Τη δεκαετία του ’70 δεν έβλεπες το ουράνιο τόξο στις παρελάσεις, «ο κόσμος τότε είχε σεβασμό και ήθος». Αν ήταν έτσι, θα μας το πουν τα παιδιά, που μάθαιναν για το σεξ μεγαλώνοντας στο κέντρο της Αθήνας…

«Τη δεκαετία του ’70 στις περιοχές του κέντρου της Αθήνας, στην Κυψέλη, στα Πατήσια και στα Εξάρχεια, ζούσαν μόνο Έλληνες. Στη μεγάλη πλειοψηφία τους, τα μέρη αυτά κατοικούνταν από οικογένειες που ήρθαν από την επαρχία πριν λίγα χρόνια, ψάχνοντας ευκαιρίες για δουλειά και καλύτερη ζωή. Πολλοί από αυτούς ήταν οικοδόμοι, μια και παντού σηκώνονταν πολυκατοικίες. Τα παιδάκια του Δημοτικού έπαιζαν στην πλατεία Βικτωρίας και στους γύρω δρόμους, 3ης Σεπτεμβρίου, Κεφαλληνίας, Αριστοτέλους, Αγίου Μελετίου κλπ. Μερικά από αυτά έβγαιναν το απόγευμα, για τα τελευταία ψώνια του σπιτιού στα μπακάλικα και στις «ΕΒΓΑ» της γειτονιάς. Όλα τους, ήταν δασκαλεμένα από τους δικούς τους για το πώς πρέπει να αποφεύγουν τους γέρους…

Θα αντικαταστήσουμε τις λέξεις που αντιστοιχούν στα γεννητικά όργανα με άλλες. Θα αφήσουμε ανέπαφη την υβριστική, μειωτική και ρατσιστική λέξη που χαρακτήριζε επί δεκαετίες τους ομοφυλόφιλους, για να μην εξωραΐσουμε τη χυδαιότητα που ακόμη εκπροσωπεί. Θα τη χρησιμοποιήσουμε, τοποθετημένη σε εισαγωγικά

Οι γέροι ήταν επικίνδυνοι. Δεν δίσταζαν να σου επιτεθούν με χυδαίο τρόπο, όταν σε πετύχαιναν μόνο, κάνοντας σε παιδιά κάτω των 12 ετών ακατανόμαστες προτάσεις: «Είχα έναν φίλο που σου έμοιαζε πολύ. Λάτρευα το πτηνό του τόσο πολύ, που συνέχεια το φίλαγα» ή «Έχεις μια τόσο όμορφη φωλίτσα, για να κουρνιάσει το ερεθισμένο μου πτηνό» και ακόμα «θέλεις να πάμε κάπου, να παίξω εγώ με το πτηνό σου κι εσύ με το δικό μου». Δεν είχαν έλεος οι γέροι στην προστυχιά κι αν έκανες το λάθος να τους βρίσεις στο ανταπέδιδαν.

Ο περιπτεράς της γειτονιάς ήταν ο καλύτερος ρεπόρτερ: «Προσέξτε τον ψηλό με το κοστούμι. Πάει κάθε χρόνο στα Ιεροσόλυμα. Έχει και σουγιά. Κάνει παρέα με έναν φωτογράφο, που είναι ματάκιας» (έτσι μάθανε τα παιδιά τι είναι ο «ματάκιας» και τι του άρεσε να βλέπει, αναλόγως των περιστάσεων). Σχετικά με κάποιους άλλους, που είχαν ακούσει ότι στήνονταν στα σκοτεινά και ασχολούνταν με το πτηνό τους, δεν είχαν δει κανέναν στα χρόνια που έμεναν στην περιοχή. Ούτε είχαν φανεί επιδειξίες έξω από τα σχολεία. Αυτές οι «τάσεις», τους είχαν αφήσει έξω από την ακτίνα δράσης τους.

