξᾶς ἀντέτασσε «στὴν ἐκμαυλίστρια κατανάλωση τὸν λιτὸ βίο καὶ τὴν παράδοση». Οἱ μετὰ τὸ 1922 στρατιωτικοὶ θὰ πλησιάζουν ὁλοένα καὶ περισσότερο τοὺς ἑλληνοκεντρικοὺς κοινοτιστὲς προβάλλοντας, συμβολοποιῶντας καὶ ἐξιδανικεύοντας τὰ χαρακτηριστικά της. Καθῆκον τους νὰ καταφέρωνται «κατὰ τῆς φαυλοκρατίας», νὰ εἶναι ὑπὲρ τοῦ δικαίου καὶ νὰ ὑμνοῦν ἢ νὰ προσπαθοῦν νὰ ἀναβιώσουν τὴν κοινοτικὴ ἐξισωτικὴ ἐλευθερία˙ ὁ Παττακὸς δὲν ἔχανε εὐκαιρία νὰ καταδικάζη τὴν ψευδοαριστοκρατία, ἐνῶ πολλοὶ ἦσαν ἐκεῖνοι ποὺ συμμερίζονταν τὴν ἀπέχθεια τῆς Χούντας γιὰ τὶς κοινωνικὲς παρεκτροπὲς τῶν καλοαναθρεμμένων πλουσίων.
Τὸ 1967 θὰ προβληθῆ καὶ ἡ ταινία «Κολωνάκι διαγωγὴ μηδέν», τοῦ Στ. Ζωγραφάκη, προερχομένη ὅμως ἀπὸ τὸ θεατρικὸ ἔργο τοῦ Χρήστου Γιαννακόπουλου «Μιὰ τσουκνίδα στὶς βιολέττες», τοῦ 1956, ὅπου πραγματεύεται αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ θέμα. Σὲ μιὰ πολυκατοικία στὸ Κολωνάκι καταφθάνει ὁ νεόπλουτος χασάπης Καρανάμπασης, λαϊκὸς ἄνθρωπος, ντόμπρος, ἁγνὸς καὶ ἀνοιχτόκαρδος. Οἱ ἔνοικοι τῆς πολυκατοικίας, ὅμως, πεινασμένοι, ξεπεσμένοι καὶ ξιπασμένοι ψευτοαριστοκράτες, διαμαρτύρονται καὶ σχεδιάζουν κατόπιν συνελεύσεως-συνωμοσίας νὰ τὸν ἐκδιώξουν, ἐπιδεικνύοντάς του ἁπλῶς ποιοὶ εἶναι αὐτοὶ καὶ ποιὸς εἶναι αὐτός. Τὸν προσβάλλουν ἐπανειλημμένως καὶ πράγματι τὰ καταφέρνουν. Ὅμως, ἔνοικος στὴν πολυκατοικία αὐτὴ εἶναι καὶ ὁ στρατηγὸς Κουτσομῆτρος (πιθανὸν νὰ μὴν εἶναι τυχαία ἡ ἐπιλογὴ τοῦ ὀνόματος, καθὼς θυμίζει τὸν στρατηγὸ Κατσιμῆτρο, ἥρωα τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου καὶ καταδικασθέντα ἀργότερα ἐπὶ δοσιλογισμῷ, λόγω τῆς βραχείας του συμμετοχῆς στὴν κυβέρνηση Τσολάκογλου). Ὁ Κουτσομῆτρος ἀναγνωρίζει στὸ πρόσωπο τοῦ Καρανάμπαση τὸν πιστὸ του στρατιώτη, τὸν ἄδολο συμπολεμιστή του στὸ ἀλβανικὸ μέτωπο, ὁ ὁποῖος, μάλιστα, τοῦ εἶχε σώσει καὶ τὴν ζωή. Ἐπεμβαίνει καί, μὲ τὸ κῦρος του, διαλύει τὴν ἄθλια συνέλευση-συνωμοσία κατὰ τοῦ νέου ἐνοίκου. Στὸ μεταξὺ ὁ γυιὸς τοῦ Καρανάμπαση καὶ ἡ ἐγγονὴ τοῦ Κουτσομήτρου ἐρωτεύονται καὶ παντρεύονται –ἐλὶτ στρατιωτικῶν δὲν ὑπῆρχαν˙ οἱ οἰκογένειες ἀνέρχονταν καὶ κατέρχονταν, καθὼς τὸ ἐπάγγελμα τοῦ στρατιωτικοῦ ἦταν σχετικῶς ἀνοιχτό. Στὸ τέλος, συμφιλιωμένοι ἅπαντες –οἱ Κολωνακιῶτες ἀριστοκράτες εἶχαν κατὰ βάθος «καλὴ ψυχὴ καὶ λαϊκὴ καταγωγή, ἀλλὰ τοὺς διέφθειραν τὰ πλούτη καὶ ἡ ματαιοδοξία»– παρακολουθοῦν τὴν στρατιωτικὴ παρέλαση, ὅπου πρωτοστατεῖ ὁ βασιλιάς˙ ὁ μικρὸς γυιὸς τοῦ Καρανάμπαση, λάτρης τῶν στρατιωτικῶν παρελάσεων, ἔχει ἱκανοποιήσει τὴν πιὸ μύχια ἐπιθυμία του. Ὁ στρατιωτικός, ἐδῶ, ἐπέχει θέσιν ἑνωτικοῦ τόπου, ὑποστηρίζει καὶ ἑνώνεται μὲ τὸ λαϊκό, ἀνερχόμενο τότε οἰκονομικῶς, στοιχεῖο, μὲ τὸ ὁποῖο ἔχει, ἀναγνωρίζει καὶ διατηρεῖ ἀρρήκτους δεσμοὺς σὲ μία κοινότητα χαρακωμάτων, ἐνῶ κατατροπώνει, πατρικῶς, ὅλους τοὺς κοινοτικοὺς ἀποστάτες. Λυτρωμένοι πιὰ καί, πραγματοποιῶντας τὸ κοινοτικὸ ἰδεῶδες τῆς ὁμονοίας καὶ τῆς ὁμοθυμίας, μποροῦν νὰ δοῦν τὸν βασιλέα καὶ νὰ ἰδωθοῦν ἀπὸ αὐτὸν σὲ μία τέλεια κατοπτρικὴ σχέση –λαός, στρατὸς ὁμοῦ ἐνώπιον τοῦ βασιλέως, γιατί δὲν ἀρκεῖ νὰ πῆ κανεὶς πὼς τὸ κράτος δὲν νοεῖται διεχωρισμένο τῆς κοινωνίας, γιατί καὶ τὰ δύο εἶναι ἀπρόσωποι θεσμοί, ἀλλὰ πὼς τὰ πρόσωπα στὴν ἐσχατολογική τους κοινωνία εἶναι ὁμοῦ, διαπερατὰ καὶ ἀδιαχώριστα˙ ὁ δὲ κατευχαριστημένος μικρὸς ἐγγυᾶται ὄχι μόνον τὴν μελλοντική, ἀλλὰ καὶ τὴν αἰωνία ὕπαρξη τῆς εἰκόνος τῆς τελειότητος.
