Πλαστές ειδήσεις, όλων των αποχρώσεων, παντού. Έγιναν πολύ επίκαιρες ξαφνικά, όπως ξεβράστηκαν από το βούρκο των προεκλογικών εκστρατειών των δυο κεντρικών μονομάχων για τις Προεδρικές Εκλογές των ΗΠΑ του περασμένου Νοέμβριου. Αν μη τι άλλο, η κατανάλωση μελανιού, pixels, ραδιοτηλεοπτικού χρόνου και χρημάτων για την ανάλυση και αντιμετώπιση αυτού του φαινόμενου είναι από τα λίγα θετικά και ελπιδοφόρα επακόλουθα μιας από τις πιο χυδαίες, διχαστικές και τραυματικές εκλογικές αναμετρήσεις της σύγχρονης ιστορίας.
Τίποτα το νέο
Οι πλαστές ειδήσεις στη σύγχρονη μορφή τους δεν είναι κάτι καινούργιο: ξεπήδησαν τον 18ο αιώνα από τις μήτρες των πρώτων εφημερίδων και περιοδικών ευρείας κυκλοφορίας. Έκτοτε, μεταλλασσόμενες, συνοδεύουν τη γέννηση κάθε νέου μέσου. Ούτε είναι περίεργο ότι η πιο δημοφιλής απόχρωσή τους, έχει σχέση με τα χρηματοοικονομικά όπου, το μέγεθος και η αμεσότητα του οφέλους που φέρουν, ήταν πάντα προβλέψιμα και ιδιαιτέρα ελκυστικά.
Ο καθηγητής Ιστορίας και Επικοινωνίας του Columbia Journalism School, Richard John, στο πλαίσιο της συνέντευξης του από το Justin Fox για το Bloomberg[i] αναφέρει το παράδειγμα μιας πλαστής είδησης που κυκλοφόρησε στην Journal of Commerce την εποχή του Αμερικανικού Εμφύλιου αφορώντας τις προθέσεις του τότε Πρόεδρου Abraham Lincoln να εντείνει την επιστράτευση.
Οι αγορές αγχώθηκαν, οι μετοχές έπεσαν και ο επιτήδειος κερδοσκόπος από το Brooklyn που ενορχήστρωσε αυτή τη φάρσα πλούτισε. Όπως φαίνεται, ο Lincoln δεν ήταν καθόλου ευχαριστημένος από τα γεγονότα και τον ακούσιο ρόλο του σε αυτήν την απάτη. Διέταξε το προσωρινό κλείσιμο της Journal of Commerce.
Veni, vidi, ais perdidi
Λίγο πιο πρόσφατα, η Vinci, ο Γαλλικός κατασκευαστικός κολοσσός, έπεσε θύμα ενός πλαστού ηλεκτρονικού δελτίου τύπου, το οποίο έστειλε κάποιος επιτήδειος ο οποίος πόζαρε ως μέλος της ομάδας επικοινωνίας της εταιρείας. Η λακωνική ανακοίνωση εστάλη από έναν πλαστό λογαριασμό email λίγο μετά τις 4 το απόγευμα στις 22 Νοεμβρίου, ήτοι λίγο πριν το κλείσιμο της συνεδρίασης του Χρηματιστηρίου του Παρισιού. Ενημέρωνε ότι “κατόπιν εσωτερικού λογιστικού έλεγχου εντοπιστήκαν ατασθαλίες που οδήγησαν στην απομάκρυνση του Γενικού Οικονομικού Σύμβουλου της Vinci και στην ανάγκη να ανασκευαστούν οι οικονομικές αναφορές των τελευταίων 6 τριμήνων, και να επαναδιατυπωθούν τα κέρδη της εταιρείας, καθώς βρέθηκαν να είναι “φουσκωμένα” κατά περίπου €2δισ.”. Κατά τη διάρκεια της επόμενης μισής, περίπου, ώρας καθώς η ηλεκτρονική αυτή βόμβα έκανε το γύρο των trading floors παγκοσμίως, η μετοχή της Vinci έφτασε να χάνει λίγο πάνω από 19% της αξίας της, προσωρινά αλλά αστραπιαία εξαλείφοντας €7δισ. κεφαλαιοποίησης. Το εύρος και οι επιπτώσεις της είδησης αυτής ήταν τεράστιες[ii].
