Σε μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία εννοείται πως ο καθένας έχει-θεωρητικά τουλάχιστον-το δικαίωμα να δοκιμαστεί στα πεδία της πολιτικής και να προσφέρει-θεωρητικά μιλώντας πάντα- “τον καλύτερό του εαυτό” στην υπηρεσία της χώρας του και των κατοίκων της. Υπάρχουν ωστόσο επαγγέλματα των οποίων η άσκηση φαίνεται ασύμβατη με το λειτούργημα του πολιτικού. Κατά τη γνώμη μου το επάγγελμα του δημοσιογράφου δεν είναι απλώς ένα από αυτά αλλά αυτό με την καθοριστική, ριζική ασυμβατότητα.
Η υποψηφιότητα του βουλευτή και η άσκηση της βουλευτικής ιδιότητας προυποθέτει την ένταξη σε ένα κόμμα, την υπακοή στις αρχές και την ιδεολογία του και πάντως τη μέγιστη δυνατή συμφωνία με αυτές. Προυποθέτει, δηλαδή, ένα κλειστό σύστημα σκέψης και την οποιαδήποτε αμφισβήτηση ή άσκηση ελέγχου διατυπωτέα εντός του κομματικού μηχανισμού. Ακριβώς τα αντίθετα δηλαδή από τα απαιτούμενα για την άσκηση του δημοσιογραφικού επαγγέλματος για το οποίο η ανοιχτή, απροκατάληπτη σκέψη, θα έπρεπε να είναι εκ των ων ουκ άνευ. Οπως αδιανόητη (μου) φαίνεται η κομματική ένταξη αλλά και ό,τι συνεπάγεται υποχρεώσεις που εμποδίζουν ή απομακρύνουν από την ουσία της δημοσιογραφίας που είναι η αναζήτηση και η ελεύθερη παροχή της πληροφορίας, ο έλεγχος των τριών εξουσιών, η βασισμένη σε αντικειμενικές αρχές ενημέρωση για ό,τι συμβαίνει σε όλους τους τομείς μιας κοινωνίας-από τον πολιτισμό και την κουλτούρα μέχρι τις πιθανές διαπλοκές πολιτικής/ών κι από το σύστημα υγείας μέχρι τους εξοπλισμούς κ.ο.κ.
Ενας από τους πολλούς και βασικούς λόγους για την απαξίωση πολιτικών και δημοσιογράφων, προυπόθεση και αποτέλεσμα, μεταξύ και άλλων βεβαίως, παθογενούς κοινωνίας, είναι ακριβώς η ομογενοποίηση πολιτικής και δημοσιογραφίας. Δύο “επαγγελμάτων” δηλαδή για την άσκηση των οποίων οι απαραίτητες και αντίθετες μεταξύ τους προυποθέσεις οδηγούν στη συμπληρωματικότητα εκείνη που αποτελεί αναγκαία συνθήκη για μια στοιχειωδώς υγιή δημοκρατική κοινωνία.