Νίκος Μπακουνάκης, Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ: Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες 19ος – 20ος αιώνας, Εκδόσεις Πόλις.
Στο βιβλίο του Νίκου Μπακουνάκη «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ: Η αφήγηση στις ελληνικές εφημερίδες, 19ος – 20ος αιώνας», ένα βιβλίο επιτυχημένο και πολυβραβευμένο (Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας 2015, Βραβείο Ιδρύματος Ουράνη Ακαδημίας Αθηνών 2016) οι δικές μου αγαπημένες σελίδες βρίσκονται στο τέλος, στο Παράρτημα. Εκεί αναπαράγονται αυτούσιες μερικές από τις αφηγήσεις που χρησιμοποιούνται ως παραδείγματα για να παρουσιαστεί από το συγγραφέα το συγκεκριμένο δημοσιογραφικό είδος και ο τρόπος με τον οποίο εμφανίστηκε στις ελληνικές εφημερίδες. Το Παράρτημα ξεκινά με την «Εγκαταλελειμμένη κόρη», την πραγματική ιστορία ενός άπορου κοριτσιού που ντύθηκε αγόρι για να βρει δουλειά στην Αθήνα και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Εφημερίς» στα 1873. Ακολουθούν «Το έγκλημα στα Βίλια», «Αίμα εις το Πανεπιστήμιον», «Πώς ηυτοκτόνησαν δύο ερασταί», «Το μυστηριώδες έγκλημα του Κηφισσού» και ρεπορτάζ το ρεπορτάζ αλλάζουμε αιώνα και φτάνουμε στην εφημερίδα «Ακρόπολις» που το χειμώνα του 1936 δημοσιεύει σε τρεις συνέχειες τα άρθρα της Λιλίκας Νάκου με τίτλο «Μία Ελληνίς διανοουμένη εν μέσω των γυναικών της αμαρτίας». Στα συγκεκριμένα δημοσιογραφικά κομμάτια η Λιλίκα Νάκου παίρνοντας μία ανάθεση από τον Σύνδεσμο Δικαιωμάτων της Γυναίκας να επισκεφθεί τους κακόφημους οίκους Αθήνας και Πειραιά για να εξακριβώσει τις συνθήκες που επικρατούν εκεί, πηγαίνει στα Βούρλα και αποκρύπτοντας την ιδιότητά της μιλά με τις πόρνες, ζει για λίγο μαζί τους και μεταφέρει στους αναγνώστες τις πολύ ενδιαφέρουσες και αποκαλυπτικές για την εποχή εμπειρίες της.
Ως δημοσιογράφος, γράφω στο δημοσιογραφικό site JAJ σχετικά με ένα βιβλίο που ερευνά τον ελληνικό Τύπο. Το συγκεκριμένο βιβλίο μάλιστα είναι γραμμένο από έναν έμπειρο δημοσιογράφο και πανεπιστημιακό δάσκαλο. Συνεπώς δεν μπορώ να μην θαυμάσω καταρχάς αυτά καθαυτά τα ρεπορτάζ συναδέλφων που έχουν «φύγει» εδώ και χρόνια αλλά κατάφεραν με τη δουλειά τους να δώσουν σχήμα σε ειδήσεις και γεγονότα της εποχής τους που διαφορετικά θα είχαν χαθεί. Και να κάνουν επίσης τους πρωταγωνιστές των δραματικών ιστοριών που περιγράφουν, ήρωες με βάθος και διάρκεια που φτάνει ως το παρόν. Οι συγκεκριμένες δημοσιογραφικές αφηγήσεις, οι «ιστορίες με ανθρώπινο ενδιαφέρον» (human interest story) γίνονται στο Πρώτο Μέρος του βιβλίου εργαλείο για τη μελέτη της στροφής του ελληνικού Τύπου προς το πραγματικό.
Οι εφημερίδες εξετάζονται ως αυτόνομο αφηγηματικό πεδίο, με τους δικούς τους κανόνες σε σχέση με τη λειτουργία του βλέμματος του ρεπόρτερ, της μαρτυρίας, της τεκμηρίωσης του γεγονότος, της υπογραφής. Στο Δεύτερο Μέρος παρουσιάζονται οι φορείς της αφήγησης, δηλαδή οι εφημερίδες, ο τρόπος λειτουργίας τους, η οργάνωση, το τιράζ, η διανομή τους.
