Το ζήτημα των σταλινικών διώξεων εκατομμυρίων αθώων θυμάτων, παραμένει ως ανοιχτή πληγή στη Ρωσία, προκαλώντας πάντα θυελλώδεις αντιδράσεις και έναν γεμάτο εντάσεις δημόσιο διάλογο. Η ρωσική κοινωνία παραμένει πιστά προσηλωμένη στο παρελθόν της, αδυνατώντας να απαλλαγεί από τη βαριά κληρονομιά των Γκουλάγκ και των αναιτιολόγητων εκτελέσεων εκατομμυρίων ανθρώπων, μοναδικό έγκλημα των οποίων μπορεί να ήταν η εθνική καταγωγή, η «κλοπή» μίας χούφτας σιταριού, ένα απρεπές αστείο σε βάρος της κομματικής ηγεσίας ή απλά η συγγένεια με κάποιον που χαρακτηρίστηκε ως εχθρός του λαού.

Η κατάσταση επιβαρύνεται ακόμη περισσότερο από το γεγονός ότι τόσο η επίσημη πολιτική της σημερινής ρωσικής ηγεσίας, όσο και η επαμφοτερίζουσα στάση της ρωσικής δικαιοσύνης, καλλιεργούν το έδαφος για μία «σταλινική υποτροπή» στη δημόσια ζωή της Ρωσίας. Μπορεί για την ναζιστική λαίλαπα η Νυρεμβέργη να είναι μία διαδικασία κάθαρσης, αναδεικνύοντας την χιτλερική ιδεολογία ως το απόλυτο Κακό, ωστόσο ανάλογη κάθαρση δεν επιτεύχθηκε ως προς τα εγκλήματα του σταλινικού καθεστώτος, αφήνοντας μία ανεπούλωτη πληγή στη ρωσική κοινωνία, που τόσα πολλά υπέφερε κατά τον 20ό αιώνα.

Στις γραμμές που ακολουθούν, ο αναγνώστης έχει την ευκαιρία να διαβάσει μία ιστορία που θυμίζει αστυνομικό μυθιστόρημα, μία ιστορία από εκείνες που μας θυμίζουν διαρκώς πως η τέχνη αντιγράφει τη ζωή και πως, ακόμη και σε εποχές δύσκολες, ο ηρωισμός και η αυταπάρνηση ορισμένων φέρνουν στο φως τις σκοτεινές και τραγικές σελίδες μίας ανθρωπιστικής, δίχως τέλος, τραγωδίας.

Το όνομα του Αλεξάντρ Μπουσάροφ, εμφανίστηκε για μία και μοναδική φορά στο ρωσικό Τύπο, όταν στην εφημερίδα «Ο κομσομόλος της Μόσχας» (Μοσκόφσκι Κομσομόλετς) το 2017, δημοσιεύτηκε μία είδηση αναφορικά με την υπόθεση της αποκατάστασης του δεκανέα Σαβέλι Ντμίτριεφ, ο οποίος το 1942 παρουσιάστηκε ως ο φρουρός που πυροβόλησε ένα αυτοκίνητο τη στιγμή που περνούσε τις πύλες του Κρεμλίνου και στο οποίο επέβαινε ο λαϊκός κομισάριος (υπουργός) Αναστάς Μικογιάν. Ο Ντμίτριεφ συνελήφθη αμέσως, δικάστηκε και καταδικάστηκε σε θάνατο, μα εκτελέστηκε 8 χρόνια αργότερα, το 1950. Πέρασαν 67 χρόνια και το Ανώτατο Δικαστήριο της Ρωσίας, αφού εξέτασε την αίτηση του Αλεξάντρ Μπουσάροφ, απέρριψε την πρόταση αποκατάστασης του Ντμίτριεφ. Στη συγκεκριμένη είδηση της εφημερίδας, αναφερόταν επίσης, πως ο Μπουσάροφ, παρόλο που προκάλεσε με τις αιτήσεις του δικαστικές διερευνήσεις, ο ίδιος δεν ήταν παρών σε καμία από αυτές.

