Αμέσως μετά την λήξη της πρώτης καραντίνας, την άνοιξη του 2020, πήγα με μεγάλη χαρά στο σκοπευτήριο του Ασπροπύργου αποφασισμένος να ξεκινήσω, για μία ακόμη φορά, την εξάσκησή μου σε ιπτάμενους στόχους. Με δίκανο. Το άθλημα αυτό, αν μπορεί να χαρακτηριστεί ως τέτοιο, αποτελεί μία προσομοίωση κυνηγιού ιπτάμενων ζωντανών περιστεριών, παλαιότατη ενέργεια για την εξασφάλιση τροφής αρχικώς και εν συνεχεία διασκεδάσεως, λόγω της εκτονώσεως που προσφέρει . Η προετοιμασία, η προσήλωση και τελικώς η επίτευξη του στόχου, φαίνεται να δίνει την ικανοποίηση της πληρότητος που απορρέει από την ταύτιση με τον στόχο και την τελική επικράτηση επί αυτού. Με λίγα λόγια νιώθεις παντοδύναμος.
Στις συζητήσεις, με τους συναθλητές και τον εκπαιδευτή, προέκυψε, όπως πάντα συμβαίνει σε αυτές τις περιπτώσεις, η ανάδειξη του καλύτερου, του σπουδαιότερου σκοπευτή που φυσικά πρέπει να εκπέμπει και το ανάλογο ήθος, απαραίτητη προϋπόθεση θαυμασμού προς το πρόσωπό του. Η ικανότητα που δεν συνοδεύεται από λαμπερό χαρακτήρα είναι μίζερη, είναι φτωχή. Είναι, όμως, κοινός τόπος,θα έλεγα, στον κόσμο των όπλων, ότι ο προεξάρχων σκοπευτής είναι ο δεινώς χειριζόμενος πιστόλι και, κατά την δική μου φαντασίωση, αυτός που φέρει περίστροφο. Είναι πασίγνωστος ο στίχος “το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του” από το τραγούδι “Ο Νίκος ο τρελάκιας” του Ανέστη Δελλιά, σε στίχους του Νίκου Μάθεση.
Το πρόσωπο λοιπόν που αναφέρθηκε ως ζωντανό παράδειγμα συγκέντρωσης όλων των παραπάνω χαρακτηριστικών, ήταν ένας επαγγελματίας ιδιώτης σωματοφύλακας, επικεφαλής ομάδας φρουρών σημαίνοντος προσώπου. Ηταν ο ίδιος που, επιστρέφοντας από τον Ασπρόπυργο, θα συναντούσα στο γραφείο ενός φίλου ο οποίος ήθελε να τον γνωρίσω για να με βοηθήσει με τις ικανότητες του στη βελτίωση της σκοποβολής!
Πράγματι βρεθήκαμε οι τρείς μας, αργότερα στο γραφείο του φίλου μου, και τους διηγήθηκα με ενθουσιασμό τα καλά λόγια που άκουσα για εκείνον. Προς έκπληξή μου ο πιθανόν εκπαιδευτής μου και σκοπευτής αρχίζει να εκθειάζει την ικανότητα στην μάχη εκ του συστάδην με μαχαίρι, που είναι αυτή που αναδεικνύει το θάρρος και τελικώς την ανδρική ψυχή, διηγούμενος προσωπικές ιστορίες από μία τέτοια εκπαίδευση αλλά και βιωμένα περιστατικά από τη ζωή του. Και ξαφνικά, σε μία έντονη στιγμή της διηγήσεως και ξεχνώντας τις αποστάσεις ασφαλείας που έπρεπε να τηρούνται λόγω κορονοϊού, με αρπάζει με το ένα χέρι από το κεφάλι και με το άλλο βάζει το όπλο του στο στήθος μου, λέγοντας με ψυχραιμία ότι αυτός είναι ο αποτελεσματικότερος τρόπος εξοντώσεως. “Το κούφιο και η δίκοπη είναι η συντροφιά του”. Το ερώτημα προέκυψε αβίαστα: Αυτό είναι λοιπόν ο άντρας;
Αυτό είναι λοιπόν ο άντρας;
Θέσαμε το ερώτημα σε αρκετούς εξέχοντες ανθρώπους της ελληνικής κοινωνίας: διανοούμενους, καλλιτέχνες, γιατρούς. Υπήρξε δυσκολία και άρνηση. Εξεπλάγην και από τα δύο. Μας απάντησαν τρείς. Η Νάντια Σερεμετάκη, ο Νίκος Λαμνίδης, ο Ηλίας Μαγκλίνης, και η Εύα Στεφανή που μας έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσουμε απόσπασμα από το ντοκυμαντέρ του 2019, “ΜΟΝΟ ΑΝΤΡΕΣ”. Τα ονόματα τους καταχωρούνται με την χρονολογική σειρά που έδωσαν τις απόψεις τους, κάτι που καταδεικνύει και την αμεσότητά τους. Πέρασαν περισσότεροι από έξι μήνες για να φτάσουμε σε ένα ικανοποιητικό σχόλιο πάνω σε αυτό το θέμα. Ευχαριστώ θερμά τον, εν ανωνυμία για ευνόητους λόγους, φίλο για την αφορμή που μου έδωσε με την αυθόρμητη έκφρασή του και την ανεπιτήδευτη πεποίθησή του.