Η Vinci αντέδρασε σε μόλις 24 λεπτά μέσω του –πραγματικού αυτή τη φορά- Γραφείου Ενημέρωσης κυκλοφορώντας ένα επίσημο δελτίο τύπου[iii] μέσω του οποίου αποκήρυσσε το περιεχόμενο της πρότερης πλαστής ανακοίνωσης και εμμέσως κατηγόρησε το Bloomberg το οποίο με τη σειρά του είχε πέσει θύμα της απάτης σπεύδοντας να κυκλοφορήσει το πλαστό δελτίο χωρίς έλεγχο ή επαλήθευση και στέλνοντας έτσι σε αμόκ traders και αλγορίθμους. “This is false, totally false. We deny it”, δήλωσε εμφατικά ο εκπρόσωπος της Vinci στο BBC[iv]. Ήδη όμως είχαν αλλάξει χέρια €7δισ. και οι μετοχές της Vinci, πάρα την εξίσου γρήγορη διόρθωση, έκλεισαν με πτώση 3%. Αν υπολογίσει κανείς τις εντολές stop-loss, τα margin calls και τις αλυσιδωτές αντιδράσεις από αυτήν την ιστορία σε αλλά χρηματοοικονομικά προϊόντα (π.χ. σε δείκτες και παράγωγα), τότε οι μετασεισμοί της πλαστής αυτής είδησης κράτησαν οπωσδήποτε πολύ περισσότερο από 24 λεπτά.
Όσον αφορά την ανεξέλεγκτη δημοσιοποίηση έκτακτων ειδήσεων –τουλάχιστον σε αυτήν την περίπτωση- από το Bloomberg και άλλα πρακτορεία, είναι χρήσιμο να συνυπολογίσει κανείς το μοντέλο λειτουργίας τους: εν μέσω ανελέητου ανταγωνισμού για τα μάτια και την προτίμηση trader και αναλυτών, ο νικητής είναι αυτός που κυκλοφορεί τα νέα πρώτος, σταθερά.
Από τη Σόφια με αγάπη
Επιστρέφοντας στην Αμερική, η Avon Products, η γνωστή εταιρεία καλλυντικών, έπεσε θύμα μιας παρόμοιας απάτης το Μάιο του 2015. Η εταιρεία είχε ξεκινήσει άσχημα το 2015, συνεχίζοντας την πτωτική της πορεία των τελευταίων ετών. Ξαφνικά στις 14 Μαΐου τα τερματικά πήραν φωτιά με την είδηση ότι ένας μέχρι πρότινος άγνωστος παίκτης, η PTG Capital Partners, είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον να εξαγοράσει την Avon έναντι $8.2δις. Τιμή σημαντικά μεγαλύτερη της τρέχουσας χρηματιστηριακής της αξίας. Η πηγή ήταν το σχετικό δελτίο που κατέθεσε, σύμφωνα με τους κανονισμούς, η PTG στον ιστότοπο της Επιτροπής Κεφαλαιαγορών SEC. Ως αποτέλεσμα οι μετοχές της Avon εκτινάχθηκαν κατά 20%, πριν αποκαλυφθεί ότι η PTG ήταν εταιρεία μαϊμού και η είδηση μια καλοστημένη απάτη[v]. Ακολουθώντας τον αδυσώπητο νόμο της βαρύτητας, οι μετοχές της Avon κατρακύλησαν και οι αρμόδιες αρχές άρχισαν να ψάχνουν κάποιον να πληρώσει τα σπασμένα.
