Τόσο οι ίδιες οι δηλώσεις του Ν. Ξυδάκη περί “τριτοκοσμικής” ΕΡΤ όσο και ο τρόπος με τον οποίον ο ίδιος αναγκάστηκε να τις ανασκευάσει με την “κλήση του σε απολογία” στην “Πρωινή Ζώνη” της κρατικής TV είναι ακόμα μία ένδειξη της συνολικότερης κατάπτωσης.

Δύο αυστηροί, αυστηρότατοι, δημοσιογράφοι, ο ένας εκ των δυο σε ημιέξαλλη κατάσταση να τον εγκαλεί με ύφος που αν ξεκινούσε από την αισθητική – ιδεολογική αφετηρία των “άλλων”, θα είχε εγερθεί μέγα θέμα “ποιοτικής λειτουργίας του δημόσιου μέσου ενημέρωσης”. Αλλά ας μείνουμε στους ρόλους.

Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ είπε ό,τι είπε από το βήμα του Οικονομικού Φόρου στους Δελφούς. Η ουσία τους επικεντρώθηκε σε δύο σημεία: Ότι οι δημοσιογράφοι αποβλακώθηκαν από την εισβολή του lifestyle και ότι η εικόνα της ΕΡΤ είναι τριτοκοσμική. Αν απομακρυνθούμε λίγο από τις ίδιες τις δηλώσεις τι θα δούμε;

Ένα πολιτικό στέλεχος πρώην δημοσιογράφο που εξέφρασε την άποψή του για την ποιότητα της δημοσιογραφίας. Είναι σωστό αυτό; Κανονικά ναι. Αλλά στην παρούσα φάση, ο Ν. Ξυδάκης με το άλλοθι του πρότερου δημοσιογραφικού βίου εξέλιξε υπό τη δική του οπτική την αντι-ΜΜΕ κυβερνητική πολιτική. Όχι με την κλασική φρασεολογία περί “βοθροκάναλων”, δεν θα του το επέτρεπε ποτέ η προσωπική του αισθητική. Αλλά μόνο και μόνο το γεγονός ότι ως κυβερνητικό στέλεχος, όχι ως αυτόνομη πολιτική οντότητα, παρέδωσε δημοσίως μαθήματα δημοσιογραφίας, εκλαμβάνεται ως συμπόρευση με το συνολικότερο κλίμα απαξίωσης του Τύπου. Με τη διαφορά, βεβαίως, ότι συμπεριέλαβε και το κρατικό κανάλι. Και αυτό, πράγματι, δεν είναι συνηθισμένο.

Όταν, όμως, άρχισε η σκληρή κριτική και το αίτημα για την επαναφορά του στην τάξη, ο εκπρόσωπος, πράγματι δεν μπόρεσε να υποστηρίξει τον συλλογισμό του περί “τριτοκοσμικής ΕΡΤ” και τη συνακόλουθη δημόσια ερμηνεία του. Διότι ή θα ήταν αναγκασμένος να μιλήσει για τον μηχανισμό της κρατικής προπαγάνδας που στήνεται διαχρονικά στην Αγ. Παρασκευή -άρα και από τη συγκεκριμένη (και δική του) κυβέρνηση- ή να ανακρούσει πρύμναν και να χαρακτηρίσει υπερβολική τη λεκτική του επιλογή.

Το σκηνικό της τηλεοπτικής του απολογίας που στήθηκε το πρωί της περασμένης Δευτέρας είναι εξόχως διδακτικό. Διότι όλο αυτό το βίντεο θα μπορούσε να προβάλλεται μελλοντικά στο μάθημα: “Οι αιτίες της απαξίωσης των δημοσιογράφων στην Ελλάδα”. Το ύφος, η επιχειρηματολογία τύπου “τι είναι αυτά που είπατε” και “αυτά που είπατε τα πήραν οι άλλοι και τα έκαναν σημαία”, ο τρομερός θυμός του ενός εκ των δύο παρουσιαστών, οι φωνές και των δύο και γενικώς όλο το σκηνικό κάθε άλλο παρά σε πολιτισμένο περιβάλλον παρέπεμπαν. Υπό μία ανάγνωση, προσέδιδαν εγκυρότητα στον χαρακτηρισμό που απέδωσαν οι ούτως ή άλλως ατυχείς δηλώσεις Ξυδάκη.

Είναι σαφές ότι ισχύει αυτό που γράφει ο Αλαίν Ντε Μποττόν: “Ένας ειδησεογραφικός οργανισμός πρέπει να θεωρείται αξιέπαινος όχι λόγω της δυνατότητάς του να συγκεντρώνει απλώς τα γεγονότα, αλλά για την ικανότητά του -ενισχυμένη από μια ευφυή μεροληψία- να αναδεικνύει τη συνάφειά τους”. Αλλά και το ότι “οι ειδησεογραφικοί οργανισμοί δεν αποτελούν συμπτωματικές παραμέτρους της δημοκρατίας, αλλά τους εγγυητές της”.[1]

Το ύφος που εισέπραξε ο Ν. Ξυδάκης ήταν ανάλογο όχι μόνο της ουσίας των δηλώσεών του αλλά και μιας δημοσιογραφίας που έχει καταγγελθεί πολλές φορές στο παρελθόν και έχει θεωρηθεί υπεύθυνη, όσο της αναλογεί δηλαδή, για τη δημιουργία μαζικής αντικοινωνικής εικόνας των ΜΜΕ ως οργανισμών αλλά και των δημοσιογράφων ως επαγγελματιών. Το συγκεκριμένο ύφος δεν λυτρώνεται, ούτε ξεπλένεται από το γεγονός ότι υιοθετήθηκε για την υπεράσπιση της δημόσιας ΕΡΤ. Κοντολογίς, δεν αλλάζει το αποτέλεσμα λόγω της βούλησης αυτού που υιοθετεί το αλαζονικό δημοσιογραφικό ύφος. Ο σκοπός δεν αγιάζει τα Μέσα στις δημοκρατίες.

Την περίοδο όπου η δημοσιογραφία πλήττεται ως βδέλυγμα λόγω μιας συγκεκριμένης ιδεοληπτικής αντίληψης για τη Δημοκρατία, η δήλωση του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, όσο και αν εκ των υστέρων επιχείρησε να αποτάξει τέτοιες προθέσεις, λειτουργεί ενισχυτικά προς αυτήν την κατεύθυνση. Πράγματι, μπορεί και να μην είχε αυτόν τον σκοπό και να έγινε βάσει κάποιας άλλης ομιχλώδους απόπειρας να προσεγγίσει το θέμα της αποστράγγισης της δημοσιογραφίας από τα βασικά ποιοτικά της χαρακτηριστικά και τις αδιαμφισβήτητες αφετηρίες της. Αλλά επέτυχε το αντίθετο.

Ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος θύμισε για λίγο έναν από τους ήρωες του Άντονυ Μαρά στο Ο τσάρος της αγάπης και της τέκνο (εκδ. Ίκαρος) που δούλευε αόκνως για το σοβιετικό καθεστώς ως τεχνικός που “πείραζε” φωτογραφίες σβήνοντας μη αρεστά πρόσωπα. Τελικά, και με δική του ευθύνη, έπεσε θύμα του ίδιου μηχανισμού…

[1] Οι ειδήσεις – Οδηγίες χρήσεως (εκδ. Πατάκη, μτφρ.: Αντ. Καλοκύρης)