Πρόσφατα, στις 3 Μαρτίου, τιμήθηκε διεθνώς η Παγκόσμια Ημέρα Ελευθερίας του Τύπου, σε μία εποχή που χιλιάδες συνάδελφοι, σε αντίξοες και επικίνδυνες συνθήκες, πασχίζουν να αναδείξουν την αλήθεια, αντιμέτωποι με τη βία και την αυθαιρεσία της εξουσίας, τον πόλεμο και τον θάνατο, την ανέχεια στην καθημερινή τους ζωής λόγω χαμηλών μισθών.

Ο πρόεδρος της Εθνικής Ένωσης Δημοσιογράφων της Ουκρανίας Σεργκέι Τομιλένκο με ανάρτησή του στο Facebook παρέθεσε τα βασικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι δημοσιογράφοι σε αυτήν τη χώρα με τον εύγλωττο τίτλο «Εχθροί του Τύπου 2020». Μέσα από ένα σύντομο, σχετικά κείμενο, ο Σεργκέι Τομιλένκο σκιαγραφεί την κατάσταση που επικρατεί στο χώρο της δημοσιογραφίας, της ελευθερίας του λόγου, της ανεξαρτησίας του Τύπου, αλλά και των δυσκολιών που αντιμετωπίζουν στην καθημερινή τους ζωή και εργασία οι δημοσιογράφοι.


Σύμφωνα με τον Σεργκέι Τομιλένκο, οι βασικές απειλές για την ελευθερία του Τύπου και τους δημοσιογράφους είναι:

  1. Η άσκηση φυσικής βίας

Το επάγγελμα του δημοσιογράφου στην Ουκρανία εμπεριέχει κινδύνους για την υγεία και τη ζωή. Γι’ αυτό μπορούν να μαρτυρήσουν δεκάδες και εκατοντάδες συνάδελφοί μου, οι οποίοι δολοφονήθηκαν κατά την εκτέλεση των επαγγελματικών τους καθηκόντων. Και δεν γίνεται λόγος για εξαιρετικές περιστάσεις, όπως οι μαζικοί ξυλοδαρμοί κατά την κάλυψη των γεγονότων στην πλατεία Μαϊντάν στο Κίεβο το 2013 – 2014 ή για τους τραυματισμούς και την αιχμαλωσία δημοσιογράφων στην περιοχή Ντονμπάς.

Κάθε μήνα στην ειρηνική Ουκρανία ξυλοκοπούν δημοσιογράφους. Πέρσι ο «Δείκτης επικινδυνότητας των δημοσιογράφων της Ουκρανίας» τον οποίο καταρτίζει η Εθνική Ένωση Δημοσιογράφων από κοινού με τους εταίρους της, κατέγραψε 75 περιστατικά άσκησης βίας κατά των εργαζομένων σε ΜΜΕ. Το 2018 τα αντίστοιχα περιστατικά ήταν 86, ενώ από τις αρχές του 2020 σχεδόν 30. Προφανώς, δεν γίνεται λόγος για απειλές, για διαδικτυακές προσβολές ή για εκστρατείες μίσους στις σελίδες κοινωνικής δικτύωσης, αλλά για γρονθοκοπήματα δημοσιογράφων ή ακόμη και για δολοφονίες. Ο δημοσιογράφος Βαντίμ Κομάροφ πριν από ένα χρόνο δολοφονήθηκε στην πόλη Τσερκάσι..

  1. Συστηματική ατιμωρησία

Τα απαράδεκτα υψηλό επίπεδο άσκησης φυσικής βίας στην Ουκρανία κατέστη δυνατό χάρη στην απουσία δικαστικών αποφάσεων καταλογισμού σημαντικών ποινών για τα εγκλήματα κατά των δημοσιογράφων. Παρόμοιες υποθέσεις, είτε δεν φτάνουν ποτέ στα δικαστήρια, είτε διαρκούν πολλά χρόνια, είτε οι εγκληματίες τιμωρούνται με ελαφρές ποινές. Γιατί είναι αδύνατο να θεωρηθούν ποινές, η επιβολή προστίμων για μερικές εκατοντάδες γκρίβεν[1]ή η ομολογία ενοχής με ταυτόχρονη απαλλαγή λόγω παραγραφής.

Τον Νοέμβριο του 2019 για πρώτη φορά τα τελευταία δέκα χρόνια, έλαβαν χώρα ειδικές κοινοβουλευτικές ακροάσεις για τους κινδύνους που απειλούν τους δημοσιογράφους. Ουσιαστικά ήταν ένα φόρουμ με δημοσιογράφους – θύματα. Η διεξαγωγή αυτών των ακροάσεων, τις οποίες η προηγούμενη σύνθεση του κοινοβουλίου αρνιόταν επί σειρά ετών, είναι ένα πραγματικό επίτευγμα της Ανώτατης Ράντα[2](η αλήθεια βέβαια είναι ότι πρόκειται για το μοναδικό της επίτευγμα ως προς την υποστήριξη των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ).