Τι είναι, λοιπόν, αυτό που συστήνει την ανδρική ιδιότητα; Τι κάνει έναν άντρα, λιγότερο ή περισσότερο άντρα; Τι τον ξεχωρίζει από την γυναίκα και το παιδί; Τι είναι αυτό που θα φέρει αυθορμήτως στο μυαλό ενός άντρα ή μιας γυναίκας την σκέψη “Αυτός είναι ένας πραγματικός άντρας”;
Θα απαριθμήσω μερικά από τα συνηθέστερα χαρακτηριστικά: η δύναμη, η σοβαρότητα, η εμπιστοσύνη, η γενναιότητα, η ασφάλεια, η αποφασιστικότητα, η στιβαρότητα. Υπάρχει μία ενέργεια η οποία συμπυκνώνει όλα τα παραπάνω; Μία πράξη που αν την έχει επιτελέσει είναι βέβαιο ότι θα τον πάρεις στα σοβαρά; ‘Η θέτοντας το ερώτημα στην αποφατική του μορφή: Τι σόι άντρας είναι αυτός που δεν έχει σφάξει; Αυτός που δεν έχει βουτήξει τα χέρια του στο αίμα; Αυτός που δεν έβαλε τέλος σε μία ζωή; Αυτός που δεν επέβαλε τον νόμο;
Η K.Νάντια Σερεμετάκη, είναι Kαθηγήτρια Aνθρωπολογίας γνωστή διεθνώς για τα βιβλία της The Last Word, The Senses Still, και Sensing the Everyday (στα ελληνικά κυκλοφορούν απο τις εκδ. Πεδίο).
«Ο άνδρας συνήθως γαλουχείται από νωρίς να είναι κυρίαρχο ον. Ως προορισμός του καθορίζεται η κατάκτηση του άλλου μέσω της διείσδυσης στο σώμα του άλλου, είτε αυτό το σώμα είναι η γυναίκα, η φύση, ο αντίπαλος, ή το σύμπαν. Η επιτυχία δε αυτού του προορισμού εξαρτάται από την καλλιέργεια χαρακτηριστικών και δεξιοτήτων όπως η στόχευση, η ψυχραιμία, η ορθολογική σκέψη, η αυτο-ελεγχόμενη συμπεριφορά, η σωματική δύναμη και αντοχή, η επιθετικότητα. Με άλλα λόγια τα ακριβώς αντίθετα χαρακτηριστικά απο αυτά που υποτίθεται οτι (καθ)ορίζουν το θηλυκό φύλο, δηλαδή η αισθητήρια συναισθηματικότητα και φαντασία, η ενδοτικότητα και η σωματική αδυναμία.
Βέβαια, πολλά υπαρκτά ιστορικά παραδείγματα από κοινωνικές και ανθρωπολογικές μελέτες, οι οποίες δεν βασίζονται μόνο στα επίσημα ιστορικά-φιλολογικά αρχεία, καταδεικνύουν άλλα πράγματα. Οι γυναίκες, για παράδειγμα, ανέκαθεν και εχθρούς έσφαζαν, και παιδιά σκότωναν, και κοκκόρια και χοιρινά ξεκοίλιαζαν και με τη γλώσσα «τσάκιζαν κόκκαλα»!
Επομένως, σήμερα πλέον, αναγνωρίζουμε ότι η ταυτότητα του φύλου είναι πολιτισμικό κατασκεύασμα και αυτό συνεπάγεται την κατανόηση και μελέτη του, όπως και κάθε πολιτισμικού φαινομένου, μέσα στον συγκεκριμένο χώρο και χρόνο όπου διαμορφώνεται. Η ταυτότητα- ανδρική, γυναικεία ή άλλη- δεν είναι «φιξαρισμένη», άρα δεν κληρονομείται παθητικά από το παρελθόν στο παρόν. Είναι μάλλον ένας δεσμός που οι άνθρωποι συνεχώς δημιουργούν και αναδημιουργούν. Απόδειξη ότι στην σημερινή εποχή πολλά από τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι δύσκολο να διαχωριστούν ρητά σε ανδρικές και γυναικείες ιδιότητες.
Αντίθετα, ο κεντρικός προβληματισμός στη σημερινή εποχή των διαρρεόντων συνόρων, είναι το τί καθορίζει το ανθρώπινο, με άλλα λόγια τί εστί άνθρωπος. Κι αυτό συμπεριλαμβάνει την κατανόηση της μετάλλαξης του σώματος, γιατί τα σώματα δεν είναι πλέον τα ίδια. Χωρίς λοιπόν μια ιστορικά πλαισιοθετημένη ανθρωπολογία του σώματος δεν μπορούμε να μιλάμε για τις πρακτικές του σώματος.
Η ταυτοποίηση των δυνάμεων που διαμορφώνουν σήμερα το σώμα-ανδρικό, γυναικείο ή άλλο-είναι θέμα που μεθοδολογικά προηγείται της όποιας θετικίστικης υπόθεσης σχετικά με τις πρακτικές του σώματος.
Ο Νίκος Λαμνίδης είναι Ψυχίατρος, Πρόεδρος του Ινστιτούτου Ομαδικής Ανάλυσης ‘S.H.Foulkes’, Διδάσκων Αναλυτής της Ελληνικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας και της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Ένωσης (IPA), Ιδρυτής και Εκδότης του Ψυχαναλυτικού Περιοδικού Οιδίπους και του Αγγλόφωνου Psychoanalytic Journal Oedipus Annual. Στο κείμενό του, μας δίνει αρχικώς έναν αποφατικό ορισμό του άντρα για να περάσει στην συνέχεια σε μία σημασία που “κουβαλάει πάνω της ένα εκτεταμένο δίχτυο νοημάτων” και καταλήγει στην καταγωγική συνθήκη προσφοράς που τον διακρίνει. Ο άντρας υπάρχει για τους άλλους.
