H 20η Ιανουαρίου, ημερομηνία ορκωμοσίας του νέου αμερικανού προέδρου, ίσως αποδειχθεί ημέρα ιστορική για την ανθρωπότητα. Ασφαλώς δεν μπορεί να προδικάσει κανείς την έκβαση μιας προεδρικής θητείας πριν καν αρχίσει αλλά οι οιωνοί είναι δυστυχώς κακοί και πολλοί. Η προεδρία Τραμπ αν είναι καλή θα είναι για κακούς λόγους και αν είναι κακή θα είναι για ακόμη χειρότερους.
Ο φιλόσοφος Avishai Margalit εισήγαγε την έννοια “shared humanity” για να περιγράψει το πλαίσιο των πανανθρώπινων κοινών αξιών που θέτει τα όρια του καλού και του κακού. Ο,τιδήποτε υπερβαίνει το πλαίσιο αυτό είναι κακό έως πολύ κακό. Βρίθει η ιστορία τέτοιων παραδειγμάτων, με πιο πρόσφατα τη ναζιστική Γερμανία και τη σταλινική Σοβιετική Ενωση. Η πολιτική, λέει ο Μαργκάλιτ, πρέπει να υπηρετεί αυτό το στόχο διαφορετικά πηγαίνει κόντρα στο λόγο ύπαρξής της. Είναι αυτή η λογική των δημοκρατιών – πολιτική πέρα από το πλαίσιο της “shared humanity” δεν είναι δημοκρατική (1). Εχουμε δυστυχώς μπει σ’αυτόν τον κύκλο, η πολιτική πηγαίνει πέραν των ορίων της “shared humanity” και ο 45ος πρόεδρος των ΗΠΑ είναι ο τελευταίος μιας σειράς ηγετών που εκλέγεται δημοκρατικά, με ατζέντα που δοκιμάζει το δημοκρατικό κεκτημένο. Υπάρχει ασφαλώς αντίλογος: οι μελετητές των σχέσεων εξουσίας διαχρονικά, από το Θουκιδίδη και το Μακιαβέλι μέχρι τους πατέρες του Αμερικανικού έθνους, έχουν υποστηρίξει ότι η σύγκρουση, η βία, το “κακό” σε όλες τις διαβαθμίσεις του είναι όρος αναγκαίος για την εξέλιξη των κοινωνιών και την κίνηση της ιστορίας (2). Και είναι για το λόγο αυτό που το αμερικανικό πολιτικό σύστημα όπως ορίζεται από τις προβλέψεις του συντάγματος των ΗΠΑ που, θυμίζουμε δεν έχει αλλάξει, απλώς έχουν προστεθεί κατά καιρούς τροποποιήσεις, είναι ένα σύστημα που αναγνωρίζει τη σύγκρουση συμφερόντων και εισάγει θεσμούς εξισορρόπησής τους.
Η σύγκρουση, για παράδειγμα, που εκδηλώθηκε πριν καν αναλάβει τα καθήκοντά του ο νέος πρόεδρος με τις υπηρεσίες ασφαλείας είναι απόρροια αυτής της συνταγματικά κατοχυρωμένης θεσμικής ανεξαρτησίας.
Γι’αυτό πολλοί Αμερικανοί αλλά και διεθνείς αναλυτές εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην κατίσχυση της διάκρισης των εξουσιών προκειμένου να μην πληγεί η δημοκρατικότητα του καθεστώτος των ΗΠΑ γιατί και αυτό είναι κάτι που προβάλλεται με πολύ σοβαρά επιχειρήματα: ο κίνδυνος για τη δημοκρατία από τη διακυβέρνηση Τραμπ.
Ισως τα πράγματα δεν ήταν τόσο ανησυχητικά, αν πολλοί βαθείς αναλυτές της αμερικανικής πραγματικότητας δεν έκαναν λόγο για μια επικίνδυνη διαίρεση/διχασμό της αμερικανικής κοινωνίας και δεν την περιέγραφαν με εμφυλιοπολεμικούς όρους.
Οι λευκοί, νεόπτωχοι ψηφοφόροι, που ψήφισαν μαζικά Τραμπ, μισούν τις φιλελεύθερες ελίτ που στήριξαν τον Ομπάμα και ψήφισαν Χίλαρυ μ’ένα μίσος αβυσαλλέο γράφει η Αrlie Russell Hochschild (3). Αυτές οι δύο κατηγορίες πληθυσμού δεν έχουν έρθει πότε σε επαφή τα τελευταία χρόνια.