Ὁ στρατηγὸς Δεκαβάλλας μοιάζει νὰ δικαιώνεται, μετὰ ἀπὸ ἐννέα χρόνια. Οἱ συνάδελφοί του, χρησιμοποιῶντας τὸ παραδοσιακὸ καθεστὼς τῆς συνωμοσίας, τὸ ὁποῖο διεῖπε καὶ τὶς τάξεις τῶν παλληκαριῶν τόσο τῆς προεπαναστατικῆς ὅσο καὶ τῆς μετεπανασταστικῆς ἐποχῆς, ἀλλὰ καὶ τὸ χωρὶς ἐνοχὲς αἴσθημα ἀνωτερότητός τους ἔναντι τῶν ἀόπλων, ἐπανέφεραν τὰ κοινοτικὰ ἤθη σὲ μιὰ παραπαίουσα καὶ ἀπὸ παντοῦ κινδυνεύουσα ἑλληνικὴ κοινωνία˙ ὅλα τὰ καλὰ ταὐτίσθηκαν μὲ τὴν Χούντα, ὅλα τὰ κακὰ μὲ τοὺς ἐχθρούς της. Ὁ λαϊκισμὸς τους ἦταν ἠθικιστικός. Προσοχή: νὰ μὴν συγχέουμε τὸν ἠθικιστικὸ λόγο φιλοκοινοτιστῶν Ἑλλήνων στρατιωτικῶν μὲ ἀντίστοιχο λόγο ἄλλων κύκλων, ἄλλης κουλτούρας. Ἡ γλῶσσα τῶν ἑλληνοκεντρικῶν ἦταν ρητορικὴ ἀρετῆς, προερχομένη ἀπὸ μιὰν εἰδικὴ ἀντίληψη τοῦ χρόνου καὶ τῆς ἱστορίας, αὐτὴν τῆς αἰωνιότητος, κάτι πέρα καὶ ἀπὸ τὴν κυκλική. Ἡ γλῶσσα, π.χ. τῶν προτεσταντῶν εἶναι μία ρητορικὴ χαρακτῆρος ποὺ πηγάζει ὄχι ἀπὸ συμμόρφωση πρὸς ἐξωτερικὲς μορφὲς καὶ τύπους, ἀλλὰ ἀπὸ προσωπικό, ἐσωτερικὸ ἀγῶνα˙ ἡ μία ὡριζόταν ἀπὸ τὸν φόβο τῆς διαφθορᾶς, ἡ ἄλλη ἀπὸ τὸν φόβο τῆς στασιμότητος.
Αὐτὴ θὰ ἦταν ἡ συνήθης ἀνάγνωση τῆς ταινίας, ἀφοῦ ὁ στρατηγὸς ἔχει καταστῆ συμπαθής, ὁ θεατὴς ἔχει ταὐτισθῆ μαζί του, ἀναγνωρίζοντας σ’ αὐτὸν τὸν καλλίτερό του ἑαυτὸ ποὺ βρίσκεται μονίμως ἐξαπατημένος καὶ προδομένος. Ἐπιπλέον, καὶ ὀλοφάνερα, ἔχει καταδειχθῆ ποιοὶ εἶναι οἱ ὕπουλοι ἐχθροὶ τῆς ἁγνῆς ἑλληνικῆς ψυχῆς καὶ ποιὰ μπορεῖ νὰ εἶναι, κατὰ λογικὴ συνέπεια, ἡ ἀντίδραση στὴν κατάφωρη αὐτὴ ἀδικία. Ὑπάρχει, ὅμως, ἕνας ἄλλος δρόμος, τὸν ὁποῖο ἀκολουθεῖ ὁ Λάμπρος, πιὸ μοναχικός, συνθετικώτερος καὶ προσωπικώτερος.
Ἱεραρχῶντας τὰ αἰσθήματά του, καὶ παρὰ τὸ γεγονὸς ὅτι ἔχει θολώσει ἀπὸ ὀργὴ καὶ πίκρα, ἐπιδίδεται μὲ τρυφερότητα στὴν φροντίδα τῆς ἄρρωστης Πόπης, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο τὸν ἀπελευθερώνει ἀπὸ τὴν ναρκισσιστικὴ ἐνασχόληση μὲ τὸν ἑαυτό του καὶ τὸ τσαλάκωμα τῆς εἰκόνας του. Δίνει καὶ τὰ τελευταῖα χρήματα, ποὺ εἶχε γιὰ τὴν πληρωμὴ τοῦ ἠλεκτρικοῦ, γιὰ νὰ φέρη φάρμακα ἡ Εἰρήνη. Ὁ ἴδιος μεισοειρωνικά, μισόπικρα διατείνεται πὼς θὰ ζητιανέψη στὴν πλατεῖα Συντάγματος ἐν στολῇ, ὡς ἄγαλμα, καὶ ξεπροβοδίζει γλυκὰ τὴν Εἰρήνη. Θὰ μποροῦσε, ἐδῶ νὰ περιπέση σὲ μελαγχολία, παραπονούμενος γιὰ τὴν ἀναπόφευκτη προδοσία ποὺ ὑπέστη, ἂν καὶ τὴν εἶχε προβλέψει, αὐτὸς ἢ ἡ γυναῖκα του. Νὰ ἔχη ἀγκυρώσει στὸ σημεῖο αὐτό, περήφανος στὴν θλίψη του καὶ πανδικαιολογημένος γι’ αὐτήν του τὴν ἀπόσυρση ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, πρᾶγμα ποὺ πάντα θὰ ἤθελε, ἀλλὰ ποὺ τώρα τοῦ δόθηκε ἡ ἀντικειμενικὴ εὐκαιρία˙ κανεὶς δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τοῦ πῆ τίποτε, ἅπαντες θὰ τὸν δικαίωναν καὶ αὐτὸς θὰ ζοῦσε καὶ ἐξωτερικῶς ὅ,τι θὰ ζοῦσε καὶ ἐσωτερικῶς, ἐσαεὶ κρυπτόμενος, μὲ στέφανον μαρτυρίου καὶ ἀποεπενδύοντας, μετὰ δόξης καὶ τιμῆς, ἀπὸ τὴν πραγματικότητα, μὴ ἀρνούμενος την ὅμως˙ δὲν θὰ ὑπῆρχε πλέον χρόνος τοῦ παρόντος ποὺ νὰ τὸν πιέζη πλέον ἐσωτερικῶς.
Ὅμως, ὁ Λάμπρος ἐπενδύει στὴν ζωή, στὴν οἰκογένειά του, στὸν ἑαυτό του. Στὸ μέτρο δὲ ποὺ ἀνακαλύπτει ἕναν ἐσώτερο ἑαυτὸ ἄνευ ρόλου, ἀνακαλύπτει καὶ τοὺς ἄλλους˙ στὸ μέτρο ποὺ ξεμπλοκάρει ἀπὸ τὴν μάσκα καὶ τὴν στολή, ἀπὸ τὸ ἄγαλμα, ξεμπλοκάρει καὶ τοὺς γύρω του.