Η έκπληξη και η αναρώτηση έρχονται σαν συνέπεια της αμφιβολίας. Γιατί άραγε να αμφιβάλλουμε για τη σημασία του «άνδρα»; Η λέξη «άνδρας» κουβαλά ένα βαρύ φορτίο καθώς βρίσκεται στο κέντρο του τρόπου που οι κοινωνικές διεργασίες αλλά και οι ψυχισμοί μας κάνουν τους διαχωρισμούς μας («ο άνδρας δεν είναι γυναίκα»)· αλλά επίσης είναι μια λέξη που μπορεί να προκαλεί παρεξηγήσεις· που μπορεί να φέρει κατάρρευση· αλλά και σεξουαλική μέθη· να οδηγήσει σε άκρατη βία· να τρομάξει αλλά και να αγαλλιάσει.
Μόνο μία λέξη, όπως έλεγε και το παλιό τραγουδάκι του Χόρν, έχει φθάσει να είναι σύμβολο αλλά και κριτήριο για το σε ποια θέση στην κάστα τοποθετούμε τον καθένα. Σε πολλές κουλτούρες ο φαλλός είναι το κέντρο του κόσμου.
Το «άνδρας» είναι μέσα στο δίκτυο των μορφών, εικόνων, συμβόλων της κουλτούρας μας. Απλώνεται παντού και κινεί άλλες πολιτισμικές σημασίες· υφαίνεται σε όλες τις εκφάνσεις των γλωσσών μας και των πολιτισμών μας· είναι όμως και μια μέγγενη που περιορίζει.
Σύμφωνα με το Ιερό Βιβλίο ο Θεός έπλασε τον άνδρα για να κανονίζει τον κόσμο. Από αυτόν προέκυψαν όλα τα υπόλοιπα: γυναίκες, παιδιά, πολιτισμοί.
«Άνδρας» είναι σημείο-κλειδί για όλες τις μεγάλες νεωτερικές ιδεολογίες, που άνθισαν στον προηγούμενο αιώνα. Όσο άνδρες είναι οι κομμουνιστές αγωνιστές της Κεντρικής Ευρώπης στα μυθιστορήματα του Manes Sperber, άλλο τόσο άνδρας είναι ο αστός Hans Castorp, στο Μαγικό Βουνό. Το ίδιο και στις ιδεολογίες ταυτότητας της μετα-νεωτερικότητας. Όσο άνδρας είναι ο Osama Bin Laden, άλλο τόσο άνδρας είναι ο Freddy Mercury ή ο Sean Connery/JamesBond.
Έστω και αν οι διεργασίες προς απάνδρωση (αντί για επάνδρωση) των ασυνείδητων κοινωνιακών μας αναπαραστάσεων έχουν εκκινήσει, δεν προβλέπεται μία πορεία ευθύγραμμη, ούτε άνευ παρενεργειών και εκπλήξεων: το σεισμικό πολιτικό φαινόμενο με το όνομα Donald Trump αποδεικνύει πώς η «απλή» επίκληση της πανίσχυρης ανδρικής ταυτότητας και συνενοχής (“grab them by their pussy”) συσπειρώνει 70 εκατομμύρια ψηφοφόρους· όχι μόνον άνδρες αλλά και γυναίκες. Και η τερατώδης ελκυστικότητα αυτού του πολιτικού πορνό επιδιώκει μία Φαουστική διαχείριση όχι μόνον της σεξουαλικότητας μας αλλά και της οικονομίας μας· και της ίδιας της ζωής μας: της επιβίωσης του πλανήτη μας.
Το «άνδρας» είναι λοιπόν ένα Knotenpunkt (nodal point) όπως έγραψε ο Freud και επανέλαβε ο Foulkes. Ένας κόμβος πολύ κεντρικός στο πολυδιάστατο cloud, των πολιτισμικών μορφών που αποτελούν τον κόσμο μας· την κουλτούρα μας. Μία Matrix που αποπειράθηκαν να απεικονίσουν οι αδελφές Wachowsky στις ομώνυμες ταινίες. Η σημασία «άνδρας» κουβαλάει πάνω της ένα τόσο εκτεταμένο δίκτυο νοημάτων που κάθε της κίνηση μεταδίδεται προς όλες τις κατευθύνσεις και ταρακουνάει πολλές άλλες σημασίες.
Ο άνδρας-βασιλιάς κανόνιζε κάποτε όλες τις υποθέσεις της χώρας. Με μία κίνηση, όλα στη θέση τους. Ο Αυτοκράτορας Οκταβιανός, ο Λουδοβίκος 14ος , ο Στάλιν ή ο Σι Τζινπιγκ δεν ήταν/είναι παρά ο άνδρας. Το ίδιο βέβαια ισχύει και για τους σημερινούς υπερπλούσιους Τζεφ Μπέζος, Μπιλ Γκέιτς και τόσους άλλους: Τι είπαν; Τι διαβάζουν; Πώς συμπεριφέρονται; Να ο τρόπος που ο άνδρας κανονίζει τα του κόσμου, ακόμη και στην μικρότερη δική μας κλίμακα του Κυριάκου και του Αλέξη.
Στο Spotify κυκλοφορούν ακόμη και μουσικές λίστες με τα τραγούδια που προτιμάει ο Obama. Συνεπώς οι κινήσεις και οι πράξεις «του άνδρα» είναι αδιανόητα καίριες για την κοινότητα.