Από τη στιγμή της διεξαγωγής των ακροάσεων η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Εσωτερικών και της Εθνικής Αστυνομίας, άλλαζαν ουσιαστικά την προσέγγισης αντίδρασης στα δημοσιεύματα για παρεμπόδιση των δημοσιογράφων στην άσκηση των καθηκόντων τους.


Σήμερα, η άσκηση διώξεων με βάση τα «δημοσιογραφικά» άρθρα του Ποινικού Κώδικα γίνεται πιο αποτελεσματικά. Για ορισμένες υποθέσεις με ιδιαίτερο ενδιαφέρον, όπως για παράδειγμα, ο εμπρησμός φέτος τον Ιανουάριο στο Λβοφ του αυτοκινήτου της δημοσιογράφου του «Ράδιο Ελευθερία»[3]Γκαλίνας Τερεστσούκ, τα όργανα της τάξης κατάφεραν να εντοπίσουν τον φυσικό και ηθικό αυτουργό. Αυτό όμως δεν αρκεί για να σταματήσουμε να μιλάμε για τη συστηματική ατιμωρησία.

 

  1. Βλαντίμιρ Μποροντιάνσκι

Ο συγγραφέας του σκανδαλώδους νομοσχεδίου, το οποίο προβλέπει ποινική ευθύνη για τους δημοσιογράφους και τα κρατικά όργανα λογοκρισίας, είναι προφανώς ο πρωταθλητής του δείκτη «Εχθροί του Τύπου».


Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι ο Μποροντιάνσκι έχει παραιτηθεί, οι ξεκάθαρες επιδιώξεις του για ανάμειξη στη δημοσιογραφική δραστηριότητα, με το πρόσχημα του «αγώνα κατά της παραπληροφόρησης», είχαν μεγάλη αρνητική επίπτωση. Τόσο με τη μορφή της κριτικής των διεθνών οργανισμών, όσο και με τη μορφή της ολοκληρωτικής δυσπιστίας των δημοσιογράφων ως προς την επικοινωνιακή πολιτική της κυβέρνησης και του Υπουργείου Πολιτισμού. Θα χρειάστηκε πολλή σκέψη, στη χώρα η οποία κατά τη διάρκεια των θητειών όλων των προέδρων, υπερασπίστηκε σθεναρά το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, να προτείνεται η φυλάκιση των δημοσιογράφων ή η καταδίκη τους σε σωφρονιστικές εργασίες.

 

  1. Η πολιτικοποίηση του ζητήματος της ελευθερίας του λόγου.

Για πολλούς νέους πολιτικούς στην Ουκρανία, η ελευθερία του λόγου είναι μια πολιτική τακτική και μεθοδολογία.

Θέλουν να υπερασπιστούν τη «δική» του εξουσία και αρμοδιότητες και όχι «κάποιου άλλου» την ελευθερία. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στο σημερινό κοινοβούλιο να έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά οι δυνατότητες αποτελεσματικής υπεράσπισης των δικαιωμάτων των δημοσιογράφων και των ΜΜΕ.

Η απόλυτη πλειοψηφία διατήρησε και σε αυτή τη σύνοδο του κοινοβουλίου την διακοσμητική (με μόνο πέντε μέλη) Επιτροπή ελευθερίας του λόγου, με ελάχιστες αρμοδιότητες.

Σήμερα, η επικοινωνιακή πολιτική στο Κοινοβούλιο «πνίγηκε» στην παγκόσμια ανθρωπιστική πολιτική. Αντίστοιχα, αντί για πρωτοβουλίες υποστήριξης και ανάπτυξης ανεξάρτητων ΜΜΕ, προτεραιότητα δίνεται στην ενίσχυση της ρύθμισης του τοπίου των ΜΜΕ (μέσω του νομοσχεδίου «Περί ΜΜΕ»).

Επίσης, η Επιτροπή για την ανθρωπιστική και επικοινωνιακή πολιτική δεν βιάζεται να πληρώσει τις θέσεις στο Εθνικό Συμβούλιο για ζητήματα τηλεόρασης και ραδιοφώνου. Με τον τρόπο αυτό δείχνει ότι για αυτό ο ρυθμιστής είναι ένα πολιτικό κεφάλαιο της εξουσίας και όχι ένας ανεξάρτητος διαιτητής στο τοπίο των ΜΜΕ. Σήμερα, κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, την οποία προκάλεσε η επιδημία, στο κοινοβούλιο και στην κυβέρνηση, σε αντίθεση με την Μεγάλη Βρετανία, την Ισπανία, τον Καναδά, τη Λιθουανία δεν λαμβάνονται πρωτοβουλίες υποστήριξης των ΜΜΕ.

