Έντονη ανησυχία προκάλεσε σειρά αποτυχιών των εκλεκτών του Κρεμλίνου να εκλεγούν στις δημοτικές και περιφερειακές εκλογές της Ρωσίας. Σε πολλές περιπτώσεις οι υποψήφιοι του κόμματος “Ενιαία Ρωσία” απέτυχαν να περάσουν στο δεύτερο γύρο ή και να εκλεγούν, έχοντας να αντιμετωπίσουν όχι κάποιους εκπροσώπους των συστημικών κομμάτων της αντιπολίτευσης, αλλά απλούς ανεξάρτητους πολίτες και σε μία, μάλιστα, περίπτωση, μία νοικοκυρά.

Τα συστημικά κόμματα της ρωσικής αντιπολίτευσης είναι κυρίως το Κομμουνιστικό Κόμμα της Ρωσικής Ομοσπονδίας και του Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα του αμφιλεγόμενου Ζιρινόφσκι. Τα δύο αυτά κόμματα, καθώς και ορισμένοι “ανεξάρτητοι” πολιτικοί συμμετείχαν στις εκλογές με τις ευλογίες του Κρεμλίνου ως “αντιπολίτευση”.

Η μέχρι σήμερα πολιτική νομιμοφροσύνης που ακολουθούσαν έναντι της κυρίαρχης ρωσικής ελίτ, τους προστάτευσε από διάφορες επιθέσεις, σαν εκείνες κατά της λεγόμενης “αντιπολίτευσης της διαμαρτυρίας” ή “αντιπολίτευσης του πεζοδρομίου”. Ωστόσο, τα αποτελέσματα των πρόσφατων εκλογών, οδήγησαν σε κρίση τόσο το κόμμα της “Ενιαίας Ρωσίας”, όσο και τα κόμματα της συστηματικής αντιπολίτευσης. Για το μεν πρώτο, αναμφίβολα υπάρχει κρίση εμπιστοσύνης εκ μέρους των πολιτών, οι οποίοι είναι δυσαρεστημένοι τόσο από την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος που προβλέπει αύξηση των ορίων ηλικίας, μείωση των συντάξεων και αύξηση των εισφορών, όσο και από μία σειρά ζητημάτων της καθημερινότητας με πρώτο και κύριο τη διαχείριση των απορριμμάτων των μεγαλουπόλεων.

Η ιδιομορφία όμως αυτής της κρίσης έγκειται στο γεγονός ότι το Κρεμλίνο δείχνει να μην λαμβάνει τα μηνύματα των εκλογών, προτάσσοντας την ερμηνεία ότι για τις αποτυχίες των υποψηφίων του, η ευθύνη ανήκει στην “υπονομευτική” δραστηριότητα της αντιπολίτευσης.

Το πιο γλαφυρό και ενδεικτικό παράδειγμα επίθεσης του Κρεμλίνου στις δυνάμεις της αντιπολίτευσης είναι η απόφαση της Κεντρικής Εκλογικής Επιτροπής να ακυρώσει την εκλογή του Πάβελ Γκρουντίνιν ως βουλευτή της Δούμας μετά το θάνατο του Ζορές Αλφέροφ. Ο Γκρουντίνιν ήταν πρώτος επιλαχών στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές και κανονικά θα έπρεπε να κληθεί να λάβει τη θέση του εκλιπόντος ακαδημαϊκού. Η ΚΕΕ αιτιολόγησε την απόφασή της με το επιχείρημα ότι ο υποψήφιος πρόεδρος του ΚΚΡΟ, δεν δήλωσε στο πόθεν έσχες του λογαριασμούς σε ξένες τράπεζες.

Πολιτικοί αναλυτές στη Ρωσία σχολίαζαν πως η διαδικασία που επέλεξε η ΚΕΕ είναι αμφιλεγόμενη. Κατά το γράμμα του νόμου η ΚΕΕ έπρεπε να υποβάλει αγωγή στο δικαστήριο για τον αποκλεισμό του Γκρουντίνι από το ψηφοδέλτιο του ΚΚΡΟ και στη συνέχεια να του ακυρώσει την εκλογή ως επιλαχόντα.  Η διαδικασία που επιλέχθηκε, ωστόσο, ήταν σαφές που ήθελε να στείλει ένα μήνυμα στην αντιπολίτευση, ένα μήνυμα δυσαρέσκειας του Κρεμλίνου για τον πρώην συνυποψήφιο του Βλαντίμιρ Πούτιν.

