Κ. Σκανδαλίδης: “Μετά την κοσμογονία του ‘89 η Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν μπόρεσε να αρθρώσει μια πειστική εναλλακτική και ριζοσπαστική πρόταση”.
Κατ΄ αναλογία με τη ρήση του Σοπενάουερ ότι “η Τέχνη είναι η πτώση στην ανία που διαρκώς αποφεύγεται”, το αίσθημα της πλήξης που διαρκώς απωθείται (μπορεί να) είναι η πολιτική. Αν και σε μια τέτοια περίπτωση θα πρέπει να ταυτίσουμε την Τέχνη με την πολιτική. Ούτως ή άλλως όμως, η πολιτική είναι μια τέχνη, η “τέχνη του εφικτού” όπως διδασκόμασταν παλαιότερα, και σήμερα, υπό την επήρεια της τεχνολογίας και των κοινωνικών μέσων, η τέχνη των αφηγημάτων και της επικοινωνιακής μόχλευσης που παράγει ιδεολογική ή παρεμβατική “υπεραξία”, και όχι μόνον αυτό.
Η “μηχανική” συγκρότησης “αφανών” συλλογικοτήτων, η απομακρυσμένη συμμετοχικότητα, η ηλεκτρονική μαζικότητα, η ιδεολογική πολυσυλλεκτικότητα και συνδυαστικότητα, αποτελούν εκφάνσεις και εκφράσεις των σύγχρονων πολιτικών διεργασιών οι οποίες χαρακτηρίζουν πλέον τα περισσότερα πολιτικά φαινόμενα του καιρού μας, από τον Τραμπ ως τον Μακρόν.
Η δικτύωση έχει μεταβάλει την φύση της πολιτικής όπως και την ιδιότητα με την οποία αυτή είναι άρρηκτα συνδεδεμένη ως ζωτική προϋπόθεση της, τη συμμετοχικότητα. Σήμερα, το 39% των ενηλίκων Αμερικανών παίρνει μέρος σε πολιτικές δραστηριότητες μέσω των ιστότοπων κοινωνικής δικτύωσης, έδειξε έρευνα της αμερικανικής δεξαμενής σκέψης Pew, ενώ, όπως διαπιστώνει ο καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πανεπιστήμιο της Ουάσιγκτον W. Lance Bennett, ο κοινωνικός κατακερματισμός και η παρακμή των ομαδικών δεσμών έχουν οδηγήσει σε μια εποχή εξατομικευμένης πολιτικής συμμετοχής όπου τα ατομικά πλαίσια δράσης έχουν εκτοπίσει εκείνα της συλλογικής.
Στην προσπάθεια ανασυγκρότησης της ελληνικής σοσιαλδημοκρατίας και της σύστασης του νέου πολιτικού φορέα της, υπάρχουν στοιχεία και δρώμενα που έχουν αναφορές σ΄ όλα τα παραπάνω κεντρίζοντας το ενδιαφέρον, δημοσιογραφικό και γενικότερο. Όχι τόσο λόγω του προσδοκόμενου ή επιθυμητού, για ορισμένους, αποτελέσματος, όσο εξαιτίας του χαρακτήρα της ίδιας της πολιτικής διεργασίας που εκ των πραγμάτων “εναντιώνεται” στα “ιερά και όσια” της ελληνικής κομματικής κανονικότητας.
Αντικειμενικά μιλώντας, η ανασυγκρότηση- ανασύνθεση της κεντροαριστεράς και η σχετική μ’ αυτή διαδικασία, έχει τα γνωρίσματα ενός φιλόδοξου, δυσχερούς, πρωτόγνωρου, αντισυμβατικού – υπό την έννοια του μη προσωποκεντρικού – και νεωτερικού πολιτικού πειράματος -λόγω και της επιχειρούμενης εμπλοκής της τεχνολογίας- το οποίο αποτολμάται στο ελληνικό κομματικό σύστημα μετά την κοσμοϊστορική κατάρρευση της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας όπως την εξέφρασε μεταπολιτευτικά το ΠΑΣΟΚ.
Ερωτήσεις ζητούν απαντήσεις
Αλλά όπως κάθε πολιτική δράση, έτσι κι αυτή γεννά μια σειρά από επίμονα ερωτήματα, ουσιώδη και επιμέρους. Αναλόγως της οπτικής ή της περίστασης, τα ουσιώδη μπορεί να φαντάζουν ως επιμέρους, ή το αντίστροφο, οπότε δεν έχει νόημα μια εκ των προτέρων κατηγοριοποίηση τους.
