Ο Νίκος Καλαποθάκος είναι ο συγγραφέας πέντε, μέχρι τώρα, βιβλίων, στα οποία πραγματεύεται τις πηγές της ελληνικής πολιτισμικής ταυτότητας μέσω των εικόνων, του σώματος και των βασανιστηρίων στο Βυζάντιο, του ρεμπέτικου, του ποδοσφαίρου και των ταινιών μέχρι το 1970: «Ἀπὸ τὸ κομπολόι στὸ ρολόι», «Κλειδωμένα σώματα κλειστοὶ χρόνοι συνεχεῖς κόσμοι», «Τὸ ὅριο καὶ ἡ ἔκπληξη», «Μὲ θέλω στὸ ἐπέκεινα χωρίς ἐμένα», «Γιὰ τὴν κακιὰ τὴν ὥρα» – όλα των εκδόσεων Αρμός.
Οι δυσκολίες στην ανάγνωση ξεκινούν ήδη από τους τίτλους και εντείνονται προοδευτικά όσο προσπαθεί κανείς να κατανοήσει την συνθετική σκέψη του συγγραφέως. Ο Καλαποθάκος εκφράζεται σε άψογα ελληνικά και σε πολυτονική γραφή που μπορεί να ενθουσιάσει τους γνώστες αλλά και να αποθαρρύνει τους μη «μυημένους». Οι ιδιοκατασκευασμένες λέξεις, ακόμα μια έκπληξη από τον συγγραφέα, μάχονται θανάσιμα, τις περισσότερες φορές, την πλήξη που μπορεί να προκαλέσει στους νεοφώτιστους το διάβασμα τόσο απαιτητικών αναλύσεων.
Με άλλα λόγια, ο Καλαποθάκος είναι δύσκολος και γοητευτικός –έχοντας επίγνωση αυτών των χαρακτηριστικών του–, ενώ η συνθετική ικανότητα, που διαθέτει, αναπτύσσεται σε ένα πλαίσιο χαλαρό, παράλληλα με μια χιουμοριστική διάθεση εκ μέρους του. Δεν απαιτεί, δηλαδή, μόνον από τους αναγνώστες, αλλά με όχημα το χιούμορ αποστασιοποιείται και θέτει υπό την κρίσιν του συγγραφέα τον ίδιο του τον εαυτό.
Ανοίγοντας τυχαία το «Ἀπὸ τὸ κομπολόι στὸ ρολόι» στην σελίδα 79 αντιγράφω: «Ὁ ἥρωας τοῦ μακροαφηγηματικοῦ δημοτικοῦ στερεῖται, σὲ μεγάλο βαθμό, συνειδήσεως ἐσωτερικότητος καὶ ψυχολογίας· τὸ ρεμπέτικο ἐξ’ ἀρχῆς ἔθεσε θέμα συγχρονισμοῦ σ’ ἕναν κόσμο, ὁ ὁποῖος δὲν ἦταν ἀπολύτως δοσμένος καὶ ποὺ ἀπαιτοῦσε, ἔστω καὶ κατ’ ἐλάχιστον, συνείδηση ὑποκειμενικότητος καὶ κατ’ ἐπέκτασιν ἐσωτερικότητος ποὺ ἐκβάλλει σὲ στάση ἀτομικῆς εὐθύνης, καὶ δημιουργικότητος».
Ανοίγοντας τυχαία τα «Κλειδωμένα σώματα» στη σελίδα 165 αντιγράφω: «Ὁμοίως ἡ μίμηση, ἡ ρύθμιση τῆς ζωῆς ἑκάστου πρὸς τὸ πρότυπο τοῦ ἁγίου ἢ τοῦ Χριστοῦ, ἀπαιτοῦσε τὴν ἀπόσυρση τοῦ ἐγὼ ἀπὸ τὴν κυκλοφορία· τὸ ἀκριβῶς ἀντίθετο ἀπὸ ὅ,τι θὰ ἐπέτασσε ἡ οἱαδήποτε διαμεσολαβημένη ἐπιθυμία – συχνότατες εἶναι στὰ ἀσκητικὰ κείμενα, οἱ συμβουλὲς περὶ μὴ καταπιστεύσεως ἐαυτῷ (ἡ κενοδοξία τοῦ αὐτοδημιούργητου) […]· διὰ τῆς μιμήσεως δὲν μποροῦσε νὰ συσταθῆ ναρκισσιστικὸ ὑποκείμενο· ἡ ἀναγνώριση ἑαυτοῦ διενεργεῖτο ἐντὸς τῶν καθρεπτικοπαραπεμπτικῶν σχέσεων».
Ανοίγοντας τυχαία το «Ὅριο καὶ ἡ Ἔκπληξη» στην σελίδα 135 αντιγράφω: «Τὸ κατενάτσιο ἀπαντᾶ στὴν ἐρώτηση: πῶς ὁ ἀδύνατος θὰ ἐπικρατῆ τοῦ δυνατοῦ, πῶς ὁ ἀτάλαντος θὰ νικᾶ τὸν ταλαντοῦχο καὶ περαιτέρω: πῶς ὁ ἄδικος θὰ νικᾶ τὸν δίκαιο – ἐξ οὗ καὶ σύνολος ὁ προτεσταντικὸς κόσμος τὸ ἀπεχθανόταν· ὁ Μπόμπυ Σάνκλυ τὸ μισοῦσε καὶ συνεχάρη, μάλιστα τὴν Σέλτικ ἐπὶ τῇ ἐπικρατήσει της ἐπὶ τῆς Ἴντερ».
