H Λιβύη είναι το νέο πεδίο γεωπολιτικής αντιπαράθεσης των χωρών που είτε επιζητούν μία θέση στο “τραπέζι”, είτε επιδιώκουν την ενίσχυση της παρουσίας και επιρροής τους. Χώρες όπως η Γαλλία, η Σαουδική Αραβία, τα Η.Α.Ε., η Ρωσία, η Αίγυπτος, η Τουρκία, η Ιταλία και το Κατάρ, σχεδιάζουν τις επόμενες κινήσεις τους, μετά την αναζωπύρωση των πολεμικών συγκρούσεων μεταξύ των διάφορων αντιμαχόμενων ομάδων στο εσωτερικό της χώρας.
Η δυτική επέμβαση το 2011, η κατάρρευση του καθεστώτος Καντάφι και η μετατροπή της χώρας σε ένα χαοτικό περιβάλλον με οπλαρχηγούς που ελέγχουν ολόκληρα τμήματα, την κεντρική κυβέρνηση που αναγνωρίζει ο ΟΗΕ περιορισμένη σε συγκεκριμένα εδάφη και τα αποθέματα πετρελαίου και φυσικού αερίου να αποτελούν το μήλο της έριδας και να αλλάζουν συχνά χέρια, δημιουργούν μία περίπλοκη πολιτική, διπλωματική και στρατιωτική σκακιέρα για δυνατούς (ή δόλιους) παίκτες.
Αυτή τη στιγμή η Λιβύη θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία “συνομοσπονδία ψευτοκρατιδίων”, κάθε ένα από τα οποία διαθέτει το δικό του στρατό (συχνά οργανωμένο σε φυλετική βάση) και εκπροσωπεί συγκεκριμένες ξένες δυνάμεις στο εσωτερικό της χώρας. Το σημείο καμπής για την πορεία της χώρας ήταν η αποτυχία των βουλευτικών εκλογών του 2014, γεγονός που είχε ως αποτέλεσμα την ανάδειξη ενός συστήματος δυαρχίας και την έναρξη των συγκρούσεων του εμφυλίου πολέμου.
Έτσι, σήμερα στη Λιβύη υπάρχει από τη μία πλευρά η Συνέλευση των αντιπροσώπων (Μετζλίς), το κοινοβούλιο που εξελέγη το 2014 γνωστό ως “κυβέρνηση του Τομπρούκ”, η οποία έχει αναγνωριστεί από πολλά κράτη και ελέγχει μεγάλες περιοχές στις ανατολικές, νότιες και κεντρικές επαρχίες της χώρας, η οποία όμως σήμερα έχει καταλήξει ουσιαστικά να είναι μαριονέτα στα χέρια του Χαλίφ Χαφτάρ .
Από την άλλη πλευρά υπάρχει η Κυβέρνηση εθνικής ενότητας στην πρωτεύουσα της χώρας Τρίπολη, με επικεφαλής το προεδρικό συμβούλιο στο οποίο ηγετική φυσιογνωμία είναι ο πρωθυπουργός Φαίζ Σαράτζ. Η κυβέρνηση αυτή δημιουργήθηκε το 2016 με την παρέμβαση και στήριξη του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η κυβέρνηση αυτή ελέγχει την πρωτεύουσα της χώρας και, όπως απέδειξαν οι τελευταίες μάχες, δείχνει ικανή να αντιπαραταθεί στον Χαφτάρ. Η αιτία αυτής της ισχύος θα πρέπει να αναζητηθεί στην στήριξη που της προσφέρουν διάφορες φυλές (η κάθε μία για δικούς της ιστορικούς και φυλετικούς λόγους), οι οποίες θεωρούν τον στρατό του Χαφτάρ και τον ίδιο προσωπικά, θανάσιμο εχθρό τους.
Ταυτόχρονα, στη χώρα υπάρχει ένα μεγάλος αριθμός μικρών και μεσαίων ένοπλων ομάδων και συμμοριών, οι οποίες λειτουργούν αυτόνομα και αλλάζουν πλευρά ανάλογα με τις ανάγκες και τις σκοπιμότητες της συγκυρίας. Αξίζει να σημειωθεί πως από το 2014 στη χώρα δραστηριοποιούνται και ομάδες τρομοκρατών του ISIS, οι οποίοι θέλουν να προωθήσουν τη δική τους ατζέντα.
Ιδιαίτερη σημασίας είναι ο παράγοντας της πυκνότητας του πληθυσμού στις εκτάσεις που ελέγχουν οι δύο αντιμαχόμενες παρατάξεις. Στις εκτάσεις που ελέγχει η κυβέρνηση της Τρίπολης κατοικούν διπλάσιοι σε αριθμό απ’ ότι στις εκτάσεις που ελέγχει ο Χάφταρ. Αμφότερες οι πλευρές χρησιμοποιούν στις μάχες την αεροπορία, τα τεθωρακισμένα και το βαρύ πυροβολικό και καθημερινά ανακοινώνουν τις “βαριές απώλειες” του εχθρού, χωρίς όμως να σημαίνει πως όντως διεξάγουν τόσο σκληρές μάχες που να δικαιολογούν τους αριθμούς που αναφέρουν στα ανακοινωθέντα τους.