Για παράδειγμα, ερώτημα θεωρητικό αλλά σημαντικό σε επίπεδο συμβολισμών, είναι και το ποιος όρος περιγράφει καλύτερα το όλο εγχείρημα: Ανασυγκρότηση, επανίδρυση, ανασύνθεση, αναβίωση, ανάπλαση, αναστύλωση, restart, reset; Βασικό-και βασανιστικό- δημοσιογραφικό αίνιγμα είναι και η τριπλή αναζήτηση για τους συστατικούς παράγοντες του εγχειρήματος: διακύβευμα, timing (χρονική συγκυρία) πρωταγωνιστές και προθέσεις.
Πως και πόσο αλληλεπιδρούν μεταξύ τους; Το κατά πόσον οι πολιτικές και διαδικαστικές διεργασίες για την σύσταση του νέου φορέα έχουν ανακλάσεις στην κοινωνία και το εκλογικό σώμα, είναι επίσης ένα κεντρικό ερώτημα απ΄ την στιγμή που κάποιοι βλέπουν πολιτικούς τακτικισμούς δίχως ουσιαστικό περιεχόμενο και χωρίς πραγματική προοπτική, ενώ άλλοι μιλούν για προσπάθεια να καλυφθεί απλά ο “κενός χώρος” μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ.
Ωστόσο, το θεμελιώδες ερώτημα είναι άλλο: Έχει λόγο η εγχώρια σοσιαλδημοκρατία να αισθάνεται δικαιωμένη από τον χρόνο και τις εξελίξεις; Έχει έρεισμα να διεκδικεί εκ νέου την πολιτική πρωτοκαθεδρία ή έστω ένα μερίδιο του εκλογικού σώματος; Είναι επαρκώς προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τον αντίλογο και την κριτική; Διαθέτει σοβαρά επιχειρήματα για να προσελκύσει παλιό και νέο ακροατήριο; (ή για να απολογηθεί, όπως θα αντέτειναν ορισμένοι). Σε κάθε περίπτωση, πέρα από απλοϊκές ιδεολογικές κατατάξεις, εύκολους αφορισμούς, άρνηση ή απόρριψη, η απάντηση σε αυτό το ερώτημα είναι αντικειμενικά, “ναι”.
Η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δεν είναι μια “μόδα” που πάει πέρασε, αλλά ούτε κι ένας φιλολογικός σύλλογος. Παραμένει μια κραταιά εναλλακτική πρόταση εξουσίας στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος με σημαντική ιστορική παράδοση: κράτος πρόνοιας, δημόσια Υγεία-Παιδεία, συλλογικές συμβάσεις, φιλεργατικές νομοθεσίες, προστασία του περιβάλλοντος, προαγωγή του πολιτισμού, κοινωνική πρόοδος, πολιτικές ελευθερίες, δημοκρατία.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν ένα μεγάλο μέρος της παγκόσμιας οικονομικής σκέψης υιοθετώντας τη μαρξιστική ανάλυση ανέδειξε την κυρίαρχη ευθύνη του ιμπεριαλιστικού καπιταλισμού στην κλιμάκωση των εθνικών ανταγωνισμών και στην άνοδο του φασισμού, η σοσιαλδημοκρατία βρήκε γόνιμο έδαφος στην Ευρώπη και ευδοκίμησε. Η άνοδος της συνέβαλε καθοριστικά στη διαμόρφωση καπιταλιστικών κοινωνιών στις οποίες οι ταξικοί διαχωρισμοί απέκτησαν ηπιότερα χαρακτηριστικά. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες βασίζονταν στο εξής σε έναν συνδυασμό προσφοράς κοινωφελών υπηρεσιών στους πολίτες από το κράτος και στον σεβασμό των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών. Ήταν βεβαίως μια εποχή σταθερής ανάπτυξης που τροφοδοτούνταν απ’ τη ισχυρή “μηχανή” της μεταπολεμικής ανοικοδόμησης.
Πολιτικοί επιζώντες
Η κοινωνική και πολιτική πραγματικότητα στην Ευρώπη έχει προ πολλού κάνει στροφή 180 μοιρών και η σοσιαλδημοκρατία κατηγορείται για ανίερους συμβιβασμούς και “ακατάσχετο” ρεφορμισμό, αλλά το σοσιαλδημοκρατικό αφήγημα παραμένει ζωντανό.