Στα ξενοδοχεία που βρίσκονταν τότε στην πλατεία Βάθης και παραπλεύρως, μάλλον δεν τους είχε πει κανένας περί γέρων. Τις απογευματινές ώρες τους έβλεπες μερικές φορές να φτάνουν στη ρεσεψιόν, συνοδεύοντας ανήλικα αγόρια και βάζοντας μπροστά το εξής σενάριο «Επιχειρηματίας από την επαρχία έφτασε μόλις από το σταθμό Λαρίσης. Ο εγγονός του, που τον είχε μαζί του για διακοπές ζαλίστηκε από το ταξίδι και χρειάζεται ξεκούραση, θα μείνει μαζί του 2-3 ώρες στο δωμάτιο και ύστερα θα τον πάει στην κόρη του». Αν ούτε τα μικρά παιδιά της γειτονιάς δεν πίστευαν αυτό το παραμύθι, όσο κοντά κι αν ήταν ο σταθμός, πώς στην ευχή το πίστευε ο ξενοδόχος; Kι αφού ένας από τους μικρούς έλαβε την πληροφορία αυτή 15 χρόνια αργότερα, γίνεται κατανοητό ότι οι γέροι αλώνιζαν στην περιοχή για μεγάλο διάστημα. Στην εποχή του, αν ήσουν τυχερός είχες μόνο ένα τέτοιο «συναπάντημα» να αποφύγεις, κάθε που σουρούπωνε. Ήταν πολλοί και ήταν παντού. Έρχονταν και από άλλες περιοχές, ήταν μια παρέλαση επίδοξων παιδοβιαστών

Οι γέροι μαζεύονταν στις κεντρικές περιοχές της Αθήνας, επειδή πίστευαν ότι σε αυτές μπορούσαν να περνούν απαρατήρητοι. Αρκετοί νοίκιαζαν διαμερίσματα στα Εξάρχεια, στην Ιουλιανού, στη Δροσοπούλου και αλλού, θέλοντας να διευκολύνουν τις «δραστηριότητές» τους. Η «μετανάστευσή» τους, περιστασιακή ή μόνιμη, ξεκίνησε με τη λειτουργία των πρώτων κινηματογράφων σεξ στα στενά γύρω από την Ομόνοια. Η εμπορική τους επιτυχία αύξησε σημαντικά τις ευκαιρίες για σεξ μεταξύ ανδρών. Οι γέροι έπρεπε πάντα να καταφεύγουν στους ενήλικες, αφού ήταν πάρα πολύ δύσκολο να τα καταφέρουν με τα αγόρια. Οι μεμονωμένες «επιτυχίες» τους προέκυπταν μόνο αν έβαζαν στο χέρι παιδιά που ζούσαν περιθωριακές καταστάσεις ή επιτηρούνταν από ανθρώπους που δεν μπορούσαν να προσφέρουν κάτι (υπήρχαν δεκάδες χιλιάδες ενήλικες αναλφάβητοι στις αρχές της δεκαετίας του ’70 στην Αθήνα). Και πάλι όμως ήταν πολύ δύσκολο, εκτός αν έμπαιναν στη μέση τα λεφτά. Διαφορετική ήταν η κατάσταση για τους ανήλικους με ειδικές ανάγκες, που σε συνδυασμό με τον κοινωνικό αποκλεισμό («σακάτηδες») και τη φτώχεια, ήταν ευάλωτοι παντού στη χώρα, είχαν τα περισσότερα θύματα και δεν ενδιαφερόταν κανείς γι αυτούς.