Ποιος είναι ο Μπουσάροφ

Όλα ξεκίνησαν από την περιέργεια ενός νέου ανθρώπου να εντρυφήσει στην οικογενειακή ιστορία. Απόγονος αξιωματικού της N.K.V.D., (Λαϊκό Κομισαριάτο Εσωτερικών Υποθέσεων) της τρομερής μυστικής, πολιτικής αστυνομίας, άρχισε να μελετάει την βιογραφία του προπάππου του ( ο οποίος εκτελέστηκε μαζί με συναδέλφους του 1939) σε μία προσπάθεια να κατανοήσει πως οι άνθρωποι αυτοί κατέληξαν να γίνουν δήμιοι. Κατέληξε στο συμπέρασμα πως οι άνθρωποι αυτοί δεν ήταν τέρατα από τη φύση τους, ωστόσο η εργασία σε ένα εγκληματικό οργανισμό συνέβαλε στην μεταστροφή του ψυχισμού τους και τους μετέτρεψε σε φονιάδες. Το αμέσως επόμενο συμπέρασμά του ήταν πως εφόσον ο οργανισμός ήταν εγκληματικός, θα πρέπει να λογοδοτήσει στο δικαστήριο. Βέβαια, θα αναρωτηθεί ο καλόπιστος αναγνώστης, για ποια δικαστική διερεύνηση των εγκλημάτων των σοβιετικών μυστικών υπηρεσιών μπορεί να γίνει λόγος, όταν πρώην αξιωματικός της K.G.B. (Επιτροπή Κρατικής Ασφαλείας), είναι πρόεδρος της χώρας, ενώ πλήθος πρώην ανώτατων στελεχών της, κατέχει σήμερα θέσεις κλειδιά στον κρατικό μηχανισμό, τις διάφορες (επτά τον αριθμό) μυστικές υπηρεσίες, αλλά και την οικονομική ελίτ της χώρας;

Το σχέδιο

Η παραδοχή αυτή γέννησε την σκέψη πως πρέπει να σκεφτεί ένα άλλο σχέδιο. Αποδείχτηκε εκ των πραγμάτων πως το απλό σχέδιο, είναι πάντα εκείνο που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας. Ο Μπουσάροφ άρχισε να συγκεντρώνει στοιχεία για τους αξιωματικούς των μυστικών υπηρεσιών της σταλινικής περιόδου, οι οποίοι εκτελέστηκαν κατά τις δεκαετίες του 1930 – 1950 και δεν αποκαταστάθηκαν από τα δικαστήρια αργότερα. Κατάφερε να εντοπίσει μερικές εκατοντάδες περιπτώσεων, ανάμεσα στις οποίες ήταν απλοί ανώνυμοι αξιωματικοί, μα και πολλά επιφανή στελέχη του κατασταλτικού μηχανισμού. Οι φάκελοι αυτών των μη αποκατασταθέντων στελεχών των μυστικών υπηρεσιών φυλάσσονται μέχρι σήμερα στα αρχεία της F.S.B. (Ομοσπονδιακή Υπηρεσία Ασφαλείας) της Ρωσίας, χαρακτηρισμένα ως άκρως απόρρητα και απόρρητα και απαγορεύεται η πρόσβαση των ερευνητών.

Ο Μπουσάροφ άρχισε να καταθέτει την μία μετά την άλλη αίτηση για την αποκατάσταση (πολιτική και ηθική) των πρώην εκτελεστών της N.K.V.D., οι οποίοι στη συνέχεια εκτελέστηκαν από τους πρώην συναδέλφους τους, ενώ πολλοί τελείωσαν την γήινη διαδρομή τους με μία σφαίρα στο σβέρκο από το χέρι των πρώην υφισταμένων τους.

Το σχέδιο του Αλεξάντρ Μπουσάροφ ήταν απλό και μεγαλοφυές στη σύλληψή του. Σύμφωνα με τη ρωσική νομοθεσία, αίτηση για αποκατάσταση διωχθέντων και εκτελεσθέντων, μπορεί να καταθέσει οποιοσδήποτε πολίτης, χωρίς υποχρεωτικά να είναι συγγενής του θύματος. Η Γενική Στρατιωτική Εισαγγελία είναι υποχρεωμένη να επανεξετάσει τις υποθέσεις των σταλινικών εκτελεστών και να αποφασίσει αν πρόκειται για εγκληματίες ώστε να απορριφθεί η πρόταση αποκατάστασής τους. Με άλλα λόγια, η Γενική Στρατιωτική Εισαγγελία έπρεπε να επικυρώσει την απόφαση, όχι όμως με βάση τις χαλκευμένες κατηγορίες περί προδοσίας, κατασκοπίας, τροτσκιστικής απόκλισης, αλλά – και αυτό ήταν το σημαντικότερο σημείο- για εγκλήματα κατά την άσκηση των υπηρεσιακών καθηκόντων.

