Θέσαμε μιαν ερώτηση προσπαθώντας να αγγίξουμε ένα εξόχως σημαντικό θέμα της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής (θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι καταστατικό στοιχείο της): την πειθαρχία των Ελλήνων στην εφαρμογή των εντολών, ειδικότερα σε μία κρίσιμη περίοδο σαν την τρέχουσα απειλή από την πανδημία και τους τρόπους της αντιμετώπισής της.
Απευθυνθήκαμε σε έξι ανθρώπους – εργάτες του πνεύματος, υπό τη στενή έννοια: του ορισμού της σκέψεως ως καλλιέργεια της διανοίας εντός του εαυτού της, αφού όλοι οι άνθρωποι υπό την ευρεία εννοία είναι πνευματικά όντα. Η επιλογή αυτή είχε τριπλό σκοπό. Οι στοχαστές, όπως παραπάνω ορίσαμε, απέχουν, κατά το δυνατόν, από την ιδιοτέλεια με την οποία προσεγγίζουμε οι υπόλοιποι μια κατάσταση. Έχουν εργαστεί πάνω στην αποφυγή των προκαταλήψεων επί του θέματος με το οποίο ασχολούνται και, τελικώς, τείνουν προς μιά αντικειμενικότερη ματιά λόγω της διευρυμένης εποπτείας στην οποία κοπιωδώς ασκούνται. Οι ερωτηθέντες είχαν τον περιοριστικό όρο της απαντήσεώς τους εντός των 200 λέξεων. Άν κάποιος υπερέβη το όριο… δεν είναι καταδικαστέος επί ποινή αποκλεισμού, τηρουμένων των προσωπικών ιδιαιτεροτήτων στην έκφραση και την έκταση της υπέρβασης.
Η παρουσίαση των απαντήσεων έγινε με αλφαβητική προτεραιότητα του επιθέτου των ερωτηθέντων.
ΕΡΩΤΗΣΗ: Ικανός αριθμός δημοσιευμάτων του ξένου τύπου για την αντίδραση της Ελλάδας στην απειλή της πανδημίας του κορονοϊού, μας επιτρέπει να ισχυριστούμε ότι οι απόψεις τους συγκλίνουν σε δύο βασικά συμπεράσματα: Εκθειάζουν την άμεση και αποφασιστική δράση της ελληνικής κυβερνήσεως και την απρόσμενη πειθαρχία με την οποία δέχτηκε τα μέτρα προστασίας η ελληνική κοινωνία. Ποιά είναι η γνώμη σας ή και η ερμηνεία σας για τα παραπάνω συμπεράσματα.
Ο Τάσος Αναστασιάδης είναι καθηγητής στο τμήμα Ιστορίας του Πανεπιστημίου McGill του Καναδά. Εστιάζει στη σχέση ανθρὠπινης κινητικότητας και θεσμικής στασιμότητας. Συντονίζει το πρόγραμμα έρευνας, για την Ελληνική Μετανάστευση στον Καναδά: Immigrec.
«Δεν είναι σίγουρο ότι είναι τόσο σημαντικός ο αριθμός των δημοσιευμάτων για την Ελλάδα σε σχέση π.χ με την Φινλανδία ή την Αυστρία. Εχουμε την εντύπωση ότι υπάρχουν πολλά δημοσιεύματα διότι αυτά ψάχνουμε εμείς. Είναι αυτό που οι ψυχολόγοι ονομάζουν confirmation bias.
Δευτερευόντως, είμαστε από τους λίγους λαούς που ανησυχούμε τόσο πολύ για την γνώμη των άλλων για μας. Είναι το πρόβλημα του προγονικού μας κόμπλεξ. Επειδή όλοι πάντα μιλάνε καλά για τους αρχαίους μας «προγόνους» νιώθουμε πάντα την ανάγκη να επιβεβαιώσουμε ότι οι άλλοι μιλάνε καλά και για εμάς σήμερα. Αυτών λεχθέντων, νομίζω ότι ναι, τα πήγαμε όχι και τόσο άσχημα προς το παρόν.