Τα λεφτά φέρνουν όλες τις ηλικίες γύρω σου. Στο παιδί που θα χαϊδέψεις για λίγο θα δώσεις ένα σοκολατάκι και δυό-τρία νομίσματα των είκοσι λεπτών με την τρύπα στη μέση, στον «θείο» του που θα κάνει τα στραβά μάτια θα φέρεις μια κούτα αμερικάνικα τσιγάρα από τον έκτο στόλο, στον εικοσάχρονο φαντάρο θα δώσεις τα έξοδά του για να ξανάρθει να δει τους δικούς του (και σένα). Αν έχεις μια καλή σύνταξη και στην είσοδο της πολυκατοικίας διατηρείς καλογυαλισμένο αυτοκίνητο με τέσσερις πόρτες, είσαι ο «άρχοντας του τετραγώνου». Σε υπολογίζουν όλοι, είχες καλή θέση στο Δημόσιο και κάτι ξέρεις από εξουσία. Σε σέβονται κι ας ξέρουν ότι είσαι «…μπαράς», επειδή είσαι μάγκας, επειδή είσαι άντρας, επειδή έχεις λεφτά, επειδή δεν είσαι από τους «πούστηδες». Σε παραδέχονται, έχουν τα μάτια τους πάνω στα παιδιά τους μη τα πειράξεις, των άλλων ας τα προσέχουν οι γονείς τους. Έτσι σκεφτόταν πολύς κόσμος στη χώρα. Για κάθε πατέρα, ήταν αρκετό «να είναι καλός για το σπίτι του».

Αντίθετα, οι «μεγάλοι» συζητούσαν συχνά για το «βάθος της παρθενίας», ζήτημα που μάλλον είχε σχέση με το γάμο. Ένα παιδί είχε ακούσει τον μεγαλύτερο αδελφό του, να απαντά για το θέμα αυτό σε κάποιο φίλο του, κάνοντας κάτι σχήματα με τα χέρια. Τι στην ευχή ήταν το «βάθος της παρθενίας», αναρωτιόντουσαν οι μικροί, κάνοντας διάφορες υποθέσεις. Ένα άλλο παιδί ρώτησε ένα θείο του, που ήταν ψάλτης στο χωριό. Από ό,τι κατάλαβαν οι φίλοι του, όταν άκουσε την απάντηση φοβήθηκε: Ο θείος έκανε σαν τρελός, άρχισε τις κατάρες για τις γυναίκες, μίλησε για βρώμα και δυσωδία, είπε κάτι και για μια σειρά από πλύσεις και ύστερα έπαψε να τρέμει και ηρέμησε. «Δεν τον ξαναρωτάω, θα πάθει τίποτα» είπε το παιδί στους φίλους του.

Το «πρώτο κύμα» πελατών στους κινηματογράφους σεξ είχε περάσει, η περιέργεια της μάζας είχε ικανοποιηθεί, ο κόσμος μειωνόταν και σταδιακά παρέμεναν μόνο οι «πιστοί». Τα παιδιά, κάποιο απόγευμα χωρίς κίνηση, έβαλαν μπροστά δύο μεγαλύτερους, να πάνε στο ταμείο να κόψουν εισιτήριο. Ήταν κι αυτοί ανήλικοι, αλλά μέχρι να τους κυνηγήσει ο ταξιθέτης προλάβαιναν να μπουν στην αίθουσα για δυό-τρία λεπτά, να «επιθεωρήσουν» και να έχουν μετά να λένε. Το κόλπο έπιασε. Επί της οθόνης συνέβαιναν διάφορα, ωστόσο το ενδιαφέρον τους επικεντρώθηκε στα όσα διαδραματίζονταν στην αίθουσα. Δεν υπήρχε ερωτισμός εκεί μέσα, ούτε αισθησιακή ατμόσφαιρα, αλλά μόνο χυδαιότητα. Μια εικόνα διαφορετική από τις βραδιές cult των ημερών μας, τις αφιερωμένες στον παλιό ερωτικό κινηματογράφο. Δεν μπορείς να τυλίξεις την παρακμή με ρομαντισμό, αλλά δεν ήσουν εκεί για να το δεις