Εν μένει για τα ΜΜΕ γίνεται αναφορά στο συνολικό πακέτο υποστήριξης των δημιουργών, το οποίο κατήρτισε ο πρόεδρος της Επιτροπής ανθρωπιστικής και επικοινωνιακής πολιτικής, Αλεξάντρ Τκατσένκο, αλλά οι δημοσιογράφοι και οι συντάκτες, ιδιαίτερα του τοπικού Τύπου, δεν βλέπουν να έχουν θέση σε αυτό.

Η χώρα δεν μπορεί να επιλύσει καν το στοιχειώδες ζήτημα της λειτουργίας των σημείων πώλησης εφημερίδων κατά τη διάρκεια της καραντίνας (η διανομή του Τύπου επιτρέπεται ακόμη και στις χώρες εκείνες που προσβλήθηκαν χειρότερα απ’ όλες από τον κορονοϊό, όπως η Μεγάλη Βρετανία, η Ιταλία, η Ισπανία).

Στην Ουκρανία κανείς από τους ανώτατους αξιωματούχους δεν ευχαρίστησε καν τους δημοσιογράφους για τη σημαντική εκείνη δουλειά που έκαναν θέτοντας σε κίνδυνο την υγεία τους, κατά τη διάρκεια της επιδημίας. Δεν είμαστε Μεγάλη Βρετανία, όπου η κυβέρνηση θεωρεί το επάγγελμα του δημοσιογράφου ως «σημαντικού συνεργάτη» ενώ ο υπουργός Πολιτισμού προσωπικά γράφει επιστολές στις 100 μεγαλύτερες εταιρίες καλώντας τους να καταχωρήσουν διαφημίσεις τους στα πανεθνικά και τοπικά ΜΜΕ.

  1. Η αδιαφορία

Ανώτατοι αξιωματούχοι ευθαρσώς ομολογούν πως δεν τους χρειάζονται οι δημοσιογράφοι. Αυτό το αντιλαμβάνονται αμέσως και οι κατά τόπους αξιωματούχοι. Συνεπώς, αγνοούν τις ερωτήσεις που θέτουν οι δημοσιογράφοι και τις έρευνες που διεξάγουν.

Διαμορφώνεται μία ξεχωριστή πραγματικότητα: οι δημοσιογράφοι και το κοινό τους (δηλαδή η πλειοψηφία των Ουκρανών) είναι η μία πλευρά. Χωριστά από αυτή, οι ανεύθυνοι πολιτικοί. Αυτή η αδιαφορία των πολιτικών αποδυναμώνει τη δημοκρατία στη χώρα, αφού ο Τύπος δεν μπορεί να ασκήσει ουσιαστικά δημόσιο έλεγχο. Επίσης, οι πολίτες δεν συνειδητοποιούν επαρκώς την αποστολή του επαγγέλματος του δημοσιογράφου και αντιμετωπίζουν τα ΜΜΕ τελείως χρησιμοθηρικά.

  1. Η οικονομική φτώχια

Σε μία από τις φτωχότερες χώρες της Ευρώπης, όπως η Ουκρανία, τα ΜΜΕ είτε είναι επιδοτούμενα, είτε φτωχά.

«Η δημοσιογραφία έπαψε είναι «ένα βιοποριστικό επάγγελμα», όπως είπε πριν από μερικούς μήνες κατά τη διάρκεια μίας συζήτησης στην Πολτάβα με θέμα τους χαμηλούς μισθούς στα ΜΜΕ, ο υποδιευθυντής της εφημερίδας «Ταχυδρόμος της Πολτάβας» Βιτάλι Σκομπέλσκι.

Οι δημοσιογράφοι στις περιφέρειες έχουν χαμηλό μισθό της τάξης των 4.000 – 6.000 γκρίβεν (120-180 ευρώ), ενώ το ποσοστό ανεργία είναι υψηλό.

  1. Η παραπληροφόρηση

Η αναξιόπιστη πληροφόρηση, η χειραγώγηση, η επιφανειακή μη επαγγελματική δημοσιογραφία είναι ένας ακόμη εχθρός του Τύπου.

Η παραπληροφόρηση υπονομεύει στην εμπιστοσύνη στα ΜΜΕ και τους δημοσιογράφους και επιδρά αρνητικά στην κοινωνική ζωή.

Την αντιμετώπιση των Fakenews όμως στις αυταρχικές χώρες ή στις χώρες με μη ώριμα δημοκρατικά συστήματα, όπως η Ουκρανία, οι αξιωματούχοι την εκμεταλλεύονται για να πολεμήσουν τους μη αρεστούς δημοσιογράφους.

[1]Το εθνικό νόμισμα της Ουκρανίας (Σ.τ. Σ.)

[2]Το Εθνικό Κοινοβούλιο της Ουκρανίας (Σ.τ.Σ.)

[3]Radio Free Europe (Σ.τ.Σ.)

πηγή κεντρικής φωτογραφίας