Η επικοινωνιακή πολιτική που επιλέχθηκε, άρχισε να εφαρμόζεται με “βολές βαρέων όπλων πυροβολικού”, μέσω όλων των ελεγχόμενων από το Κρεμλίνο ρωσικών ΜΜΕ, αμέσως μόλις το Κομμουνιστικό Κόμμα ανακοίνωσε πως στη θέση του Ζορές Αλφέροφ θα προτείνει τον Πάβελ Γκουντίνιν. Ανώνυμη πηγή του Κρεμλίνου δήλωσε διέρρευσε σε ρωσικές εφημερίδες την φράση : “Ο Ζουγκάνοφ το παράκανε. Θέλει να κάνει βουλευτή στη θέση ενός νομπελίστα επιστήμονα, έναν αμφιλεγόμενο επιχειρηματία” . Στη συνέχεια σε όλους τους τηλεοπτικούς σταθμούς άρχισε η προβολή παλιού “επιβαρυντικού υλικού” για τον Γκρουντίνιν σε μία εκστρατεία “δολοφονίας χαρακτήρα”.

Δεν δίστασαν να χρησιμοποιήσουν μάλιστα και την πρώην σύζυγο του Γκρουντίνιν και την αίτηση που είχε κάνει για προστασία της αστυνομίας κατά τη διαδικασία του διαζυγίου της και το μοίρασμα της κοινής περιουσίας.

Παραμένει, εκ πρώτης όψεως, ακατανόητη αυτή η εκστρατεία του Κρεμλίνου κατά της εμφάνισης στη Δούμα (Κοινοβούλιο) μίας προσωπικότητας σαν του Γκρουντίνιν, ο οποίος δεν αποτελεί, έτσι κι αλλιώς, φιγούρα πρώτου μεγέθους στο ρωσικό πολιτικό στερέωμα.

Θα πρέπει να θυμήσουμε πως κατά τις πρόσφατες προεδρικές εκλογές, ο υποψήφιος του Κομμουνιστικού κόμματος Πάβελ Γκρουντίνιν ήταν ένας “βολικός” υποψήφιος, ο οποίος δεν απείλησε πραγματικά ποτέ την υποψηφιότητα του Βλαντίμιρ Πούτιν. Ιδιαίτερης σημασίας είναι το γεγονός ότι κατά την προεκλογική του εκστρατεία ο Γκρουντίνιν ελάχιστες φορές αναφέρθηκε στο πρόσωπο του Ρώσου προέδρου αλλά και σε συγκεκριμένες πολιτικές του, ενώ απέφυγε επιμελώς να οργανώσει την εκστρατεία του έτσι που θα προκαλούσε την συμμετοχή μεγάλων μαζών.

Αμέσως μετά τις εκλογές ο Γκουντρίνιν φρόντισε να δείξει τη νομιμοφροσύνη του, αναγνωρίζοντας τη νίκη του Βλαντίμιρ Πούτιν, ενώ ταυτόχρονα αρνήθηκε να λάβει μέρος στις περιφερειακές εκλογές για τη θέση του κυβερνήτη της ευρύτερης περιοχής της Μόσχας. Ήταν προφανές πως ήθελε να παραμείνει ένας συστημικός πολιτικός, ωστόσο αυτό δεν τον βοήθησε.

Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας για τις προεδρικές εκλογές ήταν ο υποψήφιος που συγκέντρωσε τα περισσότερα πυρά της προπαγανδιστικής μηχανής του Κρεμλίνου. Στη συνέχεια έχασε τη θέση του προέδρου του δημοτικού συμβουλίου της πόλης Βίντογιε και τέλος, όταν θέλησε να γίνει βουλευτής του Κομμουνιστικού Κόμματος εισέπραξε μία μεγαλοπρεπή άρνηση.

Αντίστοιχες είναι και οι περιπτώσεις του κυβερνήτη της Χακάσιας Βαλεντίν Κονοβάλοφ, τον οποίο κατηγορούν πότε ως φυγόστρατο, πότε γιατί έδωσε μεγάλα πριμ στους υπαλλήλους του. Το ίδιο συμβαίνει με τον κυβερνήτη της περιοχής Βλαντίμιρ,  Σιπιάγκιν που ανήκει στο Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα. Μοναδικό τους παράπτωμα: το γεγονός ότι νίκησαν στις εκλογές, αποκλείοντας τον εκπρόσωπο του κόμματος “Ενιαία Ρωσία”.