Δεν είναι κακό να αυτοπροσδιορίζεσαι ως δυαδικός (binary), σου αναγνωρίζεται το δικαίωμα, που κάποτε σου στερούσαν. Όμως, το να είσαι «μπινές» θα είναι για πάντα ξεπεσμός. Άπλυτοι άνδρες με φτηνά ρούχα, εξαρτημένοι τόσο από το σεξ, που θέλουν να κάνουν τα πάντα πολλές φορές και με οποιονδήποτε. Ήταν τέσσερις μέσα, δυό ζευγάρια, που κάνανε κάτι πράγματα στο μισοσκόταδο. Πολλά από τα καθίσματα ήταν νωπά. «Mπινέδες, δεν είχα ξαναδεί» είπε ένα παιδί. Ακούστηκε λες και μάζευε τις κάρτες των ποδοσφαιριστών που θα έπαιζαν στο Παγκόσμιο Κύπελλο της Δυτικής Γερμανίας (του συγκεκριμένου, του έλειπε ο Νέεσκενς). Δεν ήταν όμως μόνο αυτό το εύρημα της παρέας, αφού δεξιά πίσω τους ήταν ένας μόνος του. Είχε βουτήξει το «πτηνό» του και το στραγγάλιζε, ακούστηκε και μια κραυγή σαν ψίθυρος, το χειροπιαστό αποτέλεσμα της προσπάθειάς του κατέληξε στο μωσαϊκό. «Αυτός είναι ένας μαλάκας» γνωμοδότησαν τα παιδιά, αλλά η συζήτηση μεταφέρθηκε στα σκαλιά του Μουσείου. «Αν είναι έτσι, τότε κι εμείς…», «δεν είναι έτσι, όταν μεγαλώσεις δεν το κάνεις», «το κάνεις, αλλά σπάνια, έχω τύχει τον παππού στην τουαλέτα», τέτοια πράγματα ακούστηκαν. Η παρέα ήρθε στο τέλος σε ομοφωνία, ύστερα από πολλή σκέψη: Ο όρος εννοεί αυτόν που ασχολείται αποκλειστικά με αυτή την δραστηριότητα και ναι, είχαν αντικρύσει ένα αυθεντικό δείγμα

Δεν μπόρεσαν όμως να καταλάβουν τι ρόλο έπαιζαν οι δύο τύποι, που κάθονταν μακριά ο ένας από τον άλλο, χωρίς να κάνουν τίποτα. Ούτε καν κοιτούσαν τα συμπλέγματα της οθόνης. Ήταν πολύ σοβαροί, αμίλητοι. Φτάνοντας στη γειτονιά τους, ρώτησαν τους μεγαλύτερους, αφού πρώτα έδωσαν μια περιγραφή: Κοστούμι με ξεθωριασμένο χρώμα από ύφασμα πολυέστερ, γραβάτα όχι, λαδωμένο μαλλί. «Αλογομούρηδες»! Είπε ο περιπτεράς. Αυτοί παίζουν στοιχήματα στον Ιππόδρομο. Είναι τόσο εξαρτημένοι, που ορισμένοι από αυτούς όταν ξεμένουν από λεφτά, πάνε με άνδρες επί πληρωμή. Μπαίνουν στο σινεμά και περιμένουν, ώστε να ψυχολογήσουν ποιος από αυτούς που ψάχνονται έχει φράγκα. Ύστερα, κάνουν το πέσιμο. Από εκεί και πέρα, ό,τι θέλει ο πελάτης, που έχει πάντα δίκιο. Τα δέχονται όλα στο σεξ, αρκεί να πάρουν τα λεφτά και να πάνε να τα ακουμπήσουν στον Ιππόδρομο. Πολλοί πάνε και στη Συγγρού. Εκεί, τα παιδιά δεν μπορούσαν να φτάσουν, ήταν μακριά. Η μεγαλύτερη τότε λεωφόρος της Αθήνας, έμεινε ανεξερεύνητη γι αυτούς.