Ο Στάλιν εξόντωσε μερικά εκατομμύρια συμπολιτών του, μεταξύ αυτών και όλους τους συντρόφους του, όπως περιγράφει η μνημειώδης βιογραφία του Kotkin. Αλλά δεν έχασε τον ύπνο του, ή, μάλλον, άργησε πολύ να τον χάσει. Γιατί; Μα αφού όλα γίνονταν για χάρη της αδήριτης ιστορικής πορείας του προλεταριάτου· επιστημονικά· nothing personal.
Ο άνδρας ενεργεί επί τη βάσει θεϊκού σχεδίου. Ο νονός του Marlon Brando και του Francis Ford Coppola δεν δολοφονούσε παρά για το καλό της φαμίλιας. Αλλά… για το κοινό καλό! Ο άνδρας δεν κάνει ποτέ τίποτα για τον εαυτό του. Όλα για την Εύα, για να θυμηθούμε τον σοφό τίτλο της ταινίας του Mankiewicz.
Σήμερα είμαστε στα πρώτα μεθεόρτια ενός κοινωνικού και ιστορικού τσουνάμι που θα μας πηγαίνει για πολλές δεκαετίες, μπορεί και αιώνες. Θεωρώ ότι είναι από το κύμα του φεμινιστικού κινήματος που, μάλλον για πρώτη φορά στους ανθρώπινους πολιτισμούς, τα αυτονόητα του «άνδρας» γίνονται αντικείμενο μελέτης και επανεξέτασης.
Ο Ηλίας Μαγκλίνης (1970, Κινσάσα-Κονγκό) έχει γράψει τρία βιβλία μυθοπλασίας και ένα βιωματικό χρονικό πάνω στη σχέση πατέρων και γιων. Εργάζεται ως αρχισυντάκτης του πολιτιστικού ένθετου της κυριακάτικης Καθημερινής. Εντοπίζει μέσα στην λογοτεχνία και στην προσωπική μαρτυρία τρείς διαφορετικούς τύπους σφαχτών ή σφαγέων. Τον σφαγέα από κυνικότητα· αφού το επιβάλλει η ανάγκη πρέπει να γίνει, τον σφαγέα από καθήκον· τον νομίμως εμπόλεμο, και τον σφαγέα από ερωτικό πάθος· του είναι αδύνατον να υποστεί οποιαδήποτε απώλεια.
Το μαδριγάλι του σφάχτη
Στη συλλογή πεζών «Για ένα φιλότιμο» («Πεζογραφήματα», εκδ. Ερμής, 1979) ο Γιώργος Ιωάννου περιλαμβάνει το αφήγημα «Οι σφάχτες». Σε αυτό, ο Θεσσαλονικιός πεζογράφος περιγράφει τις τυχαίες, όσο και ιδιαίτερες, συναπαντήσεις που έχει κάθε τόσο, στους περιπάτους του με ένα φίλο. «Καμιά φορά», ξεκινά το κείμενο, «καθώς περπατούμε στο δρόμο με έναν ορισμένο γνωστό μου, τον νιώθω να παγώνει ξαφνικά και να κοντοστέκεται. Στην αρχή δεν μπορούσα να καταλάβω τι συμβαίνει και γι’ αυτό ρωτούσα επίμονα. Μου εξήγησε βαριά και μετά από πολύ δισταγμό».
Αυτό που μαθαίνει ο πρωτοπρόσωπος αφηγητής, ο αναγνώστης το ανακαλύπτει σιγά σιγά. «Και τώρα πια δεν κάθε όμοια περίπτωση, απλώς με σπρώχνει κρυφά με τον αγκώνα του, σίγουρα βαθιά ανατριχιασμένος. Ξέρω πολύ καλά τι θέλει να μου ψιθυρίσει. Γι’ αυτό αν είναι γύρω μας πολύς κόσμος, ρωτώ μονάχα: ποιος απ’ όλους;» «Ποιος απ’ όλους» τι ακριβώς; Λίγες αράδες παρακάτω, ο αναγνώστης παίρνει την απάντηση: «Με κανέναν τρόπο δεν μπορώ να καταλάβω, πώς συμβαίνει να αναγνωρίζει από μακριά τους δολοφόνους. Ή μήπως τους ξέρει από άλλοτε;», αναρωτιέται ο αφηγητής.
Υπάρχει ένας αδυσώπητος ρεαλισμός στην πυκνή, όσο και υπαινικτική, περιγραφή του Ιωάννου, ρεαλισμός που εδράζεται στα πραγματολογικά δεδομένα της εποχής του. Δεν είναι δηλαδή να απορούμε σήμερα που ο γνωστός του αφηγητή αναγνωρίζει δολοφόνους στους περιπάτους τους. Και μην πάει το μυαλό μας αποκλειστικά και μόνον σε φυγόδικους εγκληματίες ή αποφυλακισμένους φονιάδες.
Η εποχή κατά την οποία διαδραματίζεται το αφήγημα είναι, χονδρικά, τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια. Ο Ιωάννου, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη το 1927, μεγαλώνει σε μια Ελλάδα στην οποία η αξία της ανθρώπινης ζωής μετράει ελάχιστα. Πέρα από την ανέχεια, την βρεφική και παιδική θνησιμότητα, τις ασθένειες γενικώς, σχεδόν όλο το πρώτο μισό του εικοστού αιώνα η χώρα βρίσκεται ως γνωστόν, σε πόλεμο, σε εκστρατείες, σε συνθήκες πόλωσης και εθνικού διχασμού αλλά και σε ολοκληρωτικούς, καταστροφικούς εμφύλιους.