Ἕνας ἕνας καταφθάνουν στὸ σπίτι τοῦ στρατηγοῦ οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸ παρελθόν του. Πρῶτος, ὁ Ἀποστόλης, δῆθεν ἀναστατωμένος, μὲ ψεύτικο ἐνδιαφέρον γιὰ τὴν Πόπη, καὶ ὅπως πάντα μὲ προσποίηση. Ὁ Λάμπρος, ἄνευ ὀργῆς, ἀλλὰ μὲ ἀηδία τὸν διώχνει: «Τί εἶναι ἡ Πόπη καὶ ἀνησυχεῖς; Σὲ καμμιὰ περίπτωση δὲν μπορεῖ νὰ γίνη ἄγαλμα. Τὸ πολύ, νὰ τῆς πέφτη ἕνα ξύλινο σταυρουδάκι». Τὸν ἀποκαλύπτει στὴν ἀλήθεια του˙ ὁ Ἀποστόλης καμώνεται τὸν ἄνθρωπο, ἀνίκανος διὰ πᾶσαν σχέσιν πλὴν τῆς ἐξαπατήσεως. Μὲ ὅμοιο τρόπο, θὰ ἐκδιώξη καὶ τὸν Κώστα, ποὺ προσποιεῖται τὸν στενοχωρημένο, καὶ ὁ ὁποῖος εἶναι γεμάτος δικαιολογίες –ὁ τυπικὸς τρόπος αἰτήσεως συγγνώμης γιὰ τὸν Ἕλληνα. Θὰ ἀποκαλύψη καὶ τὸν Κώστα: εἶναι λιποτάκτης τῆς ζωῆς, πανταχοῦ ἀπών, μὲ τὸν ἀπύθμενο ἐγωϊσμὸ ποὺ χαρακτηρίζει ἕνα ὑποκείμενο ἄνευ ἐγώ, ἀλλὰ ταὐτοχρόνως μὲ ὑπερδιογκωμένο τὸ φυσικὸ ἐγὼ σὲ τέτοιο βαθμό, ποὺ νὰ καταλαμβάνη ὅλον τὸν κόσμο˙ σπιθαμιαῖο ἀνάστημα, γιγαντιαίας φαντασιώσεως. Σειρὰ ἔχουν οἱ κυρίες τῆς Ἐπιτροπῆς γιὰ τὴν ἔκθεση πολεμικῶν ἀντικειμένων, οἱ ὁποῖες ἔρχονται μὲ τὸ ὑπεροπτικὸ ὕφος μιᾶς κακομίμητης ἀριστοκρατικῆς συμπεριφορᾶς˙ στὴν μερικότητα τῆς ἐγκλωβισμένης στὰ πράγματα ἐπιθυμίας τους, θέλουν τὰ ἀντικείμενα-φετίχ, ὄχι τὸν φορέα τους. Τὶς διώχνει μὲ ἀπέχθεια γιὰ τὴν κατάντια τους καὶ τὴν ξιπασιά τους˙ ἔχουν φορέσει ἕναν ἑαυτὸ-στολὴ καὶ ἔχουν ταυτισθῆ μαζί του.
Ἡ ἐκδίωξη αὐτὴ δὲν ἔχει χαρακτῆρα Μπαρμπα-Γιώργου, σὲ θέατρο σκιῶν, ποὺ μοιράζει σφαλιάρες, καὶ ὁ ὁποῖος ἐκδικεῖται φαντασιακῶς γιὰ κάθε ταπείνωση ποὺ ὑφίσταται ὁ «ἁγνός», λαϊκὸς ἄνθρωπος. Ἔχει περισσότερο τὸν χαρακτῆρα μιᾶς ἀναγεννήσεως, ἴσως καὶ ἀναστάσεως, συναρθρωμένης μὲ τὸν ψυχικὸ καὶ σωματικό του κόσμο, ἐξαρτημένης ἀπὸ τὸν κοσμικό του χρόνο καὶ τὴν ψυχική του ὠρίμανση. Ἐκδιώκοντας τοὺς ἀνθρώπους τοῦ παρελθόντος του –τὰ ἐσωτερικὰ τῶν σπιτιῶν, στὶς ἑλληνικὲς ταινίες, ἔχουν τὸν συμβολικὸ χαρακτῆρα τῆς ἐσωτερικότητος, ἰδίως ὅταν οἱ σκηνοθέτες ἀποπειρῶνται νὰ καταγράψουν ἐσωτερικὲς συγκρούσεις, καὶ τοῦτο λόγῳ τῆς μὴ ἀνεπτυγμένης ἐσωτερικότητος, ὁπότε αὐτὴ θὰ ἔπρεπε νὰ δειχθῆ συμβολικῶς ἢ ἀλληγορικῶς καὶ πάντοτε ἐξωτερικῶς–, ἐκδιώκει ἀπὸ μέσα του τόσο τὸ παρελθόν, ὅσο, καὶ κυρίως, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ συνειδητοασυνείδητα τὸν εἶχαν ἀναγάγει σὲ ρόλο γιὰ νὰ καρποῦνται τὴν ὑπεραξία του, στραγγίζοντάς τον, ἀπὸ τὴν μιά, καὶ ἀποκαθηλώνοντάς τον ὅταν πλέον δὲν λαμβάνουν ἀξία ἀπὸ αὐτόν, ὡς γνήσιοι παθολογικοὶ ναρκισσιστές, ἀπὸ τὴν ἄλλη. Ὁ Λάμπρος, γενόμενος ὁ ἐαυτός του, τοὺς διώχνει˙ ἐκδιώκει ἀπὸ μέσα του, τοὺς ἀνθρώπους ποὺ τὸν κατοικοῦσαν, τὸν μιλοῦσαν (sic). Τὸ παράλληλό του ἀνιχνεύεται στὴν ἀνάσταση τῆς Ταβιθὰ (Πράξεις Ἀποστόλων), χήρας καὶ παναξιαγάπητης γιὰ τὴν καλοσύνη της γυναίκας˙ ὁ Πέτρος, πρὶν τὴν ἀναστήση, φροντίζει νὰ πετάξη ἔξω ὅλους τοὺς ἀναξιοπαθοῦντας καὶ θρηνοῦντας αὐτήν, ἐπαναφέροντάς την ἔτσι στόν, καὶ ἀποδίδοντάς της τόν, ἑαυτό της.
Ὁ ἐξηλεκτρισμὸς ἐν πλήρει ἐντάσει καὶ ἐκτάσει. Στὴν τελευταία σκηνή, τὸ ἄγαλμα φωταγωγεῖται. Ἔχει λάβει πλέον ἰδίαν ζωήν –ἐὰν ἦτο εἰκὼν ἁγίου, ἐνδεχομένως νὰ ἀποκτοῦσε καὶ βιογραφία. Ἕνας ἐξηλεκτρισμὸς ποὺ δὲν λαμβάνει ὑπ’ ὄψιν τὸ συγκεκριμένο ἄτομο, ἀλλὰ μόνον τὴν γενική του ἐκδοχή, τὴν ἄσαρκη καὶ ἄψυχη τυποποίηση˙ ἕνας ἐκσυγχρονισμὸς ποὺ ὑπηρετεῖ παλαιὰ ἰδανικὰ καὶ σκοπούς.