Λίγο καιρό αργότερα, η παρέα είχε την «τύχη» να γνωριστεί και με ένα αυθεντικό δείγμα ανώμαλου, σε κανονικό σινεμά. Ένα από τα παιδιά πήγε να δει τον «Κινγκ Κονγκ», δίπλα του έκατσε ένας κύριος και ένα αγόρι, προφανώς ένας πατέρας με το γιό του. Κι όταν το θηρίο της οθόνης γκρέμιζε ουρανοξύστες και κατέβαζε αεροπλάνα, ένα άλλο θηρίο μέσα στο σκοτάδι έβγαλε το πτηνό του μικρού έξω και το χάιδευε, φροντίζοντας να το «παγιδεύσει» με τέτοιο τρόπο πάνω στο φερμουάρ του παντελονιού του, που με την παραμικρή κίνηση θα πονούσε πολύ. Είχε και «δοκιμασμένο σύστημα», ποιος ξέρει πόσες ακόμη φορές θα το είχε εφαρμόσει. Μην έχοντας επιλογή, το παιδί έκανε υπομονή, ώσπου το μαρτύριό του να τελειώσει. Το αγόρι που τον συνόδευε, όχι μόνο δεν έδειξε να ξαφνιάζεται, αλλά έσκυβε κιόλας για να δει καλύτερα. Αυτό ήταν εντελώς άρρωστο, τι παιδί ήταν αυτό; Λίγα λεπτά αργότερα, όλα είχαν τελειώσει, ο μικρός έμεινε μόνος του και οι άλλοι εξαφανίστηκαν μέσα στο σκοτάδι. Η παρέα δεν μπορούσε να το πιστέψει: «Δεν γίνεται, νάνος ήταν και δεν το κατάλαβες, σίγουρα ήταν νάνος»…

Το πιο επικίνδυνο μέρος σε ολόκληρο το κέντρο ήταν το τελείωμα ενός μικρού σκοτεινού δρόμου, στη γωνία του οποίου υπήρχε ένας κινηματογράφος, πολύ γνωστός. Συχνά φιλοξενούσε και πρεμιέρες, στις οποίες έδιναν το «παρών» διάσημοι ηθοποιοί και άνθρωποι του πνεύματος. Όμως, δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι μόλις ένας τοίχος χώριζε τα χειροκροτήματα των καλεσμένων από ένα εντελώς διαφορετικό εξωτερικό περιβάλλον, στο οποίο πρωταγωνιστούσαν κρυμμένα στο σκοτάδι άτομα, που την έπεφταν επίμονα σε φαντάρους ή σε αργοπορημένους περαστικούς. Τα παιδιά δεν περνούσαν ποτέ από εκεί, ούτε και την ημέρα. Το μεγάλο πρόβλημα ήταν ο πλαϊνός τοίχος του σινεμά, που όπως σε όλες τις κατασκευές του είδους ήταν ενιαίος. Δεν υπήρχαν πολυκατοικίες με μπαλκόνια, παράθυρα και λάμπες αναμμένες. Δεν υπήρχε φωτισμός, αν σου συνέβαινε κάτι σε εκείνα τα 50-70 μέτρα, κανείς δεν θα μπορούσε να σε δει, αν χρειαζόταν να σε βοηθήσει. Και τώρα, ξεκίνα να τρέχεις!

Οι ειδήσεις στη γειτονιά, συχνά μαθεύονταν με απρόβλεπτο τρόπο: Ένα παιδί πήγε μια μέρα να αγοράσει μαρούλια κι έπεσε πάνω στην μαμά ενός σερβιτόρου, που δούλευε στο απέναντι ζαχαροπλαστείο. Ήταν ακριβώς η στιγμή που ομολογούσε στον μανάβη πόσο πολύ του είχε λείψει το πτηνό του, που συχνά την έκανε ευτυχισμένη και μπορούσε να το λατρεύει όλη τη νύχτα. Του είπε επίσης και πόσο λυπόταν που γέρασε και δεν του άρεσε πια. Το παιδί κοίταξε τον τύπο, που εκείνη την ώρα ήθελε να εξαφανιστεί μέσα στα σακιά με τις πατάτες. Ο μικρός το είπε στους φίλους του, έκαναν «ωωωω!» όλοι μαζί, αλλά δεν το είπαν σε κανέναν. Ήταν καλά παιδιά…