Πρώτον, πήραμε σχετικά νωρίς μέτρα. Δεύτερον, είμαστε μια περιφερειακή βαλκανική χώρη με περιορισμένη σχετικά ενσωμάτωση στην παγκοσμιοποίηση (ιδίως τον χειμώνα) οπότε και φυσικά κυκλοφόρησε πολύ λιγότερο και αργότερα σε μας ο ιός. Τρίτον, είμαστε μια χώρα στην οποία τα ΜΜΕ είναι drama queens και λόγω της επιρροής της τηλεόρασης στον ελληνικό πληθυσμό περάσαμε εύκολα από την ελληνική «παλικαριά» (π.χ. στις Απόκριες με το Καρναβάλι) στον πανικό! Τέταρτον, πειθαρχήσαμε διότι όπως μας μαθαίνει η ιστορία είμαστε ικανοί να κάνουμε μια μεγάλη προσπάθεια όμως για πολύ μικρό χρονικό διάστημα. Οπότε πριν βιαστούμε να πούμε νενικήκαμεν ας περιμένουμε λίγο τώρα που ανοίγει ο καιρός…».
Ὁ Νῖκος Καλαποθᾶκος εἶναι συγγραφέας πέντε βιβλίων, μὲ κεντρικὸ ζήτημα τὸν νεοελληνικὸ ψυχισμό: Βυζάντιο, ρεμπέτικο, ποδόσφαιρο, κινηματογράφος –τελευταῖο του τὸ “Γιὰ τὴν κακιὰ τὴν ὥρα”, Αρμός 2019. «Ἡ πειθαρχία σὲ μᾶς συμπλέκεται μὲ τὴν ὑπακοὴ στὸ ἀφεντικό. Πατριαρχικὴ αὐστηρότης ἐκ τῆς αὐτοθυσίας τῆς Ἑλληνίδος μάννας· Χαρδαλιᾶς καὶ Τσιόδρας. Ἡ ἰδιωτεία –ἡ καθ’ ἡμᾶς ἐξατομίκευση– εἶναι ἀχαλίνωτη καὶ μόνον μὲ γλυκὸ ἐκφοβισμὸ περιορίζεται. Τὴν εὐθύνη γιὰ μᾶς ἀναλαμβάνουν ἀνακουφιστικὰ ἄλλοι, εἰς θέσιν γονέων, γιὰ νὰ μποροῦμε ἐμεῖς νὰ εἴμαστε, ἀνέτως, ἀνοικτοὶ στὸ ἄλογο, ὡς κίνδυνο καὶ ὡς ἐλπίδα· στὴν παράβαση. Ὁ φόβος, ἀπὸ τὴν σοκαριστικὴ ἀνάγκη, εἶναι ποὺ γεννᾶ τὴν δική μας πειθαρχία καὶ μᾶς «ἐπιτρέπει» νὰ μεταφέρουμε τὴν ἐγγύτητα στὴν ἀπόσταση. Ἡ ὅποια νομιμοποίηση τῆς ὀρθολογικότητός μας στηρίζεται σὲ συναισθήματα ἀπορρέοντα ἀπὸ παρορμήσεις προνοηματικῆς πίστεως· ὄχι ἀπὸ πίστη ἠθικῶς ἐπεξεργασμένη, μετατρεπομένη ἔτσι σὲ ἠθικὴ τῆς εὐθύνης, μὲ τὴν ἐκλογίκευση νὰ μὴν εἶναι ἀκυρωτικὴ τοῦ συναισθήματος, ἀλλὰ διενεργὸς τοῦ ἠθικοῦ ἐλέγχου του.
Τὴν στιγμὴ ποὺ οἱ παραδόσεις δὲν ὑπαγόρευαν σαφῶς τρόπους στάσεων καί μᾶς κατέλαβε ἀγωνία, συναισθηματικὸ φορτίο μετατοπίσθηκε πρὸς τὴν μεριὰ τοῦ κράτους, ποὺ ἐμφανίσθηκε, ὅμως, μὲ διαστάσεις οἰκογενείας καὶ ἐκκλησίας. Ἄλλωστε, αὐτὸ ποὺ προέκρινε ἦταν καθαρὰ ὀρθοδόξου περιεχομένου: νὰ σωθοῦμε ὅλοι μαζί, ὁ ἕνας μέσα στὸν ἄλλον· ἐξαρτώμενοι ἀπὸ τὸν ἀρχηγό· ἀλληλεξαρτώμενοι σωματικῶς.
Ἀδιανόητο γιὰ ἕναν δυτικὸ νὰ συγκινηθῆ λέγοντας πὼς δίνουμε μάχη γιὰ τοὺς παπποῦδες καὶ τοὺς γονεῖς –ὁ Τσιόδρας λύγμωσε δίς· μαζί του σύμπασα ἡ Ἑλλάς. Προτάξαμε ἕνα παρωχημένο –ἀποκρουστικὸ γιὰ ἄλλους– αἴσθημα: τοὺς γέρους μας· τὸ παρελθόν. Οἱ πλέον ἀνοικτὲς στὸ μέλλον κοινωνίες, συγκροτοῦνται περὶ τὸ νέο ἄτομο, τὸ παιδί, οἱ δικές μας, κλειστὲς στὸ μέλλον καὶ ἀνοικτὲς στὸ παρελθόν, περὶ τὸν τιμημένο γέροντα.