Ἐρχομένη ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία, μετὰ τὴν Ἐπανάσταση, ἐπισήμως καὶ ἀνεγνωρισμένη, στὸν σύγχρονο, νεωτερικὸ κόσμο, ἔπρεπε νὰ ἐγχρονισθῆ, νὰ εἰσέλθη στὸν ἱστορικὸ χρόνο, στὸ τώρα, διεκδικῶντας τὸν ἑαυτό της στὴν ἐμμενῆ πλέον ἐνδοκοσμικότητα, ἀπελευθερώνοντας καὶ ὑπηρετῶντας, ὅ,τι ὁ ἀνατολικὸς κόσμος δὲν ἀνεγνώριζε: τὸ ἄτομο τῆς εὐθύνης τῶν πάντων, ὡς πηγὴ τῶν πάντων˙ τὴν ἀπόλυτη ἐνσωμάτωση στὸν ἑαυτό. Μὲ ἐφόδια, ὄχι μόνον καὶ ἁπλῶς, προνεωτερικά, ἀλλὰ καὶ ἰδιαιτέρως ἀντιδραστικὰ πρὸς πᾶσαν ἀλλαγήν, μὲ ἕναν ψυχισμὸ ποὺ δὲν ἀνεγνώριζε ἄλλο τὶ παρὰ μόνον τὸ φυσικὸ, ἀδαμιαῖο ἐγὼ ἢ τὸν ἅγιο, ἐγγενῶς ἀντικοσμικὸ καὶ ἀχρονικό, λειτούργησε ὅπως λειτουργοῦσε ἡ γεννήτρια πάντων Ἐκκλησία: μὲ τὴν διὰ τῆς ἀκαμψίας προσαρμογή, πρᾶγμα, φυσικά, ποὺ ἄφηνε ἀνεπεξέργαστο τὸ ἐγώ, ἐνοχοποιημένο, καὶ κάνοντας ὑποκριτικῶς τὰ στραβὰ μάτια στὰ πάθη –κάνε ὅ,τι θέλεις˙ δὲν θέλω νὰ ξέρω, σημασία ἔχει ἡ ὀρθοπραξία. Διπλῆ ἠθικὴ κρυπτοχριστιανοῦ: ἐνέδιδε ἀπολύτως στὸν κόσμο, μὴ ἐσωτερικεύοντας ἀπολύτως τίποτε, ἀλλ’ ἐνδοβάλλοντας τὰ πάντα, στὸν βαθμὸ ποὺ παρέμενε ἄκαμπτος καὶ παγωμένος στὸ ἐσωτερικό του. ‘‘Ἡ Ἑλλὰς ἀναπετάσασα τὰς θύρας εἰς τὸν πολιτισμόν, εὐχόταν ἁπλῶς νὰ μὴν διαλυθῆ’’, ἔγραφε τὸ 1866 ὁ Παῦλος Καλλιγᾶς, φοβούμενος αὐτὸ ποὺ ἔπαθαν πολλοὶ κοινοτικοὶ πολιτισμοὶ πρωτογόνων ἢ ὅ,τι ὑπέστη ἡ σουλτανικὴ Τουρκία. Καὶ τοῦτο γιατί ὑπῆρχε μία σήψη πρὸ τῆς ὠριμάσεως –ἀναγεννηθὲν τὸ ἔθνος περιεβλήθη τὰ σάβανα τῆς καχεξίας, ὅπως ἔγραψε ὁ Ἄγγελος Βλάχος τὸ 1872. Σκοπὸς ἦταν νὰ οἰκειωθοῦμε τὰ εὐρωπαϊκά, κρατῶντας τὶς ἰδιαιτερότητές μας˙ ἕνας ἐκσυγχρονισμὸς ποὺ νὰ ἀφήνει ἀνέπαφα τὰ πάτρια. Παραλογισμὸς καὶ φαντασίωση μιᾶς πολὺ πλουσίας παραδόσεως, ἡ ὁποία πάσχιζε μὲ τελείως αὐτοσχέδιο τρόπο νὰ ἐν-χρονισθῇ, χωρὶς νὰ ἀπωλέση τὴν ψυχή της, μὴ γνωρίζουσα οὔτε ποῦ, οὔτε τί ἦταν αὐτὸ στὸ ὁποῖο ἤθελε νὰ εἰσέλθη –ἀπὸ τὴν μιὰ ἤθελε τὴν Δύση, ἀπὸ τὴν ἄλλη ξόρκιζε τὸ κακὸ αὐτό, ἀνακαλῶντας συλλογικὰ ψυχοδράματα ἢ συλλογικὲς νευρώσεις.
Αἴφνης, ὁ ἐξηλεκτρισμός, ποὺ μέχρι τὸ 1922 χρησίμευε κυρίως γιὰ τὸν φωτισμὸ μνημείων, ὑπηρετοῦσε τὸν παλαιὸ σκοπὸ τῆς προκρίσεως τοῦ ἐξωκοσμίου. Ἡ Χούντα τοῦ ’67, ποὺ θὰ προέλθη ἀπὸ τὸν μεταπολεμικὸ κόσμο, αὐτοωρίζετο ὡς Δικτατορία = τεχνολογία + χωριὸ (ἑλληνορθόδοξος κοινότης)˙ οὐρανομήκης ἀσυμβατότης, ἀνάρμοστος καθ’ ὅλα συμπαράθεσις, ἐὰν σκεφθῆ κανεὶς πὼς ἡ τεχνολογία ἀπαιτεῖ, ὡς ὄρο της ἀπαράβατο, ἐλευθέρα ἔρευνα –πλεονασμός, ἀφοῦ δὲν μπορεῖ ἀλλιῶς– ἀπὸ ἐλεύθερο ἄτομο ἐντὸς φιλελευθέρας κοινωνίας. Παρενθετικῶς καὶ παραδειγματικῶς καὶ μόνον: ἂς παραβληθῆ, ἐδῶ, ἡ ρῆσις ὀρεσιγενοῦς «διανοουμένου», τῆς λεγομένης εὐζωνικῆς κοινωνιολογίας, ἀφελεστάτη στὴν σύλληψή της, ἡ ὁποία ὅμως ἐνέπνευσε, στὸν λαϊκισμό της, τοὺς ἀκραίους δεξιοὺς τοῦ 1967: νὰ βρεθῆ, ἐπιτέλους, ἕνας νοικοκύρης νὰ κυβερνήση, νὰ ἐπιβάλη τὸν εὐρωπαϊσμό –τὸν τελευταῖο τὸν εννοοῦσαν ὡς τουριστικὴ εὐπρέπεια ἤ, ἀκόμη χειρότερα, ὡς λοῦστρο συμπεριφορᾶς. Στὴν Ἑλλάδα, ὅμως, τὸ ἰδανικὸ ἦταν ὅτι καὶ τὰ τεχνικὰ ἔργα ἔπρεπε νὰ φέρουν τὴν σφραγῖδα τοῦ ἐθνικοῦ, τὸ ὁποῖο στὴν βαθειά του σημασία σημαίνει πὼς τὸ κάθε τὶ χρησιμοποιεῖται γιὰ νὰ ἐξοβελίζεται αὐτὸ τὸ ἴδιο τὸ κάθε τί, ἀφοῦ, μὲ σπάνιο ταλέντο, νευρωτικῆς ὑφῆς, διαχωρίζουμε τὰ μέσα ἀπὸ τοὺς σκοποὺς καὶ ἀμέσως μετὰ χρησιμοποιῶντας τὰ αὐτονομημένα πλέον μέσα ὡς σκοπούς, καταφερόμεθα κατὰ τῶν ἀρχικών σκοπῶν καὶ ἀρχῶν, στρεψόδικοι καὶ διεβρωμένοι ἐγγενῶς˙ τὸ ἴδιο τὸ πρᾶγμα εἶναι ἕνα ἀκόμη θωρακιστικὸ ξόρκι ἐναντίον αὐτοῦ τοῦ ἴδιου τοῦ πράγματος.