Μια άλλη φορά, τους είπαν τα πιο μεγάλα παιδιά για έναν καβγά που έγινε μεταξύ μιας γυναίκας που δούλευε σε οίκο ανοχής στην οδό Φυλής και του ανθρώπου που τον φρόντιζε, ο οποίος ήταν ένας ηλικιωμένος «πούστης». Η διαφωνία τους ήταν ότι εκείνη ξόδεψε πολύ χρόνο για ένα νεαρό, με αποτέλεσμα να φύγει ένας πελάτης που δεν κρατιότανε και να πάει αλλού. Η γυναίκα απάντησε «μωρή αναίσθητη, πρώτη φορά ήτανε του παιδιού! Δεκατέσσερα κεφάλια πήρα στη βάρδια μου, δε σου φτάνουνε;». Το γεγονός εντυπωσίασε αρκετούς γονείς, οι οποίοι όταν έκριναν πως ήταν η «σωστή στιγμή», πήγαιναν τον γιό τους στον οίκο, όπως πηγαίνεις τη γίδα στον τράγο «να πιάσει», ένα πράγμα. Ορισμένοι, ρωτούσαν την κοπέλα για το αποτέλεσμα, όσο ο νεαρός περίμενε απορημένος να καταλάβει τι ακριβώς του συνέβη. Για πολλούς, έτσι είχαν τα πράγματα. Τουλάχιστον, πηγαίνοντας το βλαστάρι τους στην γυναίκα που ήξεραν ότι θα τους πρόσεχε, έδειξαν πως διαθέτουν κάποια υποτυπώδη ευαισθησία. Τα παιδιά αποτολμούσαν κάτι σαν «πονηρή βόλτα» στη Φυλής, γειτονιά τους ήταν, για να δουν τα κορίτσια με τα ρούχα της δουλειάς. Όμως, αυτά στέκονταν στην πόρτα, απαγορεύοντας την είσοδο: Σπίτι σας! Εξαφανίζονταν αμέσως, γιατί αλλιώς θα το μετέφεραν στις μανάδες και θα έπεφτε ξύλο. Δεν χρειάζεται να συμβεί αυτό…

Οι «μεγάλοι» μίλαγαν πολύ πιο συχνά για τους «πούστηδες», που κάθε νύχτα μαγάριζαν το Πεδίο του Άρεως και δεν ενδιαφερόταν κανένας να τους μαζέψει, φοβόντουσαν για τα παιδιά τους. Η παρέα των μικρών χρησιμοποιούσε την παραπάνω έκφραση και όλα τα παράγωγά της, πολλές φορές την ημέρα (εκείνη την εποχή η πιο διάσημη ελληνική λέξη είχε αρχίσει να χρησιμοποιείται ευρέως). Νωρίς τα Σαββατόβραδα, οι μικροί συνήθιζαν να πηγαίνουν μέχρι ψηλά στη λεωφόρο Αλεξάνδρας ή στην πλατεία Εξαρχείων, που δεν απείχε και ιδιαίτερα από το σταθμό της Βικτώριας. Στην επιστροφή γύριζαν από το Πεδίο του Άρεως και έβλεπαν τους «πούστηδες».

Ένα από κύρια σημεία συνάντησης των ανθρώπων αυτών ήταν δεξιά από το άγαλμα της Αθηνάς, στην κατεύθυνση προς Γκύζη, όπου ξεκινούσε ένας φαρδύς πεζόδρομος με δέντρα ένθεν και ένθεν. Το μέρος ήταν σκοτεινό και προσφερόταν για συνάντηση. Οι «πούστηδες» έρχονταν κοντά, ακουμπώντας ο ένας τον άλλον, προφανώς για να καταλήξουν στην τελική επιλογή για τη βραδιά μέσω του τι θα μπορούσε να τους πει ένα άγγιγμα ή μια επαφή. Όλοι τους μαζί είχαν ένα σχήμα σαν μικρού σπειροειδή γαλαξία επί το αραιότερον, ενώ οι κινήσεις τους δεξιά και αριστερά ήταν σαν να αντιστοιχούσαν σε ένα είδος «τροχιάς». Μια καλύτερη περιγραφή θα είχαμε αν αντιστοιχούσαμε την κινητικότητα αυτή με την τελευταία σκηνή της πολιορκίας από «το Βασίλειο των Ουρανών», όπου οι υπερασπιστές της Ιερουσαλήμ έχουν συμπλακεί με τους άνδρες του Σαλαντίν, ώστε να σχηματίζεται μια παλλόμενη «σπείρα».