Η χώρα βρίσκεται ακόμα υπό ξενοκίνητη κατοχή με αντιστασιακά κινήματα ή βιώνει μεγάλες κοινωνικές αναταραχές, πραξικοπήματα, κινήματα και δικτατορίες, και βέβαια, εκτελέσεις που συχνά προκαλούν το λαϊκό αίσθημα (από την εν ψυχρώ δολοφονία στη μέση του δρόμου του Ίωνα Δραγούμη έως τους Έξι της Μικρασιατικής Καταστροφής, τους εκτελεσθέντες του Εμφυλίου, από τους λιποτάκτες του Εθνικού Στρατού έως τον Μπελογιάννη, τον Πλουμπίδη και χιλιάδες ακόμα ψυχές).
Έως δε το ξέσπασμα του Β’ Παγκοσμίου πολέμου, μεγάλο μέρος της ελληνικής επαρχίας μαστίζεται από αιματηρές συγκρούσεις της Χωροφυλακής με οργανωμένες συμμορίες κλεφτών, τα κομμένα κεφάλια των οποίων συχνά γίνονται τρόπαιο σε πλατείες χωριών και κωμοπόλεων (συνήθειο που θα συνεχιστεί έως και τα χρόνια του Εμφυλίου, από το 1943 έως το 1949).
Πολλοί από τους Έλληνες άρρενες που γεννήθηκαν κάπου εκεί στα 1880-1890 θα βρεθούν μάχιμοι και σε εμπόλεμη κατάσταση επί μία συνεχή δεκαετία, από τα μέτωπα των Βαλκανικών πολέμων, του Μακεδονικού Μετώπου, της εκστρατείας στη Μεσημβρινή Ρωσία έως τη Μικρά Ασία. Τα παιδιά αυτών των ανδρών θα ζήσουν κάτι ανάλογο πολεμώντας στην Αλβανία του 1940-41, στη βόρεια Αφρική και την Ιταλία του 1941-44, στην Αθήνα τον Δεκέμβριο του 1944 και λίγο αργότερα στον Εμφύλιο. Οι δε εκτελέσεις (οι εξορίες και οι βασανισμοί) θα συνεχιστούν για τα καλά μέσα στη δεκαετία του ’50.
Συχνά δε, στην ελληνική κοινωνία της εποχής απαντούν τα φρικτά «εγκλήματα τιμής»: πατεράδες που σφάζουν «άσωτες» κόρες, αδέλφια που σφάζουν άστατες αδελφές «για να έχουν καθαρό το μέτωπό τους». Είναι από αυτούς τους φόνους που σήμερα ακούμε με αποτροπιασμό να συμβαίνουν ακόμα στον μουσουλμανικό κόσμο (και στη γείτονα Τουρκία), για τους οποίους οι κοινωνιολόγοι έχουν αφιερώσει κάμποσες σελίδες.
Κοντολογίς, ο εικοσάχρονος-τριαντάχρονος Ιωάννου είναι εύκολο να συναντήσει στο δρόμο κάποιον που είναι γνωστό πως έχει σκοτώσει. Σε αυτό το πνεύμα, συχνά πιάνω τον εαυτό μου να παρατηρεί σε φωτογραφίες πλανόδιων ή επώνυμων φωτογράφων σκηνές από την καθημερινή ζωή της Ελλάδας του ’20 ή του ’40 ή του ’50, ιδίως φωτογραφίες με πλήθη, κυρίως καφενεία με άνδρες, και αναρωτιέμαι: πόσοι απ’ όλους αυτούς έχουν άραγε σκοτώσει; Τι έχουν δει τα μάτια τους; Τι έχουν κάνει τα χέρια τους; Η γαργαλιστική περιέργεια συνοδεύεται από ένα κάποιο δέος ή έναν σκοτεινό εξωτισμό. Αυτή ήταν μια άλλη Ελλάδα στην οποία ο σφάχτης, είτε από ευχαρίστηση είτε από ανάγκη, ήταν συχνό φαινόμενο.
Έχω συναντήσει και συνομιλήσει με ανθρώπους που έχουν σκοτώσει, Έλληνες και Αμερικανούς – στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον ελληνικό Εμφύλιο, στην Κορέα, στο Βιετνάμ, στην Κύπρο το 1974. Οι άνθρωποι αυτοί είχαν σκοτώσει είτε ως μάχιμοι πεζοί, με όπλο, με χειροβομβίδα, με ξιφολόγχη ή και με τα χέρια τους ακόμη, και ως μάχιμοι ιπτάμενοι χειριστές, με καταδιωκτικά και βομβαρδιστικά.
Οι αντιδράσεις τους διέφεραν όποτε η συζήτηση πήγαινε σε αυτή την πυρηνική πτυχή της πολεμικής εμπειρίες – και την πήγαινα εκεί συχνότατα, με μια ομολογουμένως ενοχλητική εμμονή. Ενοχλητική διότι σχεδόν όλοι δεν αισθάνονταν άνετα με τη σκέψη ότι είχαν πάρει μια ζωή. Αντιλαμβάνονταν την αναγκαιότητα («ή τον σκότωνα ή με σκότωνε») της πράξης αλλά αυτό διόλου δεν σήμαινε πως είχαν συμφιλιωθεί με το γεγονός. Κυρίως με τη μνήμη του γεγονότος.
Ήταν φανερό πως στη δεδομένη στιγμή, πάνω στη φωτιά της μάχης, δεν υπήρχαν περιθώρια για βαθιά σκέψη: έκαναν αυτό που έπρεπε να κάνουν. Συν τω χρόνω όμως, το εσωτερικό σκηνικό μεταβαλλόταν μέσα τους. Εκείνοι που βασανίζονταν περισσότερο ήταν όσοι είχαν έρθει σε άμεση, σωματική επαφή με τον ανώνυμο, άγνωστο εχθρό που είχαν σκοτώσει.