Η επιτυχία του σχεδίου του Μπουσάροφ εξαρτιόταν από δύο προϋποθέσεις. Η πρώτη ήταν να παραμένει κρυφό απ’ όλους. Σε περίπτωση που το σχέδιό του διέρρεε στον Τύπο, θα οδηγούνταν σε αποτυχία. Για να αποφύγει αυτή την εξέλιξη, ο Μπουσάροφ δεν είπε σε κανέναν το σχέδιο του, δεν μίλησε ούτε σε φίλους, ούτε σε συγγενείς, ούτε καν στην ίδια του τη σύζυγο.

Η δεύτερη προϋπόθεση ήταν ότι δεν θα έπρεπε να κάνει το παραμικρό που θα προκαλούσε υποψίες στην Γενική Στρατιωτική Εισαγγελία. Έτσι, υποδύθηκε, με επιτυχία, αν κρίνουμε από το αποτέλεσμα, τον ένθερμο υποστηρικτή του Στάλιν, ο οποίος θέλει να δοξάσει τα «αδικημένα» στελέχη της N.K.V.D. Ο ίδιος θεωρεί πως τον εξέλαβαν ως έναν πολίτη που θέλει να αποκαταστήσει μία μνήμη αγαθή για τα στελέχη της μυστικής αστυνομίας.

Γινόταν δεκτός από στρατιωτικούς εισαγγελείς, οι συναντήσεις τους συχνά ξέφευγαν από τα αυστηρά υπηρεσιακά πλαίσια και κατέληγαν σε φιλικές κουβέντες. Κανείς δεν υποψιαζόταν πως έχει να κάνει με έναν πανέξυπνο αντιφρονούντα που βρήκε το αδύνατο σημείο, το «τυφλό σημείο» ενός καλοστημένου συστήματος απόκρυψης της ιστορικής αλήθειας.

Το σχέδιο Νέμεσις

Ο Μπουσάροφ έθεσε σε εφαρμογή του σχέδιό του το  2012. Κατέθετε την μία αίτηση αποκατάστασης μετά την άλλη, επιλέγοντας προσεκτικά τους «ήρωες» του. Ανάμεσα σε αυτούς ήταν ο Μιχαήλ Αλιόχιν, διευθυντής του τμήματος επιχειρησιακής τεχνολογίας, ο οποίος δηλητηρίασε με κυάνιο τον συνάδελφό του Αμπράμ Σλούτσκι, ο υπαρχηγός του Μπέρια, Στεπάν Μαμούλο, ο υπασπιστής του Μπέρια, Στεπάν Σαρία, ο ταγματάρχης της Κρατικής Ασφάλειας Ντμίτρι Γκρετσούχιν, υπεύθυνος για τον θάνατο χιλιάδων πολιτικών κρατουμένων και διάφορα άλλα επιφανή στελέχη του μηχανισμού θανάτου του Στάλιν.

Ο ίδιος μέχρι την τελευταία στιγμή, είχε την ελπίδα πως η Εισαγγελία θα ανασύρει τις παλιές υποθέσεις και θα επικυρώσει τις αποφάσεις, πράγμα που θα σήμαινε πως οι δήμιοι δεν θα μπορούσαν να δικαιωθούν. Ωστόσο, η ζωή τον διέψευσε.

Ως απάντηση στις αιτήσεις του, άρχισε να λαμβάνει επίσημες επιστολές, σύμφωνα με τις οποίες οι αξιωματικοί της N.K.V.D. για τους οποίους ενδιαφερόταν, είχαν ήδη αποκατασταθεί. Το 2012 σε συνθήκες απόλυτης μυστικότητας η Γενική Στρατιωτική Εισαγγελία είχε αρχίσει να αποκαθιστά τους τετελεσμένα καταδικασθέντες εγκληματίες- υπεύθυνους για τους θανάτους χιλιάδων ανθρώπων.