Ὁμοία συνταγὴ ἀποτυχίας ἀκολούθησε καὶ ἡ Σοβιετία, τὸ Ἀδελφὸν Σωματεῖον. Ὅταν ὁ στάρετς Λένιν –ἔτσι τὸν ἔλεγαν στὴν Πετρούπολι– διετείνετο πὼς ἡ ὀπισθοδρομικότης τῆς Ρωσσίας εἶναι ἡ μεγαλύτερη περιουσία της, ἔθετε τὶς βάσεις τῆς ἀποτυχίας του –φυσικὰ δὲν ἦταν ὁ μοναδικὸς λόγος γιὰ τὴν ἀποτυχία αὐτήν. Ὁ κομμουνισμὸς ἦταν ἀκριβῶς ἡ προσπάθεια τῶν Ρώσσων νὰ εἰσέλθουν στὴν νεωτερικότητα, στὴν ἱστορία καὶ στὸν χρόνο, ἀλλὰ στὸ ἀρνητικό της˙ χρησιμοποίησαν, καὶ αὐτοί, τὴν νεωτερικότητα γιὰ νὰ ξορκίσουν τὴν νεωτερικότητα. Λέγοντας πὼς θὰ φέρη τὸ μέλλον στὴν Σοβιετία, ἐννοοῦσε πὼς θὰ συνδυάση, ὅπως καὶ ἐξαμβλωματικῶς ἔγινε, τὴν ἐσχατολογία, τὸ τέλος τῆς ἱστορίας, μὲ τὴν ἐπιστήμη, παραθεωρῶντας πὼς ἡ νεωτερικότης, ἐξ ὁρισμοῦ δὲν δέχεται κανένα τέλος τῆς ἱστορίας, κανένα τελικὸ ὅραμα μεταμορφωμένου κόσμου-οὐτοπία, ὅπου τὰ πάντα θὰ παγώσουν εἰς τοὺς αἰῶνας.
Ἡ αὐταπάτη: ἡ ἀποκατάσταση τοῦ παλαιοῦ βάσει τοῦ νέου, ἡ ἀνάκτηση τῆς φαντασιακῶς κλειστῆς ὀλότητος δι’ ἑνὸς μορφώματος ποὺ ἀπαγορεύει διαρρήδην τὴν κλειστὴ ὀλότητα. Ἔτσι, ὅταν διαλαλοῦσε πὼς μὲ τὸν ἠλεκτροφωτισμό, ὅλη ἡ Ρωσσία θὰ γίνει κομμουνιστική, καὶ πὼς ἡ ἀπάντηση γιὰ ὅλα ἦταν μία, ‘‘Λένιν’’, φαλκίδευε καὶ ὑπονόμευε οἱαδήποτε προσπάθεια –σὲ ὁποιοδήποτε, π.χ. ἐπιστημονικὸ βιβλίο ἔπρεπε ἀπαρεγκλίτως νὰ ὑπάρχη τὸ ὄνομά του, δηλώνοντας, ἔτσι, ὅτι τὰ ἔχη πεῖ ὅλα ὁ ἀρχηγὸς-προφήτης. Κομμουνισμὸς καὶ ἔρευνα δὲν μποροῦσαν νὰ συμβαδίσουν, παρὰ τὸν καθ’ ὅλα ὁμοίως ἀντίστοιχο, μὲ τὴν Χούντα, ὁρισμὸ ποὺ ἔδωσε γιὰ τὸν σοσιαλισμό: Σοσιαλισμός = σοβιὲτ + ἐξηλεκτρισμός.
Τὸ σημαντικώτερο ἔργο τῆς σοβιετικῆς ἐπιστήμης τῆς ἐποχῆς τοῦ πρωΐμου κομμουνισμοῦ ἦταν ἡ διατήρηση τῆς μούμιας τοῦ Λένιν (πρβλ. ἄγαλμα Δεκαβάλλα). Χρησιμοποίησε, ἔτσι, τὴν ἐπιστήμη γιὰ τὴν ἐγκαθίδρυση τοῦ φαντασιακοῦ σώματος ποὺ θὰ ξόρκιζε τὸ κακό, γιὰ ἕναν ἀμυντικὸ μηχανισμό, ποὺ ἐτέθη σὲ λειτουργία γιὰ νὰ ἐπανενώση τὴν ἐξουσία, τὸ κράτος, μὲ τὴν κοινωνία –καὶ ὅλα ἐνταγμένα στὸ κόμμα–, νὰ σβήση τὰ ἀσήκωτα σημεῖα τῶν διαχωρισμῶν, ποὺ προέκρινε ἡ νεωτερικότης Ἔτσι νὰ ξανακατασκευάση τὸ σῶμα, ὄχι αὐτὸ τοῦ βασιλέως, ἀλλὰ πλέον κάτι καλλίτερο: τὸ νεκρὸ σῶμα, τὴν μούμια τοῦ Λένιν, γιὰ τὴν ὁποία μάλιστα κατανάλωσε τὴν ἐπιστήμη γιὰ τὸ διατηρήση˙ αὐτὸ θὰ βασιλεύη ὡς κάτι τὸ ἀπειλητικὸ καὶ ἀγχῶδες, ὑπενθυμίζοντας πάντα τὴν ἀπουσία-ἀπαλειφὴ τοῦ ἑκάστοτε συγκεκριμένου ἀνθρώπου.
Πολὺ συνοπτικῶς καὶ χονδροειδῶς, τὸ σχῆμα ἔχει ὡς ἑξῆς: Ἡ ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέχεται μόνον δύο τύπους: τὸν φυσικὸ ἄνθρωπο καὶ τὸν ἅγιο. Ὁ φυσικὸς ἄνθρωπος ἔχει μόνον ἀνάγκες, ὅ,τι δηλαδὴ τοῦ δίνει ἡ φύση του, ἄνευ ὅμως ἐπιθυμίας συνδεδεμένης μὲ παράσταση, ὁπότε καὶ δημιουργεῖται πάθος˙ στὴν καλλιτέρα τῶν περιπτώσεων, ἕνας τύπος Ἀδάμ, φυσικῆς ἁγιότητος. Στὸ ἄλλο ἄκρο, ὁ ἅγιος, ἕνα ἄνευ σώματος ἐξωκόσμιο ὅν, τὸ ὁποῖο ἀπέθεσε πᾶν σωματικὸν καὶ ψυχικόν, παίρνοντας διαζύγιο μὲ τὸν κόσμο χάριν τοῦ ἑτέρου τοῦ κόσμου. Ἡ θέληση τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου ἔπρεπε νὰ εἶναι ἐνωμένη, ταὐτισμένη μὲ τὴν θεϊκὴ καὶ ὄχι πλέον δική του –ἀπαγορευόταν τὸ ἴδιον θέλημα ὡς ἐφάμαρτον–, ὁπότε γινόταν ἅγιος. Ὅλα δὲ ἔπρεπε νὰ γίνωνται γιὰ τὸν Θεό, μὲ ἀναφορὰ σ’ αὐτόν, μὲ σκοπὸ τὴν μεταμόρφωση τοῦ κόσμου σὲ ἕνα ἐπέκεινα αὐτοῦ τοῦ κόσμου, ἀνεξαρτήτως ὅμως τοῦ ἐγκοσμίου ἀνθρώπου.