Η περίπτωση του Αμερικανού Έρνι Κρέιμερ, που μέσα σε μια νύχτα σε ένα ύψωμα της Κορέας το 1953, σκότωσε σε μάχη σώμα με σώμα περίπου τριάντα επιτιθέμενους Κινέζους, είναι χαρακτηριστική. Μισό αιώνα μετά τα γεγονότα, και παρότι είχε τραυματιστεί σοβαρά εκείνη τη νύχτα, βασανιζόταν ακόμα από εφιάλτες: οι Ασιάτες τουρίστες στην Αμερική που έβλεπε στα γεράματά του είχαν όλοι τα πρόσωπα των ανθρώπων που είχε σκοτώσει πάνω στην κόλαση μιας αιφνιδιαστικής, μαζικής εχθρικής επίθεσης.
Δεν ήταν ο μόνος. Ακόμα και ένας Έλληνας στρατιώτης στο Ρίμινι που έβλεπε τους Γερμανούς να πέφτουν από τα πυρά του πολυβόλου του, δεν αισθανόταν διόλου καλά με τη σκηνή που επαναλαμβανόταν μέσα του, τόσες δεκαετίες μετά. Ή ένας νεαρός ανθυπολοχαγός του Εθνικού Στρατού στα Πιέρρια του 1948, όταν σκότωσε σχεδόν εξ επαφής έναν άνδρα του Δημοκρατικού Στρατού κατά την ανταλλαγή πυρών. Κάποιος ακόμα, που έριξε μερικές ριπές με πολυβόλο σε ανυποψίαστους αντάρτες το 1949, μου είχε πει «Αφού είδα μερικούς να πέφτουν, σταμάτησα και οπισθοχωρήσαμε, διότι δεν μου άρεσε να σκοτώνω. Έριξα τόσο όσο χρειαζόταν για να τους καθηλώσω και να μπορέσω να απαγκιστρωθώ μαζί με τους άνδρες μου».
Δεν είναι όλοι έτσι, φυσικά. Όταν ρώτησα έναν άλλο βετεράνο του Εμφυλίου και της Κορέας για το πώς νιώθει κάποιος όταν σκοτώνει πάνω στη μάχη, ξαφνιάστηκε. «Τι εννοείτε; Τύψεις συνειδήσεως; Αστεία πράγματα, κύριε».
Κι ωστόσο, ακόμα και αν ήταν βγαλμένοι μέσα από μιαν άγρια εποχή, οι άνδρες αυτοί, οι «δολοφόνοι», ένιωθαν μέσα τους να κυριαρχεί αυτή η συλλογική ψυχική εγγραφή, αρχέγονη όσο και ριζωμένη μέσα μας: ου φονεύσεις. Με άλλα λόγια, ακόμα και εν καιρώ πολέμου, είχαν παραβιάσει κάτι θεμελιώδες. Είχαν διαπράξει μιαν ύβρη.
Η μοναδική περίπτωση που πρόλαβα ζωντανό έναν βετεράνο του 1919-22, στα 104 πια αλλά με σώας τα φρένας ως εκ του θαύματος, με ξάφνιασε όταν μου είπε ότι μια μέρα είδε έναν Τούρκο άτακτο να ξεπροβάλλει μέσα από τα αγριόχορτα και να απομακρύνεται τρέχοντας. «Σήκωσα το τουφέκι και του έριξα. Και τον πέτυχα. Τον είδα να πέφτει και να μην ξανασηκώνεται». Έκανε μια παύση. Έπειτα: «Ως εκ τούτου είμαι φονεύς. Τι ψυχή θα παραδώσω αύριο στον Κύριο, μου λέτε;»
Αυτό που μας δίνει έντεχνα το αφήγημα του Ιωάννου είναι ότι ακόμα και τότε, σε εκείνη την Ελλάδα που εύκολα μετατρεπόταν σε σφαγείο, παρά έναν κάποιο θαυμασμό, η αίσθηση απέναντι στο πρόσωπο ενός ανθρώπου που έχει σκοτώσει είναι αυτή του αποτροπιασμού. Ή έστω, η τρομακτική αίσθηση ότι το πρόσωπο που βλέπεις απέναντί σου έχει διαβεί μια διαχωριστική γραμμή και έχει περάσει σε μια σφαίρα υπάρξεως από την οποία δεν υπάρχει γυρισμός.
Όχι ότι αυτά τα πρόσωπα είχαν πολλές φορές κάτι το διαφορετικό. Όχι απαραίτητα πάντως. Με τα λόγια του Ιωάννου: «…τις περισσότερες φορές δε βρίσκω τίποτε το έκδηλο σ’ αυτόν που πέρασε, εντούτοις, δεν ξέρω γιατί, πιστεύω ακράδαντα στις πληροφορίες αυτού του γνωστού μου. Αυτό το μυρίζεται φυσικά εκείνος (σ.σ. ο γνωστός του), καθώς περπατάει τώρα ακόμα πιο σιμά μου στο δρόμο. (…) Πάντως όλοι, που μου έχει δείξει ή έτυχε να ανακαλύψω μόνος μου, δε βρίσκω να έχουν σπουδαία διαφορά απ’ τους άλλους. Αν δεν τους ήξερε κανείς θα μπορούσε και να τους μπερδέψει. Είναι βέβαια, ως επί το πλείστον, κάπως ώριμης ηλικίας τώρα πια. Στη νεολαία δε δόθηκε ακόμα η ευκαιρία να επιδείξει πλατιά τις κλίσεις της αυτές».