Η ενδοθρησκευτική διάσταση της σύγκρουσης
Ο στρατός του Χαφτάρ έχει ως βασικό κορμό μία μονάδα του τακτικού στρατού της Λιβύης από την εποχή του Καντάφι αποτελούμενη από 3.500 άντρες και μερικές ταξιαρχίες (μηχανοκίνητες, τεθωραρισμένων και πυροβολικού), οι οποίες είναι επανδρωμένες κατά κύριο λόγο από ισλαμιστές σαλαφίτες, απεναντίας, ο κύριος όγκος των δυνάμεων της κυβέρνησης της Τρίπολης αποτελείται Αδελφούς μουσουλμάνους, προσδίδοντας έτσι στη σύγκρουση όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά της ενδοθρησκευτικής σύγκρουσης.
Σε πολιτικό επίπεδο, δύο είναι οι χώρες που ασκούν μεγάλη επιρροή στα εσωτερικά της Λιβύης, η Γαλλία και η Σαουδική Αραβία. Δεν είναι τυχαίο που η πρόσφατη επέλαση του Χαφτάρ ξεκίνησε μετά την επίσκεψή του στο Ριάντ και τις διαβουλεύσεις που είχε με τον πρίγκιπα διάδοχο Μωχάμεντ ιμπν Σαλμάν. Ωστόσο, τη μεγαλύτερη οικονομική βοήθεια την λαμβάνει από τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. Σημαντική επιρροή ασκεί και η Αίγυπτος, η οποία ενισχύει τον Χαφτάρ, δεδομένου ότι οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι είναι θανάσιμος εχθρός του αιγυπτιακού καθεστώτος.
Αναφορικά με τη θρυλούμενη παρουσία της Μόσχας, οι πληροφορίες είναι συγκεχυμένες και, σε κάθε περίπτωση, δεν επιβεβαιώνονται από ανεξάρτητες πηγές. Μέχρι τη στιγμή που γραφόταν το κείμενο αυτό, κανείς δεν είδε μισθοφορικές ρωσικές μονάδες στην Λιβύη και δεν υπάρχουν αδιάψευστες αποδείξεις. Το ίδιο ισχύει αναφορικά με τις υποτιθέμενες περιοχές δραστηριότητάς τους. Εξάλλου, αν είχαν εντοπιστεί τέτοιες μονάδες, οι αντίπαλοι του Χαφτάρ θα έσπευδαν μετά χαράς να το ανακοινώσουν. Το πιο πιθανό απ’ όλα είναι να υπάρχουν ορισμένοι ρώσοι αξιωματικοί σύνδεσμοι στο Τομπρούκ και τίποτα παραπάνω.
Σε πολιτικό επίπεδο, ωστόσο, τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά.
Ο υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ, κατά την πρόσφατη επίσκεψή του στο Κάιρο, λειτούργησε ως λομπίστας του Χαφτάρ, καλώντας τους “υποστηρικτές” της Τρίπολης να διακόψουν κάθε βοήθεια, ώστε να μην υπάρχει αντίσταση με βαρέα όπλα κατά του στρατού του προστατευόμενου της Ρωσίας. Θα πρέπει, παρόλο αυτά, να σημειώσουμε πως η πολιτική του Κρεμλίνου στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η διατήρηση μίας σχετικής απροσδιοριστίας ως προς τις επιδιώξεις της.
Κατά το μάλλον ή ήττον, η στάση της υπαγορεύεται από μία γενικότερη στρατηγική στον τομέα της Μέσης Ανατολής, η οποία λαμβάνει υπόψη της τις σχέσεις του Πούτιν με την Σαουδική Αραβία και το Κατάρ. Το Κρεμλίνο επιδιώκει αντισταθμιστικά οφέλη για την υποστήριξη που προσφέρει στον Χαφτάρ, οφέλη που συνδέονται με την αντίστοιχη υποστήριξη των δύο βασιλείων του Περσικού κόλπου προς το καθεστώς του Μπασάρ Άσαντ στη Συρία. Αυτός είναι ο λόγος που η ρωσική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αδιαφορεί παντελώς για το ποιος πολεμάει μαζί τον Χαφτάρ, δηλαδή οι μουσουλμάνοι σαλαφίτες.
Την ίδια στιγμή τόσο η Σαουδική Αραβία, όσο και το Κατάρ επιδεικνύουν μία σπουδή να κλείσει το τελευταίο κεφάλαιο της “Αραβικής άνοιξης”, από τη στιγμή που οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι που πρωταγωνίστησαν σε όλες τις αραβικές χώρες, μόνο στη Λιβύη κατάφεραν να αποκτήσουν ισχύ και να διατηρήσουν μέχρι στιγμή τις θέσεις τους. Θα μπορέσουν όμως να το κάνουν και στο μέλλον;