Αποσβολωμένοι αναλυτές που δεν ανήκουν βέβαια στο στρατόπεδο των νικητών, βγάζουν το συμπέρασμα ότι η ψήφος των Αμερικανών ήταν περισσότερο ψήφος απόρριψης και όχι ψήφος αποδοχής. Ο Τράμπ πήρε λιγότερες ψήφους από τον Μιτ Ρόμνυ το 2012 και τον Τζων ΜακΚαίην το 2008. Αλλά και η Κλίντον πήρε λιγότερες ψήφους από όσες είχε πάρει ο Ομπάμα το 2012, υπολογίζονται σε 5-6 εκατομμύρια. Η αριθμητική αυτή προσέγγιση δεν ερμηνεύει την ύπαρξη ρεύματος υπέρ του Τραμπ, ενός ρεύματος που πολλοί από το επιτελείο της Κλίντον έχουν παραδεχτεί ότι αγνόησαν βασιζόμενοι στο περίφημο σύστημα αλγορίθμων πάνω στο οποίο σχεδίασαν την προεκλογική εκστρατεία-χωρίς επαφή με τη βάση με άλλα λόγια. Και το ερώτημα τι θα είχε γίνει αν οι Δημοκρατικοί είχαν άλλη υποψηφιότητα θα μείνει αναπάντητο. Κατά πάσα πιθανότητα, οι Δημοκρατικοί δεν θα έπαιρναν τρίτη θητεία, αλλά αυτή είναι μια υπόθεση εργασίας που δεν μπορεί να επαληθευθεί. Θα ήταν χρησιμοτερο να επιχειρήσουμε να ερμηνεύσουμε τα χαρακτηριστικά αυτού του ρεύματος ώστε, στο μέτρο του δυνατού, να προβλέψουμε την αντοχή του και τις επιπτώσεις που κάτι τέτοιο θα έχει για τις ΗΠΑ αλλά και τον κόσμο. Ενα επιπλέον στοιχείο που δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε είναι ότι ο νέος πρόεδρος είναι ο πρόεδρος της μισής Αμερικής, η άλλη μισή και κάτι παραπάνω ψήφισε Χίλαρυ. Αυτό έχει συμβεί και τις προηγούμενες δύο δεκαετίες: μετά από μια επιτυχημένη διπλή θητεία Κλίντον επιλέχτηκε ο Τζώρτζ Μπους και μετά από μια επιτυχημένη οκταετία Ομπάμα έρχεται στην εξουσία ο Τραμπ. Αρα οι ΗΠΑ παραμένουν μια χώρα του 50-50, αυτό είναι τουλάχιστον ένα στοιχείο σταθερότητας.
Η μάζα των ψηφοφόρων που τάχθηκε υπέρ του Τραμπ (δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτε για τα κοινωνικά-φυλετικά της χαρακτηριστικά, έχουν γραφτεί σχεδόν τα πάντα) βρήκε στο πρόσωπό του ένα νέο και αποτελεσματικό εκφραστή ιδεών που ωστόσο δεν είναι νέες για την Αμερική. Υφίστανται από τη δημιουργία σχεδόν της αμερικανικής εθνικής οντότητας και όπως έγραψε η Wall Street Journal ο προκάτοχος του Λίνκολν ήταν ένα είδος Τραμπ που με την πολιτική του άνοιξε το δρόμο για την επικράτηση του πατέρα των ΗΠΑ. Το νέο στοιχείο στην περίπτωση Τραμπ είναι ότι οι ιδέες αυτές αναδεικνύονται σε κυρίαρχο εκ του αποτελέσματος πολιτικό-ιδεολογικό ρεύμα για πρώτη φορά στα εβδομήντα χρόνια που οι ΗΠΑ είναι η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, μετά δηλαδή το τέλος του Β’Παγκόσμιου Πολέμου, και γιαυτό προκύπτει το ερώτημα αν ο νέος πρόεδρος με την πολιτική του θα επηρεάσει, βλέπε μειώσει, το βαθμό ηγεμονίας της χώρας του στα παγκόσμια πράγματα και μάλιστα αν θα τη μειώσει ως αποτέλεσμα βουλήσεως και όχι απώλειας ισχύος μετά από κάποια αλλαγή του παγκόσμιου συσχετισμού δυνάμεως. Εάν αυτό συμβεί, αν δηλαδή επικρατήσει η τάση απομονωτισμού που είναι βλαπτική για τα συμφέροντα των ΗΠΑ, όπως τουλάχιστον τα αντιλαμβάνονταν μέχρι τώρα οι ηγέτιδες τάξεις της χώρας, τότε πράγματι θα μπορούμε να μιλήσουμε για πολύ μεγάλων διαστάσεων ιστορική αλλαγή. Δεν είναι ορατό κάτι τέτοιο, ειδικά, στο συσχετισμό 50-50 που προαναφέραμε, αλλά επειδή ούτε η νίκη Τραμπ ήταν ορατή πριν μερικές εβδομάδες ας είμαστε ανοιχτοί σε κάθε ενδεχόμενο.