Πως εξηγείται αυτό; Η ευρω-κρίση των περασμένων ετών με τις μονεταριστικές εμμονές των διαχειριστών της και οι δραματικές οικονομικές και κοινωνικές μεταβολές που επέφερε σχεδόν στο σύνολο της γηραιάς ηπείρου μαζί με τον ισχυρό κλονισμό των πολιτικών συστημάτων που προκάλεσε, ειδικά στις χώρες του Νότου, δεν ενεργοποίησαν τα πολιτικά “σεισμικά ρήγματα” που πολλοί πίστευαν ότι υπάρχουν και θεωρούσαν αναπόφευκτο ότι θα δώσουν πολιτικούς σεισμούς. Αυτό, πολύ απλά, δεν συνέβη. Δεν προκλήθηκαν μη αναστρέψιμες ρήξεις ή μετατοπίσεις. Το σύστημα παρέμεινε αλώβητο, οι ισορροπίες διατηρήθηκαν, το στάτους της κοινωνικής συνοχής διατηρήθηκε, τα κομματικά συστήματα, αν και με σοβαρές απώλειες, επιβίωσαν του κυκλώνα.
Οι Podemos στην Ισπανία δεν μπόρεσαν να προκαλέσουν το ρήγμα που ήλπιζαν στο συμπαγές πολιτικό στερέωμα της μεταφρανκικής περιόδου, αντίθετα είναι οι εθνικιστές της Καταλωνίας που δείχνουν να το πετυχαίνουν αυτό σήμερα. Το συστημικό PSOE διατήρησε σημαντικό μέρος των δυνάμεών του, το Λαϊκό Κόμμα του Ραχόι, με τις μύριες όσες πολιτικές “αμαρτίες” το βαραίνουν, εξακολουθεί να βρίσκεται στην εξουσία. Στην Ιταλία, η υποδειχθείσα από το Βερολίνο και τις Βρυξέλλες “εκπαραθύρωση” του Μπερλουσκόνι το 2011, ενός εκλεγμένου πρωθυπουργού, και η αντικατάσταση του χωρίς εκλογές από τον τραπεζίτη Μάριο Μόντι, δεν έβγαλε στους δρόμους τους Ιταλούς, δεν προκάλεσε συνταγματική κρίση. Κανείς δεν διαμαρτύρεται για το ότι η Ιταλία έχει σήμερα τον τέταρτο στη σειρά μη εκλεγμένο πρωθυπουργό της από το 2011 (Μόντι, Λέτα, Ρέντζι, Τζεντιλόνι) Το κούρεμα των καταθέσεων στην Κύπρο το 2013 και μια ανάλογη, αν και πολύ λιγότερο επώδυνη, αντιμετώπιση των μικρο-ομολογιούχων της “διασωθείσας” από το ιταλικό κράτος Banca Monte dei Paschi di Siena εφέτος, δεν πυροδότησαν ανεξέλεγκτες λαϊκές αντιδράσεις ή εξεγέρσεις. Στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ προσαρμόστηκε απότομα στις συνθήκες της πραγματικότητας και των αδιεξόδων των μνημονίων χάνοντας σημαντικό τμήμα του αρχικού “φορτίου” της ριζοσπαστικότητας του. Συνεπώς, από τη στιγμή που ένα μεγάλο μέρος της “ενέργειας” του συστήματος δαπανήθηκε για την διατήρηση της αδράνειας του, και σ’ αυτό συνέβαλαν ακούσια οι διάφορες νεοφυείς πολιτικές δυνάμεις και ρεύματα, η κεντροαριστερή σοσιαλδημοκρατία έχει κάθε λόγο να θεωρεί εαυτόν πολιτικό επιζώντα που -θεωρητικά- μπορεί να επανακάμψει.