Τελικά, μετά από ένα έτος, ο εισαγγελέας κατηγόρησε έναν μικροεπενδυτή στη Βουλγαρία, τον Nedko Nedev, ως τον εγκέφαλο αυτής της απάτης. Ενδιαφέρον, ή καλύτερα αινιγματικό, είναι το γεγονός ότι η Avon δεν ήταν η πρώτη εταιρεία θύμα του Nedev ο οποίος είχε επανειλημμένως χρησιμοποιήσει πλαστές ανακοινώσεις εξαγορών στο παρελθόν για να φουσκώσει τις μετοχές εταιρειών στις οποίες είχε ανεπιτυχώς επενδύσει. Όπως αποδείχτηκε ήταν ιδιαιτέρα κακός όχι μόνο στις επενδύσεις αλλά και στις απάτες, αφού πέρα από τη σύλληψη του δεν είχε καν καταφέρει να πουλήσει τις μετοχές του στο υψηλό της μοιραίας ημέρας[vi].
Το συγκεκριμένο περιστατικό έφερε στο φως ελλείψεις και αδυναμίες στα πρωτόκολλα ελέγχου της SEC, καθώς και στις δικλείδες ασφαλείας του Χρηματιστηρίου, το οποίο δεν κατάφερε να ανιχνεύσει και να σταματήσει την ύποπτη και ταχύτατη κινητικότητα γύρω από τη μετοχή της Avon[vii]. Πέρα από την ανεπαρκή εποπτεία και τις αστοχίες των αυτόματων συστημάτων που οδήγησαν στην ακολουθία γεγονότων στη συγκεκριμένη υπόθεση, είναι ιδιαιτέρα σημαντικό να αναγνωριστεί η ανάγκη για συνεχή προσαρμογή και αναθεώρηση σε συστήματα και πρωτόκολλα που είναι εκ φύσεως επιρρεπή σε εξαπάτηση από τον συνεχώς εξελισσόμενο και πλαγίως-σκεπτόμενο ανθρώπινο εγκέφαλο.
Buy the rumour, sell the news
Υπάρχει λύση, λοιπόν; Πριν από ένα αιώνα οι μεγάλες εταιρίες βρήκαν μια πρωτότυπη για την εποχή απάντηση στο πρόβλημα που αντιμετώπιζαν από τα ανακριβή και συχνά κατευθυνόμενα άρθρα που χαρακτήριζαν τον πρώιμο οικονομικό τύπο. Αποφάσισαν να πάρουν την κατάσταση στα χέρια τους και να γίνουν η «χρυσή πηγή» οικονομικών στοιχείων και πληροφοριών για τις επιχειρηματικές δραστηριότητές τους μέσω τεκμηριωμένων επίσημων ανακοινώσεων. Ήταν η γένεση των, πλέον πανταχού-παρόντων, τμημάτων Δημόσιων Σχέσεων.
Εντούτοις, πλαστές ειδήσεις εξακολουθούν να εισχωρούν στον τύπο και τα trading floors. Εξού και το απόφθεγμα –και πρακτική: “buy the rumour, sell the news”. Λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας, της δημιουργίας νέων χρηματοοικονομικών προϊόντων, της εκθετικής αύξησης του τζίρου από αυτά και της παγκοσμιοποίησης και στενής διασύνδεσης των αγορών, χρειάζονται νέες, σύγχρονες, γρήγορα προσαρμόσιμες λύσεις. Πλέον οι έκτακτες ειδήσεις διαχέονται μέσω ολοένα και αυξανόμενων σε ποικιλία και αριθμό καναλιών. Οι traders νομοτελειακά αναζητούν αβαντάζ, την αιχμή που θα τους επιτρέψει να αντιδράσουν πρώτοι σε νέα που κινούν τις αγορές, ενώ οι ίδιοι σταδιακά αντικαθίστανται από αλγορίθμους εξόρυξης πληροφοριών μέσα από τα social media[viii] τα οποία αφουγκράζονται και ποσοτικοποιούν την ψυχολογία του κόσμου και κατευθύνουν τα trades τους αντίστοιχα.