Αυτό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι για τις ΗΠΑ η εξωστρέφεια είναι ένα χαρακτηριστικό εγγενές, είναι συστατικό της δημιουργίας του έθνους. Οι ΗΠΑ δημιουργήθηκαν, αν μείνουμε πιστοί στα ιδρυτικά κείμενα των δημιουργών τους, για να έχουν ρόλο στον κόσμο. Είναι επίσης μια ανοιχτή κοινωνία και αυτό είναι συστατικό στοιχείο της προόδου και ευημερίας του πληθυσμού τους και πόλος έλξης για τα εκατομμύρια ανθρώπων που θέλουν να μεταναστεύσουν στις ΗΠΑ και στους οποίους θέλει να κλείσει την πόρτα ο νεο-εκλεγής πρόεδρος. Αν λοιπόν το ρεύμα που κατάφερε να εκφράσει ο Τράμπ, υπολειπόμενο των Δημοκρατικών ψηφοφόρων σύμφωνα με τους αριθμούς, καταφέρει να επιφέρει τόσο βαθειά μεταβολή, ικανή ν’αλλάξει τα δομικά χαρακτηριστικά του αμερικανικού έθνους, τότε θα έχουμε κάθε λόγο να συμφωνήσουμε με τον Robert Kagan (επιφανές στέλεχος των παραδοσιακών Ρεπουμπλικανών, του “κατεστημένου” που νίκησε ο Τραμπ) ο οποίος έγραψε πριν μερικούς μήνες το προφητικό (;) άρθρο πως “ο φασισμός ήρθε στην Αμερική”. Πολύ κοντινές θέσεις είχε εκφράσει και ο Ian Techau, μέχρι πρότινος επικεφαλής του αμερικανικού ιδρύματος Carnegie Europe, στους Financial Times το καλοκαίρι, κάνοντας λόγο για αντι-δημοκρατικές δυνάμεις που παίρνουν την εξουσία σε όλο τον κόσμο με δημοκρατικές μεθόδους.
Τι θα σημαίνει αυτό το εφιαλτικό σενάριο για τον κόσμο; Θα σημαίνει το τέλος της παγκοσμιοποίησης όπως τη γνωρίσαμε μέχρι τώρα – ανοιχτές οικονομίες, ανοιχτές κοινωνίες, παγκόσμιοι θεσμοί διακυβέρνησης, ένα θεσμικό σύστημα που έβαζε κάτω από την ίδια στέγη όλες τις χώρες, μεγάλες, μεσαίες, μικρές ώστε να υπάρχει ένα σύστημα κανόνων που να επιφέρουν ισορροπία και που τιμωρεί τον παραβάτη ώστε να μη βρίσκει μιμητές. Αυτό είναι το διεθνές σύστημα που δημιουργήθηκε μετά το τέλος του Β’Παγκόσμιου Πολέμου, με πρωταγωνιστές τις ΗΠΑ, την τότε Σοβιετική Ενωση αλλά και την Κίνα. Βασική έκφρασή του το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Περιφερειακά όργανα το ΝΑΤΟ, η ΕΕ αλλά και ο ΟΑΣΕ και άλλα σχήματα διακρατικής συνεργασίας. Εάν μέσω της επικράτησης δυνάμεων τύπου Τραμπ “επανεθνικοποιηθούν” οι σχέσεις των κρατών, ο διεθνής έλεγχος δεν θα έχει καμμιά δυνατότητα επιβολής κανόνων. Αυτό ζητά, για παράδειγμα, η Λεπέν, για την Ευρώπη. Ο Πούτιν, θα πρέπει να το αναγνωρίσουμε, παραμένει πιο θεσμικός παίκτης, παρά την αλλαγή συνόρων που επέβαλε με την προσάρτηση της Κριμαίας.
Η ιδέα της κατάρρευσης του διεθνούς συστήματος, όπως το γνωρίζουμε μέχρι τώρα, δηλαδή σαν πύργος από τραπουλόχαρτα, είναι τόσο τρομακτική που δύσκολα μπορεί να την υιοθετήσει κανείς. Αλλά η ιστορία κινείται με τους δικούς της ρυθμούς. Εχουν συμβεί πολλά τρομακτικά γεγονότα τους προηγούμενους αιώνες και σήμερα ακόμη συμβαίνουν πολύ κοντά μας, π.χ., στη Συρια. Αν το συριακό λυθεί με αλλαγή συνόρων και δημιουργία νέων μορφωμάτων, αυτό θα πυροδοτήσει αλλαγές σε όλη την περιφέρεια. Δεν είναι προβλέψιμο πώς θ’αντιδράσουν σε μια τέτοια περίπτωση δυνάμεις της περιοχής που σέβονται μέχρι στιγμής το status quo. Οπως δεν είναι προβλέψιμο αν, ειδικά σε περίπτωση αποστασιοποίησης των ΗΠΑ, οι διεθνείς συσπειρώσεις που επιβάλουν μέχρι σήμερα την ισορροπία, τουλάχιστον, μεταξύ των “μεγάλων”, θα εξακολουθούν να έχουν δύναμη επιβολής. Με άλλα λόγια “γαία πυρί μιχθήτω”. Η τελευταία φορά που άλλαξε τόσο ριζικά η παγκόσμια αρχιτεκτονική ήταν μετά το Β’Παγκόσμιο Πόλεμο. Η πτώση της Σοβιετικής Ενωσης και η μετάβαση στο μεταψυχροπολεμικό περιβάλλον επιτελέσθηκε στην κυριολεξία “χωρίς ν’ανοίξει μύτη” χάρις στην ευτυχή συγκυρία να ηγούνται των ΗΠΑ, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Βρετανίας αλλά και της ίδιας της Σοβιετικής Ενωσης ηγέτες με αίσθηση της ιστορικής τους ευθύνης. Η σημερινή εποχή δεν θυμίζει τις αρχές της δεκαετίας του ’90. Είναι βέβαια προϊόν της σε μεγάλο βαθμό, οπότε ίσως πρέπει ν’αναρωτηθούμε, όπως ο Τσώρτσιλ πριν τον Α’Παγκόσμιο Πόλεμο, τι πήγε στραβά και άνοιξαν τα “φιαλίδια της οργής”…