Ωστόσο, για να απαντηθούν πλήρως όλα τα παραπάνω θα πρέπει προηγουμένως να δοθεί απάντηση στο καίριο ερώτημα: Ποιοι λόγοι συνετέλεσαν στην κατάρρευση της σοσιαλδημοκρατίας, μάρτυρες της οποίας γίναμε για πολλοστή φορά πριν λίγες ημέρες με τα απογοητευτικά ποσοστά του SPD στις γερμανικές εκλογές; Τι συνέβη και τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έχασαν την πολιτική ηγεμονία τους στην Ελλάδα και την Ευρώπη;
Για όλα αυτά, και για πολύ περισσότερα, είχαμε μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα συζήτηση με ένα από τα ιστορικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ και μέλος των κυβερνήσεών του, τον κ. Κώστα Σκανδαλίδη. Στις απόψεις του διακρίνεται με σχετική σαφήνεια η προσπάθεια θεωρητικοποίησης της διαδικασίας ανασύνθεσης του χώρου και η δημιουργία των νέων αφηγημάτων που συνδέονται με αυτή, προεξέχοντος βεβαίως εκείνου της “νέας Αλλαγής”.
“Το ότι η Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μετά την κοσμογονία του ‘89 δεν μπόρεσε να αρθρώσει μια πειστική εναλλακτική και ριζοσπαστική πρόταση στην παντοδυναμία των δυνάμεων της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού, είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Αυτή η διαπίστωση δεν μας απαλλάσσει από τις δικές μας ευθύνες”, τονίζει το ιστορικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ προτρέποντας εν είδει μηνύματος σε σχέση το τρέχον πολιτικό ζητούμενο: “Η επόμενη μέρα να μας βρει ενωμένους και αποφασισμένους. Ανανεωνόμαστε και επιστρέφουμε στο προσκήνιο της ιστορίας”.
-Εν συντομία, ποιο είναι το διακύβευμα και ποιες οι προοπτικές του εγχειρήματος ανασυγκρότησης της Κεντροαριστεράς;
Η προοπτική συνίσταται στην αναγέννηση της δημοκρατικής παράταξης. Στην επανάκαμψη της στο πολιτικό προσκήνιο ως ηγεμονεύουσας δύναμης και πλειοψηφούντος ρεύματος ώστε να γίνει πράξη η νέα αλλαγή που έχει ανάγκη ο τόπος. Το άμεσο διακύβευμα είναι να ανατραπεί το σημερινό αδιέξοδο τοπίο και μέσω των προσεχών εκλογών να μπούμε σε θέση οδηγού για να βγει με σίγουρα και γρήγορα βήματα η χώρα από το αδιέξοδο.
-Λέγεται ανοιχτά πλέον, όλο και πιο συχνά, ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι το “νέο ΠΑΣΟΚ”. Ωστόσο, για το ιστορικό ΠΑΣΟΚ αυτό ακούγεται σχεδόν ως ύβρις. Ποια θεωρείτε ότι είναι τα στοιχεία εκείνα σε επίπεδο ιδεολογίας, που ορίζουν τις θεμελιώδεις διαφορές μεταξύ Κεντροαριστεράς και ΣΥΡΙΖΑ;
Δεν ακούγεται απλώς, είναι ιστορική ύβρις. Τι σχέση μπορεί να έχει το ΠΑΣΟΚ της Αλλαγής της δεκαετίας του ’80 ή το σοσιαλδημοκρατικό ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του ‘ 90 με το σημερινό κυβερνητικό συνονθύλευμα που εμφανίζεται ως αριστερά; Η Κεντροαριστερά πιστεύει στη Δημοκρατία ως αυτοσκοπό κι όχι ως μέσο επιβολής καθεστωτικών πρακτικών, σέβεται την ανεξαρτησία των συνταγματικών εξουσιών, είναι φορέας ριζοσπαστικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, προστατεύει και αναβαθμίζει συνεχώς το κοινωνικό κράτος. Ο αριστερός λαϊκισμός τι απ’ όλα αυτά αποδέχεται και πως διαχειρίζεται την εξουσία που του εμπιστεύτηκε ο λαός στην πράξη; Είναι τεράστιες οι διαφορές.