Οι επίσημοι κανονισμοί, ο παραδοσιακός τρόπος ελέγχου των αγορών, παρόλο που παρέχουν το ραβδί που τιμωρεί όσους διαχέουν και κερδοσκοπούν από πλαστές ειδήσεις και παρεμφερείς απάτες, δεν επαρκούν. Η πρόληψη είναι απείρως καλύτερη από τη θεραπεία. Ενδεχομένως, ένας συνδυασμός σύγχρονων και παλαιών τεχνικών θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του προβλήματος. Από τη μια μεριά, τα Χρηματιστήρια και οι σχετικοί οργανισμοί και υπηρεσίες πρέπει να επενδύουν και συνεχώς να αναβαθμίζουν τις τεχνολογίες παρακολούθησης και εξακρίβωσης των συναλλαγών καθώς και των σχετικών δικλείδων ασφάλειας. Τα κορυφαία διεθνή Χρηματιστήρια ήδη δραστηριοποιούνται έντονα σε αυτόν τον τομέα. Συνάμα, μια άλλη ισχυρή αμυντική τεχνολογία είναι η χρήση αλγόριθμων και τεχνικών φιλτραρίσματος, που επιτρέπουν την έγκαιρη ταυτοποίηση ειδήσεων και πηγών. Χάρη στο fallout των Αμερικανικών Προεδρικών Εκλογών, η έρευνα σε αυτές τις τεχνολογίες έχει δεχθεί μια ευπρόσδεκτη ώθηση με πληθώρα ακαδημαϊκών, ειδημόνων από μέσα ενημέρωσης και επιστήμονες να εργάζονται σε αυτήν την κατεύθυνση[ix]. Επιπλέον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το μοντέλο λειτουργίας της ηλεκτρονικής εγκυκλοπαίδειας Wikipedia[x], η οποία έχει καταφέρει την επεξεργασία και διανομή αξιόπιστων πληροφοριών χωρίς να διαθέτει η ίδια συντακτικό προσωπικό. Τέλος, ίσως θα έπρεπε να προσληφθούν περισσότεροι επαγγελματίες με εμπειρία στον έλεγχο πηγών και στοιχείων, στην επιβεβαίωση πληροφοριών και διανομή ειδήσεων. Ήτοι, δημοσιογράφοι.
[i]Bloomberg: “Real Talk on the Power of Fake News”(29/11/2016)
[ii]FT Alphaville: “Why can’t fake news creators write basic financial news?” (23/11/2016)
[iii]Vinci Press Release (22/11/2016)
[iv]BBC Business: “Vinci shares plunge on publication of fake press release” (222/11/2016)
[v]Forbes: “Avon Products Shares Surge Then Tumble On Fake $8 Billion Buyout Bid” (14/05/2015)
[vi]Bloomberg: “Guy Who Did Avon Hoax Was Terrible at Hoaxes” (04/06/2015)
[vii]CNBC: “The Avon Hoax and what it means” (14/05/2015)
[viii]The New Scientist:“Algorithmic trading could be to blame for pound’s ‘flash crash’“ (07/10/2016)
Bloomberg: “How Many HFT Firms Actually Use Twitter to Trade? “(25/04/2013)
[ix]Financial Times: “‘Hackathon’ attempts to stem proliferation of fake news” (28/11/2016)
Media Sources
Het Groote Tafereel Der Dwaasheid /The great scene of folly (1720): Wikimedia Commons
Abraham Lincoln (Moses Parker Rice, 1863): Wikimedia Commons
Recruiting poster (Baker & Godwin, 1863): Wikimedia Commons
VINCI price action: Interactive Brokers
Paris Bourse (Peazapata, 2015): Wikimedia Commons
Cosmetics (KaurJmeb, 2006): Wikimedia Commons
Stock Market Board (Katrina Tuliao, 2008): Wikimedia Commons
NYSE (Kevin Hutchinson, 2013): Wikimedia Commons