Ἐπιπροσθέτως, προκρίναμε αὐτὸ ποὺ ξέρουμε καλά: διάσωσις ἐν ἡρωικῇ ἀμύνῃ· παθητικὴ ἄμυνα, ἑλληνικὸ κατενάτσιο. Μόνο ποὺ δὲν ἀντέχουμε στὴν διάρκεια, στὸν χρόνο, παρὰ ἐὰν τὸν συμπτύξουμε στὴν μιὰν ἀνάσα. Ὁ δὲ πρωθυπουργὸς ἐμφανίσθηκε, ὡς ἄλλος Μεταξᾶς ἢ Ρεχάγκελ –γιὰ καλὸ τὸ λέω–, ὀργανωτικῶς, ἐπιτυγχάνοντας ἕνα ὑψηλὸ ποσοστὸ ὁμοψυχίας, τὶς πρῶτες ἡμέρες· ἐνθουσιαστικὸς ὀρθολογισμός.
Φοβικὲς, ἀμυντικὲς κοινωνίες, μὲ ἔντονα παρελθοντικὰ στοιχεῖα, φαίνεται νὰ τὰ ἔχουν καταφέρει καλύτερα ἀπὸ ἄλλες, τῶν ἀνοικτῶν ὁρίων, ποὺ παίζουν ἐπιθετικώτερα καὶ στραπατσάρονται. Ὡς πάντα ἕτοιμοι νὰ μποῦμε στὸ καβούκι μας, δὲν εἴμαστε ξένοι σὲ περιοριστικὰ μέτρα. Σημασία δὲν ἔχει τὸ ὅτι καὶ ἄλλοι τὰ πῆραν, ἐν τέλει, ἀλλὰ τὸ ὅτι ἐμεῖς τὰ πήραμε πρὶν καλὰ καλὰ τὰ πάρουμε, γιὰ νὰ ξυπαζώμαστε μὲ ξένα δημοσιεύματα».
Ο Βασίλειος Ν. Μακρίδης είναι καθηγητής Θρησκειολογίας στη Φιλοσοφική Σχολήτου Πανεπιστημίου Έρφουρτ στη Γερμανία. Ειδικεύεται στην έρευνα του Ορθόδοξου Χριστιανισμού, τόσο ιστορικά όσο και στο σύγχρονο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, από κοινωνιολογική και πολιτισμιολογική σκοπιά.
«Όντως, η διεθνής εικόνα της Ελλάδας στην παρούσα παγκόσμια κρίση είναι σαφώς κολακευτική, ιδίως αν αναλογισθεί κανείς τη δυσφήμιση, αλλά και το bullying που είχε δεχθεί λίγο πριν στο πλαίσιο της οικονομικής κρίσης. Αναμφίβολα, η παρούσα κρίση παρουσιάζει ποικίλες εκφάνσεις, όπως στις στρατηγικές με τις οποίες την αντιμετωπίζουν οι διάφορες κυβερνήσεις, πράγμα που αναδεικνύει και τις πολιτισμικές διαστάσεις του όλου θέματος, οι οποίες αφορούν άμεσα και στην Ελλάδα.
Αν και είναι ακόμη νωρίς να εξαχθούν οριστικά συμπεράσματα, οι όποιες «επιτυχίες» στην περίπτωσή μας θα πρέπει να κατανοηθούν πρωτίστως σε σχέση με συγκεκριμένες δράσεις της παρούσας ελληνικής κυβέρνησης, η οποία ανέλαβε νωρίς και αποφασιστικά σχετικές πρωτοβουλίες – και όχι μόνο στο παρόν θέμα, μεταξύ άλλων για να δείξει ένα άλλο πρόσωπο στην Ευρώπη.