Ὁ συντηρητικὸς δεξιὸς τυποποίησε ὡς στολὴ τὸ ἦθος τοῦ φυσικοῦ ἀνθρώπου καὶ τὸ φόρεσε συλλήβδην σὲ ὅλους˙ ὁμοίως ἔπραξε καὶ μὲ τὴν στολὴ τοῦ ἁγίου-ἥρωος. Σημασία εἶχε ὄχι ποιὰ ἦταν ἡ ἀλήθεια τῶν αἰσθημάτων, ἀλλὰ τὶ θὰ αἰσθανόταν ἡ μάσκα-στολή, πῶς θὰ ἔπρεπε νὰ αἰσθάνεται αὐτή, ποιὸ αἴσθημα τῆς ταίριαζε κάθε φορά˙ τὰ προσωπικὰ αἰσθήματα ἦταν ἀπορριπτέα, ἐκτὸς ὁμάδος, ἐπικίνδυνα γιὰ τὴν φαντασιακὴ ἑνότητα καὶ ἀντιμετωπίζονταν εἴτε μὲ πανικὸ ὡς δαιμονικὰ μὲ ξόρκια καὶ ἐξορκισμούς, εἴτε μὲ τὴν ἀποδοκιμασία-πρόγκα τῆς ὁμάδος. Ὁ δεξιὸς προέκρινε τὸν ἀσώματο καὶ ἄνευ ἀτομικότητος ἄνθρωπο καὶ τὴν ἄνευ διαφορῶν κοινωνία. Ἀνεγνώριζε δὲ ὡς ὑπάρχοντα μόνον τὸ ὁμόθυμον, τὸ ὁμονοοῦν καὶ τὸ ὁμόδοξον. Ἐὰν ὑπῆρχε θέληση αὐτὴ ἦταν τοῦ ἔθνους, τῆς φαντασιακῆς κοινότητος.
Ὁ κομμουνιστής, ὁμοίως δὲν ἀνεγνώριζε ἄτομα, ἀλλὰ αντὶ γιὰ ἑνότητα ἔθνους καὶ λαοῦ καὶ ἀντὶ γιὰ ἄτομα ἀνεγνώριζε μόνον τάξεις. Ἐξ οὗ καὶ οἱ ἑλληνοκεντρικοὶ ὅταν ἀποκτοῦσαν κοινωνικὴ συνείδηση, στὴν ἀπόπειρά τους νὰ ξεφύγουν ἀπὸ τὴν ἀποπνικτική, καταναγκαστικὴ καὶ ὑποκριτικὴ ἑνότητα –ἐξ αὐτοῦ καὶ ἡ αἴσθηση σὲ πολλοὺς ὅτι ὁ κομματισμὸς, ὁ ὁποῖος δὲν ἤθελε νὰ βλέπη πέραν τὴς φαντασιακῆς ἑνότητος, ποὺ μόνον ὅμως ὁ ἴδιος, ὡς ἦθος, εἶχε τὸ προνόμιο νὰ ὑπονομεύη, εἶχε παραδώσει τὰ πάντα στὸν κομμουνισμό–, ἀλλὰ καὶ γιὰ νὰ μὴν ἀναγνωρίσουν ἐπ’ οὐδενὶ τὸ καθ’ ὅλα ἐφάμαρτον καὶ ἀποσκορακισταῖον ἄτομο, γίνονταν κομμουνιστές, μὴ προδίδοντες τίποτε καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα τὴν ἀρχέγονη μητέρα-κοινότητα, τὸ ἕν. Ἔτσι, ούτε φυσικὰ ἡ Ἀριστερά εἶδε τὸ πρόβλημα˙ ἔκανε ἕνα, φαινομενικῶς καὶ μόνον, βῆμα μπροστά, ἀκριβῶς γιὰ νὰ μὴν κάνη κανένα: ταὔτισε τὸ θεολογικὸ φυσικὸ ἐγὼ μὲ τὸν ἅγιο καί, σβήνοντας τὸ ἐνδιάμεσο, ἀνυπόφορο καὶ ἀδιανόητο ἐγὼ καὶ τὸν χρονόκοσμό του, ἔκλεισε διὰ παντός, ὅπως νόμιζε, τὴν καταπακτὴ τοῦ ὑπογείου.
Ἐάν, λοιπόν, ὁ δεξιὸς ἦταν αὐτὸς ὁ ὁποῖος ἔναντι τοῦ πραγματικοῦ ἐπέλεγε τὴν ὁδὸ τῆς νευρώσεως, ἕνα ‘‘μὴ μοῦ λέτε γι’ αυτήν, δὲν θέλω νὰ ξέρω’’, γιὰ νὰ διατηρῆ βιαίως τὴν φαντασιακὴ ἑνότητα, καθὼς ἠρνεῖτο νὰ δῆ τὴν πραγματικότητα ὡς διαχωρίζουσα καὶ διακρίνουσα-ἐξατομικεύουσα, ὁ κομμουνιστὴς ἦταν αὐτὸς ποὺ ἀνεγνώριζε μόνον βιαίους διχασμούς, καὶ μόνον ἔτσι μποροῦσε νὰ ὑπάρξη, λόγῳ τῆς ἀτέγκτου ἀσκητικῆς του κουλτούρας, ποὺ ἤθελε τὴν διαγραφὴ τοῦ κόσμου ἔναντι τῆς ἀποκαλυπτικῆς καὶ λυτρωτικῆς ὑφῆς οὐτοπίας του. Ἐγγενῶς διχασμένος καὶ ὁ ἴδιος, ἔβλεπε καὶ ἔφτειαχνε καὶ ἐκτός του τὸ ἴδιο: διχασμοὺς ἀτελείωτους. Ἀφοῦ, ὅμως, θὰ καθάριζε τὸν κόσμο ἀπὸ τὸ «κακό» (διάβαζε: τὴν διαφορὰ ὡς ἄνοιγμα ἑαυτοῦ), μὲ ἀνείπωτη βία, θὰ ἕνωνε ὡς μαχητὴς ἅγιος ἅπαντες τοὺς ἐναπομείναντες –θεωρητικῶς κανέναν, ἀφοῦ διασπᾶ καὶ τὸν ἑαυτό του γιὰ νὰ τὸν ἀναγνωρίζη ἔτσι–, στανικῶς, ὡς προλεταριᾶτο (διάβαζε: ἀνθρώπους ἀσύλου, ἄνευ ψυχῆς καὶ σώματος), ὁπότε καὶ θὰ ἐπέρχετο τὸ πολυπόθητον τέλος τοῦ κόσμου. Τόσο ὡς Ἁγία Ρωσσία, ὅσο καὶ ὡς ἐργαστήριο σωτηρίας τοῦ κόσμου, Σοβιετία, ἔπρεπε νὰ ἐνσαρκώση τὸ τέλος τῆς ἱστορίας καὶ τὴν μεταμόρφωση τοῦ κόσμου σὲ ἕναν παγωμένο πλέον χρόνο, τοῦ αἰωνίου. Ἐὰν ὑπῆρχε θέληση ἔπρεπε νὰ ταὐτίζεται μὲ αὐτὴν τοῦ κόμματος. Στὴν θέση τοῦ Θεοῦ ἔβαζε τὸν ἠγέτη, τὸν ἐκφραστὴ τοῦ κόμματος. Τὸ ὅραμα τοῦ ἀνελέητου ἀσκητῆ, τοῦ διαγραφέως τοῦ κόσμου, ἐμψύχωνε τὴν φυγὴ ἀπὸ τὸν κόσμο, μέσῳ, ὅμως, τῆς προλεταριοποιήσεως ἀπάντων˙ τῆς ἄλλης λέξεως γιὰ τὸν ἐντοιχισμὸ στὸ ζωῶδες φυσικὸ ἐγώ.
