Του Σήφη Πολυμήλη
Πέρα από τις δεδομένες και αναμφισβήτητες ευθύνες των ανθρώπων του Τύπου – επιχειρηματιών κυρίως, αλλά και δημοσιογράφων – για την κατάσταση βαθύτατης κρίσης που βιώνουν, υπάρχει και μια σαφέστατη στοχοποίηση και προσπάθεια υποταγής και χειραγώγησης από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ. Σε μια απέλπιδα προσπάθεια να διασώσουν τη χαμένη αξιοπιστία τους, μετά τις αλλεπάλληλες κυβιστήσεις και τις επιστολές συγγνώμης, κατασκεύασαν τον απαραίτητο εχθρό για να συσπειρώσουν ό,τι απέμεινε από τους ψηφοφόρους τους.
Με όπλο τη λαϊκίστικη δημαγωγία τους, επιστράτευσαν θεμιτά και αθέμιτα μέσα για να πείσουν τους συνήθεις συνωμοσιολογούντες ότι για όλα τα δεινά της χώρας ευθύνονται τα μέσα που τους ασκούν κριτική. Με πρόθυμους συνοδοιπόρους και μεγάλο τμήμα δημοσιογράφων, που για ιδιοτελείς ή για ιδεοληπτικούς λόγους εξαπέλυαν καθημερινές επιθέσεις κατά της επάρατης διαπλοκής. Το γεγονός ότι πλείστοι όσοι μεγαλοεπιχειρηματίες και μεγαλοεκδότες συναγελάζονταν μαζί τους, ουδόλως τους απασχολούσε. Αρκεί που είχαν βρει το φως τους και στήριζαν με κάθε τρόπο, μαζί με τα συμφέροντά τους, και την… αριστερή μας κυβέρνηση.
Ξέχασαν όλοι αυτοί οι θεματοφύλακες της αριστερής συνείδησης και οι πρόθυμοι νεοπροσύλητοι ότι ο λεγόμενος αστικός Τύπος υπήρξε το θερμοκήπιο και το καταφύγιο της Αριστεράς. Ιδιαίτερα σε δύσκολες εποχές «Το Βήμα», «Τα Νέα», αλλά και άλλες εφημερίδες που δεν επιβίωσαν, όπως η «Απογευματινή» και η «Ακρόπολη», άνοιξαν τις πόρτες τους σε επιφανή και μη στελέχη της Αριστεράς που αναζητούσαν τρόπους επιβίωσης και παρέμβασης.
Ο Σπύρος Λιναρδάτος και αρκετοί άλλοι στο «Βήμα» έγραφαν. Τον Μίμη Ραυτόπουλο, νεοσσός της δημοσιογραφίας, τον συνάντησα στην «Απογευματινή», ενώ για 20 και πλέον χρόνια μαθητεύσαμε δίπλα στον Πότη Παρασκευόπουλο στην «Ελευθεροτυπία». Και βέβαια δεκάδες άλλοι μέσα από αυτές τις εφημερίδες έδωσαν το στίγμα τους στη δημόσια ζωή.
Προφανώς δεν συμφωνούσαν σε όλα με την εκάστοτε εκδοτική πολιτική. Αλλά δεν διανοήθηκαν, όπως κάνουν ορισμένοι σήμερα, να τις στοχοποιούν και να τις καταγγέλλουν και να τις απαξιώνουν εκ των υστέρων ότι υπονόμευαν τη δημοκρατία και το δημόσιο συμφέρον. Η ιστορία του καθενός και φυσικά των εφημερίδων ούτε παραγράφεται, ούτε γίνεται βορά στις καιροσκοπικές επιδιώξεις εθνικολαϊκιστών και νεοσταλινικών που ενδημούν σήμερα στον δημόσιο βίο.