Οι πρωτοβουλίες αυτές φαίνεται ότι αποδίδουν και ότι στηρίζονται από την πλειοψηφία των Ελλήνων πολιτών. Είναι λοιπόν πολύ θετικό ότι υπάρχει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη σε ένα λειτουργικότερο και αποτελεσματικότερο κράτος, ένα σημείο στο οποίο η Ελλάδα είχε σημαντικά προβλήματα στο παρελθόν. Αλλά, θα ήταν επισφαλές να συνδέσουμε την εξέλιξη αυτή με μια αυτόματη μεταμόρφωση του παραδοσιακά ατίθασου, αντιδραστικού και άτακτου χαρακτήρα των Νεοελλήνων και της ανάλογης κοινωνικής συμπεριφοράς τους (π.χ. μια υπέρβαση του ατομικισμού προς μια πιο υπεύθυνη συλλογική στάση). Η απρόσμενη πειθαρχία της ελληνικής κοινωνίας στα επιβληθέντα περιοριστικά μέτρα, πέρα από τις αυστηρές κυρώσεις του νόμου, σχετίζεται πιθανότατα με την κόπωσή της και το «μετα-τραυματικό άγχος» από την προηγούμενη βαθειά οικονομική κρίση και τη στροφή της πλέον σε πιο λογικές, νηφάλιες και πραγματιστικές επιλογές».
Ο Χρήστος Μαρσέλλος είναι συγγραφέας-μεταφραστής. Εχει κάνει σπουδές φιλοσοφίας στην Ελλάδα και τη Γαλλία. Έχει στο ενεργητικό του μεταφράσεις έργων, μελέτες και άρθρα φιλοσοφίας. Πιο πρόσφατη αυτοτελής δημοσίευση: Δι’ εσόπτρου εν αινίγματι, Εκδ.Περισπωμένη, 2019.
«Η ελληνική κυβέρνηση, ίσως και από υγιές ένστικτο πολιτικής αυτοσυντήρησης, δραστηριοποιήθηκε νωρίς για τον έλεγχο της πανδημίας, πολύ σωστά για δύο ειδών λόγους: Πρώτον πρακτικούς. Το εθνικό σύστημα υγείας δεν θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε εκθετική αύξηση κρουσμάτων που γονατίζει άλλα πολύ ισχυρότερα και δεύτερον, πολιτικούς: η φερόμενη ως απειθαρχία των Ελλήνων μόνο επιφανειακά κατανοείται ως «μεσογειακό» χαρακτηριστικό. Είναι αποτέλεσμα ανεπούλωτων ιστορικών τραυμάτων, και εκδηλώνεται ως ένταση της πολιτικής αντιπαράθεσης σε όσες κοινωνίες διαμορφώθηκαν μέσα από έντονες συγκρούσεις.
Το ιδιαίτερο στην Ελλάδα είναι ότι η ουδετερότητα των θεσμών δεν έχει προλάβει να εδραιωθεί στη συνείδηση των πολιτών, και η μερίδα της κοινωνίας που θεωρεί ότι η εκάστοτε εξουσία δεν την εκφράζει, δεν αρκείται στην πολιτική αντιπαράθεση, αλλά υποσκάπτει ευθέως ή πλαγίως τους θεσμούς. Η αναποτελεσματικότητα στην αντιμετώπιση της πανδημίας θα τροφοδοτούσε αυτόν τον μηχανισμό προκαλώντας ατελείωτες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις που θα αποδυνάμωναν συνολικά την προσπάθεια και την κοινωνία την ίδια.
Η αποφασιστική και έγκαιρη αντίδραση τον περιθωριοποιεί, και επιτρέπει τον συντονισμό στην αίσθηση μιας εθνικής ή συλλογικής προσπάθειας — διαλέγει κανείς όποιον όρο θέλει. Είμαστε ακόμα μακριά από την τελική έκβαση για να ξέρουμε αν αυτό θα αφήσει μια μόνιμη παρακαταθήκη ή αν η καλή αρχή θα πέσει στο πηγάδι των ανεκπλήρωτων δυνατοτήτων».
Ο Νικήτας Σινιόσογλου είναι διδάκτωρ Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Cambridge. Πιο πρόσφατο βιβλίο του είναι η«Λεωφόρος ΝΑΤΟ. Δοκιμή περιπλάνησης»,(Αθήνα: Κίχλη 2019). Γράφει για την αστική περιπλάνηση και για τα όρια δοκιμιακού και λογοτεχνικού λόγου.
«Ενώπιον του θανάτου το εγωιστικό άγχος να επιβιώσουμε μοιάζει τόσο με ό,τι ονομάζεται «αλληλεγγύη» και «πειθαρχία», ώστε περνιέται για κάτι τέτοιο. Ενδόμυχα φοβάμαι μη γυρίσει η βάρκα και με πνίξεις, κι εσύ το ίδιο. Επομένως, όταν κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συνεχίσουμε να απολαμβάνουμε τη ζωή, τότε δεν πειθαρχούμε ακριβώς στους κυβερνώντες. Ακούμε τη ζωή κι όχι την κυβέρνηση.