-Η κ. Γεννηματά μίλησε τις προάλλες για την “ανάγκη στρατηγικής ήττας του ΣΥΡΙΖΑ”. Εσείς, σε παλαιότερη συνέντευξή σας κατηγορήσατε την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. ότι επιδιώκει “να μετατραπεί σε καθεστώς”. Διαπιστώνουμε-αν μου επιτρέπετε την παρατήρηση- ότι όσο περισσότερο αποριζοσπαστικοποιείται ο ΣΥΡΙΖΑ τόσο κλιμακώνεται η ρητορική εναντίον του από το ΠΑΣΟΚ. Γιατί συμβαίνει αυτό;
Νομίζω ότι την εξήγηση μόλις την έδωσα. Γιατί η ελπίδα που γέννησε η πολιτική αλλαγή που έφερε στην εξουσία τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ σε ελάχιστο χρόνο κατέρρευσε. Αν το ΠΑΣΟΚ κατηγορήθηκε για οίηση και εξουσιαστικές λογικές δεκαετίες μετά την άνοδο του στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ πρόλαβε να γίνει καθεστώς σε ελάχιστους μήνες. Ανατρέποντας μάλιστα δημοκρατικές κατακτήσεις δεκαετιών. Δεν κλιμακώνουμε εμείς τη ρητορική εναντίον της Κυβέρνησης, η Κυβέρνηση προκαλεί με τις πρακτικές της ολοένα και περισσότερο το δημόσιο αίσθημα και το πολιτικό ήθος.
-Στη διαδικασία σύστασης του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς, κάποιοι βλέπουν απλά μια προσπάθεια να καλυφθεί ο κενός χώρος μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ. Άλλοι ωστόσο διαβλέπουν την ανάδυση έναν ισχυρού “τρίτου πόλου” και μιλούν για πολιτικές εκπλήξεις. Τι έχετε να απαντήσετε στους μεν και τους δε;
Δεν είναι τοπογραφικό το πρόβλημα της χώρας, απλώς να καλυφθεί ένας χώρος που μέχρι σήμερα είναι κατακερματισμένος. Η χώρα χρειάζεται επειγόντως όχι τον «τρίτο πόλο» αλλά τον πρώτο πόλο, την δύναμη που θα πάρει στα χέρια της τα ηνία ανάμεσα στον καταρρέοντα αριστερό λαϊκισμό και την επαπειλούμενη συντηρητική παλινόρθωση. Μια αυτόνομη πλειοψηφική πολιτική που επιβάλλει συνεννόηση και μπορεί να υπηρετήσει με πολλαπλάσια δύναμη πυρός τα εθνικά και λαϊκά συμφέροντα.
-Το ΠΑΣΟΚ ιδρύθηκε από μια ισχυρή και χαρισματική πολιτική προσωπικότητα, τον Ανδρέα. Στην ιδρυτική διαδικασία της Δημοκρατικής Συμπαράταξης βλέπουμε να διαγκωνίζονται πολλοί. Θεωρείται ότι ο μεγάλος αριθμός υποψήφιων αρχηγών είναι κάτι θετικό, ή μπορεί τελικά να λειτουργήσει αρνητικά;
Κοιτάξτε, ούτε η εποχή , ούτε η περίπλοκη και αδήριτη πραγματικότητα επιτρέπει να περιμένουμε ξανά κάποιο χαρισματικό ηγέτη που με μια επαγγελία και ένα όραμα θα συσπειρώσει την μεγάλη λαϊκή πλειοψηφία. Ο αριθμός των προσώπων που έχουν τη θεμιτή φιλοδοξία να ηγηθούν της παράταξης δεν είναι πρόβλημα. Δείχνει πλούτο, επάρκεια στελεχών, εκφραστές διαφορετικών χώρων μέσα στην ίδια κοιτίδα της κεντροαριστεράς. Το στοίχημα είναι αυτή η πολυσυλλεκτική δυναμική που θα κάνει εντυπωσιακή εμφάνιση στην κάλπη, να μετατραπεί ενωτικά και συντεταγμένα αμέσως μετά, σε ενιαία πολιτική δύναμη. Για να μπορεί να πετύχει τον εκλογικό στόχο που έθεσα προηγούμενα. Γι’ αυτό η επόμενη μέρα της εκλογής πρέπει να μας βρει όλους ανεξάρτητα ενωμένους και αποφασισμένους.