Κάμποσες αράδες παρακάτω, ωστόσο, ο Ιωάννου παραδέχεται πως ορισμένοι από αυτούς έχουν «μια ματιά, που θαρρείς, μαγνητίζει». Μάλιστα, το αφήγημα κλείνει με μια υπόγεια, ιδιότυπη κορύφωση: σε απόμερα ταβερνεία, με συνδαιτημόνες πρόσωπα με «ματιά που μαγνητίζει», κάπου απέναντι από τα σφαγεία της πόλης. «Παρακολουθούσαμε με τις ώρες πώς σφάζουν τα μεγάλα ζώα», γράφει ο Ιωάννου, προσθέτοντας: «Πάντως τα χτυπήματα με ρόπαλο στο κεφάλι, και τα παρόμοια είναι παραμύθια. Πιάσαμε φιλίες με τους σφάχτες. (…) Ασφαλώς όμως θα ξέρουν καλά πώς σφάζεται ένας άνθρωπος, εφόσον έχουν σφάξει χιλιάδες και χιλιάδες δυνατά και σκληρόπετσα ζώα στη ζωή τους».
Παρά την ωμή καθημερινότητα και κοινοτοπία, το μέλημα του συγγραφέα είναι να αποδώσει το μυστήριο που διατηρεί κάποιος που έχει διαβεί αυτή τη νοητή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους ζωντανούς και τους ζωντανούς: ο αφηγητής συναγελάζεται με σφάχτες, όμως φοβάται. Και όταν μια φορά γελά νευρικά απ’ τον φόβο, ένας από αυτούς νευριάζει, σηκώνεται πάνω και κάνει «κάτι σαν αναπαράσταση σφαξίματος απάνω μου. Έδειχνε στους άλλους ένα προς ένα τα καίρια σημεία». Ο αφηγητής έχει διαρκώς τη συναίσθηση πως «ο άνθρωπος που κουβαλάει μαχαίρι, έχει υπόψη του κάποτε να το χρησιμοποιήσει». Η δυνατότητα, η πιθανότητα, το ενδεχόμενο είναι διαρκώς εκεί λοιπόν. Ο αφηγητής αποφαίνεται προς το τέλος: «είμαι κι εγώ παιδί μιας εποχής δολοφόνων».
Ακόμα και σε πιο σκοτεινές εποχές, σε εποχές που ο δολοφόνος ήταν, θα έλεγε κάποιος, ο κανόνας, ακόμα και τότε, ο φόνος, η σφαγή, μπορεί να πυροδοτήσει αντιφατικά και αναπάντεχα αισθήματα και αντιδράσεις. Ο νους μου τρέχει τώρα πολλούς αιώνες πιο πίσω. Το πρόσωπο που μας αφορά τώρα δεν προέρχεται από την Ελλάδα. Είναι Ιταλός και ονομάζεται Κάρλο Γκεζουάλντο. Συνθέτης και πρίγκιπας, γεννηθείς το 1560. Ένας βιογράφος του, ο Ντομινίκ Φερναντέζ, γράφει πως άρχισε να συνθέτει μουσική μονάχα αφότου έγινε φονιάς. Λέγεται πως το έγκλημα που διέπραξε απελευθέρωσε από μέσα του καταπιεσμένες δημιουργικές δυνάμεις.
Συνοπτικά, η ιστορία είναι αυτή: ο Γκεζουάλντο ανακαλύπτει πως η σύζυγός του τον απατά με έναν δούκα. Φαίνεται πως μέσα του το έχει ήδη πάρει απόφαση: η ζωή του σα να σταμάτησε, όπως η καρδιά μέσα στο στέρνο ενός ανθρώπου που μαχαιρώθηκε πισώπλατα.
Στις 16 Οκτωβρίου του 1590, στα τριάντα του, ο Γκεζουάλντο προφασίζεται πως θα πάει για κυνήγι. Επιστρέφει αιφνιδιαστικά στον πύργο του και πιάνει το παράνομο ζευγάρι στα πράσα. Αυτή είναι η κρίσιμη στιγμή. Η στιγμή που τα μαχαίρια γυμνώνονται από τις θήκες τους.
Ακούγοντας τη μουσική του σήμερα, προσπαθώ να φανταστώ σε ποια στάση να τους πέτυχε. Αν τους είδε σε μια στάση που τη φοβόταν περισσότερο από άλλες: λες και αυτή ή εκείνη η ερωτική στάση εξασφαλίζει περίσσεια ηδονή για εκείνη και συνεπώς δυσβάσταχτο αίσθημα ταπείνωσης για τον ίδιο.
Εξυπακούεται πάντως πως αυτό που ακολουθεί είναι ένα λουτρό αίματος: οι γυμνοί εραστές κατασφάζονται στο κρεβάτι από τον πρίγκιπα και τους ανθρώπους του. Λέγεται πως ο ίδιος μαχαίρωσε πολλές φορές τη γυναίκα του κραυγάζοντας «Δεν πέθανε ακόμη!». Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια: ξεσπά πάνω στη σύζυγο, όχι στον εραστή, ο οποίος μοιάζει να μην τον αφορά καν.
Λόγω αριστοκρατικής καταγωγής, ο Γκεζουάλντο έχει το προνόμιο της ασυλίας. Φοβούμενος όμως τη βεντέτα, αποσύρεται σε έναν άλλο, πιο απομακρυσμένο πύργο. Τέσσερα χρόνια μετά, ξαναπαντρεύεται. Πρόκειται για έναν μάλλον δυστυχισμένο, μισερό γάμο – αν και χωρίς τις ακρότητες του πρώτου.