Επί σειρά ετών το Κομμουνιστικό Κόμμα Ρωσικής Ομοσπονδίας, το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό κόμμα και το κόμμα “Δίκαιη Ρωσία” ήταν συστατικά και σημαντικά στοιχεία του ρωσικού πολιτικού συστήματος. Νομιμόφρονες κομματικοί σχηματισμοί τα τρία αυτά κόμματα, αποτελούσαν τα διακοσμητικά στοιχεία ενός πολιτικού συστήματος το οποίο δημιουργούσε την ψευδαίσθηση της επιλογής στις εκλογές, λειτουργούσαν ως κυματοθραύστες των ψήφων δυσαρέσκειας και ήταν πάντα πρόθυμα να προσφέρουν τις ψήφους τους στα κρίσιμα νομοσχέδια.

Επιπλέον, τα κόμματα της συστημικής αντιπολίτευσης ήταν πάντα πρόθυμα να έρθουν σε συμφωνία με την εξουσία, να μην θίγουν δύσκολα ζητήματα και, κυρίως, να μην κατεβάζουν αξιόμαχους υποψήφιους, όταν τους το ζητούσαν.

Ως “αντίδωρα” τα κόμματα αυτά ελάμβαναν έναν εγγυημένο ποσοστό στις εκλογές για το κοινοβούλιο και τα δημοτικά και περιφερειακά συμβούλια, γενναία κρατική επιχορήγηση και τη δυνατότητα προσέλκυσης μεγάλων χορηγιών από τις πανίσχυρες δημόσιες επιχειρήσεις. Τα τελευταία χρόνια βέβαια, τα κόμματα της συστημικής αντιπολίτευσης είχαν το “δικαίωμα” να κατεβάζουν τους δικούς τους υποψήφιους σε επιλεγμένες μονοεδρικές περιφέρειες, χωρίς ανταγωνισμό από το κόμμα της “Ενιαίας Ρωσίας”, συνάμα όμως δεν μπορούσαν να προτείνουν υποψήφιους κυβερνήτης χωρίς την έγκριση της προεδρίας.

Μία από τις ιδιομορφίες του ρωσικού πολιτικού συστήματος είναι ότι οι εκπρόσωποι της συστημικής αντιπολίτευσης πρέπει να ψηφίσουν υπέρ των υποψηφίων της “Ενιαίας Ρωσίας” ή να συμμετέχουν στις εκλογές “ως λαγοί” για να διασπαστούν οι ψήφοι. Ως αντάλλαγμα παίρνουν θέσεις στα τοπικά και περιφερειακά συμβούλια.

Η τάση του εκλογικού σώματος να προτιμάει σε πολλές περιπτώσεις ανεξάρτητους υποψήφιους, με αποτέλεσμα την  μείωση τόσο των εκλογικών ποσοστών, όσο και της απήχησης του κυβερνώντος κόμματος στην κοινωνία, θέτει εκ των πραγμάτων, ορισμένα ζητήματα ως προς την χρησιμότητα της συστημικής αντιπολίτευσης στους σχεδιαστές πολιτικής του Κρεμλίνου.

Τα μηνύματα που εκπέμπονται από το Κρεμλίνο προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι απλά: συνεχίστε την τηρείτε τους παλιούς κανόνες του παιχνιδιού. Αν όμως χάνουμε τις εκλογές, θα τιμωρείστε αυστηρά. Ή άλλως: μονά ζυγά δικά μας.

Το πρόβλημα όμως είναι βαθύτερο: η παλιά ευρύτατη σιωπηλή πλειοψηφία υπέρ του Πούτιν, δείχνει να μετασχηματίζεται σε μία νέα ευρύτατη σιωπηλή δυσαρέσκεια για την εσωτερική πολιτική, είτε αυτή εκφράζεται με την μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, είτε με την μακρόχρονη οικονομική στασιμότητα, είτε με απλά ανεπίλυτα προβλήματα της καθημερινότητας.

Η νέα κοινωνική πραγματικότητα που διαμορφώνεται στη Ρωσία, απαιτεί νέες λύσεις, νέες προσεγγίσεις, νέα “κοινωνικά συμβόλαια”. Και υπ’ αυτή την έννοια, ίσως τα κόμματα της “παλιάς πολιτικής συναίνεσης” απλά να μην είναι χρήσιμα πλέον.

πηγή φωτογραφίας