Εδώ, θα ασχοληθούμε συνοπτικώς με το προτελευταίο του βιβλίο: «Μὲ θέλω στὸ ἐπέκεινα χωρὶς ἐμένα» – Για «Τὴν κακιὰ τὴν ὥρα», επιφυλασσόμαστε προσεχώς.
Μετά το γλυκείας ωμότητος ξεκαρδιστικό «Εἰσαγωγικόν», μπαίνουμε στα βαθιά.
Τα πέντε ζεϊμπέκικα: ο συγγραφέας αναλύει τον τύπο του ήρωα στην Ελλάδα και διηγείται, ως εκφάνσεις του «ατομαδικού» ψυχισμού τους, τις ιστορίες των πέντε σπουδαιοτέρων ποδοσφαιριστών, Δεληκάρη, Χατζηπαναγή, Παπαϊωάννου, Δομάζου και Κούδα, σε μια χώρα όπου «ο πρώτος του χορού» θέλει άπαντες ίσους και ομοίους και να ξεχωρίζει μόνον αυτός. Οι ποδοσφαιριστές εκτελούν το δικό τους «ζεϊμπέκικο», το οποίο έχει ένα κοινό χαρακτηριστικό, ανεξαρτήτως των προσωπικών ιδιαιτεροτήτων της «χορογραφίας», όπως τις έχει εντοπίσει ο συγγραφέας.
«Δεληκάρης καὶ Κούδας χόρευαν ἕνα ζεϊμπέκικο μὲ πολλὰ ἐναέρια ἐπιτόπια ἅλματα, χτυπῶντας τὴν γῆ-τύχη τους ποὺ δὲν εἶναι ἄλλη ἀπὸ τὴν βαρύτητα τοῦ σώματός τους, ἡ ὁποία δὲν τοὺς ἄφηνε νὰ πετάξουν μαζὶ μὲ τὴν ψυχή τους […]. Παπαϊωάννου καὶ Δομάζος εἶχαν ἕνα ζεϊμπέκικο πιὸ βαρύ· τοῦ δεύτερου πιὸ ἀρχηγικὸ καὶ πιὸ κοφτό, τοῦ πρώτου περισσότερο ἐσωστρεφὲς καὶ θυσιαστικὸ μὲ ἕνα μόνο ἐπιτόπιο ἅλμα σὰν γιὰ νὰ πιάση τὸ φευγαλέο […]. Τοῦ Χατζηπαναγῆ ἔμοιαζε μὲ παλιὸ μουρμούρικο· σὲ ὅση ἀκινησία τὸν καταδίκασαν, σὲ τόση σάρωση τοῦ τόπου ὑποχρέωνε τὸν ἑαυτό του· ἀργὸ ξεκίνημα στὴν ἀρχή, τρελὸ τρέξιμο μετά, μὲ στριφογυριστὲς ἀπότομες ντρίπλες. Πάντες ἔπαιξαν τὸ μελαγχολικό τους ψυχόδραμα. Ἅπαντες τοὺς ἐλάτρεψαν».
Να λογιάζωμαι, αλλά μου λείπουν μέτρα: Ερχεται η σειρά του προέδρου της ομάδας, ο οποίος συμπεριφέρεται σαν η ομάδα να είναι το μαγαζί του. Οσο μεγαλύτερη δύναμη έχει, τόσο περισσότερο καθιστά το δημόσιο ιδιωτικό. Θεωρεί άπαντες στην ομάδα του υποχείρια ή αυλικούς, αφού μόνον αυτός τους δίνει την αξία τους. Χωρίς αυτόν παύουν να υπάρχουν.
