Ποιο το νόημα της Αναστάσεως για το παρόν μας, στο εδώ και στο τώρα μας; Αυτό είναι ένα ερώτημα που δεν θα μπορούσε να τεθεί σε προχριστιανικούς κόσμους και παραδόσεις, παρ’ όλο που έβριθαν αναστάσεων, μυθικών, συμβολικών ή μη, αλλά οι οποίες δεν είχαν κανένα αντίκρισμα εντός μας, ούτε απαίτηση από μας. Δεν μας αφορούσαν. Κοινωνίες κλειστών, επαναληπτικών χρόνων, όπου το θείον ήταν απλώς ένας άλλος, ξένος προς τα ανθρώπινα κόσμος, σε ένα άλλο πάτωμα, με απαγορευμένες τις μεταξύ τους συναισθηματικές σχέσεις. Κοινωνίες φόβου για τον κόσμο και την φύση, κομμένες στα δύο, μεταξύ ιερού και βεβήλου (ο διαχωρισμός αυτός σημαίνει θρησκεία), όπου ο φόβος της μερικότητος δημιουργούσε είτε ανάγκη λυτρωτικής φυγής της ψυχής, κατά κύριο λόγο, από τα εγκόσμια, είτε παθητικότητα και αυτά, με την σειρά τους, παρήγαν την ανάγκη εξωτερικού θαύματος. Έτσι, στο πλαίσιο αυτό, μπορούμε να βρούμε πλήθος αναφορών σε μυθολογικές, κυρίως, αναστάσεις, είτε στην αρχαιοελληνική, είτε στην αιγυπτιακή ή στην σουμεριακή παράδοση. Εάν η ανάσταση του Χριστού συναριθμείτο σ’ αυτές, δεν θα μας αφορούσε. Και εάν ακόμη την «ζούσαμε», θα την «ζούσαμε» συμβολικά, δηλαδή μία ξένη, δανεική ζωή, όχι πάντως την δική μας αναστάσιμη ζωή. Έτσι, η ανάσταση του Χριστού θα εσυντελείτο ως απλό, επαναληπτικό, εορταστικό γεγονός, μνήμης, το πολύ-πολύ, εντός ενός τυπικοτελετουργικού πλαισίου, που θα μας έδινε ασφάλεια, αλλά μαζί και θάνατο στο επτασφράγιστο «σιδερένιο κλουβί» του πολιτισμού μας. Με την ανάσταση, ο χριστιανισμός σημαίνει την έξοδο από την θρησκεία.
Τα ευαγγέλια, πλην Αποκρύφου του Πέτρου, δεν αναφέρουν τίποτε για την ανάστατη του Ιησού. Όχι τυχαία, αφού η ανάσταση δεν ήταν ένα φυσικό ή συμβολικό γεγονός· ζητούσε την δική μας συμμετοχή, ως πίστη, δηλαδή ένα άνοιγμά μας επέκεινα των ορίων μας, επέκεινα της ουσίας, ακόμη και των δυνατοτήτων μας.
Η παλαιά παγανιστική θρησκεία, ας εκληφθεί όχι τόσο ως παρελθοντικό, ιστορικό μόρφωμα, αλλά ως καταστασιακή συνθήκη, στην οποία μπορεί να περιπέσει φυσικά και ο χριστιανισμός. Η θρησκεία ζητεί την τήρηση της τελετουργικής τάξεως, της εθιμικής ευσεβείας και της θυσίας-εξιλεώσεως και εξευμενίσεως στο τυραννικό θηρίο, την τήρηση του τυπικού –στην περίπτωση του εβραϊσμού, την τήρηση των εντολών του Νόμου. Στην υπέρβαση των δεδομένων ορίων (ύβρις), παραφύλαττε η νέμεσις και η τιμωρία.
Με τον χριστιανισμό, δηλαδή με την ανάσταση, τα πάντα υπερβαίνονται και ανατρέπονται.
Δεν δέχεσαι πλέον παθητικώς τον χρόνο, αλλά είσαι ο καινούργιος χρόνος και τούτο γιατί η ανάσταση είναι η καινούργια αρχή μέσα στο τέλος, στο όριο, που δεν πια περιοριστικό, αλλά εφαλτήριο για καινούργια αρχή –η ζωή πλέον ως νέα δυνατότητα, όπου το μέλλον γεννά το παρόν και όχι το παρελθόν, που θεωρείται καθηλωτικό και στείρο νέου χρόνου.