Δεξιὸς καὶ κομμουνιστὴς μοιράζονται ἐξ ἴσου τὴν προσήλωσή τους στὴν διαγραφὴ τοῦ ὑπάρχοντος κόσμου σὲ ἕνα φαντασιακὸ ἕν˙ στὸν δρόμο γιὰ τὸ ἐν σκορποῦν πτώματα, μεταφορικῶς καὶ κυριολεκτικῶς, μὲ σαφὲς προβάδισμα τοῦ κομμουνιστῆ, τόσο στὴν μεταφορά, ὅσο καὶ στὴν κυριολεξία.
Τί γίνεται, ὅμως, μὲ τὸ ἐγὼ ποὺ ὅλοι τὸ θεωροῦν πηγὴ ἁμαρτιῶν καὶ κινδύνων; Ἀνήμερο, ἄμορφο, ἀνεύθυνο, ἄγριο, ἀόριστο, διαλυτικὸ τῶν πάντων. Σὲ περιβάλλον ἐκκλησιαστικὸ ἢ κομμουνιστικό, μόνο ὅριο τοῦ ἐγὼ εἶναι ἡ ἱερὴ κοινότης, ἑλληνορθόδοξη ἢ ρωσσικὴ (μὶρ ἢ κολχόζ), ἀλλὰ μόνον ὅταν βλέπη, ἢ θέλη νὰ δῆ. Στὴν ἀσφυξία αὐτή, ὁ λαϊκισμὸς εἶναι αὐτὸς ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ ἐξιδανικεύση τὸ ἐγώ καὶ νὰ τὸ ἀναγάγη σὲ κριτήριο παντός, ὡς ἔχει, ὑποσχόμενός του τὰ πάντα, ἀκόμη καὶ τὰ ἔσχατα, καὶ δὴ στὸ παρόν του, καὶ πάνω ἀπ’ ὅλα μὴ ζητῶντας του ἐσωτερικὴ ἀλλαγή, ἀκόμη καὶ ὅταν ὑποκριτικῶς τὸ κατακρίνη.
Δημιουργεῖται, ἔτσι, ἕνα εἶδος κρυπτοχριστιανισμοῦ τῆς θελήσεως καὶ τῆς ἐπιθυμίας. Ὅταν μὲ βλέπουν πράττω τὰ δέοντα καὶ τὰ θεάρεστα. Ἐξ οὗ καὶ ἡ χώρα του παρά (παρά-κράτος, παρά-παιδεία, τοῦ παρᾶ,…), τοῦ ποτὲ ἀκριβῶς, τῆς ὑποκρισίας, μὲ τὴν ἰδιότυπη διαστροφή, ποὺ χαρακτηρίζει μιὰ ὁμάδα ποὺ κρατεῖται ἑνωμένη ἀπὸ φαντασιώσεις παντοδυναμίας: τὰ στραβὰ μάτια: κάνε ὅ,τι νομίζεις, ἀλλὰ νὰ μὴν ξέρω καὶ νὰ μὴν βλέπω τίποτε.
Ἔτσι, καὶ ὁ κομμουνισμὸς καὶ ἡ ἑλληνικὴ κοινωνία βασίσθηκαν στὴν παραοικονομία καὶ ἐπιπλέον στὸν πάντα ἀνομολόγητο ὠμὸ ἀτομικισμό, σὲ ἀτομικὸ ἢ συλλογικὸ ἐπίπεδο. Ὅταν οἱ στρατιωτικοὶ ἀνέλαβαν τὴν ἐξουσία, ἀπὸ τὸ 1967 καὶ μετά, ἡ ἐπιδειξιομανία πλούτου ἐκδημοκρατίσθηκε, ἀπέκτησε, δηλαδή, ἰδιαζόντως χονδροειδεῖς τρόπους˙ ἦταν πιὰ γιὰ ὅλους. Ἡ ἴδια ὅμως ἔλλειψη ἀντιστάσεως καὶ συνειδήσεως τὸ 1967 ἔφερε καὶ τὸ 1981. Τὸ αἴτημα τοῦ ἐκδημοκρατισμοῦ συνυφάνθη μὲ τὴν ἔνταξη τῶν πολιτῶν σὲ κομματικὰ δίκτυα-κλίκες μὲ αἴτημα τὴν κραταίωση τοῦ ἀποχαλινωμένου ὁμαδικῆς κοπῆς ἐγώ, ἐνῶ ὡς ἐκσυγχρονισμὸς δὲν νοεῖτο πλέον ὁ ἐξηλεκτρισμός, ἀλλὰ ἡ ἐξιδανίκευση τῆς ἑλληνικῆς ἐξατομικεύσεως.