Το σημαντικότατο αυτό θέμα ο Καλαποθάκος το προσεγγίζει με έναν καθαρό και ευφυή τρόπο, μάλλον πρωτόγνωρο: «Στὴν Ἑλλάδα, δημόσιος χῶρος, τὸ κοινόν, δὲν ὑπῆρξε ποτέ. Δύο ἦσαν οἱ καταληκτήριες ἐκδοχές του: Ἡ θὰ γινόταν ἰδιωτικός, ὁπότε ἡ τύχη του θὰ ἦταν ἡ μὲ ὅποιον τρόπο καταπάτηση-ἰδιοποίησή του, ἢ θὰ ἦταν παντελῶς ξένος καὶ ἐχθρικός, ὁπότε ἀνέτως θὰ μπορούσαμε νὰ τὸν καταστρέψουμε· ἢ ἁπλῶς νὰ ἀδιαφοροῦμε γι’ αὐτὸν». Η πρωτοτυπία του Καλαποθάκου δεν συνίσταται απλώς στην παραπάνω διατύπωση περί δημοσίου και ιδιωτικού στη χώρα μας. Συνδέοντας την ποδοσφαιρική «ιστορία» με την «Χρονικήν Διήγησιν» του Νικήτα Χωνιάτη (1155-1217), δείχνει όχι μόνο αναλογίες με το υπό παρατήρηση πρόβλημα, αλλά τα «βαθιὰ καὶ ἀναλλοίωτα ὑποστρώματα, τὰ ὁποῖα στοιχειώνουν ψυχισμούς […] σὰν πολιτισμικὰ πρότυπα» όπως σημειώνει. Και εδώ ακριβώς αρχίζει το ενδιαφέρον. Το προεδριλίκι είναι μία άλλη μορφή βυζαντινισμού, αλλά και πνευματικών επιλογών που έλαβαν χώρα δεκατρείς αιώνες πριν. Οι εξιστορήσεις των θητειών των Μαντζεβελάκη, Καρέλλα, Γουλανδρή, Μπάρλου και Βαρδινογιάννη, αναδεικνύουν γλαφυρά τις παραπάνω σχέσεις και την αναπόφευκτη κατάρρευση στην οποία αυτές καταλήγουν. Εξάλλου, μόνο για μικρό χρονικό διάστημα υπολογίζεις κάποιον που δεν έχει κερδίσει την αξία του αλλά την επιβάλλει συγκυριακά.
Βάζω το τραύμα βάζεις το θαύμα; Καλώς, με όλα τα παραπάνω. Το συμπέρασμα έρχεται αβίαστα. Είμαστε ένας λαός, μάλλον εσωστρεφής, ο οποίος αντλεί την ατομική του αξία από την αναγνώριση εντός τής κοινότητος και από αυτήν· όχι από το έργο του. Αναφορά για την αξία μας δεν είναι το έργο μας, αλλά τι θα πουν οι άλλοι για μας. Οι σημαντικοί μας άλλοι. Η οικογένειά μας, με την οποία διατηρούμε πάντα σχέσεις αγάπης και μίσους, και οι εξ αυτής σχέσεις δουλικότητος/επιθετικότητος με την εξουσία, είναι το βασικό κριτήριο αξίας. Αναζητούμε, απεγνωσμένα, θέση-φέουδο στο μοναδικό μας σύστημα και αυτή η προσπάθεια αποτελεί και το δράμα μας.
Εύκολα γλιστράμε σε κωμικές καταστάσεις, όταν δεν καταφέρνουμε να αναγνωρίσουμε τη θέση μας εκεί που θα έπρεπε. Εν ολίγοις, μιλάμε για μία κουλτούρα, που εκφράζεται, ακόμα και ποδοσφαιρικά, μέσα από τα λόγια του Καλαποθάκου «Τὸ αἴσθημά μας εἶχε λάβει διαστάσεις πολιτισμικῆς προτυποποιήσεως.
Ἔναντι τῆς “Εὐρώπης”, αὐτοῦ τοῦ συλλογικοῦ ἀπωθημένου, αἰσθανόμασταν συλλογικῶς ὅ,τι αἰσθανόμασταν ἀτομικῶς ἔναντι τοῦ κράτους: παραμελημένοι, ἀδικαίωτοι, ἀδικημένοι καὶ ἀπόκληροι ἀπὸ ἕνα ἀχάριστο κράτος-προδότη· ἡ ἅλωση, γιατί μόνον γιὰ τέτοια μποροῦμε νὰ ὁμιλοῦμε, τῆς “Εὐρώπης” εἶχε ἀναχθῆ σὲ ζήτημα τιμῆς καὶ ἀπωθημένης συλλογικῆς ἐπιθυμίας. Γιατί, τὸ νὰ αἰσθανώμαστε ὅτι ἀνήκουμε καὶ ἐμεῖς σ’ ἐκεῖνα τὰ ὑπολείμματα λαῶν, τῶν ἐν μέρει ἐκφυλισμένων, ἐν μέρει καθυστερημένων, ἐν μέρει κατωτέρων, οἱ ὁποῖοι μποροῦν νὰ ζοῦν-ἐπιβιώνουν, καὶ μόνον ἔτσι, μεταξὺ πολιτισμένων κοινωνιῶν, ἄνευ ἐσωτερικῆς συμμετοχῆς σὲ αὐτές, μᾶς ἔπληττε θανασίμως· ἔπρεπε νὰ νιώθουμε, ἂν ὄχι ὅτι ὁρίζουμε τὰ πράγματα, τουλάχιστον ὅμως ὅτι κατέχουμε πρωτεύουσα θέση μεταξὺ τῶν πρώτων, ἄνευ ὅμως τοῦ ἀνταγωνισμοῦ· τὸ πραγματικὸν ὅμως εἶχε διαφορετικὴ ἄποψη περὶ αὐτοῦ».
Πώς όμως καταφέραμε να πάρουμε το πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου το 2004; Θα μπορούσα να σας μεταφέρω συνοπτικά την άποψη του συγγραφέως γι’ αυτό, αλλά πιστέψτε με… αξίζει να το διαβάσετε στο βιβλίο.