Με την ανάσταση του Θεανθρώπου, όπου όλοι ενοικούμε σε αυτόν, λόγω της ανθρωπίνης του φύσεως, είμαστε, πλέον, υπάρχουμε, ως νέα αρχή.
Της αναστάσεως προηγείται η πτώσις, η αγωνία του σταυρού και ο φόβος – ο φόβος αυτός, που αν εκληφθεί ως τέλος μας μιζεριάζει. Όμως η ανάσταση δεν πρόκειται για απλή επανέγερση ούτε για απλό ξεπέρασμα, αλλά απαιτεί, και είναι, εσωτερική αλλαγή-ωρίμανση, μία νέα χωρητικότητα, την οποία δίνει το άνοιγμα στο απολύτως άλλο και ταυτοχρόνως απολύτως δικό μας. Πρόκειται για μία δεύτερη παρουσία του εαυτού μας σε μας. Και αυτό είναι, όντως η αλήθεια μας, αφού η αλήθεια δεν είναι ένα αντικειμενικό προς εξακρίβωσιν μέγεθος, αλλά η έκθεσή μας, το καθρέφτισμά μας στο απολύτως αλλότριο δικό μας, που είναι η ανάσταση. Η ανάσταση συνιστά γεγονός πίστεως, τελείται εν κρυπτώ και μυστικά εντός μας, στον πλέον προσωπικό πυρήνα μας και είναι αυτή που μας συγκροτεί ως πρόσωπα. Και επειδή ακριβώς της αναστάσεως προηγείται η κένωσις του εαυτού, ως φόβου σπό την συνείδηση των ορίων της μερικότητος, η καθολικότης, που υπόσχεται αυτή, δηλαδή η καθαρή σημασία, την καθιστά και αναφήγητη.
Αντιμέτωπες συνεχώς μνήμες και ελπίδες δημιουργούν εντάσεις και διχασμούς. Την υπερβασιακή τους σύνθεση, χωρητική, δίχως κακία, αλλά με επιείκεια για τους «αμαρτωλούς», την χαρίζει ο νέος χρόνος της αναστάσεως και όπως λέει ο αββάς ‘Ισαάκ ο Σύρος «αντί της ανταποδόσεως της δικαίας, ο Θεός ανάστασιν ανταποδίδει αυτοίς.
Σε αντίθεση με την αθανασία, όπου η ισχύει η σαδικοπρωκτική κατακράτηση του χρόνου, ως παράταση, αρνούμενη το τέλος και την αρχή, η Ανάσταση ξεμπλοκάρει τον χρόνο και μας τον χαρίζει ανά πάσα στιγμή, ως νέα αρχή μέσα στο τέλος. Για την αθανασία, ο θάνατος είναι ο έσχατος φίλος, που θα απελευθερώσει την ψυχή από τα γήινα, για την ανάσταση, είναι ο έσχατος εχθρός που αποπειράται να μηδενίσει την εκ της αγάπης του Θεού μοναδικότητα του προσώπου. Θάνατος και ανάσταση φαίνεται να μοιράζονται κάτι κοινό: και οι δύο αναφέρονται στην σύνολη ζωή – εξ ού και δεν μπορούμε να μιλάμε μόνον για ανάσταση ως μετά θάνατον ζωή, αλλά φαίνεται πως και τα δύο είναι αποκλειστικώς εξατομικευτικά «στοιχεία», αφού ουδείς μπορεί να μας τα αφαιρέσει, ούτε εμείς οι ίδιοι εξ ιδίων. Ενώ, όμως ο θάνατος μηδενίζει την απόσταση και την διαφορά, εντός μιας απολύτως αδιφοροποιήτου ισοτελείας , η ανάσταση δημιουργεί νέα διαφορά και νέα απόσταση, δείχνοντας πως ο άνθρωπος δεν είναι το άθροισμα των μερών του που αποσυντίθενται στον τάφο, αλλά η καθαρή του σημασία, το πρόσωπό του που ανασταίνεται επέκεινα του τάφου. Μπορεί να ζω και να πεθαίνω ολικώς εδώ, ανασταίνομαι, όμως, στο ολικώς εκεί, στο επέκεινα.