Λέγεται πως, καθώς περνούν τα χρόνια, ο Γκεζουάλντο βυθίζεται στη θλίψη: ζητά καθημερινά από τους έμπιστους υπηρέτες του να τον μαστιγώνουν. Να είχε μετανιώσει; Και ναι και όχι, υποθέτω.
Τότε είναι που αφοσιώνεται στη μουσική. Συνθέτει μαδριγάλια και θρησκευτικούς θρήνους ακολουθώντας μιαν εντελώς δική του, άκρως προσωπική χρωματική γραμμή, πειραματιζόμενος με φόρμες, σχήματα, ακόμα και με τη στιχουργία.
Ο φόνος της μοιχαλίδας του έδωσε φτερά. Φτερά νυχτερίδας ίσως, ωστόσο, κάπως κάπου πέταξε. Μακριά απ’ όλα. Κάπου, όχι εδώ.
Σύγχρονοι συνθέτες όπως ο μέγας Στραβίνσκι και ο Αλφρεντ Σνίτκε επηρεάστηκαν από τις συνθέσεις αυτές, ενώ στις περιώνυμες «Πύλες της αντίληψης», που τόσο λάτρεψε ο Τζιμ Μόρισον, ο Αλντους Χάξλεϊ του αφιερώνει κάμποσες σκέψεις.
Ακούγοντας σήμερα το Ρέκβιεμ του Γκεζουάλντο, αναζητώ παράλληλα στο Διαδίκτυο τη μετάφραση των στίχων στα αγγλικά. Είναι οι στίχοι ενός σφαγέα. Ενός ερωτευμένου σφαγέα ίσως. «Παιδί, ας γίνω παιδί σαν πεθάνω, το μικρότερο παιδάκι/ Πάρε με στην αγκαλιά σου και πήγαινέ με σπίτι σου./ Λύτρωσε την κουρασμένη μου ψυχή και βάλε με στο κρεβάτι./ Και πες μου ιστορίες για ν’ αποκοιμηθώ./ Και δώσε μου τα όνειρά σου για να τα κάνω παιχνίδια μου».
Ο σφάχτης Κάρλο Γκεζουάλντο πέθανε μόνος, το 1613.
Αντί επιλόγου του Αντώνη Παγκράτη
Η ταινία “Τα κίτρινα γάντια” σε σκηνοθεσία του Αλέκου Σακελλάριου προβλήθηκε το 1960 στις κινηματογραφικές αίθουσες Πειραιά–Αθηνών και προαστίων κι έκοψε 27.787 εισιτήρια. Από τις 58 ταινίες εκείνης της χρονιάς κατέλαβε τη 18η θέση. Είναι πασίγνωστη η φράση “είμαστε άντρες και τον λόγο μας τον κρατάμε”!
Το δίδυμο Γκιωνάκη – Σταυρίδη με τα λόγια των Σακελλάριου-Γιαννακόπουλου αθανατίζει με γλαφυρότητα τις δύο άκραίες αντρικές εκφράσεις της ελληνικής μεσοαστικής κουλτούρας του 1960. Ενας πλούσιος έμπορος ο Ορέστης (Νίκος Σταυρίδης) και ο “τρελός του χωριού” Μπρίλης (Γιάννης Γκιωνάκης) αδυνατούν να συνεννοηθούν αρχικώς γιατί ο δεύτερος μπορεί μόνο κυριολεκτικώς να αντιληφθεί την γλώσσα. Σε δεύτερη φάση αφού συμφωνήσουν ως “άντρες που κρατάνε τον λόγο τους”, τον κυριολεκτικό λόγο τους, άνευ μεταφορών ή άλλων διττών νοημάτων, θα απελευθερώσουν τον θεατή από το πρόσκαιρο αδιέξοδο που τον είχε οδηγήσει η σύγκρουση ενός “καθυστερημένου”, ατάραχα λογικού, και ενός “λογικού¨ ανυπόμονα ταραγμένου. Και οι δύο όμως αυτοί τύποι ανδρός, είναι οικείοι στην κοινωνία του ‘60 και απολύτως ενταγμένοι μέσα της. Η νοητική καθυστέρηση, η ταραχή, η ανυπομονησία δεν φαίνεται να προκαλούν ανασφάλεια στα πρόσωπα που τα υφίστανται. Είναι όλα ενταγμένα σε μία κοινότητα-μητέρα που ανέχεται και θεραπεύει επιβάλλοντας τις ταυτότητες που ορίζουν τους ρόλους του αρσενικού εντός της. Κανένα πρόβλημα, άφθονο γέλιο.
Στο απόσπασμα της ταινίας της Στεφανή, δύο άντρες άνευ πλαισίου αναφοράς, αγωνιούν να βρούν αποκούμπι ο ένας στον άλλον. Μόνη τους συνεννόηση είναι η προσπάθεια να μοιραστούν την μοναξιά τους. Δεν υπάρχει δίχτυ ασφαλείας, δεν μπορούν ούτε να κοιτάξουν την κάμερα και να ζητήσουν βοήθεια από τον κινηματογραφιστή. Τι σόι άντρες είναι αυτοί; Αποκλειστικά μόνοι με την αγωνία τους, ίσως γι’αυτό περισσότερο άνθρωποι.
Η Εύα Στεφανή γεννήθηκε το 1964, είναι σκηνοθέτης και διδάσκει στο Τμήμα ΕΜΜΕ του ΕΚΠΑ.