-Αποτελεί κοινή ομολογία ότι ο νέος φορέας θα πρέπει να επιλέξει “αναγκαστικά” μια στρατηγική συμπόρευσης είτε με την ΝΔ, είτε με τον ΣΥΡΙΖΑ- αν και ο κ. Πρωτόπαπας διακήρυξε από το βήμα του συνεδρίου τον Ιούλιο ότι “η Δεξιά ήταν πάντα ο στρατηγικός αντίπαλος της δημοκρατικής παράταξης”. Σε πρόσφατη δημοσκόπηση (Prorata) στην «Εφ.Συν.» το 33% των ερωτηθέντων τάχθηκε κατηγορηματικά υπέρ της απόλυτης πολιτικής αυτονομίας του νέου φορέα, το 21% υποστήριξε τη σύμπραξη του με τον ΣΥΡΙΖΑ και το 27% με τη Ν.Δ. Ποια είναι τα υπέρ και τα κατά της κάθε επιλογής; Μήπως υπάρχει και “τρίτος δρόμος”;
Νοιώθω καθημερινά να μας γίνεται ένα πραγματικό bullying με την μονότονη επανάληψη του ερωτήματος ‘με ποιους θα πας και ποιους θα αφήσεις’ μετά τις εκλογές. Διατυπώνεται από δυνάμεις που αρνούνται να καθίσουν στο ίδιο τραπέζι, να ανταλλάξουν απόψεις ακόμη και για τα σοβαρότερα προβλήματα της χώρας. Δεν ρωτούν με ποιο πρόγραμμα, ποιες δεσμεύσεις, ποιες επιλογές θα κυβερνηθεί ο τόπος, ποιες προγραμματικές συμφωνίες. Ζητάμε από τον ελληνικό λαό στις εκλογές να πάρουμε εμείς την εντολή να τους υποχρεώσουμε σε εθνική συνεννόηση στη βάση της αυτόνομης πορείας μας και της δικής μας πρότασης. Ήδη τα πρώτα στοιχεία της παρουσιάστηκαν τόσο στο Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης όσο και στην ομιλία της Φώφης Γεννηματά στη ΔΕΘ.
-Κεντρικό αφήγημα της Κεντροαριστεράς σήμερα, είναι η άρση των παθογενειών του συστήματος, οι οποίες ωστόσο, κυοφορήθηκαν, γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν κατά την περίοδο πολιτικής ηγεμονίας του προγόνου της Συμπαράταξης. Κατά πόσον το στοιχείο αυτό λειτουργεί ως υπενθύμιση μιας πολιτικής αποτυχίας;
Κανείς δεν αρνήθηκε κάποια σημεία πολιτικής αποτυχίας που οδήγησαν στην ήττα μας κι εμείς έχουμε κάνει γι’ αυτά μεγάλη αυτοκριτική. Από αυτό το σημείο μέχρι να θεωρηθεί η Μεταπολίτευση καταστροφική περίοδος και να επιχειρείται να ξαναγραφεί η ιστορία υπάρχει τεράστια απόσταση. Δε ξεχνά κανείς το 2004. Ούτε πως παλέψαμε εμείς μέσα στη κρίση και πως οι σημερινοί κυβερνώντες. Εξ άλλου, όψιμα αρχίζουν να ανακαλύπτουν τον Ανδρέα, σιγά- σιγά θα ανακαλύψουν και το ΠΑΣΟΚ ως προοδευτική, δημοκρατική, δημιουργική δύναμη αλλαγής και μεταρρύθμισης.
-Ποιοι είναι συνοπτικά κατά τη γνώμη σας, οι λόγοι κατάρρευσης της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας; Έχουν σχέση μόνον με την ελληνική ιδιαιτερότητα, ή αντανακλούν μια γενικότερη τάση;
Το ότι η Ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μετά την κοσμογονία του ‘ 89 δεν μπόρεσε να αρθρώσει μια πειστική εναλλακτική και ριζοσπαστική πρόταση στην παντοδυναμία των δυνάμεων της αγοράς και του νεοφιλελευθερισμού, είναι ορατό δια γυμνού οφθαλμού. Οι δυνάμεις της συντήρησης κυριάρχησαν, αλλά αυτές τον οδήγησαν στη σημερινή κρίση και τα αδιέξοδα. Αυτή η διαπίστωση δεν μας απαλλάσσει από τις δικές μας ευθύνες. Είναι αλληλένδετες οι αιτίες. Αυτό δείχνει και το δρόμο. Μάχη στην Ευρώπη για την προοδευτική Αλλαγή, μάχη στην Ελλάδα για την νέα Αλλαγή, να δείξουμε ότι μαθαίνουμε από την ιστορία, ανανεωνόμαστε και επιστρέφουμε στο προσκήνιο της ιστορίας.
Κεντρική φωτό: Σπύρος Στάβερης (Πρωτομαγιά, Πεδίον του Αρεως)