Και ο «ξένος» που δίνει τα συγχαρητήρια για την πειθαρχία; Τόσο το καλύτερο! Το νεοελληνικό κόμπλεξ απέναντι στη «Δύση» βγαίνει σε δύο εκδοχές συμπληρωματικές: η μία είναι ελαφρώς παρανοϊκή, όταν η «Δύση» απαξιώνεται χάριν ενός ντόπιου τρόπου σύνδεσης των ανθρώπων που φτάνει, τάχα, ως εμάς από τα βάθη του βυζαντινού λυκόφωτος. Η δεύτερη, θυμίζει την έκσταση του σκύλου όταν ο απαιτητικός «ξένος» του χαϊδεύει τα αυτιά, πόσω μάλλον αν του πει ένα μπράβο, και ότι υπερτερεί.
Περισσότερο ενδιαφέρον από την υποτιθέμενη πειθαρχία των Νεοελλήνων έχουν οι αρκούδες που ξεμύτισαν κι έκαναν τη βόλτα τους στην Καστοριά, η φώκια που λιάστηκε σε μια παραλία του Σαρωνικού, κι οι γάτες που κατέλαβαν τα έρημα παγκάκια· ίσως και οι σεισμολόγοι, που λέγεται πως από την πολλή ησυχία ακούνε τους ψιθύρους της γης, ακόμη και τις πιο μικρές δονήσεις».
Ο Θεοφάνης Τάσης είναι λέκτωρ Σύγχρονης Πρακτικής Φιλοσοφίας στο Alpen-Adria Universität. Η ερευνά του αφορά την σχέση πολιτικής, ηθικής και ψηφιακής τεχνολογίας εστιάζοντας στις έννοιες εικόνα, θνητότητα και τέχνη του βίου. Το τελευταίο του βιβλίο «Ψηφιακός ανθρωπισμός» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Αρμός.
Η δυσκολία στην πειθάρχηση σε κανόνες και στην τήρηση των νόμων χαρακτηρίζει, δυστυχώς, πολλούς Έλληνες. Συνοδεύεται δε συχνά από την απρεπή συμπεριφορά στην καθημερινότητα, όπως επίσης την απροθυμία ανάληψης ευθυνών και εκπλήρωσης υποχρεώσεων.
Η δεκαετής οικονομική κρίση όξυνε τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά διαβρώνοντας σημαντικά την δημόσια σφαίρα έτσι ώστε να προξενεί έκπληξη η υπεύθυνη και αλληλέγγυα στάση της πλειοψηφίας των συμπολιτών κατά την διάρκεια της πανδημίας. Πιθανώς αυτή να οφείλεται αφενός σε φόβο και αφετέρου στην υποδειγματική λειτουργία της πολιτείας.
Πώς όμως θα μπορούσαμε να υπερβούμε τα παραπάνω ελαττώματα; Ίσως αν αναζητούσαμε τα αίτιά τους στην ελλειμματική προσφορά αγωγής από την ελληνική οικογένεια. Όταν αρετές όπως η ευγένεια, η υπευθυνότητα, η συνέπεια και η συμπόνοια δεν καλλιεργούνται επίμονα, αλλά κυρίως υπομονετικά δια του γονικού παραδείγματος από μικρή ηλικία έως ότου γίνουν δια βίου συνήθειες τότε διακυβεύεται η πνευματική και ψυχική ενηλικίωση των παιδιών. Η έλλειψη αγωγής λόγω κακής ανατροφής δημιουργεί ανεύθυνους και ανασφαλείς πολίτες δίχως μετριοπάθεια, σεμνότητα, σοβαρότητα και αλληλεγγύη που αντιμετωπίζουν το κράτος ως γονικό υποκατάστατο το οποίο θα τους παρέχει οτιδήποτε άνευ όρων και προϋποθέσεων. Το κράτος σε αυτή την συνθήκη μπορεί να ενθαρρύνει την παιδική στάση επιδιώκοντας την εκπλήρωση των επιθυμιών με τίμημα την μελλοντική αποσάθρωσή του είτε να επιχειρήσει να διαπαιδαγωγήσει τους πολίτες πρωτίστως με ποινές και κυρώσεις με κίνδυνο να καταλήξει αυταρχικό. Πιθανώς ευσυνείδητοι γονείς με αφοσίωση στην σωστή ανατροφή σε συνδυασμό με μια πολιτεία που καλλιεργεί και θεραπεύει μέσω των αξιωματούχων της ένα δημοκρατικό ήθος να συνιστούν την προτιμότερη επιλογή.