Για όσους έχουν δει το «ψωνιστήρι» με τον Αλ Πατσίνο, το σκηνικό στο Πεδίο του Άρεως ήταν λίγο διαφορετικό: Υπήρχε πολύ περισσότερο σκοτάδι και οι άνθρωποι μεταξύ τους ήταν πολύ περισσότερο κοντά από ό,τι στην ταινία. Όλοι τους ήταν σιωπηλοί, κανένας δεν μιλούσε. Μόνο αγγίζονταν και ανάσαιναν. Ένας από τους μικρούς επανέφερε στη μνήμη του τη σκηνή αυτή, όταν νεαρός φλερτάριζε με τα κορίτσια στα μπαράκια. Όσοι και όσες δεν είχαν αυτοπεποίθηση, κοίταζαν το ποτό τους, ρίχνοντας δειλές ματιές πίσω. Το στιγμιαίο βλέμμα τους, μετέδιδε το υπαρξιακό ερώτημα της βραδιάς «θα βρω κάποιον να κάνω έρωτα;» για τις μεν, «θα βρω κορίτσι να κάνω σεξ;» για τους δε. Η αγωνία αυτή δεν διέφερε σημαντικά από εκείνη των ανθρώπων δεξιά από το άγαλμα της Αθηνάς, κάτι δεκαετίες πίσω.

Η παρέα δεν φοβόταν τους «πούστηδες» μήπως τους την πέσουν για σεξ, όταν γύριζε από τα Εξάρχεια προς τα σπίτι. Άλλωστε, αυτή τη συνήθεια την είχαν μόνο οι γέροι, που γούσταραν παιδιά. Εκείνοι, ήταν αλλιώς. Μόνο μια φορά κάποιος από αυτούς τους μίλησε, ρωτώντας τους τι ώρα είναι και πηγαίνοντας βιαστικά προς τον «μικρό σπειροειδή γαλαξία». Μάλλον είχε αργήσει. Μια άλλη φορά που πέρασαν από εκεί, η «σπείρα» είχε διαλυθεί, οι άνθρωποι είχαν αποτραβηχτεί στους θάμνους, πίσω από το σκοτάδι. Κάποιοι που θωπεύονταν σε ένα απόμερο παγκάκι φρόντισαν εσπευσμένα να απομακρυνθούν ο ένας από τον άλλον, την ώρα που περνούσαν τα παιδιά. Σε κάθε περίπτωση, το σκηνικό δεν έμοιαζε με την παρακμή των γέρων, αλλά έβγαζε μεγάλη θλίψη. Τα παιδιά μπορούν να παίρνουν απαντήσεις, ακόμη κι αν δεν ανταποκριθείς ποτέ στα ερωτήματά τους. Αυτό έγινε φανερό, όταν κάποιο από αυτά εξέφρασε στους δικούς του την εξής απορία: Oι γέροι είναι ανώμαλοι επειδή πειράζουν παιδιά. Οι «πούστηδες», που δεν τα πειράζουν, είναι ανώμαλοι; Η απάντηση, ήταν κατανοητή μέσα στη σιωπή της. Μικρέ, καλώς ήρθες στον κόσμο των μεγάλων, ξεκίνα τώρα να τον μαθαίνεις.

Κάπως έτσι, μέσα σε λίγα χρόνια, η παρέα των μικρών που ζούσαν στο κέντρο της Αθήνας έμαθε, με τον πιο «χύμα» τρόπο, πώς τη βρίσκουν οι μεγάλοι στο κρεβάτι.  Η παιδική τους περιέργεια, αν και ανορθόδοξα, ικανοποιήθηκε πλήρως.