Στὴν τρέλλα καὶ στὸ κενὸ αὐτό, τὸ μεταξὺ φυσικοῦ ἐγώ, ἀχαλίνωτου ἐγὼ καὶ ἁγίου-ἥρωος, προσπαθεῖ νὰ ἀναδυθῆ τὸ πρόσωπο τοῦ Λάμπρου, μὲ τὴν δική του ζωή. Τώρα καταλαβαίνει πὼς τὸ ἄγαλμα-σωσίας εἶναι ἐχθρός του, πὼς τοῦ πῆρε τὴν ζωὴ μὲ τὴν δική του συγκατάθεση. Τὸ τίμημα τῆς δόξας-ἀγάλματος ἦταν μεγάλο˙ ἄνθρωποι κατέρρευσαν γύρω του, αὐτοθυσιάσθηκαν, καταπιέσθηκαν. Ἡ ἧττα, ὅμως, εἶναι λυτρωτική. Τὴν στιγμὴ ποὺ πνίγεται, σκέφτεται τὴν κόρη του καί, ἐνῶ ἡ γυναίκα του τὸν προτρέπει («Ὢχ καημένε, δὲν τοὺς εἶδες ὅλους τους;») στὴν μελαγχολικὴ ἀπόσυρση τώρα καὶ στὴν ἐκδίκηση τοῦ στερημένου ἀδικημένου, ἴσως ἀργότερα, τῆς ἀπαντᾶ: «ὅ,τι ἔκανα μὲ τὸ σπαθί μου δὲν τὸ ἔκανα γιὰ μερικοὺς ἐπιτήδειους καὶ μερικὰ σκουλήκια. Ό,τι ἔκανα, τὸ ἔκανα γιὰ 8.000.000 Ἕλληνες». Πιστεύει στὸν κόσμο καὶ στὴν καλοσύνη του, πάντα αἰσιόδοξος, δὲν χάνει τὴν ἀγάπη του μὲ τὸ νὰ δημιουργῆ πάντα νόημα στὴν ματαίωση.
Ἀνάβει τὴν λάμπα, ἀνάβουν καὶ τὰ φῶτα στὸ ἄγαλμα. Τὰ φῶτα τοῦ ἀγάλματος ἐκμηδενίζουν ἀδύναμο τὸ δικό του˙ εἶναι ὅμως δικό του. Ἡ ψυχὴ ξανάρχεται στὸ σῶμα, στὸ αἴσθημα.
Στὸν Σωσίατοῦ Ντοστογιέφσκυ, ὁ Γκολιάτκιν ἰᾶται ἀπὸ τὸν σωσία του, ὅταν καταρρέει –ἐδῶ, κατέρρευσε ὅλη ἡ οἰκογένεια τοῦ Λάμπρου καὶ ὁ ἴδιος– καὶ τὰ ἔξοδα τῆς θεραπείας ἀναλαμβάνει τὸ κράτος. Ὁ σωσίας τοῦ ὑπεξαίρεσε τὴν ζωή, σὰν τιμωρητικὸ ἐγώ, ὡς ἀποβλητέο τμῆμα τοῦ παρελθόντος, ποὺ τὸν κράτησε δέσμιο αὐτοῦ ἀκριβῶς τοῦ παρελθόντος. Ἡ πικρὴ εἰρωνεία τῆς τελευταίας φράσεως –«νὰ σοῦ δώσω τὴν λάμπα μου, μοῦ δίνεις ἕναν προβολέα;»- δὲν εἶναι συμβιβαστική, ὅπως συμβαίνει κατὰ κόρον σὲ ἄλλες ἑλληνικὲς ταινίες, οὔτε ἐπιζητεῖται νὰ συμβῆ κάτι ὡς ἐκ θαύματος γιὰ νὰ τοῦ χρυσωθῆ τὸ χάπι τῆς ματαιώσεως, οὔτε σύρεται ἑκὼν ἄκων, ξανὰ μὲ μάσκα-στολὴ –ὁ στρατηγὸς Χαρίλαος, στὴν Θεία ἀπὸ τὸ Σικάγο, τοῦ 1957, πάλι τοῦ Σακελλάριου, ὁ ὁποῖος εἶχε ἀδυναμία σὲ λαϊκοὺς ἀνθρώπους καὶ λαϊκοὺς στρατηγούς, ἀκολουθεῖ ἑκὼν ἀπρόθυμος τὸν συρμό, χωρὶς νὰ μετακινηθῆ βῆμα, ἀτσαλάκωτος, ὅπως ὁμοίως πράττει σὲ ἀρκετὲς ταινίες ὁ ὕστερος Κωνσταντάρας–, ἀλλὰ περισσότερο συμφιλιωτική ἢ παραιτητική, ὅπως τοῦ βουλευτῆ Μαυρογιαλούρου, στὴν ταινία Ὑπάρχει καὶ φιλότιμο, τοῦ 1965, ομοίως τοῦ Σακελλάριου. Μαυρογιαλοῦρο καὶ Δεκαβάλλα τοὺς χρησιμοποίησαν, ἀφαιρῶντας τὸν ἄνθρωπο ἀπὸ τὸν ρόλο-στολὴ καὶ κρατῶντας μόνον τὸ δεύτερο. Μαυρογιαλοῦρος καὶ Δεκαβάλλας, παραιτούμενοι, θὰ κάνουν μία σιωπηλὴ θυσία, άδιάφορη γιὰ ὅλους, γιατὶ πλέον τὸ πλῆθος δὲν ἀντλεῖ ναρκισσιστικὴ εὐχαρίστηση απὸ αὐτούς, ἀλλὰ σωτήρια γι’ αὐτούς τοὺς ἴδιους.
Ἐκεῖνο ποὺ κατέρρευσε στὸν Λάμπρο ἦταν ἡ ναρκισσιστική του εἰκόνα, τὸ φαντασιακὸ παρελθόν του. Δὲν ἐπιτίθεται στὸ ἄγαλμα, δὲν τὸ ξυλοφορτώνει, ὅπως θὰ ἔκαναν ἄλλοι μὲ μία εἰκόνα ἁγίου ποὺ τοὺς ἀπογοήτευσε, παρὰ στέκει ἀλλαγμένος. Στὸ τέλος ἡ σημαία τὸν προτιμᾶ, τὸν σκεπάζει –σὰν σάβανο; σὰν μητέρα τὸ παιδί της; σὰν γενικὴ καταλλαγὴ τοῦ ἀντάρτη ἐγὼ μὲ τὸ ἐξαγιασμένο καθολικό;
Ὁ Λάμπρος φέρει κάτι ἀπὸ ρεμπέτη, ἀπὸ χορευτὴ ζεϊμπέκικου, ὅπου δὲν μπορεῖ νὰ συζεύξη σῶμα καὶ ψυχὴ γιὰ νὰ ἀνυψωθοῦν ὁμοῦ, ὅπου ὁ ἄπειρος πόθος στοιβάζει ἄπειρη θλίψη, ὅπου τὸ ἀνικανοποίητον διαλαμβάνει τὸ ποθητόν, ἐκεῖ ἀκριβῶς ὅπου ἡ μοῖρα συντρίβεται ὡς πραγματικότης.
Ἡ μουσικὴ τοῦ Μάνου Χατζιδάκι, στὸ τέλος, ἐκφράζει αὐτὸ ἀκριβῶς τὸ αἴσθημα, ἀλλὰ καὶ κάτι παραπέρα˙ φαίνει, πλέον, καὶ προιωνίζεται, ἕναν ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος ἔχει ἐνσωματωθῆ στὸν ἑαυτό του, μὲ μία ἀνθρωπιὰ ἐπέκεινα τῶν τύπων, ἕναν ἄνθρωπο ποὺ γίνεται ἄνθρωπος χωρὶς νὰ χάνη τὴν ἀνθρωπιά του καὶ ποὺ δὲν εἶναι σίγουρο ὅτι ξέρει πὼς ὁ Θεὸς στέκεται στὸ τέλος γιὰ νὰ τὸν στεφανώση καὶ νὰ τοῦ βεβαιώση ὅτι ἡ συντριβή του ἔχει νόημα.