Δεν είναι τυχαίο βεβαίως ότι αυτή η “λευκή” οργή εκδηλώθηκε μετά την οκταετία του πρώτου μαύρου προέδρου αποδεικνύοντας έτσι ότι το φυλετικό πρόβλημα δεν έπαψε ποτέ να υπάρχει. Τι ειρωνεία! Απόρριψη ενός Προέδρου που έκανε μια συγκλονιστική διαδρομή ζωής, από παιδί μονογονεϊκής οικογένειας στο ύπατο αξίωμα, και υποστήριξη ενός γόνου πλουσιότατης οικογένειας του Μανχάταν που δεν έκανε τίποτε άλλο από το να πολλαπλασιάσει όσα κληρονόμησε…
Αλλά καθώς ο Ομπάμα ανήκει πλέον στην ιστορία, ας επικεντρωθούμε στο διάδοχό του: η δεύτερη σύγκρουση εξουσιών αναμένεται να προκύψει με την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων. Η τελευταία, έχοντας επίσης κατοχυρωμένη συνταγματικά ανεξαρτησία, έχει την αρμοδιότητα επεξεργασίας του στρατηγικού δόγματος των ΗΠΑ. Σύμφωνα με πληροφορίες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, οι αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις θεωρούν τη Ρωσία ως την υπ’αριθμόν 1 απειλή για τις ΗΠΑ. Πώς αυτή η ιεράρχηση προτεραιοτήτων θα συμβιβασθεί με τις εκπεφρασμένες θέσεις του νέου προέδρου; Οι διεθνείς σχέσεις σαφέστατα θα επηρεαστούν – με τι συνέπειες μένει να το δούμε- από τη διαφαινόμενη προσέγγιση. Το ερώτημα είναι εναντίον ποίου θα λειτουργήσει. Εναντίον της Κίνας; Εναντίον της Ευρώπης; Η και των δύο; Ως προς τη Μέση Ανατολή, είναι βέβαιη η προσέγγιση με το Ισραήλ και εξίσου βέβαιη η αντίθεση με το Ιράν, που εξ αντιδιαστολής θα ενισχύσει τις δυνάμεις του σουνιτικού Ισλάμ, της Τουρκίας συμπεριλαμβανομένης.
Mια τρίτη ριζικότατη διαφοροποίηση σε σχέση με την οκταετία Ομπάμα είναι αυτή του περιεχομένου του πολιτικού λόγου – και ο λόγος είναι ουσία όταν μιλάμε για τη σημαντικότερη χώρα στον κόσμο και ειδικά για τη χώρα του “ορθού λόγου”. Δυστυχώς, παρατηρούμε μια “πουτινοποίηση” του πολιτικού λόγου όπως εκφέρεται από τον Τραμπ.
Ο Πούτιν δεν είναι βεβαίως ο πρώτος διδάξας, στηρίχτηκε στη μακρά παράδοση προπαγάνδας της χώρας του. Αλλά στην προσπάθειά του να ενισχύσει τα στοιχεία ισχύος της νέας Ρωσίας έδωσε πολύ μεγάλη έμφαση στο μήνυμα και την εικόνα.
Εχτισε μηχανισμούς προπαγάνδας και παραπληροφόρησης που μπορεί να μην έχουν τα επιθυμητά αποτελέσματα ως προς το βαθμό δημοφιλίας της Ρωσίας στην παγκόσμια κοινή γνώμη αλλά καλλιεργούν πολύ συστηματικά μια αντι-δυτική κουλτούρα, διασπείρουν παραποιημένες ή ακόμη και ψευδείς ειδήσεις και κυρίως διασύρουν αντιπάλους με δολοφονία χαρακτήρων. Η προεκλογική εκστρατεία Τραμπ είχε πολλά απ’αυτά τα χαρακτηριστικά (post-truth politics). Αν αυτή η τάση επικρατήσει και στον προεδρικό λόγο, όπως η πρώτη συνέντευξη τύπου έδειξε, τότε οδηγούμαστε σε μια πολύ ριζική αλλαγή παραδείγματος σε σχέση με τον έλλογο ειρηνοποιό, παιδαγωγό Ομπάμα. Μια αλλαγή που θα έχει χαρακτηριστικά βίας, σύγκρουσης, σύνθλιψης των αντιπάλων όχι μόνο στο εσωτερικό αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Μια αλλαγή σε επίπεδο λόγου που θα εκφράσει ακραίες πολιτικές επιλογές και θα επιφέρει περισσότερη βία και εξτρεμισμό ως αντίδραση.
(1) Margalit Avishai, On Compromise and Rotten Compromises, Princeton University Press, 2010
(2) Sahlins Marshall, The western illusion of human nature, Prickly Paradigm Press, 2008