Ανάμεσα τους και ο Γιάκοφ Αγκράνοφ, ο οποίος ήταν ιθύνων νους και υπεύθυνος για την μεγάλη σταλινική τρομοκρατία, ως μέλος της ειδικής τρόικας της N.K..D (εξωδικαστικό όργανο, αποτελούμενο από τον τοπικό εισαγγελέα, τον γραμματέα της κομματικής οργάνωσης και τον έκτακτο επίτροπο της μυστικής υπηρεσίας), η οποία καθημερινά έστελνε χιλιάδες αθώους ανθρώπους στα εκτελεστικά αποσπάσματα. Η απόφαση της αποκατάστασής του είχε ημερομηνία 22 Δεκεμβρίου 2013. Ακολούθησαν άλλες 30 παρόμοιες σκανδαλώδεις αποφάσεις.

Ξεπερνώντας το αρχικό σοκ ο Μπουσάροφ, άρχισε να καταθέτει αιτήσεις στις αντίστοιχες υπηρεσίες για την «επιστροφή των παρασήμων, των εύφημων μνειών,την αποκατάσταση των βαθμών των αξιωματικών» κ.λπ. Η Γενική Στρατιωτική Εισαγγελία θορυβήθηκε και τον κάλεσαν για μία «φιλική συζήτηση» ρωτώντας τον: τι πάτε να κάνετε.  Ακολούθησε η απάντηση της Διεύθυνσης Παρασήμων και Αμοιβών της Ρωσικής Προεδρίας, σύμφωνα με την οποία δεν υπήρχε πρόθεση επιστροφής των παρασήμων και των βαθμών στους καταδικασμένους άντρες της N.K.V.D.

Ξαφνικά, το κύμα των αποκαταστάσεων κοπάζει, μα ο γραφειοκρατικός μηχανισμός είχε ήδη τεθεί σε λειτουργία και οι διάφορες υπηρεσίες συνεχίζουν να στέλνουν στον Μπουσάροφ υλικά (έγγραφα, αποφάσεις, αιτήσεις κ.λπ) παρόλο που φέρουν την ένδειξη «άκρως απόρρητο». Ο τολμητίας ερευνητής, αποφασίζει να συνεχίσει το παιχνίδι της γάτας και του ποντικιού. Εντοπίζει ορθογραφικά λάθη σε διάφορα έγραφα, τα στέλνει πίσω στις υπηρεσίες για να διορθώσουν τα επίθετα, τις ημερομηνίες γέννησης, σύλληψης, εκτέλεσης, τα άρθρα του Ποινικού Κώδικα που καταδικάστηκαν κ.λπ. Οι υπηρεσίες, ω του θαύματος, ανταποκρίνονται και η αλληλογραφία συνεχίζεται. Στο μεταξύ ο Μπουσάροφ, λόγω της νομικής του παιδείας, είναι ήδη χαμηλόβαθμος υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης, πράγμα που κάνει πολλά στελέχη του γραφειοκρατικού μηχανισμού να τον θεωρούν «δικός τους».

Στο μεταξύ το αρχείο άρχισε να αποκτά μεγάλες διαστάσεις, περιλαμβάνοντας πολύτιμα στοιχεία για την αποκατάσταση της ιστορικής αλήθειας. Το 2018 αριθμούσε 200 και πλέον υποθέσεις. Ο μεγάλος όγκος του αρχείου, εκπροσωπούσε πλέον και μία τεράστια απειλή για τον ίδιο. Μετά από ώριμη σκέψη, συσκεύασε το αρχείο του σε κιβώτιο με ρούχα, τα φόρτωσε στο αυτοκίνητό του και εγκατέλειψε τη Ρωσία. Σήμερα ζει σε μία μικρή γερμανική πόλη, σε συνθήκες ανωνυμίας κα μιλάει μόνο σε επιλεγμένους ανθρώπους, αποφεύγοντας τη δημοσιότητα. Συνεχίζει όμως να τροφοδοτεί τους ιστορικούς και τους ερευνητές με στοιχεία από το πολύτιμο αρχείο του.

πηγή φωτογραφίας