Στο Τρίτο Μέρος το βιβλίο μελετά τους αφηγητές, τους δημοσιογράφους, όπως για πρώτη φορά ονόμασε το 1826 ο Νικόλαος Σπηλιάδης εκείνο το νέο είδος συγγραφέα που παρήγαγε περιεχόμενο για τις εφημερίδες. Αυτή ήταν η απόδοση στα ελληνικά του γαλλικού publicist και έτσι η ελληνική γλώσσα απέκτησε μια καινούργια λέξη που έμελλε να αποκτήσει πλήθος συνδηλώσεων στην πορεία ενός αιώνα. Για του λόγου το αληθές,το κεφάλαιο με τίτλο «Ρεπόρτερ» ξεκινά ως εξής: «Αν η είδηση είναι επινόηση της δεκαετίας του 1830, ο ρεπόρτερ είναι επινόηση της δεκαετίας του 1880. Δεν θα αργήσει να γίνει και κοινωνική κατάκτηση, ιδίως όταν αναδειχθεί, στις αρχές του 20ου αιώνα σε ήρωα της λαϊκής κουλτούρας κυρίως του κινηματογράφου και της pulp fiction». Ακολουθεί μια ιστορική ανάλυση της εξέλιξης του συγκεκριμένου επαγγέλματος που βεβαίως ο συγγραφέας μιλά για την ερευνητική δημοσιογραφία και την αρχετυπική μορφή ρεπόρτερ στον αμερικανικό Τύπο, τη σπουδαία Nellie Bly.
Όπως σημειώνει ο Νίκος Μπακουνάκης στην κατατοπιστική εισαγωγή του, εμβαθύνοντας σε αυτό που ονομάζει «πολιτισμό των εφημερίδων», τοποθετεί τον ελληνικό αιώνα του ημερήσιου Τύπου που ξεκινά το 1873 με την έκδοση της «Εφημερίδος» του Δημητρίου Κορομηλά και καταλήγει περίπου στο 1997 με τη μεγάλη συρρίκνωση της αγοράς την εποχή της, στο επίκεντρο της μελέτης του. Αυτό καθεαυτό το γεγονός της έρευνας των ελληνικών εφημερίδων είναι πρωτότυπο, επειδή στη χώρα δεν διαθέτουμε ούτε επιστημονικές μονογραφίες για τίτλους εφημερίδων, ούτε επιστημονικές βιογραφίες για πρόσωπα-πρωταγωνιστές του Τύπου. Πόσω μάλλον όταν ο συγγραφέας του βιβλίου δεν εξετάζει τον πολιτικό χαρακτήρα και προσανατολισμό του ελληνικού Τύπου, αλλά τον τρόπο με τον οποίο οι εφημερίδες καθορίζουν και σχηματοποιούν πολιτικά και κοινωνικά φαινόμενα. Σε μια χώρα στην οποία, όπως σημειώνεται στην εισαγωγή, η πολιτική υπερτροφία του Τύπου είναι κοινός τόπος στην εγχώρια βιβλιογραφία, το «Δημοσιογράφος ή ρεπόρτερ» βλέπει τις εφημερίδες πρωτίστως ως αφηγηματικούς μηχανισμούς, ως τα πρώτα και σημαντικότερα προϊόντα μαζικής διάδοσης και μαζικής κατανάλωσης. Θα έλεγα λοιπόν ότι το βιβλίο είναι σημαντικό για δύο λόγους: Αφενός ασχολείται με την ιστορική έρευνα ενός αχαρτογράφητου πεδίου όπως είναι ο ελληνικός Τύπος και αφετέρου το κάνει σε μια εποχή που από πολλούς χαρακτηρίζεται ως τέλος. Αν τα Νέα Μέσα εκτοπίσουν οριστικά τα Παλιά από το βάθρο τους, αν η δημοσιογραφία πάψει να είναι ό,τι γνωρίζαμε και μπορούμε μόνον να αναστοχαζόμαστε πάνω στο θέμα, ποιος και πώς θα αφηγηθεί τις ιστορίες με ανθρώπινο ενδιαφέρον στο διαδικτυακό μέλλον;