Ενας παλιός, δοκιμασμένος και αποδοτικός τρόπος πολιτικής προπαγάνδας (αλλά και εξαπάτησης γενικώς) είναι να βάζεις τους πολίτες μπροστά σε διλήμματα παρουσιάζοντας δύο επιλογές, εκ των οποίων η μία φαίνεται, σε πρώτη ανάγνωση, κατά πολύ σημαντικότερη της άλλης:
«Θέλετε να έχουν όλοι οι Γερμανοί δουλειά ή να παίρνουν τις δουλειές οι Εβραίοι;»
«Για κάθε έναν Εβραίο που μένει στη Γερμανία ένα Γερμανόπουλο πεινάει».
Η εμφάνιση ως ισοδυνάμων δύο εντελώς άσχετων και καθόλου αντικρουόμενων πραγμάτων μεταξύ τους -με το ένα να απευθύνεται πάντα στο συναίσθημα είτε αυτό δημιουργείται από λύπη για άλλους είτε από μια ισχυρή, καθοριστική για την ποιότητα ζωής προσωπική ανάγκη-είναι βασικό όπλο στην προπαγανδιστική φαρέτρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί αυτές τις μεθόδους, αποτελεσματικότερα ίσως από κάθε άλλο κυβερνητικό κόμμα, ήδη από τις προεκλογικές του εκστρατείες. Αντιστρέφοντας το φτηνό, λαικιστικό μπαμπουλοειδές επιχείρημα της Δεξιάς του ’50 (Εμείς ή οι Κομμουνιστές που σφάζουν με τα κονσερβοκούτια) βάζει συνεχώς τους πολίτες μπροστά σε ανύπαρκτα διλήμματα εκμεταλλευόμενος σε μέγιστο βαθμό αυτό που ονομάζουμε «λαικό αίσθημα». Τις περισσότερες φορές αυτό το «αίσθημα» δημιουργείται από ένα συνονθύλευμα προκαταλήψεων, άγνοιας και αδυναμίας προσέγγισης μιας δύσκολης πραγματικότητας και το οποίο, βέβαια, τροφοδοτούν όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις, μηδέ των σημαντικών εξαιρουμένων (π.χ Ελευθερίου Βενιζέλου).
Η απάντηση της Γεροβασίλη και άρα της κυβέρνησης στην απόφαση του Συμβουλίου Επικρατείας για τις τηλεοπτικές άδειες ήταν ακριβώς μια τυπική περίπτωση εργαλειακής χρήσης του λαικού αισθήματος το οποίο εσκεμμένα προκαλείται όταν εξισώνονται οι τηλεοπτικές άδειες με…τα παιδάκια που δεν θα πάνε στους παιδικούς σταθμούς και με τους ασθενείς στα νοσοκομεία που δεν θα έχουν τους νοσηλευτές που τους αξίζουν!
Η εκπαίδευση των πολιτών είναι το μόνο που μπορεί, αν όχι να ελέγξει, τουλάχιστον να φέρει την πολιτική προπαγάνδα στον 21ο αιώνα. Νάχουμε κι εμείς βρ΄αδελφέ την προπαγάνδα που-νομίζουμε ότι-μας αξίζει.